Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

«Αναμνήσεις από τον Γέροντα Γαβριήλ της Ι.Μ. Φλαμουρίου Πηλίου» (3)

 
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου η Ι. Μ. Φλαμουρίου πέρασε μεγάλη δοκιμασία. Λόγω της ερημικής της τοποθεσίας οι αριστεροί αντάρτες την είχαν επιλέξει για αρχηγείο τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το μοναστήρι να συληθεί και να βεβηλωθεί. Οι πατέρες ως εκ θαύματος γλίτωσαν τη ζωή τους. Ένας εξ αυτών, ο π. Ιωσήφ Παπακωνσταντίνου μου ανέφερε τα εξής:
 Είχα μείνει τελευταίος στο μοναστήρι και για να γλιτώσω τη ζωή μου, έκανα το σταυρό μου και έπεσα σε ένα φοβερό γκρεμό ενώ οι αντάρτες με πυροβολούσαν. Ήταν θαύμα που δεν σκοτώθηκα, είπε, ενώ οι διώκτες μου πίστεψαν ότι δεν είχα επιζήσει.
Η συμπεριφορά αυτών των αθέων μέσα στο μοναστήρι, στα κελιά και στον ιερό ναό ήταν αξιοδάκρυτη. Αντάρτες και αντάρτισσες είχαν μετατρέψει τα άγια κτίσματα σε μαγειρεία και κοιτώνες. Ακόμη και οι Τούρκοι είχαν σεβαστεί το μοναστήρι του Αγίου.
Η αδελφότητα διασκορπίστηκε. Ο γέροντας Γαβριήλ ανέλαβε να λειτουργεί στον ενοριακό ναό μιας μικρής κοινότητας, έξω από το Βόλο, της Άλλης Μεριάς. Ο μοναχός Ιωσήφ πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί έγινε δεκτός στη συνοδεία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή. Ο π. Εφραίμ ο Κατουνακιώτης του είπε:
 π. Ιωσήφ, το ότι σε αξίωσε ο Θεός να γίνεις δεκτός στη συνοδεία του αγίου Γέροντός μας το οφείλεις στους γονείς σου που ήταν φαίνεται άγιοι άνθρωποι. 
Ο γέροντας Ιωσήφ κοιμήθηκε μετά από σαράντα μέρες. Όταν κοιμήθηκε ο όσιος Γέροντας, ο π. Ιωσήφ, ως νεότερος στην αδελφότητα, έτρεξε να αναγγείλει την είδηση στον π. Εφραίμ στα Κατουνάκια: Πέταξε το πουλί, π. Εφραίμ. Έφυγε ο Γέροντας. 
Ο π. Εφραίμ τότε έτρεξε στο κελί του Γέροντά του. Όπως πέφτει το γεράκι απάνω στο πουλί, έτσι έπεσα πάνω στο Γέροντά μου. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα και τον έκλαψα με όλη μου την καρδιά, είπε ο γέροντας Εφραίμ. Εν συνεχεία, ο π. Ιωσήφ κοινοβίασε στην Ι. Μ. Φιλοθέου, κοντά στον π. Εφραίμ της Αμερικής, όπου χειροτονήθηκε ιερομόναχος. Στο μοναστήρι αυτό είχε διατελέσει ηγούμενος ο Άγιος Συμεών. Γι’ αυτό και ο π. Ιωσήφ είχε την αίσθηση ότι ήταν πάλι στο μοναστήρι του. Από εκεί, κατόπιν εντολής του π. Εφραίμ, διακόνησε ως ιερέας και ως πνευματικός μέχρι την κοίμησή του, στην Ι. Μ. Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς Πηλίου, που ήταν Μετόχι της Ι. Μ. Φιλοθέου όπου εκείνη την περίοδο ήταν ηγουμένη η γερόντισσα Μακρίνα. 
Δυο από τους πατέρες της Μονής έμειναν στον κόσμο και παντρεύτηκαν. Ο ένας πήγε στην Αμερική όπου έκανε οικογένεια, απέκτησε πολλά παιδιά και μεγάλη περιουσία. Τα παιδιά του όμως, όταν μεγάλωσαν, άρχισαν ένα-ένα να αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν. Στο τέλος, έμεινε μόνος του με τη γυναίκα του. Τότε της είπε πως αυτό το δράμα στην οικογένειά τους πιστεύει ότι οφείλεται στο ότι παντρεύτηκε ενώ ήταν μοναχός. 
Συμφώνησαν τότε με τη σύζυγό του να έρθουν στο Βόλο να συναντήσουν το Γέροντα. Όταν ήρθαν στο Βόλο, τον συνάντησαν, εξομολογήθηκαν και του ανακοίνωσαν την απόφασή τους να χωρίσουν. Έτσι ο άνθρωπος αυτός ξαναγύρισε στη Μονή της μετανοίας του. Μετά από μερικές μέρες, ένα βράδυ, τελέστηκε ειδική ακολουθία και ο Γέροντας διάβασε στην εκκλησία τις ανάλογες συγχωρητικές ευχές και του φόρεσε τα μοναχικά ενδύματα και το άγιο σχήμα μπροστά στην αδελφότητα και στους προσκυνητές που βρέθηκαν στο μοναστήρι. Όταν άρχισε ο Γέροντας να διαβάζει αυτές τις κατανυκτικότατες ευχές, άλλαξε ξαφνικά η ατμόσφαιρα μέσα στην εκκλησία. Εκείνη τη στιγμή επιτελούνταν ένα μεγάλο μυστήριο. Αλλά αυτά δεν μπορούν να εκφραστούν αλλά μόνο να βιωθούν.
Όσο για τον άλλο μοναχό που παντρεύτηκε μου ζήτησε ο Γέροντας να πάμε μαζί να τον επισκεφτούμε. Αυτός ήταν ένα ταπεινό γεροντάκι με παιδιά και εγγόνια. Ο Γέροντας του μίλησε πολύ συγκινητικά προτρέποντας τον έστω και στο τέλος να επιστρέψει στη μετάνοιά του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. 
Δείτε και: