Επειδή θέλησαν να μείνουν αχώριστοι ακόμα και στον τάφο, παρακάλεσαν τον αρμόδιο μοναχό, τον π. Μάρκο, να τους ετοιμασει ένα κοινό τόπο ταφής.
Κάποτε ο Θεόφιλος έλειψε για ένα διάστημα από τη Λαύρα. Στη διάρκεια όμως της απουσίας του, ασθένησε ο Ιωάννης κι έφυγε για τον ουρανό. Επιστρέφοντας ο Θεόφιλος, έκλαψε πικρά για το θάνατο του πνευματικού αδελφού του, αγανάκτησε όμως, γιατί βρήκε το νεκρό θαμμένο στην πρώτη θέση του κοινού τάφου.
– Πάτερ Μάρκε, διαμαρτυρήθηκε, γιατί τον έβαλες εδώ; Στην πρώτη σειρά πρέπει να ταφώ εγώ, σαν μεγαλύτερος.
Ο ταπεινός και απλός Μάρκος ζήτησε συγνώμη από τον οργισμένο μοναχό και, γυρίζοντας στο νεκρό, πρόσταξε:
– Σήκω, αδελφέ, και παραχώρησε την πρώτη θέση στον μεγαλύτερό σου.
Με φρίκη τότε είδαν όλοι τον νεκρό να σηκώνεται και ν’ αλλάζει θέση.
Ο Θεόφιλος αμέσως συνήλθε. Μετανοημένος πικρά, ζήτησε συγχώρηση από τον π. Μάρκο, που του απάντησε μ’ αυτά τα λόγια:
– Θα έπρεπε, π. Θεόφιλε, να μη βγεις από δω μέσα, αλλά να ξαπλώσεις αμέσως στην πρώτη θέση, που τόσο ζηλότυπα επιζητείς. Δεν είσαι όμως έτοιμος. Πήγαινε λοιπόν ν’ αγωνιστείς για τη σωτηρία σου, γιατί δεν θ’ αργήσεις να έρθεις εδώ οριστικά.
Τρομαγμένος εκείνος, έφυγε κατευθείαν για το κελλί του. Κλείστηκε μέσα κι επιδόθηκε συστηματικά σε μια αξιέπαινη μετάνοια. Ο θρήνος του ήταν απαρηγόρητος.
Πέρασαν αρκετά χρόνια. Από τη νηστεία και την αγρυπνία έμεινε πετσί και κόκαλο. Από το αδιάκοπο κλάμα έχασε την όρασή του. Στο διάστημα αυτό κοιμήθηκε ο μοναχός Μάρκος. Τότε ο π. Θεόφιλος αύξησε τη νηστεία και τα δάκρυα. Έβαζε μπροστά του ένα μεγάλο πήλινο δοχείο κι έκλαιγε πάνω σ’ αυτό χύνοντας μέσα τα δάκρυά του.
Μετά από καιρό το δοχείο γέμισε! Τότε απέκτησε πάλι την όρασή του. Κι ενώ προσευχόταν, εμφανίζεται μπροστά του ένας λευκοντυμένος άγγελος και του λέει:
– Τα δάκρυά σου δεν είναι μόνο αυτά που μάζεψες εσύ. Είναι και εκείνα που μάζεψα εγώ, όταν στεκόμουν δίπλα σου όσο προσευχόσουν· εκείνα που σκούπιζες με το χέρι σου και με το ζωστικό σου. Όλ’ αυτά βρίσκονται μέσα σε τούτο το δοχείο που κρατάω. Μ’ έστειλε ο Θεός για να σου αναγγείλω ότι φεύγεις από τον κόσμο αυτό. Φεύγεις για Εκείνον που είπε: «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» και «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε».
Λέγοντας αυτά ο άγγελος, άφησε στα πόδια του π. Θεόφιλου ένα μεγάλο αγγείο απ’ όπου έβγαινε άρρητη ευωδία, κι έγινε άφαντος.
Σε λίγο η ψυχή του αναχώρησε για τον ουρανό. Το σώμα του το έθαψαν δίπλα στου π. Ιωάννη. Τότε ο ηγούμενος, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του, έδωσε εντολή να περιχύσουν πάνω του το περιεχόμενο του αγγελικού δοχείου. Αμέσως γέμισε ο χώρος από μεθυστική ευωδία.
Ύστερα άδειασαν επάνω του και τα δάκρυα του δικού του δοχείου, τα δάκρυα εκείνα που πότισαν τον αγρό της ψυχής του, για να θερίσει στον αγρό τ’ ουρανού τα στάχυα της αιώνιας ευδαιμονίας.