Γράφει ο Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής
Η σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας αποτελεί ένα κορυφαίο εκκλησιαστικό γεγονός, με το οποίο αντιμετωπίστηκε συνοδικώς η αίρεση της εικονομαχίας. Στα πρακτικά της αξιοποιείται και συνοψίζεται όλη η προ αυτής εκκλησιαστική παράδοση, αφού με τη συμβολή των προηγούμενων έξι Οικουμενικών Συνόδων, η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας είχε σαφώς διατυπωθεί.
Πέραν του ζητήματος της θεολογικής τεκμηρίωσης της ορθόδοξης εικονολογίας, η Σύνοδος, στις πρώτες της συνεδρίες, ασχολήθηκε με το ζήτημα της επιστροφής των μετανοημένων, πρώην εικονομάχων επισκόπων, το οποίο εξετάστηκε στη βάση της σύνολης πατερικής και συνοδικής παράδοσης. Όσοι εικονομάχοι επίσκοποι δήλωσαν μετάνοια, αποκαταστάθηκαν στους επισκοπικούς τους θρόνους χωρίς αναχειροτονία, αφού πρωτύτερα ανέγνωσαν λίβελλο, στον οποίο αναθεμάτιζαν την αίρεση της εικονομαχίας και ομολογούσαν την πίστη και το φρόνημα της Καθολικής Εκκλησίας. Είναι σαφές ότι η μη αναχειροτονία δεν έγινε αόριστα και απροϋπόθετα, αλλά βασίστηκε σε συγκεκριμένα εκκλησιολογικά δεδομένα, τα οποία παρακάτω θα αναπτύξουμε. Το γεγονός αυτό, κατέστησε την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο σημείο αναφοράς ως προς τον τρόπο και τις προϋποθέσεις αποδοχής των επιστρεφόντων αιρετικών, πράγμα το οποίο αποτυπώνεται σε όλες τις μετέπειτα θεολογικές πραγματείες γύρω από αυτό το ζήτημα.
Προκειμένου κανείς να κατανοήσει το πλαίσιο αποδοχής, στο οποίο οικονομικώς κινήθηκε και ενήργησε η Σύνοδος του 787, κομβικής σημασίας κρίνεται η προηγούμενη κατανόηση του όρου «αιρετικός», εν προκειμένω στα κείμενα των πρακτικών της. Ο όρος αυτός δεν είναι μονοσήμαντος όπως συμβαίνει στη σύγχρονη νοηματοδότησή του (ομωνυμία), με τον οποίο χαρακτηρίζονται γενικώς οι ετερόδοξες χριστιανικές κοινότητες, που απεκόπησαν από το ενιαίο εκκλησιαστικό σώμα λόγω της παγίωσής τους σε συγκεκριμένες δογματικές διδασκαλίες. Ο συγκεκριμένος όρος έχει διπλή νοηματοδότηση, η οποία προκύπτει από τη διάκριση των αιρετικών σε συνοδικά ακατάκριτους από τη μια πλευρά και συνοδικά κεκριμμένους ή εληλεγμένους από την έτερη[1]. Αν δεν διευκρινιστεί και δεν ερμηνευθεί η διαφορετική νοηματοδότηση του συγκεκριμένου όρου σε προ και μετά συνοδικής διαγνώμης με τα ακριβώς αντίθετα εκκλησιολογικά δεδομένα, τότε η σύγχυση και τα λανθασμένα συμπεράσματα είναι μοιραία. Μόνο σε αυτό το πλαίσιο κατανοείται η εκκλησιαστική σύνοδος ως χαρισματικό όργανο της Εκκλησίας που δύναται να παύσει ένα χάρισμα όταν διακρίνει ετερότητα διδασκαλίας, που αντιστέκεται στην ίδια της τη ζωή. Προ συνοδικής διαγνώμης, οι αιρετικοί επίσκοποι, έστω και υπό τη μορφή των ζιζανίων, βρίσκονται χαρισματικά εντός του εκκλησιαστικού σώματος και ενεργούν έγκυρα και υποστατά μυστήρια, αφού ενεργούν τα της Εκκλησίας. Η αμετανόητη στάση αιρετικών επισκόπων, συνεπάγεται τη συνοδική καταδίκη και καθαίρεσή τους, η οποία σημαίνει τη διακοπή της αποστολικής διαδοχής και κατ’ επέκταση την ακυρότητα των τελουμένων υπ’ αυτών, μυστηρίων.
Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο το ζήτημα της εξέτασης μετάνοιας και αποκατάστασης στο επισκοπικό αξίωμα αφορά σε 11 πρώην εικονομάχους επισκόπους, οι οποίοι όλοι τους έλκουν την αρχιερωσύνη τους από την Καθολική Εκκλησία. Έχει σημασία, ότι οι διατυπώσεις των κειμένων δεν κάνουν λόγο για αναγνώριση ιερωσύνης, αλλά για αποκατάσταση στην ιερωσύνη, δηλ. στην ενότητα θεσμού και χαρίσματος, η οποία είχε διαρραγεί. Όλες ανεξαιρέτως οι αναγνωσθείσες χρήσεις που όρισαν και το πλαίσιο αποδοχής της Συνόδου αυτής, αφορούσαν συνοδικά ακατάκριτους επισκόπους στους οποίους υπήρχε αδιάσπαστο το χάρισμα της αρχιερωσύνης από την Καθολική Εκκλησία. Εάν το χαρακτηριστικό αυτό έλειπε, τότε δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει αποκατάσταση. Το συμπέρασμα αυτό αβίαστα προκύπτει εάν κανείς μελετήσει τα πρακτικά της Συνόδου στο σύνολό τους. Έχει όμως αξία, εάν ενδεικτικά ξεχωριστούν τέσσερα σημεία από τις αναγνωσθείσες φράσεις, που συμμαρτυρούν σε αυτό το πλαίσιο αποδοχής. Πρώτον, το ερώτημα που τέθηκε στη σύνοδο, «εἰ δεκτοί εἰσιν εἰς τὴν ἱερωσύνην οἱ ἐκ τῆς αἱρέσεως ἐπιστρέφοντες»[2], μιλά για επιστροφή και όχι για ένταξη ή είσοδο αιρετικών στην Εκκλησία. Στην γραμμή αυτή ασφαλώς κινείται και η έτερη φράση «αἱρεσιάρχαι οἱ ἱεράρχαι γεγόνασι»[3], όπου έκδηλα, η αναφορά γίνεται σε κανονικά χειροτονημένους ιεράρχες, οι οποίοι εξέκλιναν του κανόνα της πίστης και κατήντησαν φορείς ετεροδιδασκαλιών. Δεύτερον, η αναφορά του πατριάρχη αγίου Ταρασίου, ο οποίος, αναφερόμενος στους εικονομάχους επισκόπους τοποθετείται κρυστάλλινα, φανερώνοντας την κανονική προέλευση της χειροτονίας τους: «Ἀνέστησάν τινες ἄνδρες μόρφωσιν μὲν εὐσεβείας ἔχοντες, ὅτι ἱερωσύνης ἀξίωμα περιεβέβληντο, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι καὶ τῶν Βαβυλωνίων ἱερέων τὴν κατηγορίαν ἐπισπασάμενοι—οὓς καὶ ἡ προφητεία θριαμβεύει λέγουσα· ἐξῆλθεν ἀνομία ἐξ ἱερέων Βαβυλῶνος—, μᾶλλον δὲ Καϊαφαϊκὸν συνέδριον συστησάμενοι, γεννήτορες γεγόνασι δυσσεβῶν διδαγμάτων, καὶ ἀρᾶς καὶ πικρίας ἔχοντες στόμα τὸ ἐπὶ κακοῖς ἰσχύειν δόξαν ἐλογίσαντο»[4]. Τρίτον, η προς Ρουφινιανόν επιστολή του Μ. Αθανασίου, στην οποία ο χαρακτηρισμός ως προ συνοδικής καταδίκης αιρετικών, αφορά στις περιπτώσεις «τῶν δι’ ἀνάγκην ὑποσυρέντων, μὴ φθαρέντων δὲ ἐν τῇ κακοπιστίᾳ»[5]. Στη διατύπωση αυτή, εμπεριέχεται η δογματική εκτροπή κανονικών επισκόπων (ὑποσυρέντων) από την πραγματικότητα και την καθολικότητα της πίστης, στην κακοπιστία, από την οποία τώρα και επιστρέφουν. Τέταρτο και τελευταίο σημείο είναι η αναφορά που γίνεται στην επιστροφή του ασώτου υιού, στην οποία αν δεν προσεχθεί μια κεκρυμμένη λεπτομέρεια, τότε το συμπέρασμα είναι εντελώς αντίθετο με το εκκλησιολογικό πλαίσιο που όρισαν και επιβεβαίωσαν οι προσαχθείσες χρήσεις. Αναφέρεται στα πρακτικά: «καὶ τὸν υἱὸν τὸν ἐν ἀσωτίᾳ βιώσαντα μετανοήσαντα ὁ πατὴρ προσεδέξατο καὶ συλλήβδην εἰπεῖν τῆς ἱερωσύνης αὐτῷ μετεῖναι τὸ ἀξίωμα βουλόμενος τὴν σφραγῖδα ἐν τῷ δακτυλίῳ δίδωσι καὶ τὴν στολὴν περιθέσθαι ποιεῖ“»[6]. Η φράση αυτή είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ακόμη και ως απροϋπόθετη αποδοχή της μετάνοιας του ασώτου από μέρους του πατέρα, ο οποίος και τον αποκαθιστά άμεσα στο ιερατικό αξίωμα. Πρέπει να τονιστεί όμως, ότι ο πατέρας δεν δίδει απροϋπόθετα, για πρώτη φορά και σε έναν εκτός της πατρικής οικίας άγνωστο άνδρα το αξίωμα της ιερωσύνης. Ο άσωτος υιός «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν»[7], και επιγνούς την αλήθεια[8], επιστρέφει στον τόπο από τον οποίο απομακρύνθηκε και ο πατέρας δεν του δίδει αξίωμα το οποίο δεν είχε πριν τη γενόμενη απομάκρυνση, αλλά τον αποκαθιστά στην προ της φυγής του θέση. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία να αποδεχθεί μυστηριακές τελετές και ιερωσύνη, η οποία έχει αναφορά σε χώρους εκτός της πατρικής οικίας.
Στη βάση αυτή, ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο τοποθετήσεις του καθηγητή Θεόδωρου Γιάγκου, καθηγητή Κανονικού Δικαίου του Α.Π.Θ, ως προς την αποδοχή των αιρετικών, οι οποίες όμως είναι μεταξύ τους αντίθετες. Ο καθηγητής Θεόδωρος Γιάγκου, σε άρθρο του που εμπεριέχει αναφορά στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αναφέρει τα εξής: «Ο άγιος Νικόδημος, εμβριθής γνώστης των πηγών, υποστήριξε ότι οι αιρετικοί κληρικοί που προσέρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πρέπει να αναχειροτονούνται. Η κύρια πηγή του ήταν τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στα οποία αναφέρεται ότι ο Μελέτιος Αντιοχείας χειροτονήθηκε ως Σεβαστείας από Αρειανούς, ο Ανατόλιος Κωνσταντινουπόλεως από τον Διόσκουρο, ενώ πολλοί κληρικοί στην εποχή της Ζ΄ Συνόδου και λίγο πριν χειροτονήθηκαν είτε από μονοθελήτες είτε από εικονομάχους. Αυτοί προσερχόμενοι στην Εκκλησία, σύμφωνα με τους πατέρες της Συνόδου, αλλά καί τον Νικόδημο που τους ακολουθεί, δεν πρέπει να αναχειροτονούνται. Στα ίδια Πρακτικά επισημάνθηκε ότι η αποφυγή της αναχειροτονίας ισχύει αδιακρίτως, τόσο για κληρικούς που χειροτονήθηκαν από πρώην ορθοδόξους επισκόπους, όσον και για εκείνους που χειροτονήθηκαν εξ’ αρχής από αιρετικούς. […] Η συγκεκριμένη αντιμετώπιση των αιρετικών καταγράφεται και στις χειρόγραφες νομοκανονικές πηγές, καθ’ όν τρόπον και στις χειρόγραφες λειτουργικές, ιδίως στα ευχολόγια, τα οποία υιοθετούν σταθερά την αρχή των κανόνων 7 της Β΄ Οικουμενικής και 95 της Πενθέκτης. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί ότι η λειτουργική πράξη ήταν απολύτως συντεταγμένη σε όσα ορίζουν οι παραπάνω κανόνες, όσον αφορά την αποδοχή των προσερχομένων στην Εκκλησία από την αίρεση»[9].
Σύμφωνα με τον τρόπο που ο Θεόδωρος Γιάγκου φέρεται να κατανοεί και να ερμηνεύει τα κείμενα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αυτό που προκύπτει ως γενικό συμπέρασμα, είναι το γεγονός ότι η Σύνοδος αυτή, συνιστά την απροϋπόθετη αποδοχή και μη αναχειροτονία των προσερχομένων αιρετικών. Έτσι, στην τοποθέτησή του δεν αναφέρεται μόνον στην επιστροφή των επισκόπων που εξετράπησαν του κανόνα της πίστης, αλλά και στην προσέλευση των αιρετικών ως αν να επρόκειτο για πιστούς που δεν ευρίσκοντο ποτέ στο σώμα της Εκκλησίας και εγκεντρίζονται σ’ αυτήν μαζί με την αναγνώριση του επισκοπικού τους αξιώματος, αναγνωρίζοντας στην ιερατική τους ιδιότητα και το μυστήριο του βαπτίσματος. Μάλιστα, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση αυτή, σημειώνει ότι η Σύνοδος της Νίκαιας, προέβη σε αποδοχή χειροτονιών που προέρχονταν τόσο από εικονομάχους όσο και από μονοθελήτες (δηλ. ήδη εγνωσμένη και καταδικασμένη αίρεση). Η θέση αυτή του καθηγητή δεν επιβεβαιώνεται σε κανένα της σημείο από τα κείμενα των πρακτικών, μάλιστα δε προκαταβολικά θα σημειώναμε, ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος βρίσκεται σε εντελώς αντίθετο πλαίσιο από αυτό, το οποίο ο ίδιος επιχειρεί να περιγράψει στο άρθρο του. Αυτό ακριβώς το αντίθετο πλαίσιο, όλως περιέργως, το υποστηρίζει ο ίδιος σε έτερη συνάφεια, οδηγούμενος σε λογική αντίφαση αυτοαναιρούμενος. Στον αντίποδα των όσων καταθέτει στο άρθρο αυτό ο Θεόδωρος Γιάγκου, βρίσκεται παλαιότερη δική του μελέτη[10]. Στην έκδοση αυτή δημοσιεύει χειρόγραφα, που περιέχουν την αλληλογραφία μεταξύ του αγίου Νικοδήμου και του Δωροθέου Βουλησμά, για ζητήματα που αφορούσαν την έκδοση του Πηδαλίου. Στην αλληλογραφία αυτή ο Βουλησμάς, σε πολλά σημεία, αναφέρεται στον τρόπο και τις εκκλησιολογικές προϋποθέσεις, που η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος δέχθηκε την επιστροφή των πρώην εικονομάχων επισκόπων, θέσεις τις οποίες, εκεί, ο κ. Γιάγκου σχολιάζει και κρίνει ως σωστές. Οι επαινούμενες όμως αυτές θέσεις του Βουλησμά, στο κείμενο του 2009 είναι ακριβώς οι αντίθετες από αυτές, τις οποίες ο Θεόδωρος Γιάγκου υποστηρίζει στο άρθρο του 2017. Μάλιστα, αναφερόμενος στην αυθεντία του Βουλησμά, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο Βουλησμάς ήταν πολύ καλά καταρτισμένος στα κανονικά θέματα, όχι μόνο γιατί ο ίδιος, όπως είπαμε στο Α΄ Κεφάλαιο, ανέλαβε το έργο (χωρίς όμως να τελεσφορήσει) της εκδόσεως συλλογών των ιερών κανόνων, αλλά και γιατί μελέτησε συστηματικά και σε βάθος τη σχετική κανονική νομοθεσία. Η πολυετής ενασχόλησή του με κανονικά ζητήματα και με κανονικές συλλογές του χάρισε πολύτιμη εμπειρία, η οποία αναγνωριζόταν καί από τον πατριάρχη Νεόφυτο Ζ΄. Εξάλλου, όπως είπαμε, η πατριαρχική σύνοδος όρισε τον Βουλησμά “ανακριτή” των κανονικών συλλογών των αγιορειτών, επειδή τον θεωρούσε “ειδήμονα των ιερών κανόνων”»[11].
Παρακάτω θα παραθέσουμε τις αντικρουόμενες θέσεις του ίδιου καθηγητή, μεταξύ των δύο κειμένων, αυτό του 2009 και του άρθρου του 2017.
Συγκεκριμένα:
α). Οι κανόνες 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης δεν αφορούν την επιστροφή των επισκόπων στην Εκκλησία, καθώς αυτοί έχουν εφαρμογή αποκλειστικά και μόνο στο μυστήριο του βαπτίσματος και όχι σε αυτό της ιερωσύνης, με την αποκατάσταση της οποίας ασχολήθηκε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Το γεγονός αυτό ασφαλώς και δεν συνεπάγεται κάποιου είδους ιεράρχηση των μυστηρίων, τα οποία σε κάθε περίπτωση είναι ομοταγή. Η άσκηση της οικονομίας τίθεται σε διαφορετική βάση ως προς την αποδοχή βαπτίσματος και αποκατάστασης στην ιερωσύνη επιστρεφόντων αιρετικών, διότι οι επίσκοποι αποτελούν τους κατεξοχήν διδασκάλους και εγγυητές της πίστης, πράγμα το οποίο φανερώνει τη σοβαρότητα και την ευθύνη του επισκοπικού αξιώματος, το οποίο εκ των πραγμάτων δεν δύναται να ασκείται απροϋπόθετα και από τον καθένα[12]. Πολλώ δε μάλλον από κάποιον αμύητο προσήλυτο στην πίστη και στη ζωή της Εκκλησίας. Επί παραδείγματι, η αγιοτριαδική πίστη και ο τύπος του βαπτίσματος της Εκκλησίας, ήταν δεδομένα που διευκόλυναν την Εκκλησία να δεχθεί οικονομικώς το βάπτισμα των αρειανών, οι οποίοι ήταν συνοδικώς κεκριμμένοι και εκτός Εκκλησίας. Αυτό όμως δεν συνέβη ως προς το μυστήριο της ιερωσύνης. Στο μυστήριο του βαπτίσματος, όταν η Εκκλησία κρίνει ότι η μόνη πρόσφορη λύση είναι η οικονομική αποδοχή, δεν επαναλαμβάνει το βάπτισμα, και οι εκτός Εκκλησίας ενσωματώνονται σε αυτήν, με την ανάγνωση λιβέλλου και τη χρίση τους με άγιο μύρο. Στο μυστήριο της ιερωσύνης δεν μπορεί να υπάρξει αντίστοιχη οικονομία ως ταυτόχρονη είσοδος και τοποθέτηση χωρίς χειροτονία σε ιερατική βαθμίδα. Αυτό το οποίο υφίσταται ως οικονομία στο μυστήριο της ιερωσύνης, είναι η αποδοχή της επιστροφής στον βαθμό τον οποίον έφεραν οι κληρικοί και τον οποίο σε κάθε περίπτωση έλαβαν στους κόλπους της Μίας Καθολικής Εκκλησίας. Η μετάνοια και η επανένταξή των αιρετικών στη ζωή της Εκκλησίας ως λαϊκών, είναι πράξη ακριβείας, καθώς η Εκκλησία πάντοτε δέχεται τη μετάνοια. Η επιστροφή όμως εκτραπέντων ως προς την πίστη κληρικών και μάλιστα επισκόπων, δεν αποτελεί κατ’ ακρίβειαν αποδοχή καθώς δεν επιβάλλεται σε όλες τις περιπτώσεις. Σε κάθε περίπτωση, η αποδοχή και η ιερατική αποκατάσταση αποτελεί άσκηση οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι μέσα στα πρακτικά της Συνόδου, καμία αναφορά δεν υπάρχει σε αυτούς τους δύο κανόνες, εφόσον αυτοί είναι ασύνδετοι με την προβληματική της ιερατικής (επισκοπικής) αποκατάστασης. Στο άρθρο σημειώνεται μία χαρακτηριστική τάση, κατά την οποία οτιδήποτε αφορά κανονικώς στο μυστήριο του βαπτίσματος, επιδιώκεται αναγκαστικώς να συσχετιστεί σε μια ενιαία γραμμή, προκειμένου να συμπεριλάβει στο ίδιο πλαίσιο οικονομίας καί το μυστήριο της ιερωσύνης. Παρότι η προσπάθεια αυτή της κανονικής ταύτισης σημειώνεται στο άρθρο (2017), εν τούτοις στο βιβλίο (2009), ερμηνεύοντας ο Θ. Γιάγκου το σχολιασμό του Βουλησμά για παρόμοιο κανόνα, επισημαίνει ορθώς τη διάκριση αυτή: «2. Ο κανόνας 61 της Καρθαγένης αναφέρεται πρωτίστως στο βάπτισμα (και όχι στη χειροτονία) των Δονατιστών, τους οποίους ο Βουλησμάς θεωρεί επίσης σχισματικούς. Η σύνοδος της Καρθαγένης έθεσε ως προϋπόθεση, για την αποδοχή των μετανοούντων Δονατιστών, το βάπτισμά τους να είχε τελεσθεί “κατά τήν παράδοσιν τῶν ὀρθοδόξων” [βλ. κανόνα 7 της Β΄ οικουμενικής συνόδου]. Εφόσον έτσι τελέσθηκε, τότε αυτοί “οικονομούνται” γινόμενοι μέλη της Εκκλησίας “δια επιθέσεως των χειρών” του επισκόπου ή του πρεσβυτέρου, κατά την αρχαία τάξη. Ως μέλη της Εκκλησίας πλέον οι πρώην Δονατιστές μπορούν, εφόσον είναι άξιοι, δηλ. εφόσον είναι απαλλαγμένοι από κωλύματα και έχουν τα προσόντα, να χειροτονηθούν. Προκειμένου περί των ιερέων των Δονατιστών, οι οποίοι επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Εκκλησία, η σύνοδος παράπεμψε το θέμα στην κρίση των Αναστασίου Ρώμης και Βενερίου Μεδιολάνων, οι οποίοι “ἐν Ἰταλίᾳ συγκροτήσαντες σύνοδον οὐ παρεδέξαντο τάς τῶν Δονατιστῶν χειροτονίας”»[13].
Κατά την άποψή μας, στην τοποθέτηση του άρθρου υπάρχει διάχυτο ένα υποβόσκων πνεύμα, το οποίο επιχειρεί εν ονόματι μιας κοινωνικής φιλανθρωπίας να εξοβελίσει εντελώς την αρχή της ακρίβειας, ορίζοντας ως γενική αρχή της Εκκλησίας ένα είδος αόριστου “οικονομισμού”, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να βρει υποστήριγμα στα κείμενα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ακόμη όμως και σε αυτήν την προοπτική, οι συγκεκριμένοι κανόνες, δεν έχουν μονομερή αναφορά στην οικονομία. Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, οι ανωτέρω κανόνες αναφέρονται όχι μόνο σε περιπτώσεις κατ’ οικονομίαν αποδοχής βαπτίσματος αιρετικών και σχισματικών, αλλά καί σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιβάλλεται αποκλειστικά ο κατ’ ακρίβειαν και εξαρχής αναβαπτισμός συγκεκριμένων αιρετικών ομάδων, καθώς η Εκκλησία έκρινε ότι δεν υφίστανται ούτε καν οι ελάχιστες δογματικές και εκκλησιολογικές προϋποθέσεις, προκειμένου να ασκηθεί οικονομία (Παυλιανίσαντες, Ευνομιανοί, Μοντανιστές, Σαβελλιανοί, Μανιχαίοι, Ουαλεντινιανοί, Μαρκιωνιστές, κλπ). Το περιεχόμενο των κανόνων αυτών λειτουργεί επιβεβαιωτικά ως προς την πραγματικότητα του εμπροϋπόθετου και όχι του αόριστου τρόπου, με τον οποίο ενεργεί και θεραπεύει διαχρονικά η Εκκλησία. Όπου δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί οικονομία, εκεί συνίσταται και επιβάλλεται η ακρίβεια. Επιπρόσθετα, στον παραπάνω σχολιασμό του Θ. Γιάγκου, σημειώνεται ότι η ιερωσύνη των Δονατιστών δεν έγινε δεκτή, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει, ότι η άσκηση οικονομίας στην αποδοχή του βαπτίσματος (υπό την απαράβατη προϋπόθεση να έχει τελεστεί «κατά τήν παράδοσιν τῶν ὀρθοδόξων»), σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την ίδια οικονομία στο μυστήριο της ιερωσύνης.
β). Η αναφορά στο άρθρο ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος έκανε αποδεκτούς κληρικούς που είχαν πρωτύτερα χειροτονηθεί από μονοθελήτες, δεν δικαιολογείται από τις πηγές. Η Ζ΄ Σύνοδος έκανε αποδεκτούς και αποκατέστησε στην αρχιερωσύνη συγκεκριμένα έντεκα (11) επισκόπους, οι οποίοι όλοι τους ανεξαιρέτως ήταν πρώην εικονομάχοι χωρίς να γίνεται κάποια αναφορά στη μονοθελητική αίρεση. Οι επίσκοποι αυτοί αναφέρονται συγκεκριμένα και ονομαστικά μέσα στα πρακτικά. Αποτελεί ενδεικτικό γεγονός, ότι καί ο Βουλησμάς δεν κάνει καμία μνεία για αποδοχή χειροτονίας από μονοθελήτες, παρόμοια με τον Θ. Γιάγκου, πράγμα που καθιστά σαφή τη διάκριση μεταξύ χειροτονημένων από ορθοδόξους επισκόπους και χειροτονημένους από επισκόπους που βρίσκονται σε κάποια εγνωσμένη αίρεση.
γ). Ως αβάσιμη επί του κειμένου των πρακτικών, κρίνεται επίσης και η παρακάτω φράση του άρθρου: «Η αποφυγή της αναχειροτονίας ισχύει αδιακρίτως τόσο για κληρικούς, που χειροτονήθηκαν από πρώην ορθοδόξους επισκόπους, όσον και για εκείνους, που χειροτονήθηκαν εξ’ αρχής από αιρετικούς».
Η εν μετανοία επιστροφή των πρώην εικονομάχων επισκόπων έγινε ανεξαιρέτως δεκτή από τη Σύνοδο, χωρίς αναχειροτονία, καθώς αυτοί, έλκυαν την αρχιερωσύνη τους από τους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, μια υποθετική αναχειροτονία, θα σήμαινε την επανάληψη ενός έγκυρου μυστηρίου, πράγμα το οποίο κανονικώς και λειτουργικώς απαγορεύεται, καθώς νοείται ως υποτίμηση του αρχικού μυστηρίου. Στα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, δεν υφίσταται το δίπολο που αναφέρει ο καθηγ. Θεόδωρος Γιάγκου σε πρώην ορθοδόξους επισκόπους και εξαρχής αιρετικούς επισκόπους. Όσοι χαρακτηρίζονται ως αιρετικοί, είναι αποκλειστικά, συνοδικά ακατάκριτοι, πρώην ορθόδοξοι επίσκοποι. Οι μετανοημένοι επίσκοποι γίνονται δεκτοί ως επιστρέφοντες, ενώ οι αμετανόητοι αποκόπτονται από το Σώμα της Εκκλησίας καθαιρούμενοι από το επισκοπικό τους αξίωμα. Για να υφίστατο η συγκεκριμένη διάκριση, απαραίτητη προϋπόθεση θα ήταν να είχε προηγηθεί άλλη Οικουμενική Σύνοδος πριν την Ζ΄ Οικουμενική, η οποία να είχε καθαιρέσει και αναθεματίσει τους εικονομάχους, θέτοντάς τους πλέον ως λαϊκούς και εκτός Εκκλησίας και, παράλληλα, να είχε καταστήσει την εικονομαχία εγνωσμένη εκκλησιαστική αίρεση. Κάτι τέτοιο όμως, ιστορικά δεν συνέβη. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος είναι αυτή, η οποία επιλαμβάνεται εκκλησιαστικώς και συνοδικώς προκειμένου να αντιμετωπίσει την αίρεση της εικονομαχίας. Κατά συνέπεια, ο όρος “αιρετικός”, όποτε χρησιμοποιείται από τη Σύνοδο, αφορά μη καταδικασμένους συνοδικά, ετεροφρονούντες επισκόπους, που κατά τη διατύπωση του Θ. Γιάγκου είναι πρώην ορθόδοξοι επίσκοποι. Η διάκριση σε προ και μετά συνοδικής καταδίκης κάποιου ως αιρετικού, έχει καθοριστική εκκλησιολογική σημασία και επισημαίνει δύο εντελώς αντίθετες χαρισματικές καταστάσεις σε αναφορά με την Εκκλησία. Η διάκριση αυτή αποσιωπάται και ούτε καν υπονοείται στο άρθρο, με αποτέλεσμα να εξάγεται το συμπέρασμα, ότι διαχρονικά η Εκκλησία αποδέχεται απροϋπόθετα και ανεξαιρέτως όλους τους αιρετικούς χωρίς αναχειροτονία. Ελλείψει της διευκρινιστικής αναφοράς, ότι η πρακτική αυτή αφορά μόνον τους ακατάκριτους αιρετικούς, μοιραία επέρχεται σύγχυση και η ανάγνωση του άρθρου γίνεται υπό την οπτική της σύγχρονης νοηματοδότησης του όρου “αιρετικός”, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας. Αν αυτά δεν εξαφανίζονται, τότε στην καλύτερη περίπτωση πλατύνονται αδιευκρίνιστα.
Η διάκριση αυτή, εν τούτοις, απαντάται στις επισημάνσεις του Βουλησμά, οι οποίες και συνοδεύονται από το σύμφωνο σχολιασμό του Θ. Γιάγκου. Άλλωστε, όλες οι τοποθετήσεις του Βουλησμά, επιβεβαιώνουν το χαρακτηρισμό του ως άριστου γνώστη της κανονικής και συνοδικής εκκλησιαστικής παράδοσης, έναντι της οποίας στέκεται ερευνητικά και με συνέπεια. Οι ενδεικτικές περιπτώσεις αποδοχής χειροτονιών που τελέσθηκαν από συνοδικά ακατάκριτους αιρετικούς, οι οποίες καταγράφονται στα πρακτικά της Ζ΄ Συνόδου, είναι του Μελετίου Αντιοχείας και του Ανατολίου Κωνσταντινουπόλεως. Στο άρθρο (2017) γίνονται συγκεκριμένα και ονομαστικά οι αναφορές σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, χωρίς όμως να φωτίζεται το ιστορικό και εκκλησιολογικό πλαίσιο της έγκυρης χειροτονίας από αιρετικό, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να εξάγει πλήρως λανθασμένα συμπεράσματα. Για την περίπτωση του Μελετίου Σεβαστείας, μετέπειτα Αντιοχείας, η επίμαχη διατύπωση του κειμένου, αναφέρει ότι «ὁ ἅγιος Μελέτιος ὑπὸ τῶν Ἀρειανῶν ἐχειροτονήθη, καὶ ἀνῆλθεν ἐπὶ τοῦ ἄμβωνος καὶ ἐκήρυξε τὸ ὁμοούσιον, ἡ δὲ χειροτονία οὐκ ἀπεδοκιμάσθη»[14]. Όμως τα ιστορικά γεγονότα της προκειμένης περίπτωσης, έρχονται να φωτίσουν το πρόβλημα και να αποδείξουν ότι δεν επρόκειτο για χειροτονία από καταδικασμένους αρειανούς, όπως εξόφθαλμα συμπεραίνεται, αλλά για χειροτονία της Καθολικής Εκκλησίας. Μάλιστα δε, όπως προκύπτει από την ερμηνεία του Βουλησμά, η ανωτέρω φράση δεν αναφέρεται στην χειροτονία του ως επισκόπου Σεβαστείας, αλλά στην μετέπειτα εκλογή του ως Αντιοχείας[15]. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν θα ήταν επιστημονικά ορθό να παγιώσει κανείς αβίαστα την άποψη ότι ο Μελέτιος έλαβε χειροτονία από εξωεκκλησιαστική κοινότητα, η οποία έγινε δεκτή από την Καθολική Εκκλησία και μάλιστα με την υποστήριξη του Μ. Βασιλείου, τη στιγμή που είναι ιστορικά μη αμφισβητήσιμη η στάση των Μ. Βασιλείου έναντι των αιρέσεων. Ο Μελέτιος Σεβαστείας[16] και μετέπειτα Αντιοχείας, χειροτονείται το έτος 358 επίσκοπος από τη μερίδα των Ομοίων και αντικαθιστά τον εκθρονισμένο για αρειανικές πλάνες Ευστάθιο, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αποκλείεται σε πρώτη φάση να έχει χειροτονηθεί από καταδικασμένους αρειανούς και ταυτόχρονα να πληρώνει κενή επισκοπική θέση, εκθρονισμένου για αρειανικές πλάνες προκατόχου του. Δεύτερο στοιχείο που συνηγορεί στην εκκλησιαστική χειροτονία του είναι το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Σεβαστείας δεν τον δέχθηκαν, καθώς έμεναν πιστοί στις αιρετικές θέσεις του Ευσταθίου, πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε, εάν στο πρόσωπο του Μελετίου διέκριναν ομοφροσύνη πίστεως. Το έτος 360 ο επικεφαλής των Ομοίων, επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης Ακάκιος[17], καλεί τον Μελέτιο να αναλάβει το θρόνο της Αντιόχειας, στην οποία γίνεται παμψηφεί αποδεκτός με κοινό ψήφισμα καί από τις δύο μερίδες που υπήρχαν εκεί, αυτή των ορθοδόξων και την έτερη, αρειανικής απόχρωσης, καθώς η κάθε πλευρά εναπόθετε στο Μελέτιο ελπίδες για υποστήριξη των θέσεών της[18]. Από άμβωνος ο Μελέτιος και ενώ δεν χρησιμοποίησε τον όρο «ομοούσιος» για τον Υιό, με περιφραστικές διατυπώσεις, έδωσε το στίγμα ότι ακολουθεί την πίστη της Νίκαιας, πράγμα το οποίο στάθηκε αιτία να εξοριστεί από τους αρειανούς. Υπέστη διωγμούς για την εμμονή του στο Σύμβολο πίστης της Νίκαιας, πράγμα το οποίο έκανε τον Μ. Βασίλειο να τον υποστηρίξει και να στείλει επιστολές υπέρ του, εγγυώμενος το ορθόδοξο φρόνημά του[19]. Τέλος, ο Μελέτιος διετέλεσε πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου όπου και απεβίωσε κατά τη διάρκεια των εργασιών της. Οι ομάδες των Ομοίων, Ανομοίων και Ομοιουσιανών, ονομάζονταν και αυτές αρειανικές για τις γνωστές τους τριαδολογικές θέσεις, ένεκα της ταύτισης των όρων ουσία και υπόσταση. Πλην όμως, οι εν λόγω ομάδες, για το χρονικό πλαίσιο που εξετάζουμε δεν είναι συνοδικά καταδικασμένες, εφόσον αυτές αντιμετωπίζονται και καταδικάζονται από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο το 381. Η χειροτονία του επομένως, έγινε δεκτή όχι οικονομικώς αλλά κατ’ ακρίβειαν, καθώς στο πρόσωπό του συμπλέκονται καί ο θεσμικός ως αδιάσπαστη διαδοχή, αλλά καί ο χαρισματικός χαρακτήρας του επισκοπικού αξιώματος, ως φορέα της αποστολικής πίστης. Δεν μπορεί να συζητηθεί η περίπτωση ακόμη και της ορθής ομολογίας πίστεως, εάν δεν υπάρχει χειροτονία από την Καθολική Εκκλησία. Στην περίπτωση αυτή, ο οποιοσδήποτε αχειροτόνητος αυτοτιτλοφορούμενος ως επίσκοπος, που θα ομολογούσε ρήμασιν την ορθόδοξη πίστη, θα δημιουργούσε έδαφος αποδοχής του από την Καθολική Εκκλησία.
Για την περίπτωση του Ανατολίου, παρότι ο τρόπος που τοποθετήθηκε ο άγιος Ταράσιος στη Σύνοδο διευκρινίζει επαρκώς τα δεδομένα, εν τούτοις θα παραθέσουμε συγκριτικά καί τις αντίστοιχες θέσεις του Βουλησμά, ο οποίος, αναφερόμενος σε πλείστα σημεία στα δεδομένα της χειροτονίας του Ανατολίου από το Διόσκορο Αλεξανδρείας, εκφράζει τη διαχρονική εκκλησιαστική συνείδηση και πράξη: «Τό δέ τήν τετάρτην σύνοδον δέξασθαι χειροτονίαν αἱρετικῶν, καθ' ὅ ἐπιφέρει ὁ ἑρμηνεύς τοῦ Διοσκόρου παράδειγμα, χειροτονήσαντος Ἀνατόλιον τόν Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχην, οὐκ ἄραρεν· οὐ γάρ πεφωραμένος ἦν αἱρετικός ὁ Διόσκορος, οὐδέ καθῃρημένος συνοδικῶς, ὅτε ἐχειροτόνησεν Ἀνατόλιον· τούτῳ οὐκ ἄρα ἄραγε τῷ λόγῳ, χειροτονίας δέξασθαι τήν ἑβδόμην παρ' αἱρετικῶν οἰκονομικῶς τε καί περιστατικῶς· οὔτε γάρ ἡ τετάρτη οὔτε ἡ εβδόμη παρά πεφωραμένων καί συνοδικῶς καθῃρημένων αἱρετικῶν χειροτονίαν ἐδέξατο, ἀλλά παρ' ἀφωράτων καί ἀνεξελέγκτων· δι' ὅ διορθωτέον τήν ἀπάτην τῷ τοῦ πεφωραμένου και ἀφωράτου ὅρῳ καί γνώμονι. [...] Οὐ γάρ κατά τάς ἐξεληλεγμένας τε καί πεφωραμένας διορθοῦν αὐτάς ἔχει ὁ τήν πνευματικήν εἰληφώς προστασίαν»[20]. Επ’ αυτού του σημείου επεξηγεί ο Θεόδωρος Γιάγκου: «…3. Ο Διόσκορος Αλεξανδρείας χειροτόνησε μεν τον Ανατόλιο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά όταν τελούσε τη χειροτονία αυτός δεν ήταν καταδικασμένος για τις κακοδοξίες του. 4. Η Δ΄ και η Ζ΄ οικουμενική σύνοδος αποδέχθηκε κατ’ οικονομίαν μόνο τις χειροτονίες που τέλεσαν «αφώρατοι» και «ανεξέλεγκτοι» αιρετικοί και 5. Κανονικώς θεωρούνται «εληλεγμένοι» αιρετικοί όσοι «επί δίκης», ενώπιον των αρμοδίων οργάνων και κατά την κανονική διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης, έχουν καταδικασθεί και όχι αυτοί οι οποίοι απλώς επιτιμήθηκαν «παρά τοῦ ἐν μυστολεξίᾳ καθεζομένου πνευματικοῦ»[21]. Λίγο παρακάτω, στη σελ. 188: «Τίς γάρ ἔπειτα συμφωνία ἀποστόλων τε καί πατέρων κανόσι καί τῷ σῷ μίτῳ; Οἱ μέν γάρ χειροτονίαν οὐ δέχονται καί βάπτισμα καί θυσίαν καί τά λοιπά παρ' ἐληλεγμένων αἱρετικῶν, ἀλλά καί τούς προσφυγόντας ἐξ' αὐτῶν τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τούς μέν κατά τόν τῆς ἀκριβείας λόγον ἀναβαπτίζεσθαι καί ἀναχειροτονεῖσθαι διακελεύονται, ὡς ἐν τῷ ιθ΄ αὐτῶν κανόνι οἱ ἐν τῇ Νικαίᾳ πρώτη συνόδῳ πατέρες ὁρίζονται, τούς δέ κατά τόν τῆς οίκονομίας λόγον ἐξ αἱρέσεως, ἐάν τις αἰτία πονηρά οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς δέχονται, δόντας λιβέλλους κατά τούς ἐν τῇ α΄πράξει τῆς ἐν Νικαίᾳ τό β΄ ἀνατολικούς τε καί ἰλλυρικούς ἐπισκόπους. Οὐ μέντοι γ΄ὡς παρ' ἐληλεγμένων χειροτονηθέντας αἱρετικῶν οὐδ' ὡς γεννηθέντας αἱρετικούς καί προκόψαντας, ἀλλ' ὡς ὀρθοδόξους παρ' ὀρθοδόξων ἤ παρ' ἀνεξελέγκτων αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, εἶτα τῇ τῶν αἱρέσεων πλάνη καθυπαχθέντας». Στη σελίδα 203, ο Θ. Γιάγκου σχολιάζει: «Ο Δωρόθεος Βουλησμάς θεμελιώνει τα ιστορικά και κανονικά επιχειρήματά του περί απορρίψεως των χειροτονιών των αιρετικών στην αρχή ότι υπάρχει ενότητα στη συνοδική και κανονική διατύπωση και πράξη. Οι θέσεις του, εκφράζουσες αυτή την αρχή, διατυπώνονται με ρητορικά ερωτήματα: “Πῶς τάς τῶν ἐληλεγμένων αἱρετικῶν χειροτονίας αἱ σύνοδοι δεχόμεναι, τοῖς τῶν ἀποστόλων συμβιβασθῶσι κανόσιν οὐ τήν τῶν αἱρετικῶν ἀποδεχομένοις χειροτονίαν; Ἤ οὐ καί τυφλῷ δῆλον, ὡς τήν ἀντίφασιν τοῖς διά τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος λαλοῦσι καί κανονίζουσι ἐπεισάξομεν, εἴγε οὕτως ἀβασανίστως τά ὑπ' αὐτῶν κανονιζόμενα καί οὐχ ὡς αὐτοί ἐκλαμβάνομεν, τῷ ὑπέρ τήν λυδίαν λίθον βασανίζοντες γνώμονι τοῦ ἐληλεγμένου τε δηλαδή καί ἀνεξελέγκτου; Ὁ γάρ τῆς Ζ΄ συνόδου κορυφαῖος πατήρ Ταράσιος ἐκεῖνος, ὁ ἐπί τε σοφίᾳ καί ἁγιότητι θαυμαζόμενος παρά πάντων ἔφη (α΄ πράξει τῆς αὐτῆς) κατ' οὐδέν τούς πατέρας εὑρίσκομεν διαφωνοῦντας, ἀλλ' ὡς τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος ὄντες πάντες τό αὐτό κηρύττουσι καί διδάσκουσι”»[22].
Επιπλέον, είναι άξιο προσοχής, ότι ο καθηγ. κ. Θ. Γιάγκου αναφέρει με απόλυτη σαφήνεια στο βιβλίο του (2009), όσα δεν διευκρινίζει στο άρθρο του (2017), σχετικά με την ουσιώδη διάκριση που υφίσταται μεταξύ συνοδικά ακατάκριτων και καταδικασμένων αιρετικών. Παρατηρεί σχετικά: «Κατά τον Βουλησμά, ούτε ο Ανατόλιος Κωνσταντινουπόλεως χειροτονήθηκε από καταδικασμένο συνοδικώς αιρετικό, ούτε ο Μελέτιος Αντιοχείας τεκμηριώνεται από τις πηγές ότι χειροτονήθηκε από «ἐληλεγμένους» ή «ἀνεξελέγκτους» Αρειανούς [«αἱρετική οὐ δείκνυται χείρ ἐληλεγμένη ἤ ἀνεξέλεγκτος τόν θειότατον χειροτονῆσαι Μελέτιον»][…] Επομένως “…πρό τοῦ καθαιρεθῆναι Διόσκορον ἀναφαίρετος ἦν αὐτῷ ἡ ἱερωσύνη, κἄν κακῶς τε καί παρανόμως ταύτην αὐτός ἐκέχρητο”. Ο Βουλησμάς δέχεται ότι ο Διόσκορος χειροτόνησε πράγματι τον Ανατόλιο Κωνσταντινουπόλεως (449-458) και τον Μάξιμο Αντιοχείας (450-456)- στην πραγματικότητα ο δεύτερος χειροτονήθηκε από τον Ανατόλιο-, αλλά αυτός δεν ήταν τότε, όταν τελούσε τα μυστήρια, “ἐλεληγμένος καί ἐκκήρυκτος καί κατακεκριμμένος συνοδικῶς”. Η καταδίκη του έγινε στην Δ΄ οικουμενική σύνοδο. Στη ληστρική σύνοδο της Εφέσου (449) ο Διόσκορος “ἦν τοῦ ἁγιωτάτου Φλαβιανοῦ καί κριτής καί κατήγορος [συνεπώς ήταν τότε μέλος της Εκκλησίας, γι' αυτό και μετείχε στη σύνοδο], ὑπέρ τοῦ ὁμόφρονος αὐτῷ Εὐτυχοῦς, τοῦ ὑπ' αὐτοῦ πρότερον Φλαβιανοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἔτει τμη΄, καθαιρεθέντος συνοδικῶς”. Μετά την καταδίκη και εκθρόνιση του Φλαβιανού, ο Διόσκορος χειροτόνησε τον αποκρισάριό του στην Κωνσταντινούπολη Ανατόλιο, ελπίζοντας ότι αυτός θα είναι εκφραστής των θέσεών του. Η θέση του Βουλησμά ότι ο Ανατόλιος χειροτονήθηκε από τον “ἀνεξέλεγκτον” τότε Διόσκορο είναι σωστή»[23] θα σημειώσει επιβεβαιωτικά ο κ. Θ. Γιάγκου.
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές, ότι ο καθηγ. κ. Θ. Γιάγκου ακολουθεί δύο διαφορετικές μεταξύ τους ερμηνείες για το ίδιο και το αυτό θέμα, οι οποίες ασφαλώς οδηγούν σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα συμπεράσματα. Η πρώτη (2009), η οποία δια των επισημάνσεων του Βουλησμά εκφράζει τη διαχρονική εκκλησιαστική πρακτική αποδοχής της ιερωσύνης, η οποία έχει ως δεδομένο και ξεκάθαρο το εκκλησιολογικό πλαίσιο, βάσει του οποίου η Εκκλησία εξετάζει τη δυνατότητα οικονομίας ή, στην αντίθετη περίπτωση, της ακριβούς πρακτικής, ενώ στη δεύτερη (2017) λαμβάνεται ως δεδομένο η απροϋπόθετη μη αναχειροτονία των αιρετικών, χωρίς να διευκρινίζεται ο όρος “αιρετικός”. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση, δηλ. στην περίπτωση της μη αναχειροτονίας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να είχε αυτή αρχικώς τελεστεί στους κόλπους της ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, προ της αιρετικής απόκλισης, προσδιορίζοντας η εκκλησιολογία τον τρόπο αποδοχής της ιερωσύνης των αιρετικών, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, ο τρόπος αποδοχής της ιερωσύνης προσδιορίζει τα εκκλησιολογικά κριτήρια και τις προϋποθέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπό την πορεία όμως αυτή, δεν υπάρχουν όρια και δεν υπάρχουν στην ουσία αιρετικοί. Γενόμενοι αυτοί, a priori δεκτοί, τα μυστήρια της Καθολικής Εκκλησίας και των εκτός αυτής διαφόρων ετερόδοξων κοινοτήτων τίθενται επί ίσοις όροις.
Συμπερασματικά, η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος κληθείσα να θεραπεύσει ένα υπαρκτό εκκλησιαστικό πρόβλημα, το έπραξε με απόλυτη συνέπεια της ταυτότητάς της ως εκκλησιαστικής συνόδου και των σαφών εκκλησιολογικών ορίων. Η θεραπεία και η υπέρβαση της φθοράς δεν γίνεται αόριστα και απροϋπόθετα. Σε κάθε περίπτωση γίνεται με τρόπο που δεν αυτοακυρώνει την αυτοσυνεδησία της ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού και ταμειούχου της χάριτός Του. Η αδιάσπαστη συνέχεια του επισκοπικού αξιώματος είναι, θα λέγαμε, το ελάχιστο δεδομένο που ζητούσε η Εκκλησία, προκειμένου να εξετάσει την περίπτωση αποδοχής στη βάση της ορθής ομολογίας, στη ενότητα θεσμού και χαρίσματος. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που χαιρετίζουν οι συνοδικοί τους προσελθόντες επισκόπους αμέσως μετά την αποδοχή της μετάνοιάς τους: «Ὁ θεὸς καλῶς ἤνεγκε τοὺς ὀρθοδόξους»[24]. Για τις περιπτώσεις των χειροτονιών που έγιναν εκτός του Σώματός της, δεν μπορεί να ασκηθεί οικονομία και κατ’ επέκταση, να γίνεται λόγος για αποκατάσταση, εφόσον το επισκοπικό αξίωμα δεν δόθηκε ποτέ. Μια τέτοια σκέψη θα καθιστούσε ως ισόκυρα τα μυστήρια, τα οποία τελούνται στο σώμα της Εκκλησίας και τις διάφορες τελετές των εγνωσμένων αιρετικών ομάδων. Κάτι τέτοιο όμως συνεπάγεται είτε αόριστο πλατειασμό είτε παντελή αθέτηση των ορίων της Εκκλησίας. Συνεπώς η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος σε καμία περίπτωση δεν προσφέρεται για υποστήριξη σύγχρονων περιπτώσεων απροϋπόθετης αποδοχής σχισματικών ή αιρετικών.
[1] Για τη συγκεκριμένη διάκριση βλ. μελέτη Οἱ Κολλυβάδες καί ὁ Δωρόθεος Βουλησμάς, Τό ζήτημα τῆς “ἀνακρίσεως τοῦ” Πηδαλίου καί τοῦ Κανονικοῦ, εκδ. Έρεισμα, Ιεράς Μονής Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερών, Χαλανδρίτσα Αχαΐας 2020, σελ. 661-670, όπου υπάρχει σχετικό υποκεφάλαιο υπό τον τίτλο «Ἱστορικο-κανονική θεώρησις τῆς διακρίσεως ἐληλεγμένων καί ἀνεξελέγκτων αἱρετικῶν».
[2] Πρᾶξις α΄, E. Lamberz, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, volumen tertium: Concilium universale Nicaenum secundum, Pars Prima, Concilii actiones I-III, Berlin - Boston: De Gruyter, 2008, (= Lamberz Ι), σελ. 72.
[3] ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, E. Lamberz, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, volumen tertium: Concilium universale Nicaenum secundum, Pars Tertia, Concilii actiones VI-VII, Berlin - Boston: De Gruyter, 2016, (=Lamberz ΙΙΙ), σελ. 860.
[4] ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΒΑΣΙΛΕΙΣ, Lamberz ΙΙΙ, σελ. 858.
[6] Όπ. π., σελ. 88.
[7] Λκ. 15, 17.
[8] Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός προβαίνει σε νοηματική διασαφήνιση των όρων γνώση-πρόγνωση-επίγνωση. Η επίγνωση ουσιαστικά είναι η επιστροφή από την παρά φύσιν φαντασία, στη φυσικότητα της αληθούς πραγματικότητας. Ιωάννης Δαμασκηνός, Κατά Μανιχαίων διάλογος, P.B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, vol. 4, σελ. 393: «Ἄλλο γάρ ἐστι γνῶσις καὶ ἄλλο πρόγνωσις καὶ ἄλλο ἐπίγνωσις καὶ ἄλλο ὁρισμὸς καὶ ἄλλο προορισμός. Γνῶσις μὲν γάρ ἐστι τὸ εἰδέναι τὰ ὄντα ἢ τὰ γινόμενα, πρόγνωσις δὲ τὸ εἰδέναι τὰ ἐσόμενα πρὶν γενέσεως αὐτῶν, ἐπίγνωσις δέ ἐστιν ἡ μετὰ ψευδῆ γνῶσιν ἐπιγινομένη ἀληθὴς γνῶσις· καὶ ὁρισμὸς μέν ἐστι κρίσις καὶ ἀπόφασις ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις, προορισμὸς δὲ κρίσις καὶ ἀπόφασις ἐπὶ τοῖς ἐσομένοις».
[9] Θεόδωρος Ξ. Γιάγκου, «Μέγας Φώτιος και Νικόδημος Αγιορείτης· η συμβολή τους στην αποτύπωση του Κανονικού Συνειδότος», στο Θεολογία ΠΗ΄ (2017), σελ. 194.
[10] Θεόδωρος Ξ. Γιάγκου, Χριστοφόρου Προδρομίτη Κανονικόν, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 20092.
[11] Όπ. π., σελ. 200.
[12] Στη βάση αυτή ερμηνεύεται η διαφορετική αντιμετώπιση από την Οικουμενική Σύνοδο των προεξάρχων και διδασκάλων της αίρεσης και των λοιπών αιρετικών επισκόπων. Βλ. Πρᾶξις α΄, Lamberz Ι, σελ. 80: «τοῖς μὲν καταπεπτωκόσι καὶ προϊσταμένοις τῆς ἀσεβείας συγγινώσκειν μὲν μετανοοῦσι, μὴ διδόναι δὲ αὐτοῖς ἔτι τόπον κλήρου, τοῖς δὲ μὴ αὐθεντοῦσι μὲν τῆς ἀσεβείας, ὑποσυρεῖσι δὲ δι’ ἀνάγκην καὶ βίαν, ἔδοξε δίδοσθαι μὲν συγγνώμην, ἔχειν δὲ καὶ τὸν τόπον τοῦ κλήρου, μάλιστα ὅτι ἀπολογίαν πιθανὴν ἐπορίσαντο, καὶ ἔδοξε τοῦτό πως οἰκονομικῶς γεγενῆσθαι».
[13] Όπ. π., σελ. 185-186.
[14] Όπ. π., σελ. 92.
[15] Βλ. Οἱ Κολλυβάδες καί ὁ Δωρόθεος Βουλησμάς, σελ. 656-658.
[16] Βλ. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, σελ. 445.
[17] Σχετικά με τον Ακάκιο Καισαρείας βλ. Κωνσταντίνος Β. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων τόμ. 2ος Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τέταρτου αιώνα μέχρι καί την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο, Αθήνα 2004, σελ. 129-133.
[18] Ιδιαίτερα διευκρινιστικός για την περίπτωση του Μελετίου, είναι ο σχολιασμός που κάνει ο Δωρόθεος Βουλησμάς. Ο Δωρόθεος υπήρξε δεινός και συστηματικός μελετητής των κανονικών συλλογών και ζητημάτων και λόγω της συγκεκριμένης εξειδίκευσης, είχε οριστεί από την, περί τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτο Ζ΄, πατριαρχική σύνοδο, επιθεωρητής και υπεύθυνος των κανονικών εκδόσεων του πατριαρχείου. Στην αλληλογραφία που έχει με τον άγιο Νικόδημο αγιορείτη σχετικά με ζητήματα περί της εκδόσεως του Πηδαλίου, ο Βουλησμάς, καλείται μέσα στη συγκεκριμένη συνάφεια να εκθέσει τη γνώμη των έγκριτων ερμηνευτών κανονολόγων για το ζήτημα αυτό. Βλ. Θεοδώρου Ξ. Γιάγκου, Χριστοφόρου Προδρομίτη Κανονικόν, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 20092, σελ. 206: «Σχετικά με την περίπτωση του Μελετίου Αντιοχείας, ο «ανακριτής» των δύο κανονικών συλλογών υποστηρίζει ότι οι Αρειανοί απλώς μετείχαν στην εκλογή (στην «ψῆφον») του Μελετίου και όχι στη χειροτονία. Ο όρος χειροτονία, όπως αναφέρουν και οι σχολιαστές του κανόνα 1 των Αποστόλων (Ζωναρά και Βαλσαμώνα) εξελήφθη ότι έχει την έννοια και της ψήφου. «Τό γε μήν Μελέτιον τον Ἀντιοχείας ὑπό αἱρετικῶν κεχειροτονῆσθαι ἰσχυρίζεσθαι πολλαχῶς δείκνυται οὐχ ὡς ὑπό αὐτῶν χειροτονηθῆναι, κἄν ποτε διά τήν μεγάλην τοῦ ἀνδρός ἀρετήν καί ὑπ' αὐτῶν ἐψηφίσθη· προσεβλήθη γάρ τό πρῶτον οὐκ Ἀντιοχείας ἀλλά τῆς Ἀρμενίων Σεβαστείας ἐπίσκοπος, μετά τήν τοῦ Εὐσταθίου καθαίρεσιν, ὡς ὁ Ἀθηνῶν ἱστορεῖ Μελέτιος (Ἐκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ, βιβλ. α΄ , κεφ. θ΄, στ΄), δῆλον δ΄ὡς παρ' ὀρθοδόξων κεχειροτόνηται προβληθείς· οὐδείς γάρ ποτε παρ' αἱρετικῶν οἱανδήποτε, εἴτ' οὖν παρ' ἐληλεγμένων εἴτε ἀνεξελέγκτων, ἔγραψεν ἤ ἱστόρησεν εἰς τόν τῆς Ἀρμενίων Σεβαστείας προβῆναι θρόνον. Θεοδώρητος δέ ἱστορεῖ (Ἐκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ, λόγῳ β΄, κεφ. κζ΄) ὡς τό τῶν Ἀρμενίων δυσήνιον δυσχεράνας ὁ ἅγιος ἡσυχίαν ἦγεν ἑτέρωθι διατρίβων. Οἱ δέ τῆς Ἀρείου συμμορίας τοῦτον ὑπονοήσαντες ὁμόφρονα εἶναι, ἐζήτησαν τόν βασιλέα Κωνστάντιον τούτῳ τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας παραδοῦναι τάς ἡνίας. Συνεψηφίσαντο δέ τούτοις καί οἱ τῶν ἀποστολικῶν ἀντεχόμενοι δογμάτων ὀρθόδοξοι τοῦ μεγάλου Μελετίου τήν ἐν τοῖς δόγμασιν ὑγιείαν εἰδότες, καί μέν δή καί τήν βίου λαμπρότητα καί τῆς ἀρετῆς τόν πλοῦτον σαφῶς ἐπιστάμενοι. Διό μετά πλείστης ὅτι μάλιστα σπουδῆς ὑπογραφῆναι παρά πάντων τό ψήφισμα παρεσκεύασαν. Ὅτι μέν οὖν οὐχ ὑπ' αὐτῶν κεχειροτόνηται τῶν Ἀρειανῶν ἀλλ' ἐψήφισται, συμψήφων πάντων γινομένων τῶν ὀρθοδόξων, καί αὐτό βεβαιοῖ τό Συνοδικόν βιβλίον (τόμ. Α΄ τῶν Πρακτικῶν τῶν συνόδων, 263) ἐπάγον, τοῦ δέ θρόνου Ἀντιοχείας Μελέτιον προχειρίζονται τόν Σεβαστείας Ἀρμενίας ἀρχιεπίσκοπον· ὑπήντησαν δέ αυτῷ φησί Θεοδώρητος (ἔνθα ἀνωτ.) οὐχ οἱ τῆς ἀρχιερωσύνης μετειληχότες μόνον καί οἱ ἄλλοι τῆς Ἐκκλησίας χοροί καί ἅπαν τό τῆς πόλεως πλῆθος, ἀλλά καί Ἰουδαῖοι παρῆσαν καί Ἕλληνες τόν πολυθρύλλητον ἰδεῖν Μελέτιον ἱμειρόμενοι». Βλ. επίσης, όπ. παρ., σελ. 187: «Ὁ δέ Μελέτιος, καθά φησι Θεοδώρητος, πόλιν τινά τῆς Ἀρμενίων ἰθύνων, εἶτα τῶν ἀρχομένων τό δυσήνιον δυσχεράνας, ἡσυχίαν ἦγεν ἑτέρωθι διατρίβων. Τοῦτον ὑπονοήσαντες οἱ τῆς Ἀρείου συμμορίας ὁμόφρονα εἶναι καί κοινωνόν τῶν δογμάτων ἐξῄτησαν τόν Κωνστάντιον τούτῳ τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας δοῦναι τάς ἡνίας, διό καί τό Συνοδικόν φησι· "τοῦ δέ θρόνου Ἀντιοχέων χηρεύοντος Ἀρειανοί τε καί Ὀρθόδοξοι Σεβαστείας Ἀρμενίας ἀρχιεπίσκοπον προχειρίζονται". Ὡς οὖν ὁρᾷς ἐψηφίσαντο μέν μετά τῶν Ὀρθοδόξων Ἀρειανοί, οὐκ ἐχειροτόνησαν δέ Ἀντιοχείας ἐπίσκοπον τόν Μελέτιον· [...] τό γάρ ἐν τῇ πρώτῃ τῆς Ζ΄ πράξει λεγόμενον παρά τινος τῶν ἐν Ρώμῃ καί παρ' οἱουδήποτε ἄλλου, ὅτι παρ' αἱρετικῶν δηλαδή κεχειροτόνηται Μελέτιος Ἀντιοχείας ἐπίσκοπος, τήν χειροτονίαν ἐκεῖσε ἀντί ψήφου ἐκληπτέον ἔχουσαν καί τοιοῦτον, ὡς οἶδας, σημαινόμενον. Ἐπιμιξίας δέ οὔσης Ἀρειανῶν τε καί Ὀρθοδόξων ἐπί τεσσαράκοντα καί πεντήκοντα ἔτη, κατά τε τόν Θεοδώρητον καί τά Πρακτικά τῶν συνόδων, εὔκαιρον πρός τόν δείξοντα ὅτι παρ' Ἀρειανῶν κεχειροτόνηται, ὅπερ οὐκ οἶμαι, Μελέτιος Σεβαστείας Ἀρμενίας, εἰπεῖν, ὅτι οὐ παρ' ἀναπεμψάντων, ὅπερ ἐστίν οὐ παρ' ἐληλεγμένων κυρίως ἔτι, ἀλλά παρ' ἐπιμίκτων, ὅπερ ἐστί παρ' ἀνεξελέγκτων, τέως αἱρετικῶν ἡ χειροτονία ἐγένετο».
[19] Στο απόσπασμα της παρακάτω επιστολής, βλέπουμε το Μ. Βασίλειο να υπερασπίζεται φιλάδελφα το ορθόδοξο φρόνημα του Μελετίου, τον οποίο αισθάνεται ως γνήσιο κοινωνικό του συλλειτουργό. Ξεκαθαρίζει ότι ο Μελέτιος είναι θύμα συκοφαντών οι οποίοι προκειμένου να τον βλάψουν, τον παρουσίαζαν ως σύστοιχο και ομόφρονα της αρειανικής αίρεσης. Όμως και μόνο οι εκ των αρειανών συκοφαντίες, είναι ικανές από μόνες τους να αποδείξουν ποιο είναι πραγματικά το φρόνημα και η πίστη του Μελετίου. Μ. Βασίλειος, Ἐπιστολή 266΄ Πέτρῳ ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρείας, PG 32, 993B: «Ἐλύπησε δὲ ἡμᾶς ὁ ἀδελφὸς Δωρόθεος, ὡς αὐτὸς ἐπέστειλας, μὴ πάντα προσηνῶς μηδὲ πράως διαλεχθεὶς τῇ κοσμιότητί σου. Καὶ τοῦτο τῇ τῶν καιρῶν λογίζομαι δυσκολίᾳ. Ἐοίκαμεν γὰρ εἰς μηδὲν εὐοδοῦσθαι ὑπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, εἴπερ οἱ σπουδαιότατοι τῶν ἀδελφῶν οὐχ εὑρίσκονται προσηνεῖς οὐδὲ εὔθετοι ταῖς διακονίαις τῷ μὴ πάντα κατὰ γνώμην ἡμετέραν ἐπιτελεῖν. Ὃς ἐπανελθὼν διηγήσατο ἡμῖν τὰς ἐπὶ τοῦ σεμνοτάτου ἐπισκόπου Δαμάσου πρὸς τὴν σὴν τιμιότητα γενομένας αὐτῷ διαλέξεις καὶ ἐλύπει ἡμᾶς λέγων τοῖς Ἀρειομανίταις συγκαταριθμεῖσθαι τοὺς θεοφιλεστάτους ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς συλλειτουργοὺς Μελέτιον καὶ Εὐσέβιον. Ὧν εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο συνίστη τὴν ὀρθοδοξίαν, ὁ γοῦν παρὰ τῶν Ἀρειανῶν πόλεμος ἀπόδειξιν ἔχει ὀρθότητος οὐκ ὀλίγην τοῖς εὐγνωμόνως λογιζομένοις. Τὴν δὲ σὴν εὐλάβειαν συνάπτειν αὐτοῖς εἰς ἀγάπην ὀφείλει καὶ ἡ κοινωνία τῶν ὑπὲρ Χριστοῦ παθημάτων. Ἐκεῖνο δὲ πέπεισο, ὡς ἀληθῶς τιμιώτατε, ὅτι οὐκ ἔστι τι ῥῆμα ὀρθοδοξίας ὃ μὴ μετὰ πάσης παρρησίας παρὰ τῶν ἀνδρῶν τούτων ἐκηρύχθη ὑπὸ Θεῷ μάρτυρι καὶ ἀκροαταῖς ἡμῖν. Οἳ οὐδ’ ἂν πρὸς ὥραν αὐτῶν ἐπεδεξάμεθα τὴν συνάφειαν, εἰ σκάζοντας αὐτοὺς περὶ τὴν πίστιν εὕρομεν». Βλ. επίσης, Μ. Βασίλειος, Ἐπιστολή 214΄ Τερεντίῳ κόμητι, PG 32, 785B-789C: «Ἀλλὰ πάλιν ἡμᾶς ἑτέρα φήμη κατέσχεν, ὡς ἐπὶ τῆς Ἀντιοχείας διάγοντος καὶ τὰ ἐν χερσὶ πράγματα ταῖς μεγάλαις ἀρχαῖς συνδιέποντος. Πρὸς δὲ τῇ φήμῃ ταύτῃ κατέλαβεν ἡμᾶς ἀκοὴ ὅτι καὶ οἱ τῆς κατὰ Παυλῖνον συντάξεως ἀδελφοὶ διαλέγονται τῇ ὀρθότητί σου περὶ τῆς πρὸς ἡμᾶς ἑνώσεως, ἡμᾶς δὲ λέγω τοὺς τῆς μερίδος τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, Μελετίου τοῦ ἐπισκόπου. Οὓς καὶ γράμματα ἀκούω νῦν τῶν Δυτικῶν περιφέρειν αὐτοῖς τὴν ἐπισκοπὴν τῆς κατὰ Ἀντιόχειαν Ἐκκλησίας ἐπιτρέποντα, παραλογιζόμενα δὲ τὸν θαυμασιώτατον ἐπίσκοπον τῆς ἀληθινῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας Μελέτιον. Καὶ οὐ θαυμάζω τοῦτο. Οἱ μὲν γὰρ ἀγνοοῦσι παντελῶς τὰ ἐνταῦθα, οἱ δὲ καὶ δοκοῦντες εἰδέναι φιλονεικότερον μᾶλλον ἢ ἀληθέστερον αὐτοῖς ἐξηγοῦνται. Πλὴν ἀλλ’ ἐκείνους μὲν οὐδὲν ἀπεικὸς ἀγνοεῖν τὴν ἀλήθειαν ἢ καὶ ἀποκρύπτεσθαι τὴν αἰτίαν δι’ ἣν εἰς τὸ γράφειν Παυλίνῳ ἦλθεν ὁ μακαριώτατος ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος. Τὴν δὲ σὴν τελειότητα αὐτοῦ ἔχουσαν τοὺς δυναμένους τὰ μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων γενόμενα ἐπὶ τῆς Ἰοβιανοῦ βασιλείας ἀκριβῶς διηγήσασθαι παρακαλοῦμεν ὑπ’ αὐτῶν διδαχθῆναι. Πλὴν ἀλλ’ ἐπειδὴ οὐδενὸς κατηγοροῦμεν, πρὸς πάντας δὲ ἔχειν εὐχόμεθα τὴν ἀγάπην καὶ μάλιστα πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως, συγχαίρομεν τοῖς κομισαμένοις τὰ ἀπὸ Ῥώμης γράμματα. Κἄν τινα σεμνὴν καὶ μεγάλην ἔχῃ αὐτοῖς μαρτυρίαν, εὐχόμεθα ἀληθεύειν αὐτὴν δι’ αὐτῶν τῶν ἔργων βεβαιουμένην. Οὐ μέντοι τούτου γε ἕνεκεν δυνάμεθα ἑαυτοὺς πεῖσαί ποτε ἢ Μελέτιον ἀγνοῆσαι ἢ τῆς ὑπ’ αὐτὸν Ἐκκλησίας ἐπιλαθέσθαι ἢ τὰ ζητήματα ὑπὲρ ὧν ἐξ ἀρχῆς ἡ διάστασις γέγονε, μικρὰ ἡγήσασθαι καὶ ὀλίγην ἔχειν νομίσαι διαφορὰν πρὸς τὸν τῆς εὐσεβείας σκοπόν. Ἐγὼ γάρ, οὐχ ὅπως εἰ ἐπιστολήν τις ἀνθρώπων δεξάμενος ἐπ’ αὐτῇ μέγα φρονεῖ, τούτου ἕνεκεν ὑποσταλῆναί ποτε καταδέξομαι, ἀλλ’ οὐδ’ ἂν ἐξ αὐτῶν ἥκῃ τῶν οὐρανῶν, μὴ στοιχῇ δὲ τῷ ὑγιαίνοντι λόγῳ τῆς πίστεως, δύναμαι αὐτὸν κοινωνὸν ἡγήσασθαι τῶν ἁγίων. Ἐνθυμήθητι γάρ, ὦ θαυμάσιε, ὅτι οἱ παραχαράκται τῆς ἀληθείας, οἱ τὸ Ἀρειανὸν σχίσμα τῇ ὑγιεῖ τῶν Πατέρων ἐπεισάγοντες πίστει, οὐδεμίαν ἄλλην αἰτίαν προβάλλονται τοῦ μὴ παραδέχεσθαι τὸ εὐσεβὲς τῶν Πατέρων δόγμα ἢ τὴν τοῦ ὁμοουσίου διάνοιαν, ἣν αὐτοὶ πονηρῶς καὶ ἐπὶ διαβολῇ τῆς πίστεως ἐξηγοῦνται λέγοντες τὸν Υἱὸν κατὰ τὴν ὑπόστασιν ὁμοούσιον λέγεσθαι παρ’ ἡμῶν. Οἷς ἐάν τινα δῶμεν ἀφορμὴν ἐκ τοῦ περιφέρεσθαι τοῖς δι’ ἁπλότητα μᾶλλον ἢ διὰ κακίαν ταῦτα ἢ τὰ τούτοις παραπλήσια λέγουσιν, οὐδὲν κωλύει καὶ ἡμᾶς ἀναντιρρήτους μὲν δοῦναι καθ’ ἑαυτῶν τὰς λαβάς, ἰσχυρὰν δὲ ἐκείνοις κατασκευάσαι τὴν αἵρεσιν, οἷς μία μελέτη ἐστὶν ἐν τοῖς ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας λόγοις οὐ τὰ ἑαυτῶν κατασκευάζειν, ἀλλὰ τὰ ἡμέτερα διαβάλλειν. Τίς δ’ ἂν γένοιτο τῆς διαβολῆς ταύτης χαλεπωτέρα καὶ μᾶλλον δυναμένη τοὺς πολλοὺς διασαλεῦσαι, ἢ εἰ φανείησάν τινες ἐξ ἡμῶν Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος μίαν ὑπόστασιν λέγοντες, οἳ κἂν πάνυ τὸ τῶν προσώπων διάφορον ἐναργῶς δογματίζωσιν, ἀλλ’ οὖν τῷ παρὰ τοῦ Σαβελλίου προειλῆφθαι τὸ αὐτὸ τοῦτο λέγοντος· ἕνα μὲν εἶναι τῇ ὑποστάσει τὸν Θεόν, προσωποποιεῖσθαι δὲ ὑπὸ τῆς Γραφῆς διαφόρως κατὰ τὸ ἰδίωμα τῆς ὑποκειμένης ἑκάστοτε χρείας, καὶ νῦν μὲν τὰς πατρικὰς ἑαυτῷ περιτιθέναι φωνάς, ὅταν τούτου καιρὸς ᾖ τοῦ προσώπου, νῦν δὲ τὰς Υἱῷ πρεπούσας, ὅταν πρὸς τὴν ἡμετέραν ἐπιμέλειαν ἢ πρὸς ἄλλας τινὰς οἰκονομικὰς ἐνεργείας ὑποβαίνῃ, νῦν δὲ τὸ τοῦ Πνεύματος ὑποδύεσθαι πρόσωπον, ὅταν ὁ καιρὸς τὰς ἀπὸ τοῦ τοιούτου προσώπου φωνὰς ἀπαιτῇ· ἐὰν οὖν καὶ παρ’ ἡμῖν φανῶσί τινες ἓν τῷ ὑποκειμένῳ Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα λέγοντες, τρία δὲ πρόσωπα τέλεια ὁμολογοῦντες, πῶς οὐχὶ σαφῆ καὶ ἀναντίρρητον δόξουσι παρέχεσθαι τὴν ἀπόδειξιν τοῦ ἀληθῆ εἶναι τὰ λεγόμενα περὶ ἡμῶν; Περὶ δὲ τοῦ ὅτι ὑπόστασις καὶ οὐσία οὐ ταὐτόν ἐστι, καὶ αὐτοί, ὡς νομίζω, ὑπεσημήναντο οἱ ἀπὸ τῆς Δύσεως ἀδελφοὶ ἐν οἷς τὸ στενὸν τῆς ἑαυτῶν γλώττης ὑφορώμενοι τὸ τῆς οὐσίας ὄνομα τῇ Ἑλλάδι φωνῇ παραδεδώκασιν, ἵνα, εἴ τις εἴη διαφορὰ τῆς ἐννοίας, σώζοιτο αὕτη ἐν τῇ εὐκρινεῖ καὶ ἀσυγχύτῳ διαστάσει τῶν ὀνομάτων. Εἰ δὲ δεῖ καὶ ἡμᾶς τὸ δοκοῦν ἡμῖν ἐν βραχεῖ εἰπεῖν, ἐκεῖνο ἐροῦμεν ὅτι ὃν ἔχει λόγον τὸ κοινὸν πρὸς τὸ ἴδιον, τοῦτον ἔχει ἡ οὐσία πρὸς τὴν ὑπόστασιν. Ἕκαστος γὰρ ἡμῶν καὶ τῷ κοινῷ τῆς οὐσίας λόγῳ τοῦ εἶναι μετέχει καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν ἰδιώμασιν ὁ δεῖνά ἐστι καὶ ὁ δεῖνα. Οὕτω κἀκεῖ ὁ μὲν τῆς οὐσίας λόγος κοινός, οἷον ἡ ἀγαθότης, ἡ θεότης, ἢ εἴ τι ἄλλο νοοῖτο· ἡ δὲ ὑπόστασις ἐν τῷ ἰδιώματι τῆς πατρότητος ἢ τῆς υἱότητος ἢ τῆς ἁγιαστικῆς δυνάμεως θεωρεῖται. Εἰ μὲν οὖν ἀνυπόστατα λέγουσι τὰ πρόσωπα, αὐτόθεν ἔχει ὁ λόγος τὴν ἀτοπίαν· εἰ δὲ ἐν ὑποστάσει αὐτὰ εἶναι ἀληθινῇ συγχωροῦσιν, ὃ ὁμολογοῦσι, καὶ ἀριθμείτωσαν, ἵνα καὶ ὁ τοῦ ὁμοουσίου λόγος διαφυλαχθῇ ἐν τῇ ἑνότητι τῆς θεότητος καὶ ἡ τῆς εὐσεβείας ἐπίγνωσις Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ ἀπηρτισμένῃ καὶ ὁλοτελεῖ ἑκάστου τῶν ὀνομαζομένων ὑποστάσει κηρύσσηται. Ὅμως δὲ ἐκεῖνο βούλομαι πεπεῖσθαι τὴν σεμνότητά σου, ὅτι καὶ σὲ καὶ πάντα τὸν παραπλησίως σοι τῆς ἀληθείας φροντίζοντα καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀγωνιζομένους μὴ ἀτιμάζοντα ἀναμένειν δεῖ καθηγήσασθαι τῆς συναφείας ταύτης καὶ τῆς εἰρήνης τοὺς προστάτας τῶν Ἐκκλησιῶν, οὓς ἐγὼ στύλους καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας τίθεμαι, καὶ τοσούτῳ πλέον αὐτοὺς αἰδοῦμαι ὅσῳ ἂν μακρότερον ἐξοικισθῶσιν ἀντὶ τιμωρίας αὐτοῖς ἐπαγομένου τοῦ χωρισμοῦ. Παρακαλῶ οὖν, φύλαξον ἡμῖν σεαυτὸν ἀπρόληπτον, ἵν’ ἔχωμέν σοι ἐπαναπαύεσθαι ὃν ἐν πᾶσιν ἡμῖν ὁ Θεὸς βακτηρίαν καὶ ἔρεισμα ἐχαρίσατο».
[20] Θεόδωρος Ξ. Γιάγκου, Χριστοφόρου Προδρομίτη Κανονικόν, σελ. 184.
[21] Όπ. π., σελ. 186.
[22] Όπ. π., σελ. 203.
[23] Όπ. π., σελ. 206.
[24] Πρᾶξις γ΄, Lamberz Ι, σελ. 232.