Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

«Αναμνήσεις από τον Γέροντα Γαβριήλ της Ι.Μ. Φλαμουρίου Πηλίου» (1)


 Ο Γέροντας Γαβριήλ Ντούνης διετέλεσε επί πολλά χρόνια ηγούμενος της Ι.Μ. Φλαμουρίου Πηλίου. Έλεγε ο Γέροντας: Η καταγωγή μου είναι από την Εύβοια. Όταν άκουσα για την Ι.Μ. Φλαμουρίου και τον Αγ. Συμεών τον Ανυπόδητο και Μονοχίτωνα, αποφάσισα να μονάσω σ’ αυτό το μοναστήρι του μεγάλου αυτού Αγίου. Έμαθα ότι το μοναστήρι ήταν χτισμένο σε μια ερημική, ορεινή, δασώδη περιοχή του Πηλίου χωρίς δρόμο, με μοναδική πρόσβαση ένα δύσβατο μονοπάτι και ότι ο Άγιος είχε ορίσει στη διαθήκη του να είναι άβατο για τις γυναίκες. 
Στο Βόλο ήρθα με ένα καραβάκι της αγόνου γραμμής, το οποίο ξεκινούσε από τον Πειραιά και μέσω Χαλκίδας έφθανε στο λιμάνι του Βόλου. Μόλις βγήκα από το καράβι, επειδή δεν είχα κανένα γνωστό, δεν ήξερα πως θα φθάσω στο μοναστήρι. Άρχισα να βαδίζω μέσα στην άγνωστη πόλη χωρίς να γνωρίζω πού πηγαίνω. Μόνο παρακαλούσα τον Άγιο να με οδηγήσει. Μετά από μια μεγάλη πεζοπορία σε άγνωστες γειτονιές, φορτωμένος μάλιστα με τα λίγα πράγματά μου, αποφάσισα να χτυπήσω την πόρτα ενός σπιτιού. Βγήκε μια γιαγιά και με ρώτησε τι θέλω. Της είπα ότι θέλω να πάω στο μοναστήρι του Φλαμουρίου. Τότε μου λέει: «Μάλιστα! Το διπλανό σπίτι είναι το μετόχι της Μονής και εγώ έχω το κλειδί». Άνοιξε λοιπόν την πόρτα και εγώ μπήκα στο μετόχι του Αγίου, συγκινημένος για την πρόνοια και την φανερή παρουσία του σε μένα. Εκεί διανυκτέρευσα.
Την επόμενη μέρα, ο οικονόμος της Μονής, ο γερο-Νικολός με οδήγησε με τα μουλάρια στο μοναστήρι. Εκεί προσκύνησα τον Άγιο και έγινα δεκτός από την αδελφότητα ως δόκιμος.
Τα γράμματα που ήξερα ήταν πρώτης δημοτικού. Μετά βίας συλλάβιζα. Στο μοναστήρι όμως υπήρχε μεγάλη ανάγκη για βοήθεια σε όλα τα διακονήματα όπως στην καλλιέργεια των κήπων, στην περιποίηση των καστανωτών -που ήταν χωράφια με ήμερες καστανιές τα κάστανα των οποίων ήταν ένα σημαντικό έσοδο για το μοναστήρι- όπως και στην υλοτομία. Τα τεράστια δέντρα που οι καταιγίδες και οι τρομεροί άνεμοι του βουνού με τις καταρρακτώδεις βροχές και τα χιόνια ξερίζωναν έπρεπε να τα τεμαχίσουμε με ένα τεράστιο πριόνι, τη λεγόμενη καρμανιόλα, την οποία χειριζόμασταν δυο άτομα. Ο ένας από δω και ο άλλος από κει. Δουλειά που ήταν πολύ κουραστική. Μετά τις αγροτικές δουλειές υπήρχαν και τα διακονήματα μέσα στο μοναστήρι όπως η μεταφορά των καυσόξυλων στα κελιά των ηλικιωμένων μοναχών για τις πρωτόγονες ξυλόσομπές τους, το ζύμωμα του ψωμιού και των πρόσφορων, η μαγειρική στην πρωτόγονη κουζίνα με τα ξύλα τα οποία υπήρχαν σε αφθονία και οπωσδήποτε ο ευπρεπισμός του ιερού ναού. 
Μετά από αυτά ο μοναχικός κανόνας με τα κομποσκοίνια, τις στρωτές και τις μικρές μετάνοιες -που με απλότητα μου έδειχνε ο Γέροντας πώς γίνονταν- οι πολύωρες ακολουθίες που άρχιζαν στις δυο το πρωί και τελείωναν με τη Θεία Λειτουργία την ώρα που ξημέρωνε. Μέσα από αυτό το πρόγραμμα πολύ γρήγορα ο νέος μοναχός π. Γαβριήλ έγινε σωματικά ένας αθλητής και πνευματικά άνθρωπος της υπακοής, της υπομονής και της προσευχής.
Με αξίωσε ο Θεός να προσφέρω τις ιατρικές μου υπηρεσίες στον ίδιο και στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής του. Ο Γέροντας ήταν άνθρωπος φιλότιμος και σε κάθε συνάντησή μας ήθελε να με ωφελήσει ψυχικά. Γι’ αυτό με απλότητα μου διηγήθηκε πολλές από τις εμπειρίες του.
Ηγούμενος τότε ήταν ο π. Δοσίθεος Μαχαιρίτσας, που πριν μονάσει ήταν υποδιευθυντής Τραπέζης, άνθρωπος εγγράμματος και σεβαστός στην τοπική κοινωνία. Ο Γέροντας με απλότητα μας διηγήθηκε για τον ηγούμενο τα εξής: Μια φορά ο π. Δοσίθεος ως κοσμικός, επειδή ήταν κυνηγός, έφτασε με την παρέα του στο μοναστήρι. Μετά το συνηθισμένο κέρασμα, μπήκαν μέσα στην εκκλησία για να προσκυνήσουν. Εκεί διαπίστωσαν με έκπληξη ότι η αγία Κάρα του Οσίου Συμεών μυρόβλιζε και το άγιο μύρο που ανέβλυζε απ’ αυτήν συγκεντρώνονταν μέσα σε ένα μικρό τενεκεδάκι. Το θαυμαστό γεγονός της μυροβλυσίας της αγίας κάρας ήταν η αιτία να αλλοιωθεί πνευματικά, να παραιτηθεί από τη θέση του στην Τράπεζα και να μονάσει στο μοναστήρι. Επειδή ήταν εγγράμματος, ψηφίστηκε ηγούμενος από την αδελφότητα.
Ο ηγούμενος όμως δεν ήταν ιερέας, αλλά μοναχός. Υπήρχε λοιπόν ανάγκη ιερέως. Παρά τις αντιρρήσεις μου ότι δεν ήμουν άξιος για την ιεροσύνη πρότειναν εμένα για ιερέα. Με μεγάλη δυσκολία δέχτηκα να χειροτονηθώ. Λίγο καιρό μετά τη χειροτονία μου, ήρθε ο δεσπότης στο μοναστήρι για να λειτουργήσει. Εγώ ως νεοχειροτόνητος παπάς έπρεπε να διαβάσω το ευαγγέλιο στη λειτουργία. Έτυχε να είναι Κυριακή των προπατόρων με τα αμέτρητα και δύσκολα ονόματα τα οποία με δυσκόλεψαν πολύ να τα διαβάσω. Από μέσα μου έλεγα: «Σήμερα που είναι εδώ και ο δεσπότης βρέθηκε αυτό το δύσκολο ευαγγέλιο; Δεν μπορούσε να είναι ένα πιο εύκολο;».
Όταν κοιμήθηκε ο π. Δοσίθεος, παρόλο που ήταν τραπεζικός και τόσο μορφωμένος, άφησε το μοναστήρι καταχρεωμένο. Απορούσα μάλιστα τι σόι κουμάντο κάνουν αυτοί οι μορφωμένοι! Το μοναστήρι έμεινε χωρίς ηγούμενο. Τότε ως ιερέας της μονής είπα στον ταμία και λογιστή που είχε το μοναστήρι να ενημερώσει τον επίσκοπο ότι οι μοναχοί χρειάζονταν παπούτσια, γιατί τα «αρχαία» χοντροπάπουτσα που φορούσαν από χρόνια είχαν διαλυθεί και ήταν σχεδόν ξυπόλητοι. Για κάθε δαπάνη έπρεπε να πάρουμε την άδεια του δεσπότη.
Δεσπότης τότε Δημητριάδος ήταν ο Δαμασκηνός ο οποίος είχε φυλακιστεί από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο του Νταχάου. Οι ταλαιπωρίες της αιχμαλωσίας σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα του, τον έκαναν ευέξαπτο, θυμώδη και ευμετάβολο. Έχοντας υπόψη του τα άθλια οικονομικά της μονής, όταν πληροφορήθηκε για το αίτημά μου με κάλεσε να παρουσιαστώ μπροστά του για να απολογηθώ για την «παράλογη» απαίτησή μου. Μόλις μπήκα στο γραφείο του και με είδε, έβαλε τις φωνές λέγοντας: «Εσύ είσαι που ζητάς καινούργια παπούτσια για τους καλογέρους δεν ξέρεις τα χρέη που έχει το μοναστήρι;» Μόλις τόλμησα με σεβασμό να του πω ότι οι μοναχοί είναι ξυπόλητοι, σε έξαλλη κατάσταση σηκώθηκε απάνω και αφού σήκωσε την αρχιερατική του ράβδο, μου είπε: «Το βλέπεις αυτό το μπαστούνι; Αν σε περιλάβω θα σε κάνω ταραμά!». Όπως ήμουν όρθιος έσκυψα το κεφάλι μου και είπα από μέσα μου: «Γαβριήλ, μη μιλάς γιατί ετούτος έχει πάρει μεγάλη φόρα!». Όταν είδε ο δεσπότης ότι δεν μιλούσα, ηρέμισε και αρκέστηκε να με διώξει από το γραφείο του. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και με ξανακάλεσε στο γραφείο του. Καθώς ερχόμουν από το μοναστήρι, έλεγα από μέσα μου: «Γαβριήλ ποιος ξέρει τι σε περιμένει πάλι!». Όταν παρουσιάστηκα μπροστά του μου λέει ξαφνικά: «Πάτερ Γαβριήλ, σε κάλεσα εδώ για να σε διορίσω ηγούμενο στο μοναστήρι. Από σήμερα είσαι ηγούμενος!». Τότε μίλησα και είπα: «Ευχαριστώ πολύ δέσποτα αλλά δεν μπορώ να δεχτώ να γίνω ηγούμενος». «Τι;!», μου λέει. «Αρνείσαι τον διορισμό σου;!». Και του λέω: «Δέσποτα, στη διαθήκη του ο άγιος Συμεών έδωσε εντολή ο ηγούμενος να ψηφίζεται από την αδελφότητα. Αν με ψηφίσουν οι πατέρες μόνο τότε θα δεχτώ!». Όταν άκουσε αυτά τα λόγια, έμεινε άφωνος και μετά είπε: «Καλά π. Γαβριήλ, ας γίνει όπως όρισε ο Άγιος». Και έτσι με την κανονική ψήφο των πατέρων της μονής ψηφίστηκα ηγούμενος.
Το κελάκι που μου έδωσαν οι πατέρες όταν ήρθα δόκιμος στο μοναστήρι το κράτησα και ως παπάς και ως ηγούμενος. Δεν θέλησα να μετακομίσω σε ένα από τα ευρύχωρα και επίσημα κελιά της μονής.
Πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι το κελάκι του Γέροντα δεν ήταν κανονικό κελί, αλλά ένας στενός και χαμηλοτάβανος χώρος που χωρούσε ίσα-ίσα ένα μικρό ασκητικό κρεβατάκι, ένα μικρό τραπέζι με μια γκαζόλαμπα που ήταν και γραφείο και αναλόγιο. Στους τοίχους είχε πολλές εικόνες. Το πάτωμα, το οποίο είχε χρόνια να σκουπιστεί, ήταν σκεπασμένο με ένα παλιό τσουβάλι από λιοτρίβι φτιαγμένο από τραγόμαλλο σκληρό σαν συρμάτινο. Παρόλα αυτά το κελί ευωδίαζε. Μπαίνοντας από την πορτούλα, αριστερά υπήρχε μια ξυλόσομπα. Και στον τοίχο από πάνω της είχε κρεμασμένα αμέτρητα σκοινάκια και συρματάκια. Όταν μάλιστα του είπα ότι φοβάμαι μην πάρουν φωτιά και κινδυνέψει να καεί ζωντανός, με διαβεβαίωσε ότι δεν θα πάρουν φωτιά, αλλά θα τα χρησιμοποιήσει για να δέσει τα λαχανικά της μονής στα παλούκια. Στην έρημο δεν πετάμε τίποτα. Όλα τα χρησιμοποιούμε. Έμπρακτη διδασκαλία νοικοκυροσύνης. Ακόμη και το ξύλο που έκαιγε στη σόμπα λίγο πριν κοιμηθεί το έσβηνε για οικονομία!