In sanctum Stephanum protomartyrem

ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟΝ

ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ

(PG 59, σελ. 501-508)

σημ. entaksis:    Το κείμενο που μεταφράσαμε, γνωστό με τον λατινικό τίτλο “In sanctum Stephanum protomartyrem” (Εις τον Άγιον Στέφανον τον Πρωτομάρτυρα), ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των έργων που φέρουν το όνομα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, αλλά η σύγχρονη έρευνα τα κατατάσσει στα «Νόθα» (Spuria). Ακολουθούν οι σχετικές πληροφορίες για την προέλευσή του και την αξία του:

Γιατί θεωρείται νόθο;

Η επιστημονική κριτική (με κυριότερο εκπρόσωπο τον J.A. de Aldama στον κατάλογο των έργων του Χρυσοστόμου) το θεωρεί νόθο για τους εξής λόγους:

  1. Υφολογικές διαφορές: Ο γνήσιος Χρυσόστομος έχει ένα πολύ συγκεκριμένο ύφος – ρέον, άμεσο και με εσωτερική ρυθμικότητα. Το συγκεκριμένο κείμενο είναι πιο ρητορικό και επιτηδευμένο, με υπερβολική χρήση αντιθέσεων και σχημάτων λόγου που θυμίζουν μεταγενέστερους βυζαντινούς ρήτορες.
  2. Δομή του Λόγου: Ο λόγος αυτός είναι σε μεγάλο βαθμό μια παράφραση των Πράξεων των Αποστόλων (κεφ. 6-7). Ο Χρυσόστομος στις ομιλίες του συνήθως κάνει βαθιά θεολογική και ηθική ανάλυση (εξήγηση), ενώ εδώ ο συγγραφέας αναλώνεται περισσότερο σε έναν εγκωμιαστικό ενθουσιασμό.
  3. Χειρόγραφη παράδοση: Σε πολλά παλαιά χειρόγραφα, το κείμενο αυτό είτε δεν αναφέρεται καθόλου είτε αποδίδεται σε άλλους συγγραφείς, όπως στον Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως ή στον Ησύχιο Ιεροσολύμων.

Γιατί αξίζει τη μελέτη (παρόλο που είναι νόθο);

Παρά το γεγονός ότι δεν γράφτηκε από το χέρι του Χρυσοστόμου, το κείμενο παραμένει εξαιρετικά σημαντικό για την Εκκλησία και τη γραμματολογία:

  • Λειτουργική και Πατερική Αξία: Το κείμενο εκφράζει το πνεύμα της αρχαίας Εκκλησίας και τη μεγάλη τιμή προς τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο. Περιλαμβάνεται στην Πατρολογία του Migne (τόμος 59), γεγονός που δείχνει ότι θεωρήθηκε αντάξιο της χρυσοστομικής παράδοσης.
  • Ρητορική Δεινότητα: Είναι ένα αριστούργημα της χριστιανικής ρητορείας. Οι συγκρίσεις που κάνει (π.χ. μεταξύ του αισθητού ήλιου και του Ήλιου της Δικαιοσύνης, ή η περιγραφή της φάτνης ως θυσιαστηρίου) είναι υψηλής αισθητικής και θεολογικής ακρίβειας.
  • Ιστορική Μαρτυρία: Μας δίνει πληροφορίες για το πώς η Εκκλησία του 5ου ή 6ου αιώνα (όταν πιθανότατα γράφτηκε) αντιλαμβανόταν τη σχέση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ο συγγραφέας δείχνει πώς όλες οι προφητείες (Αβραάμ, Ισαάκ, Μωυσής) συγκλίνουν στο πρόσωπο του Χριστού.
  • Πνευματική Ωφέλεια: Η προσευχή του Στεφάνου κατά τον λιθοβολισμό και η ανάλυση του “προσώπου αγγέλου” προσφέρουν ένα ισχυρό πρότυπο ανεξικακίας και πίστης, το οποίο παραμένει επίκαιρο ανεξάρτητα από το όνομα του συγγραφέα.

Εν ολίγοις, ονομάζεται «νόθο» μόνο ως προς την πατρότητα (τον συγγραφέα), αλλά θεωρείται «γνήσιο» ως προς την ορθόδοξη πίστη και τη διδασκαλία.

 

ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΤΕΦΑΝΟ

ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ

α’. Ας στεφανώσουμε με άνθη εγκωμίων τον Στέφανο και ας τον ραντίσουμε με τα ρόδα των επαίνων· διότι ήδη ο ίδιος στεφάνωσε τον εαυτό του με τους άθλους της πίστεως. Υπήρχε βέβαια γραμμένο: Μη φοβάστε αυτούς που σκοτώνουν το σώμα· όμως η συνάφεια με το σώμα προκαλούσε τη δυσκολία. Όταν όμως αυτός ο νεανίας θέλησε να αναδεχθεί τις μαρτυρικές νίκες, κάθε δυσκολία εκδιώχθηκε· η δε δειλία και ο φόβος μελέτησαν να μείνουν άπρακτα. Διότι ούτε τη μανία των αρχιερέων φοβήθηκε, ούτε τη θρασύτητα των ιερέων δείλιασε, ούτε τα λόγια των πρεσβυτέρων τον κατέπληξαν, ούτε η απειλή των γραμματέων τον διατάραξε, ούτε οι λόγοι των συκοφαντών αναχαίτισαν την προθυμία του, αλλά με κάποιο γενναίο φρόνημα έσπευδε προς τους αγώνες για χάρη του Χριστού.

Ποιος θνητός λοιπόν θα προσφέρει αντάξιους επαίνους στον αγωνιστή; Ποιος άνθρωπος θα πλέξει ανάλογο εγκώμιο για την πολιτεία του; Ποια γλώσσα θα μπορέσει να εξιστορήσει τις δόξες του αριστέα; Ποιο στόμα θα ανοιχτεί για τον έπαινο των αγωνισμάτων του Στεφάνου; Ποια χείλη θα επαρκέσουν για να πουν τις ανδραγαθίες του πρωτομάρτυρα; Διότι πάλευε πάνω στη γη και παρατηρούσε τα επουράνια· βρισκόταν στη ζωή και περιόδευε στα ύψιστα· συνομιλούσε με τους θνητούς και τασσόταν μαζί με τους αθανάτους· αντιμαχόταν ανθρώπους και χόρευε μαζί με αγγέλους.

Κάθε ηλικία, λοιπόν, ας έχει το θάρρος της· διότι ο Στέφανος πάλεψε και ο αρχέκακος έπεσε. Ας έχει λοιπόν το θάρρος του και εκείνος που αγωνίζεται στα γηρατειά· και αυτός που κατορθώνει στο γήρας λαμβάνει τα στεφάνια, και ο νεανίας που αθλείται στεφανώνεται, και το μειράκιο που πάλεψε κομίζει βραβεία, και νήπια που αγωνίζονται κομίζουν στεφάνια, και γυναίκες που παρατάχθηκαν στεφανώνονται με δόξα, και παρθένοι που πάλαιψαν κομίζουν νίκες. Καθώς ο Στέφανος άνοιξε τις πύλες του μαρτυρίου, κάθε ηλικία ας τρέχει λοιπόν προς το μαρτύριο.

Διότι πρώτος ο Στέφανος αντιτάχθηκε στον τύραννο, πρώτος αναδέχθηκε τις νίκες εναντίον του, πρώτος έκανε την αρχή εκείνων των καλλινίκων αγώνων, πρώτος για χάρη του Χριστού αναδέχθηκε τα πάθη του Χριστού· υπέδειξε στους θνητούς πώς περιπαίζεται ο θάνατος· έδειξε στους ανθρώπους πώς η νέκρωση γίνεται γέλιο· έκανε γνωστές σε όσους βρίσκονται στη ζωή τις ουράνιες ανόδους. Διότι ο Στέφανος, πλήρης χάριτος και δυνάμεως, έκανε σημεία και τέρατα στον λαό. Η χάρη του Πνεύματος προήγαγε τον Στέφανο σε μεγαλύτερη προκοπή· διότι το άμετρο της πίστεώς του εγγυόταν τη βεβαιότητα. Διότι, ενώ διορίστηκε διάκονος, αναδείχθηκε μάρτυρας· ενώ καταστάθηκε για την ανάγκη των χηρών, προέκοψε στη χάρη των θαυμάτων· διορίστηκε διάκονος τραπεζών και αναδείχθηκε εργάτης θαυμαστών έργων.

 

Ο Στέφανος δε, πλήρης πίστεως και δυνάμεως. Ας έχει, λέει, στο όνομά του τον στέφανο της νίκης ο Στέφανος· ο Στέφανος, που έκανε γνωστό στη ζωή έναν πόλεμο αμελέτητο, που εμφάνισε στον κόσμο μια μάχη αδίδακτη. Δεν είχε αυτό ως έθιμο η φύση, και ο Στέφανος παρατάχθηκε μόνος εναντίον ασώματης στρατιάς. Διότι η πίστη τού κατόρθωνε τους αγώνες· η ελπίδα μετά το τέλος τον προέτρεπε να παλεύει. Στέφανος, πλήρης πίστεως και δυνάμεως. Ο Στέφανος, που έδειξε αιχμάλωτο τον αρχέκακο, που με γενναία προαίρεση έστησε τρόπαια εναντίον του, που προκάλεσε τους δαίμονες να θρηνούν και τους ανθρώπους να χορεύουν· ο Στέφανος ο πρώτος τροπαιοφόρος των μαρτύρων, ο στρατηγός εκείνων που αγωνίζονται για τον Χριστό. Διότι όποιος αρχίσει να παλεύει για τον Χριστό, βρίσκει δάσκαλο τον Στέφανο· όποιος καταπιαστεί με μαρτυρικούς αγώνες, μιμείται τον Στέφανο. Ο Στέφανος είναι η απαρχή των αγωνιζομένων για τον Χριστό, το θεμέλιο εκείνων που πεθαίνουν γι’ Αυτόν. Στέφανος πλήρης πίστεως και δυνάμεως. Πανταχόθεν ήταν περιφραγμένος ο στρατιώτης του Χριστού, και από τις δύο πλευρές ήταν θωρακισμένος ο ευσεβής πολέμαρχος· «Πλήρης πίστεως και δυνάμεως». Αυτά αρκούσαν, λέει, για τη νίκη, αυτά ίσχυσαν για να χαρίσουν το τρόπαιον. Διότι η πίστη και η δύναμη και τον αρχέκακο νικούσαν, και τους Ιουδαίους κατέπλητταν. «Πλήρης πίστεως και δυνάμεως έκανε σημεία και τέρατα μεγάλα ανάμεσα στον λαό». Πλήθη θαυμάτων επεδείκνυε ο αριστεύς, πλήθος θαυμαστών έργων επιτελούσε ο στρατιώτης του Χριστού· «Έκανε σημεία και τέρατα ανάμεσα στον λαό», χαρίζοντας στους χωλούς το βάδισμα, ενώ στους παραλυτικούς έστελνε την υγεία, ώστε να διεγείρει τους αρχιερείς σε φθόνο· τόσο πολύ επιθυμούσε να γευτεί τον θάνατο για χάρη του Χριστού.

Έπειτα, καλείται εναντίον του μια «πεντάπολη» ασεβέστατων ανδρών. «Διότι σηκώθηκαν», λέει, «μερικοί από τη συναγωγή που ονομαζόταν των Λιβερτίνων, και των Κυρηναίων, και των Αλεξανδρέων, και εκείνων από την Κιλικία και την Ασία, συζητώντας με τον Στέφανο». Ώ, πόσο μεγάλο όχλο συγκέντρωσε η κακία! Ώ, πόσο πλήθος λαού συνέτρεξε εξαιτίας του φθόνου! Λιβερτίνους, Κυρηναίους, Αλεξανδρείς, και αυτούς από την Κιλικία και την Ασία. Άπειρος, λέει, όχλος παρατάχθηκε εναντίον ενός στρατιώτη· αμέτρητα πλήθη όρμησαν εναντίον ενός αριστέα· άνδρες πέντε πόλεων επιτέθηκαν εναντίον ενός νεανία. Ώ, η ανίατη κακία των Ιουδαίων! Από την ίδια τη θέα θέλησαν να εκφοβήσουν τον αριστέα, ώστε από την υπερβολή του πλήθους να παραλύσουν τα νεύρα του. Έπειτα, οι παμπόνηροι επιβάλλουν και τάξη στη μάχη, και πλέκουν λόγους ζητημάτων στον Στέφανο στα προοίμια.

«Διότι σηκώθηκαν», λέει, «μερικοί από τη συναγωγή που ονομαζόταν των Λιβερτίνων, και των Κυρηναίων, και των Αλεξανδρέων, και εκείνων από την Κιλικία και την Ασία, συζητώντας με τον Στέφανο». «Γιατί», λένε, «ώ νεανία, υβρίζεις το Θείο χωρίς σκέψη; Γιατί πείθεις τον όχλο με μελετημένα λόγια; Γιατί διασκορπίζεις το έθνος με την απάτη των θαυμάτων; Εδώ είναι το τέλος των ζητημάτων: Είναι Θεός αυτός που γεννήθηκε από τη Μαρία; Δημιουργός ο γιος του μαραγκού; Δεν είναι η Βηθλεέμ το χωριό του και τροφός του η Ναζαρέτ; Φαντάζεσαι για Θεό αυτόν που γεννήθηκε πάνω στη γη; Θεός αυτός που λόγω φτώχειας τυλίχθηκε με σπάργανα στη φάτνη; Αυτός που διέφυγε από τον οργισμένο Ηρώδη; Αυτός που δέχτηκε τον Ιορδάνη ως λουτρό για καθαρμό; Αυτός που υποδουλώθηκε στην πείνα και τη δίψα; Αυτός που αισθάνθηκε κόπο και ύπνο, αυτός που συνελήφθη και δεν μπόρεσε να διαφύγει; Αυτός που ραπίστηκε και δεν εκδικήθηκε για τον εαυτό του; Αυτός που αναρτήθηκε (στο ξύλο) και δεν μπόρεσε να κατέβει; Αυτός που βρήκε τέλος επατάρατο και υβριστικό; Αυτόν που τοποθετήθηκε στον τάφο, φαντάζεσαι ότι είναι στους ουρανούς; Αυτόν που είναι παρόμοιος με τους θνητούς, τον κηρύττεις ως ζωή των νεκρών; Καταδεχόταν λοιπόν ο Θεός να πάθει αυτά; Δεν θα διέταζε και δεν θα θανάτωνε αυτούς που του επιτέθηκαν; Δεν θα επέφερε τον θάνατο ξαφνικά με μια προσταγή; Ή, λοιπόν, παύσε την πλάνη σου, ή δέξου και εσύ τον ίδιο θάνατο με αυτόν».

β’. Τέτοια πράγματα έλεγαν συζητώντας με τον Στέφανο. Έπειτα ο Στέφανος είπε: «Δεν φυλάσσονται σε εσάς τα συγγράμματα των προφητών; Δεν ξεδιπλώνετε εσείς τα βιβλία της Παλαιάς (Διαθήκης); Δεν λέγατε ο ένας στον άλλον: “Εμείς γνωρίζουμε ότι στον Μωυσή μίλησε ο Θεός, γι’ αυτόν όμως δεν γνωρίζουμε από πού είναι· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή”; Δεν έλεγε ο Μωυσής: “Προφήτη θα αναστήσει σε εσάς Κύριος ο Θεός από τους αδελφούς σας σαν εμένα· αυτόν θα ακούτε”; Δεν προέγραψε από παλιά ο Μιχαίας: “Και εσύ, Βηθλεέμ, γη του Ιούδα, καθόλου δεν είσαι η πιο μικρή ανάμεσα στους ηγεμόνες του Ιούδα· διότι από εσένα θα εξέλθει ηγούμενος”; Δεν προανήγγειλε ο Ησαΐας τον τόκο της απειρόγαμης: “Ιδού η παρθένος θα συλλάβει στην κοιλιά της”; Δεν προείπε ο Αββακούμ την παράσταση των ζώων στη φάτνη: “Ανάμεσα σε δύο ζώα θα αναγνωριστείς”; Δεν είπε ο Ησαΐας για τη φυγή στην Αίγυπτο εξαιτίας του Ηρώδη: “Ιδού ο Κύριος έρχεται πάνω σε ελαφρύ σύννεφο στην Αίγυπτο”; Δεν προμήνυσε ο Δαβίδ τη φυγή των υδάτων του Ιορδάνη: “Σε είδαν τα ύδατα, Θεέ, σε είδαν τα ύδατα και φοβήθηκαν”; Δεν προέγραψε ο Ησαΐας την έκβαση των κόπων και των πόνων: “Αυτός πήρε τις αμαρτίες μας και βάσταξε τις ασθένειές μας”; Δεν προείπε ο προφήτης Δαβίδ τη βία των καρφιών: “Τρύπησαν τα χέρια μου και τα πόδια μου”; Δεν προανεκήρυξε ο Μωυσής την ανάρτηση στο ξύλο: Θα δείτε τη ζωή σας κρεμασμένη πάνω στο ξύλο; Δεν προέγραψε ο Ιακώβ την ταφή σε μνημείο λέγοντας: “Αφού έπεσε, κοιμήθηκε σαν λιοντάρι”; Δεν προανέκραξε ο Δαβίδ τα σχετικά με την ανάσταση: “Σήκω, Θεέ, κρίνε τη γη”; Δεν προείπε ο ίδιος τα σχετικά με την ανάληψη: “Ανέβηκε ο Θεός μέσα σε αλαλαγμό”; Ή, λοιπόν, δείξτε σε κάποιον άλλον την έκβαση των προφητειών, ή προσκυνήστε τον εσταυρωμένο ως Θεό.

Διότι εσείς, ώ ανόητοι, επειδή δεν γνωρίζετε την προφητεία του Μωυσή, νομίζατε ότι σταυρώνετε έναν απλό άνθρωπο· αλλά εκείνος που προέρχεται από εσάς, μάλλον όμως εναντίον σας, το σκεύος της εκλογής, ο Παύλος, κραυγάζει: “Διότι αν είχαν γνωρίσει, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας”. Σχετικά με αυτό, ελέγχοντάς σας, ο κορυφαίος των αποστόλων έλεγε: “Εσείς απαρνηθήκατε τον άγιο και δίκαιο, και ζητήσατε να σας χαριστεί ένας άνδρας φονιάς, ενώ τον αρχηγό της ζωής τον θανατώσατε”. Αυτή τη δική σας φωνή γνωρίζοντας από παλιά ο Ησαΐας έλεγε: “Αλίμονο σε εκείνους που αποκαλούν το πικρό γλυκό και το γλυκό πικρό!”.

Καθώς, λοιπόν, ο Στέφανος συζητούσε με αυτόν τον τρόπο, “δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα με το οποίο μιλούσε”. Και σωστά έχει ειπωθεί το “να αντισταθούν”. Επειδή παραπάνω είπε “σηκώθηκαν μερικοί από τη συναγωγή”, εδώ λέει “δεν μπορούσαν να αντισταθούν”. Σπρώχνονταν λοιπόν η γλώσσα τους στη σιωπή, έκλειναν όλοι τα δικά τους χείλη, αναχαίτιζαν τα βέλη των λόγων, συγκράτησαν τα τόξα των ρημάτων, έκρυψαν κάτω από τη γλώσσα το δόρυ της κακίας. “Δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα με το οποίο μιλούσε”.

 

Ώ, τι παράδοξα πράγματα! Πόσο καλά τα καταγράφει ο αξιοΰμνητος Λουκάς! Πώς οδηγεί τις υποσχέσεις του Χριστού σε εκπλήρωση! Διότι είπε ο Χριστός ότι “εγώ θα σας δώσω στόμα και σοφία, στην οποία δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν όλοι όσοι σας εναντιώνονται”. Σωστά λοιπόν λέει: “Δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα με το οποίο μιλούσε”. Σε ποια σοφία; Στον Χριστό που μιλούσε μέσα του. Και ότι ο Χριστός είναι σοφία, ας έρθει ο Παύλος να το πει: “Χριστός, Θεού δύναμις και Θεού σοφία”. Και ότι μιλάει μέσα σε εκείνους που Τον ευχαριστούν, έλεγε γράφοντας σε άλλα σημεία: “Αν ζητάτε απόδειξη για τον Χριστό που μιλάει μέσα μου, ο οποίος δεν είναι ασθενής απέναντί σας, αλλά είναι δυνατός ανάμεσά σας”. Και δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία, δηλαδή στον Χριστό. Διότι ποιος θα αντισταθεί σε Αυτόν και θα αντέξει;

“Και δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα με το οποίο μιλούσε”. Σε ποιο πνεύμα; Στον Παράκλητο, για τον οποίο έλεγε στην αρχή: “Ο Στέφανος δε, πλήρης πίστεως και δυνάμεως”· και πάλι: “Όντας δε πλήρης Πνεύματος Αγίου, αφού ατένισε στον ουρανό, είδε τη δόξα του Θεού”. Τότε λοιπόν έβαλαν κρυφά άνδρες να λένε ότι: “Τον έχουμε ακούσει να λέει λόγια βλάσφημα για τον Μωυσή και τον Θεό”. Η ψευδομαρτυρία διαδέχθηκε τον φθόνο. “Έβαλαν κρυφά άνδρες”. Αγόρασαν με ασήμι το ψέμα, λέγοντας: “Ελάτε, ώ έντιμοι άνδρες, υπηρετήστε τις δικές μας επιδιώξεις με τις δικές σας· στα δικά μας σχέδια ας προσφέρει υπηρεσία η δική σας γλώσσα· στα δικά μας βουλεύματα ας υπηρετήσει το δικό σας στόμα. Διότι σηκώθηκε κάποιος εκδικητής του Γαλιλαίου, εγέρθηκε ως υπέρμαχός του και ως αντίπαλός μας. Τιμά τον Θεό που κείτεται στον τάφο· κηρύττει ως Δημιουργό αυτόν που κλείστηκε σε τύμβο. Φαντάζεται ότι αυτός που τοποθετήθηκε σε μνημείο βρίσκεται στους ουρανούς· διαδίδει ότι αυτός που εμπαίχτηκε από στρατιώτες, ήρθε μαζί με τη στρατιά του ουρανού· αυτόν που δεν μπόρεσε ούτε τον εαυτό του να εκδικηθεί, τον εξαγγέλλει κριτή της κτίσης. Ο Ιωσήφ απόθεσε το σώμα του σε μνημείο, και αυτός φαντάζεται ότι αυτός υπάρχει στα δεξιά του Θεού. Οι μαθητές του τον απαρνήθηκαν ως απατεώνα, και αυτός λέει ότι κάθε γλώσσα θα τον ομολογήσει· από τον σταυρό δεν μπόρεσε να κατέβει, και αυτός εξαγγέλλει τη δεύτερη παρουσία του από τους ουρανούς· οι κακούργοι τον βλασφημούσαν επειδή δεν μπορούσε ούτε τον εαυτό του να σώσει, ούτε εκείνους· και αυτός κραυγάζει πεντακάθαρα ότι αυτός είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Είδατε ποτέ τέτοιο τόλμημα; Ακούσατε καθόλου λόγια τέτοιας αφροσύνης και βλασφημίας; Υπηρετήστε λοιπόν αυτό το τέχνασμα, και θα λάβετε κοινή δόξα από εμάς”.

Έπειτα, οι απόγονοι των συκοφαντών που επιτέθηκαν στον Ναβουθαί χρησιμοποίησαν αυτά τα λόγια: “Τον έχουμε ακούσει να λέει λόγια βλάσφημα για τον Μωυσή και τον Θεό”. «Εναντίον του ίδιου του νομοθέτη», λέει, «αποτόλμησε να μιλήσει· εκείνος μας παράγγειλε λέγοντας: “Πρόσεχε, λαέ μου, τον νόμο μου”· και αυτός κραυγάζει ότι ο Ιησούς θα αλλάξει τα έθιμα που μας παρέδωσε ο Μωυσής. Βλασφήμησε κατά του Μωυσή, του σεβάσμιου σε όλο το έθνος, αυτού που πήρε ως σύμμαχο όλη την κτίση, αυτού που ελευθέρωσε το έθνος από τη χαλεπή δουλεία, αυτού που με τη ράβδο τείχισε τα νερά της θάλασσας, αυτού που βύθισε με την προσευχή τα στρατεύματα των Αιγυπτίων, αυτού που μέσα στη νύχτα άναψε με την προσευχή ουράνιο στύλο, αυτού που επινόησε τον ουράνιο και ακαλλιέργητο άρτο, αυτού που άντλησε με τη ράβδο ρεύματα νερού από την άγονη γη. Κατά του Μωυσή! Και τι να επεκτείνω τον λόγο για τον Μωυσή, αφού βλασφήμησε και κατά του Θεού; Εναντίον του ίδιου του ουρανού εκτόξευσε τα βέλη του· εναντίον του ίδιου του Δημιουργού άπλωσε τη γλώσσα του· κηρύττει έναν νεκρό αντίθεο του Κτίστη. Κατά του Μωυσή και κατά του Θεού».

Και ξεσήκωσαν τον λαό και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς· και αφού του επιτέθηκαν, τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στο συνέδριο.

Σε οργή ξεσήκωσαν τον λαό και τον άρπαξαν· άρπαξαν τα θηρία το πρόβατο και το οδήγησαν στο συνέδριο, που ήταν γεμάτο υποκρισία και φθόνο· στο συνέδριο που ήταν ξένο προς την αλήθεια και στερημένο από το δίκαιο· και τον οδήγησαν στο συνέδριο για το οποίο από παλιά φώναζε ο Ιερεμίας: «Δεν κάθισα σε συνέδριο ματαιότητας». Και έστησαν ψευδομάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λέει βλάσφημα λόγια κατά του αγίου τόπου και του νόμου». «Το ιερό», λέει, «αυτόν τον τόπο δεν ντράπηκε να εξυβρίσει, όπου αναγιγνώσκονται τα θεία λόγια, όπου σαλπίζονται τα συγγράμματα των προφητών, όπου βρίσκονται οι πλάκες και το ουράνιο μάννα, όπου είναι η κιβωτός και η ράβδος του Ααρών, όπου υπάρχει η λευκή κόμη των αρχιερέων, το αξίωμα των πρεσβυτέρων και η τιμή των γραμματέων· αλλά θεωρεί τον τόπο παιχνίδι και παρουσιάζει το ιερό ως ευτελές. Και δεν τόλμησε να μιλήσει μόνο κατά του τόπου, αλλά και κατά του νόμου. Φαντάζεται τον νόμο ως σκιά· κηρύττει την Παλαιά Διαθήκη ως τύπο (προτύπωση) χωρίς καμία συστολή· λέει ότι ο Γαλιλαίος είναι μεγαλύτερος από τον Μωυσή, κηρύττει τον γιο της Μαρίας ισχυρότερο από τον νομοθέτη· δεν ντράπηκε το αξίωμα των πρεσβυτέρων, δεν φοβήθηκε τα πλήθη των γραμματέων, αλλά βλασφήμησε κατά του τόπου και του νόμου».

γ’. Και μάθετε την απόδειξη των λόγων του. «Διότι τον ακούσαμε να λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταλύσει αυτόν τον τόπο και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παρέδωσε ο Μωυσής». Μας απειλεί με έναν νεκρό Δεσπότη, μας εξαγγέλλει έναν πεθαμένο Κύριο. «Ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα αναστηθεί και θα καταλύσει αυτόν τον τόπο». «Φαντάστηκε», λέει, «αυτός ο νεανίας· αγνόησε την τέρψη του περιβόητου ναού· του διέφυγαν οι κόποι όσων τελέστηκαν σε αυτόν. Η σοφία του Σολομώντα σχεδίασε αυτόν τον οίκο· ο σοφός είχε σύμμαχο την άνωθεν χάρη· υπέμεινε πολλούς αγώνες στην κτίση για το έργο αυτό· και ογδόντα χιλιάδες λάξευαν πέτρες στο όρος· εβδομήντα χιλιάδες έκοβαν το ξύλο· τριάντα χιλιάδες μετέφεραν την πέτρα· τρεις χιλιάδες εξακόσιοι επέβλεπαν το έργο· άπλωσε φιλότιμο χέρι στο ιερό και σε σαράντα έξι χρόνια μόλις μπόρεσε να κατασκευάσει το έργο· και αυτός λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταλύσει αυτόν τον τόπο· και όχι μόνο αυτό, αλλά “και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παρέδωσε ο Μωυσής”. Λέει ότι το πανάγιο σάββατο θα καταλυθεί από εκείνον· αποφάνθηκε ότι η νόμιμη περιτομή θα ανατραπεί από τον Ναζωραίο· λέει ότι οι δικές μας νεομηνίες θα παραγραφούν ως ευτελείς· κηρύττει ότι ο γιος της Μαρίας δεν αποδέχεται την τέρψη της Σκηνοπηγίας· φαντάζεται ότι οι θυσίες μας είναι μη αποδεκτές από τον Θεό· αποφαίνεται ότι ο πεθαμένος θα ανατρέψει τους ραντισμούς και τους συνηθισμένους καθαρμούς. Ποιος λοιπόν δεν γνωρίζει το τέλος του Ναζωραίου; Πότε ένας θνητός μπορεί να αμυνθεί εναντίον των ζωντανών; Ο Ησαΐας πριονίστηκε και πουθενά δεν φάνηκε αυτός που εισπράττει τις δίκες· ο Ιερεμίας πνίγηκε και δεν μπόρεσε να εκδικηθεί· ο Ναβουθαί θανατώθηκε με πέτρες, και πουθενά δεν φάνηκε ο εκδικητής του· ο Ζαχαρίας σφάχτηκε, και παραμένουμε έως τώρα ακατηγόρητοι· και ενώ ο Ναζωραίος πέθανε, αυτός στέκεται ως υπέρμαχός του. Μας απειλεί με τον νεκρό ως κριτή· μας καταγγέλλει ως δικαστή εκείνον που βρίσκεται στον τάφο, όντας ο ίδιος πλανημένος».

Έπειτα, ενώ αυτοί κατηγορούσαν με τέτοια ψεύδη, «αφού ατένισαν προς αυτόν όλοι όσοι κάθονταν στο συνέδριο», εκπέμποντας εναντίον του βλοσυρό βλέμμα και εκτοξεύοντας φρύδια γεμάτα οργή, θέλοντας από την ίδια τη θέα να εκπλήξουν τον αγωνιστή, εκπλήρωναν με τη δική τους κακία το προφητικό λόγιο: «Παραμονεύει ο αμαρτωλός τον δίκαιο και ζητά να τον θανατώσει». «Αφού ατένισαν προς αυτόν όλοι, είδαν το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου». Διότι η χαρά για το μαρτύριο, ξεπηδώντας από την όψη του, περιέβαλλε τον νεανία με αγγελικές λάμψεις χάριτος. Και γιατί πρόσωπο αγγέλου; Για να εκπληρωθεί ο λόγος του Χριστού που είπε: «Στην ανάσταση ούτε παντρεύονται, ούτε παντρεύουν· αλλά είναι σαν άγγελοι στους ουρανούς». Έτσι έλαμψαν ο Μωυσής και ο Ηλίας στο όρος, όταν συνομιλούσαν με τον Ιησού, ώστε οι μαθητές βλέποντάς τους έπεσαν με το πρόσωπο στη γη· έτσι μέλλουν να εκλάμψουν όλοι οι δίκαιοι στη βασιλεία του Πατρός. «Είδαν το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου».

Είπε δε ο αρχιερέας: «Είναι λοιπόν έτσι αυτά;». Ώ, λόγια γεμάτα υποκρισία! Ώ, ρήματα στολισμένα με δόλο και φθόνο! «Είναι λοιπόν έτσι αυτά;». «Τόλμησες», λέει, «άνθρωπε, να εξυβρίσεις τον νομοθέτη Μωυσή; Μήπως στρατεύτηκες εναντίον του Θεού ως αντίθεος; Μήπως μίλησες χωρίς ντροπή κατά του παναγίου τόπου; Μήπως φαντάστηκες ότι ο νόμος που δόθηκε από τον Θεό είναι άκυρος; Μήπως νόμισες ότι ο Ναζωραίος αλλάζει τα του Μωυσή; Έγινες πρόξενος μεγάλων κακών για τον εαυτό σου». Έπειτα, σε αυτά απάντησε ο πρωτομάρτυρας: «Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε». Ας έχει, λέει, κάθε ηλικία την προσήκουσα σε καθεμία τιμή. «Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε». Ακούστε, δεν λέω «πειστείτε»· διότι γνωρίζω το άπιστο της γνώμης σας· αλλά «ακούστε».

«Ο Θεός της δόξας εμφανίστηκε στον πατέρα μας Αβραάμ στη Μεσοποταμία». Όχι στην Ιερουσαλήμ, όχι στον περιβόητο ναό, αλλά «στη Μεσοποταμία», όπου ο χώρος ήταν γεμάτος είδωλα, εκεί όπου η πατρίδα πνιγόταν από αθέους· στη Μεσοποταμία, όπου προσφερόταν σεβασμός σε ξόανα, όπου απέδιδαν το πανάγιο όνομα σε ξύλα και πέτρες, εκεί του εμφανίστηκε. Διότι γνώριζε ότι ανάμεσα στα αγκάθια βγαίνει το ρόδο, και ανάμεσα στα ζιζάνια θα ανατείλει ευγενές σιτάρι· όπως ακριβώς ο πολύαθλος Ιώβ στην άσωτη χώρα Αυσίτιδα φάνηκε σαν ρόδο μέσα στα αγκάθια και σαν κρίνο μέσα στα τριβόλια, και σαν φωστήρας έλαμπε με τις αρετές στο σκοτάδι της άγνοιας, και σαν πύργος σε καταστροφή ήταν φανερός σε όλες τις άνω δυνάμεις, αυξάνοντας τα κατορθώματα από τη γη στον ουρανό, στέλνοντας από το βάθος στο ύψος τους καρπούς της δικαιοσύνης· γι’ αυτό και ο Θεός, αφού οσφράνθηκε τον καρπό τους, όπως και του Νώε μετά τον κατακλυσμό («Διότι οσφράνθηκε ο Κύριος οσμή ευωδίας»), έδινε μαρτυρία για τον δικό του θεράποντα: «Ιδού άνθρωπος δίκαιος, αληθινός, θεοσεβής, που απέχει από κάθε κακό», εκπληρώνοντας τα του νόμου πριν από τον νόμο· διότι έχοντας τον έμφυτο νόμο, δεν χρειάστηκε τον γραπτό· διότι στον Θεό είναι γνωστά από πάντα όλα τα έργα Του.

Έπειτα λέει προς τον Αβραάμ: «Έξελθε από τη γη σου και από τη συγγένειά σου, και έλα στη γη που θα σου δείξω». «Έξελθε από τη γη σου». Γιατί, λέει, μια πολύθεη χώρα να περιέχει τον πατέρα των εθνών; Γιατί μια ειδωλολατρική πατρίδα να περιέχει τον προπάτορα του έθνους; «Έξελθε από τη γη σου και από τη συγγένειά σου». Δύσκολα, ως προς την ανθρώπινη φύση, είναι όσα προστάζονται στον πατριάρχη. Εγκατάλειψε, λέει, την πατρίδα, άφησε όλο το γένος, απαρνήσου τη γη στην οποία γεννήθηκες, χωρίσου από τον πατέρα και τη μητέρα σου. Αλλά τίποτα από αυτά δεν κλόνισε τον πατριάρχη· δεν σκέφτηκε μέσα του, όπως ένας θνητός: «Αυτός που μου εμφανίστηκε μου υπόσχεται πράγματα άδηλα· αυτός εξαγγέλλει αβέβαια πράγματα. Να εγκαταλείψω λοιπόν αυτά που έχω στα χέρια μου και να κυνηγήσω τα αόρατα; Να αφήσω αυτά που έχω στα πόδια μου και να ποθήσω τα άγνωστα;». Αλλά τίποτα από αυτά δεν σκέφτηκε ο πατέρας των εθνών· αλλά μόλις διατάχθηκε, συμφώνησε στον χωρισμό· λάμβανε εντολές και ποθούσε να αναζητήσει τα άδηλα. Διότι η πίστη του άναβε αυτόν τον έρωτα. Επειδή κατανόησε πλήρως όσα του υποσχέθηκαν, έσπευδε περισσότερο προς την έξοδο από την πατρίδα. «Διότι έξελθε», λέει, «από τη γη σου. Από τους μηρούς σου μέλλω, από εσένα κατά σάρκα να γεννηθώ. Τίποτα λοιπόν άλλο δεν σου υπόσχομαι· σου αρκεί μόνο το ότι θα ονομαστείς πατέρας μου». Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαβίδ, υιού Αβραάμ.

Έπειτα, αφού διηγήθηκε τα σχετικά με τον Αβραάμ, ότι υπάκουσε στη μία φωνή του Θεού που τον καλούσε, ότι (ο Θεός) προείπε τη δουλεία του σπέρματός του και ότι θα δουλέψουν στην Αίγυπτο για τετρακόσια έτη, και ότι με τη δεξιά του Θεού θα λυτρωθούν από την ανάγκη, και ότι του έδωσε τη διαθήκη της περιτομής, αναφέρει λοιπόν τον παράδοξο τόκο του Ισαάκ και ότι τον περιέτεμε την όγδοη ημέρα, καθώς διατάχθηκε. Ακόμη, αναφέρει και τη γέννηση του Ιακώβ από τον Ισαάκ, και ότι ο Ιακώβ αναδείχθηκε πατέρας δώδεκα πατριαρχών.

Αναφέρει και τον φθόνο των συγγενών προς τον Ιωσήφ, και την πώλησή του από τους αδελφούς στην Αίγυπτο, και ότι βρήκε χάρη και σοφία κοντά στον βασιλιά της Αιγύπτου, και ότι μετά τη δουλεία αναδείχθηκε κύριος και σοφός. Λέει επίσης ότι εμφανίστηκε λιμός σε όλο, θα έλεγε κανείς, τον κόσμο, και ότι η Χαναάν λόγω της έλλειψης τροφίμων παρέδιδε τα ίδια της τα αγαπημένα πρόσωπα, και ότι ο Ιωσήφ φανέρωσε τον εαυτό του με δόξα στους δικούς του συγγενείς, και ότι ο Ιωσήφ κάλεσε στην Αίγυπτο τον πατριάρχη Ιακώβ, και ότι ο Ιακώβ κατέβηκε εκεί με εβδομήντα πέντε ψυχές, και ότι ο Ισραήλ πληθύνθηκε αμέτρητα στην Αίγυπτο, και ότι ανέβηκε άλλος βασιλιάς που αγνοούσε τον Ιωσήφ, και ότι αφού χρησιμοποίησε τεχνάσματα κακοποίησε το έθνος του Ισραήλ, και ότι παρέδιδε τα αρσενικά βρέφη έκθετα στον Νείλο ποταμό.

Αναφέρει δε και τη γέννηση του νομοθέτη Μωυσή, και ότι ρίχτηκε από τους γονείς του στη θήκη (στο καλάθι), και ότι τον μάζεψε η θυγατέρα του βασιλιά Φαραώ, και ότι εκπαιδεύτηκε σε όλη τη σοφία των Αιγυπτίων, και ότι αναδείχθηκε δυνατός σε λόγια και σε έργα, και ότι μετά το τεσσαρακοστό έτος πήγε να επισκεφθεί το έθνος του, και ότι είδε Ισραηλίτη να αδικείται και αμύνθηκε χτυπώντας τον Αιγύπτιο, και ότι συμβούλευσε τους Ισραηλίτες που μάχονταν να συμφιλιωθούν, και ότι υβρίστηκε από ομοεθνή του ως φονιάς, και ότι έφυγε στη γη Μαδιάμ εξαιτίας αυτού του λόγου, και ότι εκεί αναδείχθηκε πατέρας δύο γιών, και ότι του εμφανίστηκε άγγελος στο όρος Σινά, και ότι είδε την ακατανίκητη φιλία της φωτιάς και της βάτου, και ότι άκουσε θεία φωνή από τον ουρανό, και ότι έγινε έντρομος μη τολμώντας να κατανοήσει το θαύμα, και ότι διατάχθηκε να λύσει το υπόδημα από τα πόδια του, και ότι άκουσε πως ο τόπος στον οποίο στάθηκε ήταν γη αγία, και ότι με σημεία (θαύματα) έβγαλε τον λαό από την Αίγυπτο, και ότι οδήγησε τον Ισραήλ μέσα από την Ερυθρά θάλασσα σαν μέσα από ξηρά.

Αναφέρει επίσης και την ειδωλολατρεία των ανόμων στο όρος, ότι οι οδοιπόροι της θάλασσας παρομοίασαν το Θείο με μοσχάρι, και ότι απέδωσαν στο είδωλο τις νίκες κατά των Αιγυπτίων. Τους αναφέρει επίσης και την αιχμαλωσία του έθνους στη Βαβυλώνα, και την ευαρέσκηση του Δαβίδ ενώπιον του Θεού, ότι βρήκε χάρη ενώπιον του Θεού και ονομάστηκε πατέρας του Χριστού. Αναφέρει δε και τον οίκο που κτίστηκε από τον Σολομώντα, και ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους τόπους.

Αφού λοιπόν εξιστόρησε με αυτόν τον τρόπο τις ιστορίες των πατέρων, έχοντας ως συνεργό το Άγιο Πνεύμα, αρχίζει πλέον τις ύβρεις εναντίον τους και λέει: «Σκληροτράχηλοι, άκαμπτοι και αδάμαστοι· ποιος πόνος λύγισε τον δικό σας αυχένα; Ποια ανάγκη έσκυψε τον δικό σας τράχηλο; Δεν δουλέψατε τετρακόσια έτη στον Φαραώ στην Αίγυπτο; Δεν σας κατέκτησε για όγδοο έτος ο βασιλιάς της Συρίας Χουσαρσαθάιμ; Δεν βρεθήκατε υπό τη βασιλεία των Μωαβιτών για δέκατο όγδοο έτος; Δεν υποδουλωθήκατε πάλι στους Χαναναίους για είκοσι χρόνια; Δεν υποκύψατε πάλι στους Μαδιανίτες για έβδομο έτος; Δεν κυριευθήκατε πάλι από τους Αμμωνίτες για δέκατο όγδοο έτος; Δεν στους Φιλισταίους «…δεν υποταχθήκατε για σαράντα έτη; Δεν δουλέψατε εβδομήντα χρόνια στους Βαβυλωνίους; Δεν σας μετοίκησε ο Σαλμανασάρ στα όρη των Χαλδαίων; Και πουθενά δεν υπήρξε ανάγκη που να μεταβάλλει τις γνώμες σας; Σκληροτράχηλοι, εσείς που δεν δαμαστήκατε από το κοφίνι της Αιγύπτου, εσείς που δεν μαλακώσατε από το βάρος των αχύρων, εσείς που δεν καμφθήκατε από τη βία της πλινθοποιίας».

Έπειτα, αφού άκουσαν αυτές τις φωνές, «αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλη, τον λιθοβολούσαν». Εκεί όπου σταύρωσαν τον Βασιλιά, εκεί χτυπούν και τον στρατιώτη με πέτρες. «Και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλη, τον λιθοβολούσαν». Αλλά και μετά τις βολές των λίθων, ο αγωνιστής αναδέχθηκε νίκες και χρησιμοποιούσε τέτοια φωνή προς τον Κτίστη: «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου».

«Κύριε Ιησού, εσύ που με τη γνώμη του Πατρός αναδέχθηκες το πάθος, εσύ που με τη βούληση του Γεννήτορα υπέμεινες τον θάνατο, δέξου το πνεύμα μου. Χώρισε λοιπόν την ψυχή από το σώμα, μετάφερε την ασώματη, δέξου το πνεύμα μου που είναι στεφανωμένο με κάθε λογής αρετές, δέξου το πνεύμα μου· διότι ολοκλήρωσα τον δρόμο μου, τήρησα την πίστη· γι’ αυτό και ζητώ, δέξου το πνεύμα μου. Διότι όσο περιβάλλομαι το φθαρτό σώμα, δειλιάζω· όσο φορώ τη γήινη σάρκα, φοβάμαι μήπως μετά τους κόπους χάσω τους κόπους μου· ζαλίζομαι μήπως μετά την πάλη μείνω αστεφάνωτος, μήπως μετά τους αγώνες χάσω τα βραβεία. Δέξου λοιπόν το πνεύμα μου. Ας πενθήσει λοιπόν ο διάβολος, επειδή έχασε τη νίκη· ας θρηνήσει ο αρχέκακος, επειδή δεν ίσχυσε απέναντι σε θνητό· ας οδύρονται οι ασώματοι (δαίμονες), επειδή εκείνοι που είναι μέσα σε σώμα περιγελούν τα πάθη. Δέξου το πνεύμα μου».

Αφού δε γονάτισε, φώναξε με δυνατή φωνή: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία». Και για να μάθεις ότι προσεύχεται με σπουδή, δεν προσεύχεται απλά όρθιος και γνέφοντας, αλλά «αφού γονάτισε», είπε με κατάνυξη και με πολλή συμπάθεια: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία». Και αφού είπε αυτά, κοιμήθηκε. Διότι ο θάνατος για τους δικαίους είναι ύπνος, η νέκρωση για τους σοφούς είναι ανάπαυση. Γι’ αυτόν τον λόγο ο θάνατος είναι ύπνος, ώστε αφού διεγερθούν στην ανάσταση όπως από κάποιον βαθύ ύπνο, να απολαύσουν τα αιώνια αγαθά· τα οποία είθε να αξιωθούμε όλοι εμείς να μεταλάβουμε, με τη χάρη και τη μεσιτεία του Χριστού, μέσω του οποίου ανήκει η δόξα στον Πατέρα μαζί με το Άγιο Πνεύμα τον Παράκλητο, όπως ήταν στην αρχή, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

 

Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 (Πράξεις 6, 1-8)

Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ταύταις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. 2 προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. 3 ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· 4 ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. 5 καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα, 6 οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων· καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας.7 καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει. 8 Στέφανος δὲ πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ.

(Πράξεις 7, 54-60)

«Ἀκούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ’ αὐτόν. Ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδεν δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς διηνοιγμένους καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν ἑστῶτα τοῦ Θεοῦ. Κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν, καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ’ αὐτόν, καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. Καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου. Καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου. Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξεν φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη.»

https://www.entaksis.gr/in-sanctum-stephanum-protomartyrem/