Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

ΠΩΣ ΕΒΓΑΛΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΙ ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ» 

Ό Επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος διηγείται πώς μία φορά τόν επισκέφθηκε ένας άδελφός πού ερχόταν ά­πό πολύ μακριά. Τόν έβαλε νά ξεκουρασθή καί νά φάγη. Καθώς άρχισε νά τρώγη, χρησιμοποιούσε μόνο τό άριστερό του χέρι, ένώ τό δεξί τό είχε τυλιγμένο μέ ένα κομμάτι ράσο. Ὁ Επίσκοπος τόν έρώτησε άπό άδολη περιέργεια, γιατί έχει έτσι τό χέρι του τυλιγμένο, άλλά εκεῖνος άπέφυγε νά άπαντήση. Ὁ Δεσπότης άπό άπλότητα τράβηξε λίγο τό κομμάτι τοῦ ράσου άπό τό χέρι του καί άμέσως βγήκε μία δυσωδία πού έγέμισε όχι μόνο τό δωμάτιο, άλλά όλο τό σπίτι τοῦ Δεσπότου. Στήν έρώτη­σι του τί συμβαίνει καί βρωμάει τό χέρι του, τότε ὁ ξέ­νος τοῦ διηγήθηκε τά εξής:

Ἐγώ, Σεβασμιώτατε, είχα μητέρα πολύ όμορφη καί ωραία ἡ όποία έμεινε χήρα σέ νεαρά ήλικία καί έγώ τότε ήμουν μικρός. Λόγω τής πτώχειας μας, άκολούθησε τήν τρυφηλή καί άκόλαστη ζωή καί μέ τά χρήματα μιάς τέτοιας ζωής περνούσαμε τίς ήμέρες μας. Όταν έφθασα σέ έφηβική ήλικία, άπέθανε ή μητέρα μου καί μοῦ άφη­σε πολλά χρήματα. Ἐγώ καταλαβαίνοντας τήν ματαιό­τητα τῆς ζωῆς, τό πρόσκαιρο τοῦ πλούτου, τῶν ἡδονῶν καί τῆς δόξης, έμοίρασα τά χρήματα αύτά στούς πτω­χούς καί στίς εκκλησίες καί έφυγα γιά τήν έρημο προσευχόμενος γιά τήν σωτηρία μου, τῶν γονέων μου καί ό­λου τοῦ κόσμου.

Πάντα προσευχόμουν στόν Θεό νά μέ πληροφορήση έάν δέχθηκε τά χρήματα πού μοίρασα γιά τήν ψυχή τής μητέρας μου ώς έλεημοσύνη ἤ μήπως όλα όσα έκανα ε­πήγαν χαμένα;

Επήγα στά Ιεροσόλυμα καί τά διηγήθηκα αύτά στόν Πατριάρχη. Εκεῖνος μοῦ είπε:

Παιδί μου, καλά έκανες καί τά έμοίρασες καί ό Θεός τά δέχθηκε αύτά γιά τήν ψυχή τών γονέων σου, άλ­λά γιά τίς πληροφορίες πού ζητείς νά μάθης πού εύρίσκεται ἡ ψυχή τῆς μητέρας σου, δέν υπάρχει έδώ κά­ποιος άγιος άνθρωπος προορατικός νά μάς πληροφορή­ση.

Έγώ παίρνοντας τή εύχή του, επήγα στίς Σκήτες τῆς Θηβαΐδος τής Αιγύπτου. Ἐκεῖ πράγματι έγνώρισα ε­νάρετους Πατέρας καί Ασκητάς, οί όποιοι μου ύπέδειξαν ένα Γέροντα άσκητή πού κατοικούσε στήν βαθειά έ­ρημο. Μέ τήν εύχή τους άνεχώρησα γιά τήν συνάντησί του μέσα στήν έρημο κάνοντας μέχρι νά φθάσω στήν καλύβα του 30 ήμέρες. Μετά τήν γνωριμία μας, τοῦ άνεκοίνωσα τόν σκοπό τῆς μεταβάσεως μου ἐκεῖ καί εκεί­νος, ἀφοῦ μέ παρηγόρησε μέ πολλή ταπείνωσι μοῦ είπε:

Παιδί μου, αὐτὸ πού μοῦ ζητείς εἶναι πολύ μεγά­λο. Ἀλλά γιά τόν κόπο πού ἔκανες νά ἔλθης μέχρις ἐδῶ, άς παρακαλέσουμε μαζί τόν Θεό γιά νά λύση τήν άπορία σου περί τῆς ψυχῆς τῆς μητέρας σου.

Βγῆκε ὁ ἴδιος κατόπιν ἔξω καί μέ τό ραβδί του ἔκανε ἕνα κύκλο κάτω στήν γῆ καί μοῦ εἶπε:

Έδώ σ' αύτό τόν κύκλο μέσα θά μείνης ὄρθιος ε­πτά ολόκληρες ἡμέρες καί νύκτες. Δέν θά γευθῆς τίποτε, οὔτε θά καθίσης, καί θά παρακαλῆς τό Θεό μέ δάκρυα. Τό ἴδιο θά κάνω καί ἐγώ στήν σπηλιά μου καί ό Πολυεύσπλαχνος Κύριος άς κάνη τό θέλημά Του.

Όταν έφθασε ἡ νύκτα τής εβδόμης ἡμέρας, άρπάχθηκε ὁ νοῦς μου στόν ούρανό καί είδα στήν άριστερή μου μεριά μία λίμνη μεγάλη, όσο κόβει τό μάτι σου, γε­μάτη ἀκαθαρσίες, βόρβορο, λάσπη καί άνυπόφορη δυσωδία. Μέσα ἐκεῖ διέκρινα άνθρώπινα κεφάλια, χέρια καί πόδια ν' άνεβαίνουν καί πάλι νά κατεβαίνουν, όπως βράζει τό νερό καί κοχλάζει. Μέ τούς άναβρασμούς αύτούς, είδα μιά στιγμή στήν έπιφάνεια τής λίμνης καί τήν μητέρα μου, ἡ όποία μ' έγνώρισε καί άρχισε νά μέ φωνάζη:

Παιδί μου, παιδάκι μου, βοήθησέ με καί σώσε με. Καί όπως έλεγε αύτά, τήν έσκέπασε πάλι ὁ βρασμός. Τήν δεύτερη φορά τήν άνέβασε μέχρι τό στήθος, όπότε εύρήκε τόν χρόνο νά μέ παρακαλέση πάλι: «Αγαπητό μου παιδί, βοήθησέ με!... Καί τρίτη φορά ὁ άκάθαρτος έ­κεῖνος βόρβορος τήν άνέβασε έπάνω καί μου είπε: «Σπλαχνίσου με παιδάκι μου, μή μέ άφήνης σ' αύτή τήν βρωμιά καί τό άτέλειωτο μαρτύριο τής κολάσεως».

Τότε έγώ άπό τόν πολύ πόνο γιά τήν μητέρα μου, ἅπλωσα τό χέρι μου καί τήν έπιασα άπό τά μαλλιά. Καθώς επήγε νά βυθισθῆ, ἐβύθισα καί έγώ τό χέρι μου μέσα καί μέ πολλή δύναμι τήν έβγαλα έξω άπ' αύτή τήν λίμνη. Τότε βλέπω στά δεξιά μου μία χρυσή κολυμβήθρα γεμά­τη ολοκάθαρο νερό. Τήν έπλυνα ἐκεῖ μέσα καί τήν τοπο­θέτησα άνάμεσα σέ λαμπροφορεμένους νέους πού έστέκοντο δίπλα στήν κολυμβήθρα.

Ἡ μητέρα μου εύχαριστούσε μέ δάκρυα τόν Κύριο τῆς δόξης, άσπαζόταν μέ εύλάβεια τούς φωτεινωτάτους εκείνους άγγέλους καί θερμά εύχαριστούσε καί έμένα.

Τό πρωΐ, όταν ξημέρωσε, ήλθε ό άγιος άσκητής καί μέ ρώτησε:

Αδελφέ, άπόψε είδες καμμιά οπτασία στήν προ­σευχή σου;

Πάτερ άγιε, είδα ένα συγκλονιστικό όραμα πού δέν θά τό ξεχάσω σ' όλη μου τή ζωή. Τοῦ διηγήθηκα λοιπόν λεπτομερώς τά όσα είδα. Τότε καί εκεῖνος μέ έβεβαίωσε ότι είδε άκριβώς τά ίδια καί μέ πολλά δάκρυα εὐχαριστοῦσε τόν Θεό καί Σωτήρα μας γιά τήν άπειρη εύσπλαχνία του, πού έβγαλε ψυχή άπό τόν Άδη. Τό χέ­ρι μου όμως πού έβούτηξε μέσα στήν βρωμερή εκείνη λίμνη, διατηρούσε τήν δυσοσμία καί μετά τό όραμα, όπότε είπα στόν άγιο Γέροντα:

Τίμιε Πάτερ, θερμά σέ παρακαλώ, κάνε δέησι στόν Θεό νά εξάλειψη τήν άσχημη αύτή ἀποφορά τοῦ χεριοῦ μου. Καί εκεῖνος μοῦ είπε:

Γι' αύτό, άγαπητό μου παιδί, μή σέ μέλλει. Ετσι θέλησε ὁ Θεός νά μείνη αύτό τό σημείο άνεξάλειπτο γιά νά πληροφορή τους όλιγοπίστους καί άδιαφόρους άν­θρώπους πού άμφιβάλλουν γιά τήν ὕπαρξι τών βασάνων τῆς κολάσεως καί τά άγαθά τοῦ παραδείσου.

Ναί, τίμιε Πάτερ, είπα, άλλά δέν μπορώ νά ύποφέρω αύτή τήν δυσωδία, ούτε καί οι άνθρωποι πού μέ πλη­σιάζουν θά μπορούν ν' άντέξουν. Τότε ό ἐξαϋλωμένος αύτός Γέροντας έκοψε ένα κομμάτι ράσο καί μου τό έτύλιξε λέγοντάς μου ότι έτσι θά είναι μέχρι τό θάνατο μου.

Έπειδή, έκοπίασες, άδελφέ, νά έλθης μέχρι έδώ, μοῦ είπε ό σεβαστός εκεῖνος Γέροντας, θά παρακαλέσω τόν Θεό νά σέ βοηθήση στήν έπιστροφή σου. Καί μέ τόν λόγο του αύτό, έφύσηξε ένας δυνατός αέρας, ό όποιος έξέκοψε ένα σύννεφο στό όποιο τοῦ είπε:

Στό Ονομα τοῦ Κυρίου ήμών Ίησοῦ Χριστοῦ, πά­ρε αύτόν τόν άδελφό νά τόν μεταφέρης στόν τόπο του, γιά νά διηγήται στούς άνθρώπους τά θαυμάσια τοϋ Θεοῦ καί τό άπειρο έλεός Του.

Ἀφοῦ τελείωσε αύτά τά λόγια ὁ Γέροντας, μέ παρέ­λαβε ἡ νεφέλη μέ έσήκωσε στόν άέρα καί, όπως μετέφε­ρε τούς Αποστόλους στήν Γεθσημανή γιά τήν κηδεία τής Θεοτόκου, έτσι καί έμένα έφερε έξω άπό τό σπίτι μου πού ήταν κοντά στήν Κωνσταντινούπολη

Αύτή είναι, άγιε Δέσποτα, ἡ ιστορία τοῦ χεριοῦ μου καί ὁ λόγος πού τό έχω περιτυλίξει μέ τό κομμάτι αύτό τοῦ ράσου.

Ἀπό μον. π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου