Ὦ γενεὰ ἄπιστος.
Ὅταν ἀκούω κάθε χρόνο τὰ χρόνο τὰ λόγια αὐτὰ μὲ πιάνει δέος κι
ἀνησυχία. Γιατὶ αὐτὰ δὲν ὑπῆρξαν ἔλεγχος μόνο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ.
Μεταφερόμενα στὴ σημερινὴ ἐποχὴ εἶναι ἔλεγχος καὶ τῆς δικῆς μας ἐποχὴ
εἶνε ἔλεγχος καὶ τῆς δικῆς μας γενεᾶς. Φοβᾶμαι ὅτι ἁρμόζουν καὶ σ’ ἐμᾶς.
… Ἐὰν [ὁ Κύριος] ἐρχόταν πάλι στὴ Γῆ, θὰ ἔκρινε ὅλους μὲ δικαιοσύνη,
ἀλλὰ δύο λαοὺς νομίζω θὰ τοὺς ἔκρινε ἀυστηρότερα.
Ὁ
ἕνας εἶναι ὁ Ἰουδαϊκός, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ εἶδε καὶ τὴν
ἱστορία 20 αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ αὐτὸς ἀρνεῖται νὰ προσκυνήσῃ τὸν
Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ ὁ δεύτερος εἶνε ὁ Ἑλληνικὸς λαός ὁ ὁποῖος δέχτηκε
ἐξαιρετικὲς εὐλογίες (στὴ γλῶσσα του γράφτηκε τὸ Εὐαγγέλιο, στὴ γῆ του
περιώδευσαν ἀπόστολοι καὶ τὴν ἁγίασαν πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅσιοι καὶ
μάρτυρες). καὶ ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἐνῷ δὲν θά ‘πρεπε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε
ἕνας ἄπιστος, δυστυχῶς «κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσι», καὶ ἡ γλῶσσα
τους, «ὡσεὶ ξυρὸν ἠκονημένον», γλῶσσα «ὡσεὶ ὄφεως» σκορπίζει παντοῦ τὸ
δηλητήριο τῆς ἀπιστίας.
Αὐγουστίνος Καντιώτης, κάπου στὸ 1966 μὲ ἀφορμὴ τὴν Κυριακὴ Δ’ Νηστειῶν, σὰ νὰ γράφτηκε χτές.