Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: Πρέπει νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος στὴν θεία ἀφηρημάδα...

Τὸν θόρυβο ἅμα θέλη τὸν ἀκούει κανείς
– Γέροντα, ὅταν στὸ διακόνημα ὑπάρχη θόρυβος ἤ γιὰ τὸ ἐργόχειρο χρειάζεται μία μηχανή ποῦ κάνει θόρυβο, τί νὰ κάνη κανείς;
– Ὅταν καμμιά φορὰ τὸ ἐργόχειρο εἶναι θορυβῶδες, πολύ βοηθάει ἡ σιγανή ψαλμωδία. Ἄν δὲν μπορῆτε νὰ κάνετε εὐχή, νὰ ψάλλετε. Θέλει ὑπομονή. Ὅταν ἔρχωμαι μὲ τὸ καράβι, ἔχει πολύ θόρυβο. Κάθομαι σὲ μία γωνιά, κλείνω καὶ τὰ μάτια σάν νὰ κοιμᾶμαι, γιὰ νὰ μή μὲ ἐνοχλῆ ὁ κόσμος, καὶ ψάλλω – καὶ τί δὲν ψάλλω! Πόσα «Ἄξιον ἔστιν», πόσα «Ἅγιος ὁ Θεός»! Κάνει καὶ ἕναν κρότο τὸ καράβι ποὺ ταιριάζει ἀκριβῶς μὲ τὴν ψαλτική! Γίνεται ἰσοκράτημα στὸ «Ἄξιον ἔστιν» τοῦ Παπανικολάου, στὸ «Ἅγιος ὁ Θεός» τοῦ Νηλέως, σὲ ὅλα ταιριάζει αὐτός ὁ κρότος! Ψάλλω μὲ τὸν νοῦ μου, συμμετέχει ὅμως καὶ ἡ καρδιά.
Πάντως, νομίζω, δὲν εἶναι τόσο ὁ ἐξωτερικός θόρυβος ποὺ ἐνοχλεῖ, ὅσο ἡ μέριμνα. Τὴν φασαρία, ἄν θέλη, τὴν ἀκούει κανείς. Ἐνῶ τὴν μέριμνα δύσκολο νὰ τὴν ἀποφύγη. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ βάση. Τὰ μάτια μπορεῖ νὰ κοιτάζουν κάτι καὶ νὰ μήν τὸ βλέπουν. Ὅταν προσεύχωμαι, μπορεῖ νὰ κοιτάζω, ἀλλὰ δὲν βλέπω. Περπατάω, καὶ μπορεῖ νὰ κοιτάζω ἕνα τοπίο κ.λπ., ἀλλὰ νὰ μήν τὸ βλέπω. Ὅταν δυσκολεύεται κανεὶς νὰ λέη τὴν εὐχή μέσα στὸν θόρυβο, εἶναι γιατί ὁ νοῦς δὲν εἶναι δοσμένος στὸν Θεό. Πρέπει νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος στὴν θεία ἀφηρημάδα, γιὰ νὰ ζήση τὴν ἐσωτερική ἡσυχία καὶ νὰ μήν ἐνοχλῆται ἀπὸ τὸν θόρυβο στὴν προσευχή. Φθάνει στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τῆς θείας ἀφηρημάδας ποὺ δὲν ἀκούει πιά τούς θορύβους ἤ τούς ἀκούει ὅταν θέλη ἤ, μᾶλλον, ὅταν κατεβαίνη ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν Οὐρανό. Καὶ θὰ φθάση σʹ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἄν δουλέψη πνευματικά, ἄν ἀγωνισθῆ. Τότε θὰ ἀκούη ὅποτε αὐτός θέλει.
Ὅταν ἤμουν στὸν στρατό, εἶπα μία φορά σὲ ἕναν εὐλαβῆ συστρατιώτη μου: «Στὸ τάδε μέρος θὰ συναντηθοῦμε». «Μα ἐκεῖ ὑπάρχει μεγάφωνο», μοῦ λέει. «Άμα θέλη, τοῦ λέω, ἀκούει κανείς, ἄν δὲν θέλη, δὲν ἀκούει». Ὅταν εἶναι ὁ νοῦς μας κάπου, ἀκοῦμε; Ἐκεῖ στὸ δάσος, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Καλύβι, γύμνωναν τὸ βουνό μὲ τὰ ἁλυσοπρίονα. Ὅταν διάβαζα ἤ προσευχόμουν καὶ ἤμουν προσηλωμένος, δὲν ἄκουγα τίποτε. Ὅταν σταματοῦσα, ὅλα τὰ ἄκουγα.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»