Ο Γέροντας διάβαζε με πολύ σεβασμό και ευλάβεια το συγίλλιο του Πατριάρχη Κων/πόλεως Ιερεμίου του Β΄, που επέδωσε στον κτήτορα της Μονής «Ιερομόναχο Συμεών» εν έτει 1593, με το οποίο επικύρωνε τη διαθήκη του Αγίου. Ιδιαιτέρως τόνιζε την τελευταία παράγραφο η οποία αναφέρει ότι όποιος τολμήσει να οικειοποιηθεί, να αφαιρέσει, ή να εκποιήσει κάποια κτήματα, αμπέλια, χωράφια, κινητά ή ακίνητα τα οποία αγοράστηκαν από τον Όσιο ή αφιερώθηκαν από κάποιους χριστιανούς στη Μονή, να είναι αφορισμένος με αφορισμό άλυτο (!) και να είναι αποκομμένος από την Εκκλησία. «Τά γὰρ ἅπαξ τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα, ἀνεκποίητα εἶναι οἱ ἱεροί κανόνες διακελεύονται».
Ο Άγιος Συμεών, ως πρόδρομος του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, περιόδευε θαυματουργώντας σχεδόν σ’ όλη τη Ελλάδα (Μακεδονία, Θεσσαλία, Αθήνα, Εύβοια) και οι ευεργετηθέντες απ’ αυτόν αφιέρωσαν στο μοναστήρι κτήματα τα οποία σώζονται ως σήμερα ως μετόχια της Ιεράς Μονής.
Είναι γνωστή η τραγική κατάληξη ορισμένων από τους παλιούς μοναχούς της Μονής οι οποίοι τόλμησαν και παρέβησαν τη διαθήκη του Αγίου και αυθαίρετα πούλησαν ορισμένα κτήματα. Αυτοί εγκαταβίωσαν στο Άγιον Όρος και μετά την κοίμησή τους, στην ανακομιδή τους, βρέθηκαν όλοι άλιωτοι και τυμπανιαίοι.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι επί των ημερών του μακαριστού επισκόπου Δημητριάδος, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών, κτίστηκε αυθαίρετα σε ένα κτήμα της Μονής στα Μελισσάτικα Βόλου το συνεδριακό κέντρο της Μητρόπολης. Επειδή η αδελφότητα της Μονής απαρτιζόταν από ελάχιστα υπέργηρα γεροντάκια, είχε ορισθεί από την μητρόπολη μια μοναστηριακή επιτροπή από ιερομονάχους και τον γέροντα Γαβριήλ, η οποία είχε τη διαχείριση της Μονής.
Είναι γνωστή η τραγική κατάληξη ορισμένων από τους παλιούς μοναχούς της Μονής οι οποίοι τόλμησαν και παρέβησαν τη διαθήκη του Αγίου και αυθαίρετα πούλησαν ορισμένα κτήματα. Αυτοί εγκαταβίωσαν στο Άγιον Όρος και μετά την κοίμησή τους, στην ανακομιδή τους, βρέθηκαν όλοι άλιωτοι και τυμπανιαίοι.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι επί των ημερών του μακαριστού επισκόπου Δημητριάδος, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών, κτίστηκε αυθαίρετα σε ένα κτήμα της Μονής στα Μελισσάτικα Βόλου το συνεδριακό κέντρο της Μητρόπολης. Επειδή η αδελφότητα της Μονής απαρτιζόταν από ελάχιστα υπέργηρα γεροντάκια, είχε ορισθεί από την μητρόπολη μια μοναστηριακή επιτροπή από ιερομονάχους και τον γέροντα Γαβριήλ, η οποία είχε τη διαχείριση της Μονής.
Σε μια συνεδρίασή της, παρουσία και του λογιστή της Μονής, έδωσαν στον Γέροντα να υπογράψει, ως ηγούμενος, μια σειρά από έγγραφα. Ο Γέροντας υπέγραφε χωρίς να διαβάζει. Όταν έφτασε στο τελευταίο έγγραφο είπε: Πολλά υπέγραψα. Ας μην υπογράψω και ένα (!). Αυτό το τελευταίο έγγραφο ήταν το παραχωρητήριο του κτήματος με το οποίο θα νομιμοποιούνταν το αυθαίρετο κτίσμα (!). Παρά τις αντιρρήσεις των μελών του ηγουμενοσυμβουλίου ο Γέροντας ήταν ανένδοτος και δεν το υπέγραψε. Η «πληροφορία» του Αγ. Συμεών προς τον Γέροντα ότι δεν πρέπει να παραβεί τη διαθήκη του, έστω και ακούσια, ήταν η αιτία της σθεναρής άρνησής του. Αφού λοιπόν η προσπάθεια της υφαρπαγής της υπογραφής του απέτυχε, θα ταίριαζε στην επιτροπή να πει: «ἐποιήσαμεν λοιπόν οὐδέν». Έτσι, με τη ζωντανή παρέμβαση του Αγίου δεν έγιναν υπόλογοι στα αναθέματα της διαθήκης του αυτοί οι άνθρωποι.