Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἄθως, ὅρος τὸ Ἅγιον», τοῦ Μητροπολίτου Κινσάσα, Ὑπερτίμου καὶ Ἐξάρχου Κεντρώας Ἀφρικῆς κ. Νικηφόρου
Ὁ
Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282) ἐλευθέρωσε τὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ
τοὺς σταυροφόρους καὶ κατέλυσε τὴν Λατινοκρατία στὴν Ἀνατολή. Ὁ
ἐκδιωχθείς ὅμως λατίνος αὐτοκράτορας ποὺ εἶχε καταφύγει στὴ Δύση
προσπάθησε νὰ συνεννοηθεῖ καὶ νὰ πείσει τοὺς ἡγεμόνες τῆς Δύσεως γιὰ νὰ
ἀνακαταλάβουν τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Μιχαὴλ βλέποντας τὴν κίνηση αὐτὴ
καὶ γνωρίζοντας τὰ κατακτητικὰ σχέδια τοῦ βασιλείου τῆς Σικελίας,
θεώρησε ὅτι θὰ ἀποσοβοῦσε τὸν κίνδυνο αὐτὸ καὶ θὰ ὠφελοῦνταν στὴν
προσπάθειά του γιὰ βελτίωση τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας στὰ Βαλκάνια, μὲ
τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἦλθε, λοιπόν, σὲ συνεννόηση καταρχὴν μὲ τὸν
Πάπα Οὐρβανὸ (Κλήμεντα Δ΄) καὶ κατόπιν μὲ τὸν Πάπα Γρηγόριο Ι΄.
Συνέταξε
ἱστορικοδογματικὸ τόμο τὸ 1273 ἀναφερόμενο στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν,
τὸν ὁποῖο ἀπέστειλε σὲ ὅλους τούς ἐπισκόπους καθὼς καὶ στοὺς ἁγιορεῖτες.
Σ΄ αὐτὸν ἀνέλυε τοὺς λόγους οἱ ὁποῖοι ἐπέβαλαν τὴν ἕνωση.
Τὸ
ἑπόμενο ἔτος 1274 συνῆλθε ἡ σύνοδος στὴν Λυὼν κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ
ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν· ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία εἰσήγαγε τὸ Filioque καὶ
παραδέχθηκε τὸ πρωτεῖο καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα, δηλαδὴ ὑποδουλώθηκε
στὸν Πάπα.
Ὁ
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωσὴφ στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1275 παραιτεῖται
ἀπὸ τὸν θρόνο, ἐνῶ ὁ Μιχαὴλ ἀνεβάζει σὲ αὐτὸν τὸν Ἰωάννη Βέκκο,
μορφωμένο ἀλλὰ παλίμβουλο ἄνδρα, πρώην ἄσπονδο ἐχθρό τῆς ἑνώσεως, ἐνῶ
τώρα ὑπέρμαχο ὑποστηρικτή της.
Οἱ
ἁγιορεῖτες ἀπέστειλαν στὸν αὐτοκράτορα δογματικὴ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία μὲ
σεβασμὸ ἀλλὰ καὶ μαχητικότητα ἀπάντησαν ὅτι ἡ ἕνωση δὲν μπορεῖ νὰ
πραγματοποιηθεῖ ἐφόσον οἱ λατίνοι παραμένουν στὶς αἱρετικὲς δοξασίες
τους.
Ὁ
λαὸς ἀκολούθησε τοὺς ἁγιορεῖτες καὶ δὲν δέχθηκε τὴν ἕνωση. Ὁ
αὐτοκράτορας ποὺ πειζόταν ἀπὸ τὸν Πάπα τῆς Ρώμης γιὰ νὰ ἐφαρμόσει τοὺς
ὅρους τῆς ἑνώσεως μεταχειρίστηκε βία γιὰ νὰ τὴν ἐπιβάλει. Ἐξορίες,
δημεύσεις περιουσιῶν, φυλακίσεις καὶ κάθε εἶδος βασανιστηρίων τέθηκαν σὲ
ἐνέργεια.
Οἱ
ἑνωτικοί, δηλαδὴ οἱ ὑποστηρικτὲς καὶ ἀποδεχόμενοι τὴν ἕνωση, ἦλθαν στὸ
Ἅγιον Ὅρος (1278-1282) καὶ προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν διὰ τῆς βίας τὴν
ἀπόφαση τῆς Λυῶνος. Οἱ ἁγιορεῖτες ἀντιστάθηκαν μὴ δεχόμενοι νὰ ἑνωθοῦν
μὲ τοὺς Λατίνους καὶ νὰ προδώσουν τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ
χρονογράφος ἀναφέρει ὅτι τότε πολλοὶ «βασανίσθηκαν καὶ ἐτελειώθησαν διὰ
μαρτυρικοῦ θανάτου». Εἰκοσιέξι μοναχοί τῆς Ἱ. Μονῆς Ζωγράφου κάηκαν ἀπὸ
τοὺς ἑνωτικοὺς μέσα στὸν πύργο τῆς Μονῆς ὅπου εἶχαν καταφύγει.
Ὁ
Πρῶτος του Ἁγίου Ὅρους Κοσμᾶς ἐπικεφαλῆς λαϊκῶν καὶ Μοναχῶν τῶν Καρυῶν
ποὺ δὲν δέχθηκαν τὴν ἕνωση, ἀλλὰ ἀντίθετα ἔλεγχαν τοὺς ἑνωτικούς,
μαρτύρησε.
Στὴν
Μονὴ τῶν Ἰβήρων ἐπιβίβασαν πατέρες τῆς Μονῆς ἐπάνω σ΄ ἕνα πλοῖο τὸ
ὁποῖο, ἀφοῦ τὸ ὁδήγησαν ἀνοικτά τῆς Μονῆς, τὸ βύθισαν αὔτανδρο. Στὸ
Βατοπαίδι ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μοναστήρια βασάνισαν καὶ σκότωσαν μοναχοὺς
καὶ λαϊκούς.
Μόνο
ἡ Μ. Λαύρα καὶ ἡ Ξηροποτάμου δέχθηκαν τὴν ἕνωση καὶ τοὺς ἑνωτικούς. Ὁ
συναξαριστὴς ἀναφέρει ὅτι κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας στὴν Μονὴ
Ξηροποτάμου ὅταν συλλειτουργοῦσαν μὲ τοὺς ἑνωτικοὺς ἔγινε ἰσχυρὸς
σεισμὸς καὶ γκρεμίστηκε τὸ μοναστήρι. Τὰ δὲ σαράντα μανιτάρια ποὺ
φύτρωναν κατὰ τὴν πανήγυρη τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα κάθε χρόνο κάτω ἀπὸ
τὴν Ἁγία Τράπεζα δὲν ξαναβγῆκαν.