Ο Γέροντας Γαβριήλ, ως πνευματικός άνθρωπος, όπως είναι φυσικό, ενδιαφερόταν κυρίως για την πνευματική κατάσταση των μοναχών του. Όταν διαπίστωνε ότι υπάρχει υλικό κέρδος, αλλά πνευματική ζημιά ενεργούσε άμεσα. Αναφέρεται ότι σε μερικά χωράφια της Μονής, όπου καλλιεργούσαν διάφορα όσπρια κατά τη διάρκεια της συγκομιδής, πήγαιναν κάποιοι μοναχοί για την επιστασία των εργατών και των εργατριών. Επειδή όμως η συνάφεια των μοναχών με τις εργάτριες ήταν επικίνδυνη, ο Γέροντας προτίμησε να νοικιάσει τα χωράφια και να ζημιωθεί το Μοναστήρι σε υλικά αγαθά, παρά να θρηνήσει την απώλεια των μοναχών.
Θα ζήσουμε με λιγότερα και ασκητικότερα, έλεγε. Πραγματικός «ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν τοῦ πνεύματος». Μια φορά έλεγε: Με το σωματικό κόπο ευκολότερα μένει μέσα μας η ευχή. Όταν τη δουλειά μας την κάνουμε άνετα με τα μηχανήματα, μπορεί να ξεχάσουμε το Θεό. Ανέφερε μάλιστα ότι: όταν στο μοναστήρι αγοράσαμε μια κορδέλα - μηχάνημα κοπής ξύλων - για να τεμαχίσουμε τα ξύλα τότε την ώρα που τα έκοβα, θαύμαζα την ευκολία με την οποία κόβονταν και για μια στιγμή που ξέχασα την προσευχή, βρήκε την ευκαιρία ο πειρασμός και έκοψα το χέρι μου. Έκανα πολύ καιρό να γίνω καλά. Σε όλα βίαζε τον εαυτό του. Ακόμη και στο θέμα της γεύσης. Τακτικά επιτιμούσε τον μάγειρα μοναχό λέγοντας: Πάλι νόστιμο το έκανες το φαγητό. Και έριχνε μες το πιάτο του νερό από το κύπελλό του ώστε να γίνει μια άγευστη σούπα και μετά το έτρωγε.
Όταν οι μοναχές της Ι.Μ. Αγ. Γερασίμου Μακρινίτσας Πηλίου, στην οποία ήταν επίσης πνευματικός, έπιαναν υψηλές βάσεις στην ψαλμωδία τους, ο Γέροντας έβγαινε στην Ωραία Πύλη και τις επιτιμούσε λέγοντας: Τι φωνάζετε; Ικέτες είμαστε! Η ψαλμωδία ήθελε να είναι κατανυκτική.
Θέλοντας να καλλιεργήσουμε μέσα μας την μνήμη θανάτου και το άδηλο της ώρας του, έλεγε: Παιδί μου, θα πεθάνουμε και δεν θα το πιστεύουμε.
Όταν οι μοναχές της Ι.Μ. Αγ. Γερασίμου Μακρινίτσας Πηλίου, στην οποία ήταν επίσης πνευματικός, έπιαναν υψηλές βάσεις στην ψαλμωδία τους, ο Γέροντας έβγαινε στην Ωραία Πύλη και τις επιτιμούσε λέγοντας: Τι φωνάζετε; Ικέτες είμαστε! Η ψαλμωδία ήθελε να είναι κατανυκτική.
Θέλοντας να καλλιεργήσουμε μέσα μας την μνήμη θανάτου και το άδηλο της ώρας του, έλεγε: Παιδί μου, θα πεθάνουμε και δεν θα το πιστεύουμε.