Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

«Αναμνήσεις από τον Γέροντα Γαβριήλ της Ι.Μ. Φλαμουρίου Πηλίου» (8 - τελευταίο)


 Μια φορά ήμουν με το Γέροντα στο κελάκι του στο μοναστήρι του Αγ. Γερασίμου Μακρινίτσας. Εκείνες τις μέρες σκεπτόμουνα, χωρίς να το πω στον Γέροντα, πόση υποχρέωση έχουμε στον φύλακα άγγελό μας. Ξαφνικά ο Γέροντας είπε: Πολλά χρωστάμε στο φύλακα άγγελό μας και πρέπει να διαβάζουμε την ακολουθία του από το Ωρολόγιο. Όλα ήταν διαυγή στην αγιασμένη του ψυχή.
Άλλη φορά είπε κοιτάζοντας προς τη θάλασσα: Αν παιδί μου ο Χριστός έδινε εξουσία στο διάβολο να εκδηλώσει την κακία του θα μας έπαιρνε από δω και σένα και μένα και θα μας πετούσε στη θάλασσα για να μας εξαφανίσει.
Βλέποντας ότι μερικοί άνθρωποι έχουν μια φυσική πραότητα, είναι συνετοί και ολιγόλογοι, συζητώντας μαζί του μου είπε: Μην τα βλέπεις τα πράγματα επιφανειακά. Γιατί μπορεί να μην είναι όπως φαίνονται. Υπάρχει και η υποκρισία.
Αν έβλεπε ο Γέροντας ότι κανένας μοναχός ή κοσμικός είχε κάποιο πνευματικό πρόβλημα έλεγε: Δεν αναπαύομαι, παιδί μου. Αυτός ο άνθρωπος είναι κάπου «σκαλωμένος», εννοώντας ότι κάπου πιάστηκε και δεν μπορεί να ξεφύγει.
Ο Γέροντας ανέβαινε στο μουλάρι όταν είχε πρόγραμμα κάπου να πάει από ένα πεζουλάκι, έξω από το μοναστήρι. Όμως καθώς είχαν περάσει τα χρόνια του, έχασε τη δύναμή του και δεν μπορούσε να πηδήξει για να ανέβει στο μουλάρι. Ούτε ήθελε οι πατέρες να τον βοηθήσουν. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, έδωσε την εξήγηση: Το μουλάρι ψήλωσε! «Τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Θυμάμαι ότι ένας άνθρωπος με πολύ δυνατό μυαλό, πολύγλωσσος και με πολλές περγαμηνές και πανεπιστημιακούς τίτλους όταν άκουσε για τον γέροντα Γαβριήλ τον επισκέφθηκε στο Μοναστήρι του. Κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους, του υπέβαλε μερικές βαθυστόχαστες θεολογικές ερωτήσεις αλλά δεν έλαβε τις προσδοκώμενες απαντήσεις. Έφυγε από το μοναστήρι χαμογελώντας συγκαταβατικά για την αγραμματοσύνη και μειωμένη αντίληψη του Γέροντα στα θεολογικά θέματα. Είπε: Είναι ένα ασκητικό γεροντάκι και τίποτε περισσότερο. Το συγκαταβατικό χαμόγελο όμως έσβησε από τα χείλη του όταν πήρε τη σοφή απάντηση από τον σεβαστό γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη. Όταν τον επισκέφτηκε στο μοναστήρι του και του εξέφρασε την απογοήτευσή του γιατί στο Άγιον Όρος δεν βρήκε αγίους και θαυματουργούς πατέρες, του είπε ο Γέροντας: Παιδί μου, τι νόμισες ότι είναι η αγιότητα; Σεντόνια να τ’ απλώσουμε στο σύρμα στη Δάφνη να τα κουνάει ο αέρας και να τα βλέπει ο καθένας; Η αγιότητα, παιδί μου, κρύβεται.
Όταν κοιμήθηκε ο Γέροντας μετά από επώδυνη ουρολογική πάθηση, τα πνευματικά του τέκνα με τα χέρια μετάφεραν το σκήνωμά του στο μοναστήρι. Η κηδεία του θύμιζε την κοίμηση των οσίων πατέρων. Ο επίσκοπος, ιερομόναχοι, μοναχές, μοναχοί και πλήθος πνευματικών του τέκνων τον συνόδευσαν μέχρι την τελευταία του κατοικία στην νότια πλευρά του κοιμητηριακού ναού κάτω από τα βαθύσκια δέντρα του δάσους της Μονής.
Ας έχουμε τις άγιες ευχές του.