Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν (Μᾶρκ. 8,34 – 9,1)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστινου
«Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37)
ΕΩΡΤΑΣΑΜΕ, ἀγαπητοί μου, τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Καὶ σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσι, διαβάζεται ἕνα εὐαγγέλιο σπουδαιότατο. Μέσα σ’ αὐτὸ ὑπάρχει ἕνα ῥητό, ποὺ καὶ μόνο αὐτὸ φτάνει γιὰ νὰ σωθῇ κανείς· τέτοια δύναμι ἔχει. Ὅποιος τὸ ἐννοήσῃ βαθειά, μαθαίνει τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς του καὶ ποιός εἶνε ὁ προορισμός του.
* * *
―Περὶ ψυχῆς; Ἄκου ἐκεῖ! Τώρα ποὺ
προώδευσε ἡ ἐπιστήμη καὶ φτάσαμε στὰ ἄστρα, ἐσὺ μᾶς λὲς παραμύθια;
Τί ψυχὴ καὶ Θεός; Τώρα καὶ στὰ σχολειὰ διδάσκουν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν
διαφέρει ἀπὸ τὸ ζῷο· ὅπως ψοφάει τὸ ζῷο, ἔτσι τελειώνει κι ὁ ἄνθρωπος…
Αὐτὰ λένε τώρα. Δὲν εἴμαστε πιὰ στὰ χρόνια ποὺ οἱ πρόγονοί μας, λόγου
χάριν στὸν ἀλησμόνητο Πόντο, στὶς εὐχές τους ἔλεγαν «Καλὴ ψυχή, καλὸ
παράδεισο». Πᾶνε τώρα αὐτά. Τί ἔχουμε λοιπὸν ν’ ἀπαντήσουμε σ᾽
αὐτούς;
Ἀπαντοῦμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε διπλός, ὁρατὸς καὶ ἀόρατος. Καὶ ὁρατὸς
μὲν εἶνε ὡς πρὸς τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα μας εἶνε ὑλικό. Εἶνε φτειαγμένο ἀπὸ
ὑλικὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ἀπὸ αὐτὰ πῆρε ὁ Θεὸς καὶ τὸ δημιούργησε, σὰν
ἕνα ἔξοχο ἄγαλμα. Ἂν ἕνα σῶμα βάρους 65 κιλῶν τὸ πᾷς σ’ ἕνα χημεῖο καὶ
τὸ ἀναλύσῃς, θὰ βρῇς ὅτι τὸ περισσότερο, τὰ 45 κιλά, εἶνε νερό. Τὸ
ἄλλο τί εἶνε; Εἶνε λῖπος, εἶνε ἄνθρακας, εἶνε φωσφόρος, εἶνε
μαγνήσιο, εἶνε ἀσβέστιο, εἶνε καὶ λίγος σίδηρος. Αὐτὰ τὰ ὑλικὰ πῆρε ὁ
Θεὸς καί, σὲ κατάλληλη ἀναλογία, ὅπως ὁ ζαχαροπλάστης κάνει ἕνα
γλύκυσμα ἢ ἡ γυναίκα ζυμώνει στὴ σκάφη καὶ κάνει ψωμί, ἔτσι ὁ
μεγαλοδύναμος τὰ ζύμωσε καὶ δημιούργησε τὸ σῶμα ποὺ βλέπουμε. Ἀλλὰ τὸ
σῶμα αὐτὸ εἶνε φθαρτό. Μὲ τὸ πέρασμα τῶν ἐτῶν καταρρέει. Κάποτε ἔρχεται
ἡ φοβερὰ ὥρα τοῦ θανάτου, καὶ τότε τὸ σῶμα θάβεται μέσα στὴ γῆ καὶ ὁ
ἱερεὺς λέει «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3,19).
Ὁρατὸ εἶνε τὸ σῶμα. Κανείς δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχει. Τὸ βλέπουμε, τὸ
ἀγγίζουμε, τὸ ζοῦμε, τὸ χρησιμοποιοῦμε. Ἐὰν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι
ὑπάρχει σῶμα, πολὺ περισσότερο νὰ παραδέχεσαι ὅτι ὑπάρχει ψυχή.
―Μά, θὰ πῇς, τὸ σῶμα τὸ βλέπω, τὴν ψυχὴ δὲν τὴ βλέπω.
Ναί, ἡ ψυχὴ εἶνε ὁ ἀόρατος ἄνθρωπος. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν
ὑπάρχει. Πολλὰ πράγματα εἶνε ἀόρατα, ἀλλ’ ὑπάρχουν. Βλέπεις τὸν ἀέρα;
Ὄχι. Τὸν αἰσθάνεσαι ὅμως· φυσάει, ξεῤῥιζώνει δέντρα, κάνει τρικυμία
στὴ θάλασσα. Βλέπεις τὸν ἠλεκτρισμό; Ὄχι. Καὶ ὅμως δὲν πλησιάζεις τὸ
σύρμα· ξέρεις ὅτι, ἂν τὸ ἀγγίξῃς, κάηκες. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἠλεκτρισμὸς καὶ
ὁ ἀέρας ὑπάρχουν, ἂν καὶ δὲν τοὺς βλέπεις, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή· ὑπάρχει,
καὶ ἡ ὕπαρξί της φανερώνεται ἀπὸ τὶς ἐνέργειές της. Ποιές ἐνέργειες
ἔχει; Δύο – τρεῖς θὰ σᾶς πῶ.
Ἐκεῖνο ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχει ψυχὴ εἶνε πρῶτα-πρῶτα ἡ σκέψι μας. Ἡ
σκέψι δὲν ζυγίζεται. Τὸ κορμὶ ἔχει βάρος, ἡ σκέψι δὲν ἔχει· εἶνε μέσα
στὸ μυαλό. Εἶνε ὅμως πραγματική. Καὶ βλέπεις· εἶσαι ἐδῶ, καὶ μὲ τὴ
σκέψι σου πετᾷς σὰν πύραυλος καὶ βρίσκεσαι στὴν Αὐστραλία ποὺ εἶνε ὁ
συγγενής σου, στὴ Γερμανία ποὺ εἶνε ὁ φίλος σου, στὸ Βόρειο Πόλο,
παντοῦ· φτάνεις στὰ οὐράνια, ἀγγίζεις τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴ σκέψι.
Δὲν ὑπάρχει ταχύτερο μέσο. Ἡ σκέψι λοιπὸν ἀποδεικνύει, ὅτι μέσα μας
ὑπάρχει κάτι τὸ ἀθάνατο. Καὶ μόνο αὐτὴ φτάνει ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει
ψυχή.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο ἡ σκέψι. Ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο μέσα μας ἐξ ἴσου
πραγματικό. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ αἴσθημα. Θέλετε νὰ τὸ δῆτε; Νά· κάθεται
κάποιος στὸ τραπέζι. Κ’ ἐνῷ ἔχει μπροστά του τὰ καλύτερα φαγητά, δὲν
τ᾽ ἀγγίζει. Γιατί; Ἔφτασε τὴν ὥρα αὐτὴ ἕνα τηλεγράφημα, ποὺ λέει ὅτι
πέθανε ὁ πατέρας του. Αὐτὸ τοῦ ἔκοψε τὴν ὄρεξι· ἔχει αἴσθημα λύπης. Τί
δείχνει αὐτό; Ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα, ποὺ ἀρέσκεται στὸ ὡραῖο φαγητό,
ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο διαφορετικό· αὐτὸ εἶνε ἡ ψυχή, ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ
φαγητά. Ἡ σκέψι λοιπὸν καὶ τὸ αἴσθημα ἀποδεικνύουν, ὅτι ὑπάρχει κ’
ἕνα ἄλλο ἀνώτερο καὶ πνευματικὸ συστατικό, ἡ ψυχή.
Μιὰ ἄλλη ἐπίσης ἐνέργεια εἶνε ἡ θέλησις. Νά· ἕνα πλοῖο μὲ χίλιους
ἐπιβάτες ναυαγεῖ ξαφνικὰ στὸν ὠκεανό. «Στὶς βάρκες!» διατάζει ὁ
πλοίαρχος, καὶ μπαίνουν ὅλοι καὶ σῴζονται. Ἕνας μόνο δὲν μπαίνει· ὁ
ἴδιος ὁ καπετάνιος. Μένει στὸ πλοῖο. Κ’ ἐνῷ σῴζει τοὺς ἄλλους, ὁ ἴδιος
μένει ἐκεῖ, στὴ γέφυρα, καὶ βυθίζεται μαζὶ μὲ τὸ πλοῖο! Ποιά εἶν’ αὐτὴ
ἡ δύναμι, ποὺ τοῦ λέει «Κόντρα μὲ τὸ συμφέρον, κόντρα μὲ τὸ ἔνστικτο
τοῦ σώματος!»; Ἡ θέλησι τῆς ψυχῆς. Ἂν ἦταν ζῷο, θά ᾽κανε ἀλλιῶς· εἶνε
ἄνθρωπος, κι ἀκούει μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ· Θὰ μείνῃς στὸ καθῆκον, κι ἂς
πεθάνῃς. Αὐτὴ λέει καὶ στὸ γιατρό· Θὰ κάνῃς τὸ χρέος σου. Αὐτὴ λέει καὶ
στὸ νοσοκόμο· Θὰ ἐκτελέσῃς στὸ λειτούργημά σου. Αὐτὴ λέει καὶ στὸν
ἱερέα· Θὰ μείνῃς στὴν ἀποστολή σου. Αὐτὴ λέει στὸν κάθε Χριστιανό·
Μεῖνε πιστὸς μέχρι τέλους. Διάβαζα τὴν ἑξῆς ἱστορία. Στὸν Πόντο ἕνας
Τοῦρκος κυνηγοῦσε μὲ μαχαίρι ἕνα Χριστιανό. Τὸν ἔπιασε καὶ τὸν
ἀπειλοῦσε· Θὰ σὲ σφάξω· μόνο ἂν βλαστημήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ πατήσῃς τὸ
σταυρὸ θὰ σ᾽ ἀφήσω!… Μὰ αὐτὸς δὲν δείλιασε· προτίμησε τὸ θάνατο γιὰ
τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Τί δείχνουν αὐτά, ἡ σκέψι, τὸ αἴσθημα, ἡ δύναμι τῆς θελήσεως, ἡ φωνὴ
τῆς συνειδήσεως; Ὅτι ὑπάρχει μέσα μας κάτι ἀθάνατο καὶ αἰώνιο, καὶ αὐτὸ
ὀνομάζεται ψυχή. Ὑπάρχει ψυχή· τὸ μαρτυρεῖ ἡ σύστασί μας, ἡ αἴσθησι τῆς
καρδιᾶς μας. Ὑπάρχει ψυχή· τὸ μαρτυροῦν οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ἅγιοι,
ποὺ θυσίασαν τὴ ζωή τους χάριν τῆς πίστεώς μας. Ὑπάρχει ψυχή· τὸ λένε
μεγάλοι ἐπιστήμονες ποὺ ἔκαναν ἀνακαλύψεις, ὄχι κάτι γιατρουδάκια καὶ
φοιτηταὶ ποὺ δὲν ξέρουν νὰ γράψουν τ’ ὄνομά τους. Ὑπάρχει ψυχή· τὸ
φωνάζουν μεγάλοι φιλόσοφοι, ὅπως οἱ δικοί μας Σωκράτης, Πλάτων,
Ἀριστοτέλης, κ.ἄ..
Ὑπάρχει ψυχή – δὲ σᾶς εἶπα τίποτα μέχρι τώρα. Κι ἂν ὅλες αὐτὲς οἱ
μαρτυρίες ἔλειπαν, φτάνει μόνο μία. Ποιά εἶνε ἡ μαρτυρία αὐτή; Εἶνε ἡ
μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός μας βεβαιώνει, ὅτι ὑπάρχει ψυχή.
Καὶ μπορεῖ ὅλοι νὰ λένε ψέματα, ἀλλ’ αὐτὸς ποτέ. Πιστεύεις στὸ Χριστό;
Ἐκεῖνος λέει σήμερα· «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον
ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς
ψυχῆς αὐτοῦ;». Ὅπως ἔλεγε ἕνας ἱεροκήρυκας, φανταστῆτε μιὰ ζυγαριὰ
κρεμασμένη πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα. Στὸν ἕνα δίσκο βάλτε ὅ,τι πολύτιμο ἔχει ὁ
κόσμος· χρυσάφια, ἀσήμια, μαργαριτάρια… Καὶ στὸν ἄλλο δίσκο βάλτε – τί;
Μιὰ ψυχή. Τὴν ψυχὴ ὄχι ἑνὸς βασιλιᾶ ἢ κυβερνήτου, ἀλλὰ τὴν ψυχὴ ἑνὸς
φτωχοῦ, τοῦ πιὸ φτωχοῦ ζητιάνου. Ἔ, μόλις ἡ ψυχὴ ἀγγίξῃ μὲ τὰ φτερά της
τὸ δίσκο, ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνῃ πρὸς τὸ μέρος της. Τέτοια ἀξία ἔχει ἡ ψυχή.
* * *
Ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, δυστυχῶς
φροντίζει μόνο γιὰ τὸ σῶμα· τρέχει σὲ γιατρούς, ξοδεύει περιουσίες
γιὰ τὴν ὑγεία. Δὲ λέω, πρέπει νὰ ἐνδιαφερώμαστε γιὰ τὸ σῶμα· κι αὐτὸ
τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὸ σῶμα εἶνε ἡ ψυχή. Γιὰ τὴν ψυχή;
Ἀδιαφορία! Ὅπως ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸ σῶμα, ἔτσι κι ἀκόμα περισσότερο
γιὰ τὴν ψυχή. Γιατὶ μία καὶ μονάκριβη τὴν ἔχουμε, ἀλλοίμονό μας ἂν τὴ
χάσουμε· θά ᾽νε μεγάλη ἡ εὐθύνη. Τὰ πιστεύετε αὐτά; εἶστε Χριστιανοί·
δὲν τὰ πιστεύετε; δὲν εἶστε.
Μεγάλο, πολὺ μεγάλο πρᾶγμα ἡ ψυχή. Εἶνε ἀθάνατος καὶ αἰωνία. Αὐτὴ δίνει
ἀξία στὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ νὰ τὴ φροντίζουμε. Ἦρθε Κυριακή, χτυπᾷ ἡ
καμπάνα; τρέξε στὴ λειτουργία ν’ ἀκούσῃς ἐκεῖ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε «ὁ
ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» (εὐχ. κεφαλοκλ.). Ἦρθε
τεσσαρακοστή; τρέξε νὰ καθαρίσῃς τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἐξομολόγησι. Κι ὅπως
τρέφεις τὸ σῶμα, τάϊζε καὶ τὴν ψυχὴ μὲ τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ μὲ τὸ λόγο
τοῦ Θεοῦ. Ποτέ μὴ λησμονεῖς ὅτι ὅλα εἶνε ματαιότης· ἕνα μένει, ἡ ψυχή.
Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει σῶμα, τόσο νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει
ψυχὴ κι ὅτι μιὰ μέρα θὰ λογοδοτήσουμε γι’ αὐτήν.
Κρατῆστε τὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Πιστεύετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε
μόνο ὑλικὸ ὄν, σάρκα· ἔχει καὶ ψυχὴ ἀθάνατη. Μὴ ξεχνᾶτε ποτέ τὰ λόγια
τοῦ Χριστοῦ μας «Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;». Καὶ
εἴθε νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὅλους ὁ Θεός, ὅταν ἔλθῃ τὸ τέλος, νὰ ποῦμε κ’
ἐμεῖς ὅπως ὁ λῃστής· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ
σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο Ἀντιγόνου – Ἀμυνταίου 17-9-1989)