ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΨΑΝΗ (+) ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
α) Εἰσαγωγὴ
Η
῾Ενωμένη Εὐρώπη τοῦ 21ου αἰῶνος ἀναζητεῖ τὴν ταυτότητά της. ῾Η «εὐρωπαϊκὴ
ταυτότης» δὲν ἀποτελοῦσε ἀντικείμενο σοβαροῦ προβληματισμοῦ, ἐφ᾿ ὅσον τὴν
διεμόρφωναν μόνον οἰκονομικοὶ καὶ πολιτικοὶ παράγοντες. ᾿Αφ᾿ ὅτου ὅμως πολιτισμικοὶ
καὶ ἰδίως θρησκευτικοὶ παράγοντες ἔπρεπε νὰ ληφθοῦν ὑπ᾿ ὄψιν κατὰ τὴν ἀναζήτησί
της, ἀναπτύχθηκαν σοβαρὲς συζητήσεις, ἔντονες διαφωνίες καὶ ὀξεῖες διαμάχες
γύρω ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ ἢ μὴ τοῦ «Εὐρωπαϊκοῦ Συντάγματος» στὴν χριστιανικὴ ταυτότητα
τῆς Εὐρώπης.
Τί
σημαίνει ὅμως «χριστιανικὴ ταυτότης τῆς Εὐρώπης» γιὰ τοὺς ᾿Ορθοδόξους λαούς
μας; Πόσο χριστιανικὴ εἶναι ἡ «χριστιανικὴ ταυτότης τῆς Εὐρώπης»;
῞Οσοι
καλοπροαίρετα ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἐνίσχυσι τῆς χριστιανικῆς ταυτότητος τῆς Εὐρώπης,
ὁμιλοῦν συνήθως γι᾿ αὐτήν ὡσὰν νὰ
πρόκειται γιὰ ἕνα ἱστορικὸ δεδομένο ἤ ἕναν κώδικα χριστιανικῶν ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν,
στὶς ὁποῖες ἠμποροῦν νὰ συγκλίνουν οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν
οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν καὶ διαχριστιανικῶν διαλόγων. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Εὐρώπης
ἐπιδιώκουν νὰ τὴν ἐξασφαλίσουν θεσμικά, ἐπειδὴ φοβοῦνται τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ
θρησκευτικοῦ ἀποχρωματισμοῦ τῆς ἠπείρου των, τὴν ἀλλοίωσι τῆς χριστιανικῆς της
ἰδιοπροσωπίας λόγῳ τῶν πληθυσμιακῶν μεταβολῶν (μετανάστευσις κ.λπ.) ἤ τὸν
ἀποκλεισμὸ τῶν χριστιανικῶν «διεκκλησιαστικῶν» ὀργανισμῶν ἀπὸ τὰ κέντρα λήψεως
ἀποφάσεων στὴν Εὐρώπη. ᾿Ακολουθώντας τὴν ἴδια λογική, καὶ οἱ προτάσεις ἐπισήμων
᾿Ορθοδόξων ἐκπροσώπων ἐπικεντρώνονται στὴν ἐνίσχυση μιᾶς θεσμικῆς χριστιανικῆς
παρουσίας στὴν Εὐρώπη.
Στὴν
εἰσήγησι αὐτὴ ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξος αὐτοσυνειδησία δὲν μᾶς ἐπιτρέπει
νὰ παρακάμπτωμε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ᾿Ορθοδοξία δὲν ἠμπορεῖ νὰ συναποτελῆ μαζὶ μὲ
τὸν Δυτικὸ Χριστιανισμὸ μία ἑνιαία «χριστιανικὴ ταυτότητα», ἀλλὰ ἀντιθέτως μᾶς
ὑποχρεώνει νὰ τονίσωμεν ὅτι ἡ ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἡ λησμονημένη ἀπὸ τὴν Εὐρώπη
πρωτογενής της Πίστις, ἡ ὁποία πρέπει κάποτε νὰ ἀποτελέση ἐκ νέου τὴν
χριστιανική της ταυτότητα.
β) ᾿Ορθοδοξία: Δῶρο τοῦ Θεοῦ
καὶ ὄχι ἐθνικιστικὴ δύναμι
ΖΩΝΤΕΣ
στὸ περιβάλλον τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καὶ στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ αὐτὸ
δημιουργεῖ, ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξος κληρονομία μας δὲν πρέπει νὰ
μετρῆται μὲ τὰ μέτρα τοῦ κόσμου τούτου. Τὰ τελευταῖα χρόνια γινόμεθα μάρτυρες
τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς βαθειᾶς πίστεως τῶν προσκυνητῶν τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, πολλοὶ
ἐκ τῶν ὁποίων ἔρχονται μὲ πολὺ κόπο καὶ μὲ μεγάλα ἔξοδα ἀπὸ τὶς ὁμόδοξες χῶρες
τῆς Βαλκανικῆς καὶ ἀπὸ τὴν Ρωσσία.
Στὴν
συνείδησι ὅλων αὐτῶν τῶν εὐσεβῶν ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ὅσων ἐκπροσωποῦν
στὴν χώρα τους, ἡ ᾿Ορθοδοξία δὲν ἔχει συνήθως τὴν ἔννοια, ποὺ τῆς ἀποδίδουν
ὅσοι τὴν βλέπουν ἤ τὴν ἀντιμετωπίζουν μὲ ἰδεολογικὰ ἤ κοινωνιολογικὰ κριτήρια,
ὅσοι δηλαδὴ συνηθίζουν νὰ βλέπουν στὴν καθ᾿ ἡμᾶς ᾿Ανατολὴ ἀντιδυτικὰ «᾿Ορθόδοξα»
τόξα παράλληλα πρὸς τὰ μουσουλμανικά, ἤ θεωροῦν τὴν ᾿Ορθοδοξία ὡς ἐθνικιστικὴ
δύναμι τῶν λαῶν ποὺ τὴν ἀσπάζονται. ῞Οσο καὶ ἄν οἱ ᾿Ορθόδοξοι δημιουργοῦμε
τέτοιες ἐντυπώσεις, λόγῳ τῶν προσωπικῶν μας ἀτελειῶν ἤ τῶν συλλογικῶν μας
ἀστοχιῶν, ἔχουμε βαθειὰ ριζωμένη στὴν συνείδησί μας τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ
᾿Ορθοδοξία εἶναι κάτι πολὺ πιὸ οὐσιαστικό, οὐράνιο, ἀκατάλυτο: εἶναι τὸ
ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς
ἁγίοις πίστις» (᾿Ιουδ. 3), τὴν ὁποία ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία μας διασώζει ἀκεραία,
χωρὶς αἱρετικὲς παραχαράξεις, καὶ τὴν ὁποία μὲ πολλὲς θυσίες διαφυλάξαμε σὲ
δύσκολους καιρούς, προκειμένου νὰ μὴ χάσουμε τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Οἱ
᾿Ορθόδοξοι λαοὶ εἴμεθα ἠλεημένοι ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ φέρωμε τὴν σφραγίδα τοῦ
᾿Ορθόδοξου ἁγίου Βαπτίσματος, νὰ κοινωνοῦμε τῆς ἁγίας ᾿Ορθοδόξου Εὐχαριστίας,
νὰ ἀκολουθοῦμε μὲ ταπείνωσι τὴν δογματικ διδασκαλία τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν
Συνόδων ὡς μοναδικὴ ὁδὸ σωτηρίας, καὶ νὰ τηροῦμε «τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν
τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (᾿Εφεσ. δʹ 3). Φέρομε ὁμολογουμένως τὴν παρακαταθήκη
τῆς ᾿Ορθόδοξου Πίστεως «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι» (Βʹ Κορ. δʹ 7), ἐν τούτοις ὅμως
αὐτὴ συνιστᾶ Χάριτι Θεοῦ τὸν λόγο «τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Αʹ Πετρ. γʹ 15).
῾Η
᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία μας δὲν εἶναι ἁπλῶς κιβωτὸς τῆς ἐθνικῆς ἱστορικῆς μας
κληρονομιᾶς. Πρωτίστως καὶ κυρίως εἶναι
ἡ Μία ῾Αγία Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία.
Γιὰ
νὰ μὴ χάσουν τὴν ἐλπίδα τῆς ἐν Χριστῷ αἰωνίου σωτηρίας, σὲ ἐποχὲς δύσκολες οἱ
᾿Ορθόδοξοι λαοὶ τῶν Βαλκανίων διετήρησαν τὴν ᾿Ορθόδοξο Πίστι τους μὲ τὴν θυσία
χιλιάδων νεομαρτύρων, ἀντιστεκόμενοι τόσο στὸν ἐξισλαμισμὸ ὅσο καὶ στὸν ἐξουνιτισμό1.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ πρόσφατος, μετὰ τὴν κατάρρευσι τῶν ἀθεϊστικῶν καθεστώτων, ἀναζωπύρωσις
τῆς Οὐνίας καὶ ἡ δραστηριότης τῶν νεοπροτεσταντικῶν ῾Ομολογιῶν μεταξὺ ᾿Ορθοδόξων
πληθυσμῶν, ἀποτελοῦν σοβαρότατες προκλήσεις γιὰ τοὺς ᾿Ορθοδόξους. Καὶ ὡς
τέτοιες πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζωνται, ἐπειδή γιὰ μία ἀκόμη φορὰ θέτουν ὑπὸ
διακινδύνευσι τὴν σωτηρία ἀπλοϊκῶν ψυχῶν, «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε» (πρβλ. Ρωμ.
ιδʹ 15).
γ) ῾Ο συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμὸς
ΣΤΙΣ
ΔΥΤΙΚΕΣ κοινωνίες ἐξάλλου, τὶς ἐκ παραδόσεως ρωμαιοκαθολικὲς καὶ προτεσταντικές,
ὅπου ὑπάρχουν καὶ δραστηριοποιούνται ᾿Ορθόδοξες ἐνορίες, ἡ ᾿Ορθόδοξος παρουσία
πρέπει νὰ εἶναι σεμνὴ μαρτυρία περὶ τοῦ αὐθεντικοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸν ὁποῖον
στερήθηκαν ἐπὶ αἰῶνες οἱ κοινωνίες αὐτές, λόγῳ τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντικῶν
παρεκκλίσεων ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ Πίστι. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ νοσταλγικὴ ἀναζήτησις
τῆς ἀνοθεύτου χριστιανικῆς Πίστεως κορυφώνεται στήν ἐπιστροφὴ ἑτεροδόξων
Χριστιανῶν στήν ἀγκάλη τῆς Μιᾶς ῾Αγίας Καθολικῆς καὶ ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας,
τῆς ᾿Ορθοδόξου, ἐκφράζεται ἡ ἱεραποστολικὴ φύσις τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Επιστρέφοντες
οἱ ἑτερόδοξοι στήν ᾿Ορθόδοξο ᾿Εκκλησία, δὲν ἐγκαταλείπουν μία ἐκκλησία γιὰ νὰ
ἀσπασθοῦν μία ἄλλη, ὅπως λανθασμένα θεωρεῖται. Στήν πραγματικότητα ἀφήνουν ἕνα ἀνθρωποκεντρικὸ ἐκκλησιαστικὸ σχῆμα καὶ
ἐπανευρίσκουν τὴν μία καὶ μοναδικὴ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γίνονται μέλη τοῦ
σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπαναπροσανατολίζονται στήν πορεία τῆς θεώσεως.
Δυστυχῶς,
ἀντίθετη κατεύθυνσι ἀκολουθεῖ ὁ
συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμός, τὸν ὁποῖον ἐκφράζουν θεσμικὰ ὄργανα τῆς
Οἰκουμενικῆς λεγομένης Κινήσεως καὶ φορεῖς τοῦ παποκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
᾿Επειδή παραθεωροῦν τὴν ᾿Ορθόδοξο ᾿Εκκλησιολογία καὶ ἀκολουθοῦν τὴν
προτεσταντικὴ «θεωρία τῶν κλάδων» ἢ τὴν νεωτέρα ρωμαιοκεντρικὴ θεωρία τῶν «ἀδελφῶν
ἐκκλησιῶν», θεωροῦν ὅτι ἡ ᾿Αλήθεια τῆς ᾿Αποστολικῆς Πίστεως, ἢ μέρος αὐτῆς,
διασώζεται σὲ ὅλες τὶς Χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες. Γι᾿ αὐτὸ κατευθύνουν τὶς προσπάθειές τους
στήν πραγματοποίησι μιᾶς ὁρατῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, ἀνεξαρτήτως βαθυτέρας
ἑνότητος στήν Πίστι.
῾Υπὸ
τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ
«θεολογία» ἐξισώνει τὸ ᾿Ορθόδοξο Βάπτισμα (τριπλῆ κατάδυσι) μὲ τὸ ρωμαιοκαθολικὸ
ράντισμα, θεωρεῖ τὴν αἵρεσι τοῦ Filioque δογματικὰ ἰσοδύναμη μὲ τὴν ᾿Ορθόδοξο
διδασκαλία περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός,
μεθερμηνεύει τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης ὡς πρωτεῖο διακονίας,
ὀνομάζει θεολογούμενον τὴν ᾿Ορθόδοξο διδασκαλία περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ
ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ περὶ ἀκτίστου Θείας Χάριτος, κ.ἄ.
Πρόκειται
γιὰ ἕναν ἐπιπόλαιο Οἰκουμενισμό, γιὰ
τὸν ὁποῖο ἔγραφε εὔστοχα ὁ ἀείμνηστος π. Δημήτριος Στανιλοάε:
«Δημιουργεῖται
κάθε τόσο, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἐπιθυμία γιὰ ἕνωση, ἕνας εὔκολος ἐνθουσιασμός, ποὺ πιστεύει
πὼς μπορεῖ μὲ τὴν συναισθηματική του θερμότητα νὰ ρευστοποιήση τὴν
πραγματικότητα καὶ νὰ τὴν ξαναπλάση χωρὶς δυσκολία. Δημιουργεῖται ἀκόμα καὶ μία
διπλωματικὴ συμβιβαστικὴ νοοτροπία, ποὺ νομίζει πὼς μπορεῖ νὰ συμφιλίωση μὲ
ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις δογματικὲς θέσεις ἢ γενικώτερες καταστάσεις, ποὺ κρατοῦν
τὶς ἐκκλησίες χωρισμένες. Οἱ δύο αὐτοὶ τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζεται
—ἢ παραθεωρεῖται— ἡ πραγματικότητα, φανερώνουν μία κάποια ἐλαστικότητα ἢ κάποια
σχετικοποίηση τῆς ἀξίας ποὺ ἀποδίδεται σὲ ὡρισμένα ἄρθρα πίστεως τῶν ἐκκλησιῶν.
῾Η σχετικοποίηση αὐτὴ ἀντικαθρεφτίζει ἴσως τὴν πολὺ χαμηλὴ σημασία, ποὺ
ὡρισμένες χριστιανικὲς ὁμάδες —στὸ σύνολό τους ἢ σ᾿ ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς κύκλους
τους— δίνουν σ᾿ αὐτὰ τὰ ἄρθρα τῆς πίστεως. Προτείνουν πάνω σ᾿ αὐτά, ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ
ἢ διπλωματικὴ νοοτροπία, συναλλαγὲς καὶ συμβιβασμούς, ἀκριβῶς γιατὶ δὲν ἔχουν
τίποτα νὰ χάσουν μὲ αὐτὰ ποὺ προτείνουν. Οἱ συμβιβασμοὶ ὅμως αὐτοὶ παρουσιάζουν
μεγάλο κίνδυνο γιὰ ᾿Εκκλησίες, ὅπου τὰ ἀντίστοιχα ἄρθρα ἔχουν σπουδαιότητα
πρώτης γραμμῆς. Γιὰ τὶς ᾿Εκκλησίες αὐτὲς παρόμοιες προτάσεις συναλλαγῆς καὶ
συμβιβασμοῦ ἰσοδυναμοῦν μὲ ἀπροκάλυπτες ἐπιθέσεις»2.
Παραλλήλως
οἱ προτεσταντικὲς ῾Ομολογίες, οἱ
ὁποῖες ἔχουν φθάσει μέχρις ἀρνήσεως θεμελιωδῶν δογμάτων Πίστεως (τῆς
ἱστορικότητος τῆς ᾿Αναστάσεως, τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου κ.ἄ.) καὶ ἀποδοχῆς
ἀντιευαγγελικῶν ἠθῶν (γάμος ὁμοφυλοφίλων κ.λπ.), ἐξισώνονται στὰ πάνελς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν ᾿Εκκλησιῶν μὲ τὶς
ἁγιώτατες Τοπικὲς ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες. ῾Η θεωρία τῆς «ἀπομυθεύσεως», ἡ
«θεολογία» τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ», ἡ χειροτονία γυναικῶν σὲ ἱερατικοὺς βαθμούς, ἡ ἱερολογία γάμου ὁμοφυλοφίλων, ἀναμφίβολα δὲν
ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς μας ταυτότητος.
῾Ο
προτεσταντισμὸς περιῆλθε σὲ βαθυτάτη κρίσι πίστεως. ῾Ο Frank Schaeffer, ὁ
ἐπώνυμος ἀμερικανὸς προτεστάντης ποὺ μετὰ ἀπὸ πολυετῆ καὶ σκληρὴ προσωπικὴ
ἀναζήτησι ἔγινε ᾿Ορθόδοξος, στὸ βιβλίο του Dancing Alone, The Quest for Orthodox Faith in the Age of False Religion,
Regina Orthodox Press, Salisburg, USA, (σὲ ἑλληνική
μετάφρασι μὲ τίτλο: ᾿Αναζητώντας τὴν ᾿Ορθόδοξη Πίστη στὸν αἰῶνα τῶν ψεύτικων
θρηοκειῶν, 2η ἔκδ. Μακρυγιάννη, Κοζάνη 2004), δίνει πολλὰ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα
ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴν ἔκπτωσι τοῦ προτεσταντισμοῦ ἀπὸ τὴν ᾿Αλήθεια τῆς Μιᾶς
῾Αγίας Καθολικῆς καὶ ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας.
δ) Συνέπεια τοῦ διαχριστιανικοῦ,
ὁ διαθρησκειακὸς συγκρητισμὸς
ΠΡΟΕΚΤΑΣΙ καὶ ἀναπόφευκτη συνέπεια τοῦ
διαχριστιανικοῢ συγκρητισμοῦ ἀποτελεῖ ὁ διαθρησκειακὸς συγκρητισμός, ὁ ὁποῖος
ἀναγνωρίζει δυνατότητα σωτηρίας σὲ ὅσους ἀνήκουν σὲ μία ἀπὸ τὶς μονοθεϊστικὲς
θρησκεῖες. ᾿Ορθόδοξος ἐπίσκοπος
ἔγραψε ὅτι «κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία καὶ ἕνα τέμενος (τζαμὶ)... ἀποβλέπουν στήν
ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»3. ῾Ο διαθρησκειακὸς συγκρητισμὸς δὲν διστάζει ἀκόμη νὰ ἀναγνωρίση
σωτηριώδεις ὁδοὺς σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου4. Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν
καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν ἔγραψε, ὅτι ἠμπορεῖ νὰ ἀνάψη κερὶ μπροστὰ
στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὅπως καὶ μπροστὰ στὸ ἄγαλμα μιᾶς ἀπὸ τὶς θεὲς τοῦ
᾿Ινδουϊσμοῦ.
᾿Ορθόδοξοι
ἐπίσκοποι, κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ἔχουν δυστυχῶς ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὴν συγκρητιστική
αὐτὴ νοοτροπία. Οἱ θεολογικές τους ἀπόψεις, τὶς ὁποῖες οἱ ἐκκοσμικευμένοι ἄρχοντες
καὶ διανοούμενοι συνήθως ἀκούουν καὶ ἀναγνωρίζουν ὡς ᾿Ορθόδοξες, συντελοῦν ὥστε
ἡ νοοτροπία αὐτὴ νὰ ὑπερβῆ τὰ στενὰ ὅρια
τῶν προσωπικῶν τους ἀντιλήψεων καὶ νὰ ἀποτελέση «γραμμὴ» μὲ στόχους καὶ
ἐπιδιώξεις. Σὲ αὐτὴ τὴν προοπτική ἡ ἀγάπη, χωρὶς ἀναφορὰ στήν δογματική
ἀλήθεια, καθιερώνεται κριτήριο ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, ἐνῷ ἡ ἐμμονὴ στὶς παραδοσιακὲς ᾿Ορθόδοξες θεολογικὲς
θέσεις ἀποδοκιμάζεται ὡς μισαλλοδοξία καὶ φονταμενταλισμός.
῞Οσον
ἀφορᾶ τὸ πῶς ἡ οἰκουμενιστικὴ νοοτροπία
οἰκοδομεῖ τὸν τύπο μιᾶς κατ᾿ ἐπίφασιν χριστιανικῆς ταυτότητος τῆς Εὐρώπης,
εἶναι χαρακτηριστικὲς οἱ «δεσμεύσεις» τῶν ἐκπροσώπων τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν
ποὺ ὑπέγραψαν τὴν Οἰκουμενική Χάρτα στὶς 22 ᾿Απριλίου 20015.
῞Ομως
ἡ «χριστιανική» αὐτὴ ταυτότητα τῆς Εὐρώπης πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ
χριστιανικὴ ταυτότητα τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν.
Πρέπει νὰ τονισθῆ μὲ κάθε ἔμφασι ὅτι ἀδικεῖται ἡ Εὐρώπη, ὅταν τῆς προσάπτωμε
μία ταυτότητα ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινὰ χριστιανική, ἀλλὰ μόνον κατ᾿ ἐπίφασι. ῞Ενας νοσηρός, ἕνας νοθευμένος
Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς τῶν κατακομβῶν τῆς Ρώμης, τοῦ ῾Αγίου
Εἰρηναίου Λουγδούνου, τῶν ᾿Ορθοδόξων μοναχῶν τῆς Σκωτίας καὶ τῆς ᾿Ιρλανδίας,
γενικῶς ὁ Χριστιανισμὸς τῆς πρώτης χιλιετίας. ῞Ενας νοθευμένος Χριστιανισμὸς
δὲν ἠμπορεῖ νὰ προστατεύση τὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ μὴ χριστιανικῶν ἀντιλήψεων
καὶ ἠθῶν στὶς κοινωνίες της.
Εἶναι
ἤδη γνωστὸ ὅτι πολλοὶ Εὐρωπαῖοι κουράσθηκαν ἀπὸ τὸν ξηρὸ ὀρθολογισμό,
νοσταλγοῦν τὸν χαμένο μυστικισμό, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀσπάζονται τὸν μουσουλμανισμό,
τὸν βουδισμὸ ἢ τὸν ἰνδουϊσμό, παραδίδονται στὸν ἐσωτερισμὸ ἢ ἐπιδιώκουν μεταφυσικὲς
ἐμπειρίες σὲ νεοεποχιτικὰ κινήματα. ᾿Αναφέρεται ὅτι μόνο στήν ᾿Ιταλία
λειτουργοῦν περὶ τὰ 500 μουσουλμανικὰ τεμένη, ἐνῷ στήν Γαλλία τὸ 5% τοῦ
πληθυσμοῦ εἶναι μουσουλμᾶνοι.
῾Η ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία κατέχει τὴν
᾿Αλήθεια. Στὸ κέντρο της ἔχει τὸν Χριστό. Σὲ αὐτήν ὅλα εἶναι
θεανθρώπινα, γιατὶ ὅλα προσφερόμενα στὸν Θεάνθρωπο Κύριο γίνονται θεανθρώπινα,
πλημμυρίζουν ἀπὸ τὴν ἄκτιστο Χάρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ ἠμπορεῖ νὰ ἀναπαύση τὶς ψυχὲς ποὺ ἀναζητοῦν
καλοπροαίρετα τὴν ἐλευθερία τους ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τοῦ
ἐπιστημονισμοῦ, τοῦ ὑλισμοῦ, τοῦ ἰδεαλισμοῦ, τῆς τεχνοκρατίας. Γι᾿ αὐτὸ δὲν
πρέπει νὰ συρθῆ ἡ ᾿Ορθοδοξία μέσα στην συγκρητιστικὴ χοάνη, δὲν πρέπει νὰ χαθῆ
ἡ ἐλπὶς τοῦ σύμπαντος κόσμου.
῾Ως ᾿Ορθόδοξοι ποιμένες καὶ ὡς
᾿Ορθόδοξοι πιστοὶ ἔχουμε χρέος νὰ διαφυλάξωμε τὴν ἱερὰ παρακαταθήκη τῆς
᾿Ορθοδόξου Πίστεώς μας. ῾Ο ᾿Απόστολος
τῶν ᾿Εθνῶν παραγγέλλει στοὺς πρεσβυτέρους
τῆς ᾿Εφέσου καὶ στοὺς ποιμένας τῆς ᾿Εκκλησίας μέχρι σήμερα: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο
ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ᾿Εκκλησίαν
τοῦ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. κʹ 28). Καὶ ὁ ἴδιος λέγει στὸν πιστὸ λαὸ τῆς Θεσσαλονίκης
καὶ ὅλης τῆς ᾿Εκκλησίας: «ἀδελφοί, στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις, ἃς
ἐδιδάχθητε» (Βʹ Θεσ. βʹ 15).
ε) ῾Η «νεκρὰ θάλασσα»
τῆς «πολιτισμένης» εἰδωλολατρίας
Η
ΓΗΡΑΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ στὸν τομέα τῆς Πίστεως ἔχει ἀστοχήσει. ῾Η Νέα ᾿Εποχή ἀπειλεῖ ἀνοικτὰ
πλέον τὶς εὐρωπαϊκὲς κοινωνίες μὲ ἀποχριστιανισμό. Δὲν εἶναι παράδοξο. ῾Η
Εὐρώπη ἔστρεψε τὰ νῶτα στὸν Χριστό, κάποτε τὸν ἔδιωξε, ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ
Ντοστογιέφσκυ διὰ στόματος τοῦ Μεγάλου ῾Ιεροεξεταστοῦ6 καὶ ὁ ἅγιος
Νικόλαος ἐπίσκοπος Ζίτσης7.
῾Η ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία ὀφείλει νὰ
ἐκδηλώση τὸ χάρισμα καὶ τὴν ἀποστολή της, νὰ διακηρύξη στοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης ὅτι,
ἐὰν ὑπάρχη κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ σώση τὴν Εὐρώπη σὲ αὐτὴ τὴν κρίσιμη φάσι τῆς
ἱστορίας της, εἶναι ἡ ᾿Ορθοδοξία. ῎Ας μὴ στερήσουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν
᾿Ορθόδοξο ᾿Εκκλησία μας τὴν δυνατότητα νὰ δώση αὐτὸ τὸ σωτήριο μήνυμα στοὺς
λαοὺς τῆς Εὐρώπης, ἐξισώνοντας τὴν ᾿Ορθόδοξο Πίστι μὲ τὴν αἵρεσι στήν
συγκεχυμένη προοπτική καὶ τὸ ἀσαφὲς ὅραμα τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Μποροῦμε νὰ συντελέσουμε σὲ ἕναν ὑγιῆ, ἀπολύτως ᾿Ορθόδοξο, Οἰκουμενισμό,
ἀποκαλύπτοντας στοὺς ἑτεροδόξους Χριστιανοὺς τὸ Μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας Του, καὶ διακηρύσσοντας
μαζὶ μὲ τὸν μακαριστὸ καὶ ὁμολογητὴ Γέροντα ᾿Ιουστῖνο Πόποβιτς :
«῾Η
ἔξοδος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀδιέξοδα, ἀνθρωπιστικά, οἰκουμενιστικά, παπιστικά, εἶναι ὁ
ἱστορικὸς Θεάνθρωπος Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἱστορικὸν θεανθρώπινον
οἰκοδόμημά Του, ἡ ᾿Εκκλησία, τῆς ὁποίας Αὐτὸς εἶναι ἡ αἰωνία Κεφαλὴ καὶ ἐκείνη
τὸ αἰώνιον Αὐτοῦ Σῶμα. ῾Η ᾿Αποστολική, ῾Αγιοπατερική, ῾Αγιοπαραδοσιακή, ῾Αγιοσυνοδική,
Καθολικὴ ᾿Ορθόδοξος Πίστις εἶναι τὸ φάρμακον τῆς ἀναστάσεως ἀπὸ ὅλας τὰς αἱρέσεις,
ὅπως καὶ ἂν αὗται ὀνομάζωνται. Εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν, κάθε αἵρεσις εἶναι ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπον καὶ ῾῾κατ᾿ ἄνθρωπον᾿᾿· κάθε μία ἀπὸ αὐτὰς τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπον
εἰς τὴν θέσιν τοῦ Θεανθρώπου, ἀντικαθιστᾶ τὸν Θεάνθρωπον διὰ τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ
τοῦτο ἀρνεῖται καὶ ἀπορρίπτει τὴν ᾿Εκκλησίαν... ῾Η μόνη σωτηρία ἀπὸ αὐτὸ εἶναι
ἡ ἀποστολικὴ θεανθρωπίνη πίστις, δηλαδή ὁλικὴ ἐπιστροφὴ εἰς τὴν θεανθρωπίνην ὁδὸν
τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων καὶ τῶν ῾Αγίων Πατέρων, τοῦτο δὲ σημαίνει ἐπιστροφὴν εἰς
τὴν ἄμωμον ὀρθόδοξον πίστιν Αὐτῶν καὶ εἰς τὸν Θεάνθρωπον Χριστόν, εἰς τὴν
κεχαριτωμένην θεανθρωπίνην ζωὴν Αὐτῶν ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ διὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος,
εἰς τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερίαν Των... ῎Αλλως, χωρὶς τὴν ἀποστολικὴν καὶ
ἁγιοπατερικὴν ὁδόν, χωρὶς τὴν ἀποστολικὴν καὶ ἁγιοπατερικὴν ἀκολούθησιν ὄπισθεν
τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τοὺς κόσμους, καὶ τὴν λατρείαν τοῦ μόνου
ἀληθινοῦ καὶ ᾿Αειζώου Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ, εἶναι βέβαιον
ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ καταποντισθῇ εἰς τὴν νεκρὰν θάλασσαν τῆς εὐρωπαϊκῆς
πολιτισμένης εἰδωλολατρίας καὶ ἀντὶ τοῦ Ζῶντος καὶ ᾿Αληθινοῦ Θεοῦ, θὰ λατρεύσῃ
τὰ ψευδοείδωλα τοῦ αἰῶνος τούτου, εἰς τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχει σωτηρία, οὔτε ἀνάστασις,
οὔτε θέωσις διὰ τὸ θλιμμένον ὅν, τὸ ὀνομαζόμενον ἄνθρωπος»8.
῞Αγιον ῎Ορος, 24 Μαρτίου 2006
ΠΗΓΗ : ᾿Εφημερ.
«Χριστιανική», ἀριθ. 725 (1038)/6.4.2006, σελ. 6-7.
________________________
1.
᾿Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου ῾Ιερᾶς Μονῆς ῾Οσίου Γρηγορίου ῾Αγίου
῎Ορους, «῾Η ᾿Εκκλησιολογικὴ Αὐτοσυνειδησία τῶν ᾿Ορθοδόξων ἀπὸ τῆς ῾Αλώσεως
μέχρι τῶν ἀρχῶν τοὺ 20οῦ αἰῶνος», στὸν συλλογικὸ τόμο Εἰκοσπενταετηρικὸν
(ἀφιέρωμα στὸν Μητροπολίτη Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο),
Θεσσαλονίκη 1999, σ. 124. Βλ. ἐπίσης ᾿Αθανασίου Γέβτιτς, ἐπισκόπου Βανάτου
(πρώην Ζαχουμίου καὶ ᾿Ερζεγοβίνης), «῾Η Οὐνία ἐναντίον τῆς Σερβικῆς
᾿Ορθοδοξίας», στὸν συλλογικὸ τόμο ῾Η Οὐνία χθὲς καὶ σήμερα, ἐκδ. «῾Αρμός»,
᾿Αθῆναι 1992. Περὶ τῆς δραστηριότητος τῆς Οὐνίας στήν Τρανσυλβανία, βλ. 30 Βίοι
Ρουμάνων ῾Αγίων, ἐκδ. «᾿Ορθόδοξου Κυψέλης», Θεσ/νίκη 1992, σ. 123.
2.
Dimitru Staniloae, Γιὰ ἔνα ᾿Ορθόδοξο Οἰκουμενισμό, ἐκδ. «῎Αθως», Πειραιεὺς 1976,
σ. 19-20.
3.
᾿Ορθοδοξία καὶ ᾿Ισλάμ, ἔκδ. ῾Ιερᾶς Μονῆς ῾Οσίου Γρηγορίου 1997, σ. 16.
4.
῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σ. 9-11.
5.
Βλ. περιοδ. «᾿Απόστολος Βαρνάβας», Λευκωσία Κύπρου, τ. 10/2001, σ. 411-423.
6.
Φ. Ντοστογιέφσκη, ᾿Αδελφοὶ Καραμάζωφ, ἐκδ. «Γκοβόστη», ᾿Αθήνα, σ. 99-121.
7.
᾿Αρχιμ. ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, ἔκδ.
«᾿Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσ/νίκη 1974, σ. 238 καὶ 251-252.
8.
῎Ενθ᾿ ἀνωτ., σ. 256-257.