Αγιολόγιον - Πρόσωπα

28 Δεκεμβρίου

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΔΙΣΜΥΡΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΔΟΜΝΑΣ

«Χριστιανοί είμεθα, και τοις θεοίς ου λατρεύομεν»

Κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του ασεβούς Μαξιμιανού, όταν επέστρεψε νικητής από τον πόλεμο εναντίον των Αιθιόπων το 304 μ.Χ., θέλησε να κάνει θυσίες στα είδωλα για να γιορτάσει τη νίκη του. Έστειλε, λοιπόν, παντού επιστολές με τις οποίες παρακινούσε όλους να έρθουν στη Νικομήδεια για να προσκυνήσουν τους θεούς του. Εκείνο τον καιρό βρισκόταν στη Νικομήδεια ένας ενάρετος επίσκοπος, ονόματι Κύριλλος, ο οποίος στόλιζε την επαρχία του περισσότερο με τη συμπεριφορά του παρά με το αξίωμά του. Έκτιζε μοναστήρια, φρόντιζε τα ασκητήρια και έκανε κάθε άλλο έργο ωφέλιμο για την ψυχή ως αληθινός ποιμένας, χωρίς να φοβάται καθόλου τη σκληρότητα των τυράννων. Μάλιστα, προκειμένου να αρπάξει ανθρώπινες ψυχές από το στόμα του Διαβόλου, έβαλε πολλές φορές τη ζωή του σε κίνδυνο. Έτσι οδήγησε πολλούς στην πίστη και τους χώρισε από τους συγγενείς τους, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: «Δεν ήρθα να φέρω ειρήνη στη γη, αλλά μάχαιρα.

Αυτή η φωτιά άναψε πραγματικά από εκείνη την εποχή, όπως ανθίζουν τα λιβάδια την άνοιξη. Και όχι μόνο οι απλοί και φτωχοί άνθρωποι περιφρονούσαν την πρόσκαιρη ζωή, αλλά και πλούσιοι και απόγονοι βασιλιάδων, άνδρες και γυναίκες, άφηναν τα πλούτη τους και γίνονταν γνήσιοι δούλοι του Χριστού. Ξεχωριστή ανάμεσά τους είναι η σημερινή τιμώμενη, η νύμφη του Χριστού, η αξιέπαινη Δόμνα, η οποία ήταν θαυμαστή στις πράξεις της και ένδοξη. Η Δόμνα μεγάλωσε στο παλάτι του ασεβούς βασιλιά και αφιερώθηκε από τους γονείς της στους ναούς που υπήρχαν μέσα στα ανάκτορα. Μάλιστα, την είχαν ορίσει πρώτη ιέρεια των ψεύτικων θεών για να υπηρετεί τα είδωλα σύμφωνα με το τυπικό τους.

Όμως, το «καλό δέντρο» αναζητούσε καλή γη για να φυτευτεί στον οίκο του Θεού και να δώσει καλό καρπό. Έτσι, διαβάζοντας τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, φωτίστηκε από την αλήθεια και λυπόταν που βρισκόταν στην πλάνη. Ένιωθε όμως χαρά που βρήκε αυτόν τον πολύτιμο πνευματικό θησαυρό και θαύμαζε την αληθινή και αγνή πίστη των Χριστιανών. Επιθυμώντας να γνωρίσει την πίστη αυτή καλύτερα, συμβουλεύτηκε την κόρη ενός άρχοντα, η οποία ήταν ενάρετη Χριστιανή παρθένος και τη δίδαξε όλη την αλήθεια.

Όταν κοιμόντουσαν τα μεσάνυχτα, η Δόμνα πήγε κρυφά στον αρχιερέα Κύριλλο, ζητώντας το άγιο βάπτισμα. Εκείνος, αφού διάβασε τις θεϊκές ευχές, τη σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού, την έκανε κατηχούμενη και έδωσε εντολή σε έναν ευλαβέστατο διάκονο, το όνομα του οποίου ήταν Αγάπιος, να τελέσει για αυτήν τη βάπτιση. Έτσι, εκείνη έμεινε προσευχόμενη, έχοντας μαζί της έναν πήλινο θυμιατήρι, έναν λυχναράκι και ένα ξύλινο κουτί, μέσα στο οποίο είχε την ιερά προσφορά και το βιβλίο των Πράξεων, και ρώτησε τους Αγίους τι να κάνουν με τον χρυσό, τον άργυρο και τον υπόλοιπο πλούτο. Εκείνοι δεν απάντησαν τίποτα. Μετά τη βάπτισή της, η Δόμνα επέστρεψε στο παλάτι, αλλά η καρδιά της ανήκε πλέον ολοκληρωτικά στον Χριστό. Άρχισε να μοιράζει κρυφά στους φτωχούς τα πολύτιμα κοσμήματα, τα ενδύματα και τα πλούτη που είχε στη διάθεσή της ως ιέρεια. Όταν ο αρχιευνούχος του παλατιού αντιλήφθηκε ότι τα θησαυροφυλάκια άδειαζαν και ότι η Δόμνα αρνούνταν να προσφέρει θυσίες στα είδωλα, υποψιάστηκε την αλήθεια και την κατήγγειλε στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό.

Ο βασιλιάς, οργισμένος από την «προδοσία» της εκλεκτής του ιέρειας, διέταξε τη σύλληψή της. Ωστόσο, η Δόμνα, για να αποφύγει την άμεση αναγνώριση και να συνεχίσει το έργο της, προσποιήθηκε τη μανιακή. Φόρεσε κουρέλια και περιπλανιόταν στους δρόμους της Νικομηδείας. Τελικά, κατέφυγε σε ένα μοναστήρι, όπου μεταμφιέστηκε σε άνδρα για να μην την ανακαλύψουν οι διώκτες της.

Εκείνη την περίοδο, ο Μαξιμιανός εξαπέλυσε τον μεγάλο διωγμό. Ο επίσκοπος Κύριλλος και ο διάκονος Αγάπιος, που την είχαν κατηχήσει, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο μαρτύριο. Μαζί τους συνελήφθη και ο ευνούχος Ινδής. Όταν οι στρατιώτες εντόπισαν τη Δόμνα, την οδήγησαν μαζί με τους υπόλοιπους Χριστιανούς μπροστά στον ηγεμόνα. Εκεί, παρά τις υποσχέσεις και τις απειλές, οι Άγιοι παρέμειναν σταθεροί στην πίστη τους.

Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ’ αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Παρά την κακοποίηση και τις διάφορες σωματικές τιμωρίες που υπέστησαν οι φιλάνθρωποι, οι βασανιστές τους δεν κατάφεραν να πάρουν καμία ομολογία, αφού εκείνοι έμειναν σιωπηλοί, αμετάπειστοι, σαν να βασάνιζαν αδάμαντα.

Διέταξε να τους φυλακίσουν σε άλλο μέρος, μέχρι να αναφέρει την υπόθεση στον βασιλιά. Όταν τους έβγαλαν από το δωμάτιο, η Δόμνα πήρε κρυφά το βιβλίο και το βουτούσε μέσα στα ρούχα τους, χωρίς να την αντιληφθούν. Αυτά ήταν τα μόνα εφόδια που είχαν για παρηγοριά στην φυλακή, καθώς οι άσπλαγχνοι φύλακες δεν τους έδιναν άλλη τροφή, εκτός από τον «ζωντανό άρτο» που εκείνοι έπαιρναν, διότι ο σκληρός άρχοντας διέταξε τους φύλακες να μην τους δώσουν ούτε νερό, με σκοπό να πεθάνουν από την πείνα, αφού έδιναν τις βασιλικές τροφές στους φτωχούς.

Οι βασανισμένοι αυτοί άγιοι είχαν τέτοια έλλειψη βασικών αναγκών και υπέφεραν τόσο πολύ, ώστε η Παρθένος εξασθένησε, όπως ήταν αναμενόμενο για κάποιον που είχε μάθει να ζει με άνεση. Ωστόσο, ο Θεός, που προνοεί για όλους, δεν τους άφησε. Μια νύχτα ήρθαν άγγελοι, και φώτισαν ολόκληρο το σπίτι. Οι άγγελοι γέμισαν το τραπέζι με διάφορα φαγητά και, μετά, ανέβηκαν στους ουρανούς. Οι άγιοι, τρώγοντας, ευφράνθηκαν και ευχαρίστησαν τον Κύριο για τη βοήθειά Του, και η καρδιά τους γέμισε με μεγάλη χαρά, όχι μόνο για τα φαγητά που έφαγαν, αλλά και για την ομορφιά και τη χαρά των αγγέλων.

Την επόμενη ημέρα, ο άρχοντας ήθελε να δει αν υπέφεραν από την πείνα, και τους πρότεινε να προσκυνήσουν τα είδωλα. Όταν τους είδε χαρούμενους και πιο ζωντανούς από ποτέ, εξεπλάγη και διέταξε να τους δώσουν ό,τι χρειαζόντουσαν, δηλαδή φαγητό, ποτό και ρούχα, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς. Όμως εκείνοι, ξανά, κρατούσαν μόνο τα απολύτως αναγκαία και τα υπόλοιπα τα μοίραζαν στους φτωχούς. Τόσο πολλοί φτωχοί συγκεντρώνονταν και τους έδιναν ό,τι είχαν, παραμένοντας ημέρες πολλές χωρίς φαγητό.

Μάλιστα, η Δόμνα, έχοντας πολύτιμη ζώνη με μαργαρίτες, την έστειλε μια μέρα από το παράθυρο της φυλακής στον ευλαβή διάκονο Αγάπιο, για να τη πουλήσει και να δώσει τα χρήματα στους φτωχούς. Αυτός, ως πιστός οικονόμος, το έκανε. Η μακαρία Δόμνα, έχοντας τον πόθο να σωθεί, αποφάσισε να δοκιμάσει κάποιον τρόπο να ελευθερωθεί, και όντως κατάφερε να το κάνει, με τη βοήθεια του Θεού που φρόντιζε τα πάντα.

Προσποιήθηκε ότι τρελαίνεται, όπως είχε κάνει και ο προφήτης Δαβίδ, για να ξεφύγει από τον Σαούλ, ώστε να μην τη σκοτώσουν.

Έτσι και η πάνσοφος (Δόμνα) προσποιούταν την τρέλα και, στρεφόμενη τα μάτια της, έβγαζε αφρούς από το στόμα, χτυπούσε τα χέρια της και φώναζε ασταμάτητα και ακατάστατα. Κάποιες φορές γελούσε μάταια και ακατάλληλα. Όταν αυτά τα άκουσε ο άρχοντας από τους υπηρέτες του, πήγε να τη δει για να πιστοποιήσει την αλήθεια, η οποία έκανε τα πάντα να φαίνονται χειρότερα από πριν. Ο άρχοντας φοβήθηκε, μήπως πεθάνει εκείνη τη στιγμή, ενώ ο βασιλιάς ήταν σε πόλεμο, και έβαλε ανθρώπους να τη φυλάξουν, ώστε να μην τη σκοτώσουν. Η Δόμνα, όμως, προσποιούνταν την τρέλα όλο και περισσότερο και, φωνάζοντας όλη τη νύχτα, δεν άφηνε τους φύλακες να κοιμηθούν. Οι φύλακες, για να ξεφορτωθούν την ταλαιπωρία της, συμβούλευσαν τον άρχοντα να την στείλει στους Χριστιανούς για να τη θεραπεύσουν, όπως είχαν κάνει και με άλλους που υπέφεραν παρόμοια.

Ο άρχοντας συμφώνησε, για να μην έχει και αυτός την ευθύνη της. Ο Θεός όμως την φώτισε και, καλώντας τον άγιο Ανθύμιο, ο οποίος ήταν τότε επίσκοπος Νικομηδείας, τον παρακάλεσε να πάρει την παρθένο και να τη φροντίσει στο σπίτι του μαζί με την Ινδή, μέχρι να φύγει η ασθένεια. Του έδινε και χρήματα για τα έξοδα. Ο επίσκοπος δέχθηκε με χαρά, αλλά αρνήθηκε τα χρήματα, παίρνοντας μόνο την Δόμνα και την Ινδή μαζί του στους άλλους Χριστιανούς, με μεγάλη χαρά. Η μακαρία Δόμνα δεν σταμάτησε να ευχαριστεί τον Κύριο για την ευκαιρία που της δόθηκε να ζήσει κοντά στους Χριστιανούς.

Εκείνη την περίοδο, ο βασιλιάς, επιστρέφοντας νικητής από τον πόλεμο και νομίζοντας, ο ανόητος, ότι οι τυφλοί θεοί του έδωσαν τη νίκη, πρόσταξε να συγκεντρωθεί ο λαός και να τους προσφέρουν πλούσιες θυσίες. Όταν ο βασιλιάς είδε τους πιστούς Χριστιανούς να συγκεντρώνονται, είπε γεμάτος υπερηφάνεια: «Πόσο τολμούν να λένε κάποιοι ότι οι θεοί μας δεν είναι θεοί; Ω, αγνοία! Δεν βλέπετε, άνθρωποι, ότι όλοι οι θρίαμβοι και οι νίκες μας τους οφείλουμε; Τα αγαθά της γης, τους καρπούς και τα γεννήματα, όλα τα καλά που μας χαρίζονται, είναι χάρη στους θεούς μας!»

Λέγοντας αυτά, ο άφρον και ασεβής βασιλιάς δεν άντεξε την τιμωρία του αληθινού Θεού, ο οποίος δεν ήθελε να επιτρέψει να ακουστούν ψεύδη και να παραπλανηθούν οι άλλοι. Έτσι, ενώ ο βασιλιάς υμνούσε τους θεούς του, μεσημέρι καλοκαιριού, ξαφνικά έγινε ένας φοβερός θρόισμα και μια τρομερή καταιγίδα, με βαθύ σκοτάδι, δυνατό άνεμο και καταρρακτώδη χαλάζι. Όλοι τρόμαξαν και κάποιοι έπεσαν σχεδόν μισοπεθαμένοι από τον φόβο, ενώ άλλοι καταπλακώθηκαν ο ένας πάνω στον άλλον, προσπαθώντας να φύγουν γρήγορα. Μάλιστα, ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Ο Θεός οργίστηκε και θυμώθηκε μαζί σας.»

Η ζημιά εκείνη την ημέρα ήταν μεγάλη, καθώς όχι μόνο άνθρωποι πέθαναν, αλλά και ο ίδιος ο βασιλιάς κινδύνεψε να χαθεί. Οι ποταμοί πλημμύρισαν τόσο από την μεγάλη βροχή, που το νερό κατέλαβε τις εισόδους της πόλης και κατέληξε στη θάλασσα. Ωστόσο, ο ανόητος Μαξιμιανός, αντί να μετανοήσει, παρέμεινε στην ασέβειά του. Ζήτησε την Βίβλο, στην οποία ήταν γραμμένα τα ονόματα των ιερέων που υπηρετούσαν τους δώδεκα θεούς του. Όταν δεν βρήκε τη Δόμνα και την Ινδή εκεί, τους ρώτησε και οι υπηρέτες του του απάντησαν ότι η Δόμνα είχε τρελαθεί και η Ινδή την φύλαγε.

Τότε ο βασιλιάς θύμωσε πολύ εναντίον των χριστιανών και διέταξε όλους τους άρχοντες να τους κάνουν ακριβή εξέταση και να τους θανατώνουν με τον πιο πικρό τρόπο, όπου κι αν τους βρίσκουν, αν δεν προσκυνούν τα είδωλα. Έπειτα άρχισε αμέσως και ο ίδιος να βασανίζει σκληρά όσους χριστιανούς έβρισκε, για να πάρουν παράδειγμα από αυτόν και οι άλλοι ηγεμόνες. Τους βασάνιζε και τους έσερνε με τη βία προς τη θρησκεία του, και όσους δεν υπάκουαν τους θανάτωνε με αισχρό τρόπο. Αναζητώντας τον Ινδή και τον αξιότατο Μάξιμο, δεν τους βρήκε.

Γι’ αυτό πήγε μόνος του στην Εκκλησία σαν αρπακτικός λύκος, με τους σωματοφύλακες και με όλο τον στρατό, για να φοβηθούν οι χριστιανοί και να κάνουν το θέλημά του. Άρχισε πρώτα με καλά λόγια, για να τους κολακέψει και να τους πείσει να προσκυνήσουν, και ύστερα τους απείλησε ότι θα τους επιβάλει τα πιο πικρά βασανιστήρια αν παρακούσουν.

Τότε κάποιος ιερέας σοφός και πολύ πράος, που ονομαζόταν Γλυκέριος, του έδωσε με παρρησία και χωρίς φόβο την απάντηση, λέγοντας: «Εμείς, βασιλιά, ούτε τα δώρα σου υπολογίζουμε ούτε τις απειλές σου φοβόμαστε. Όλα τα πρόσκαιρα αγαθά, που εσείς νομίζετε απολαυστικά, τα θεωρούμε όνειρο. Τα λύπη και τα βασανιστήρια τα δεχόμαστε για τον Χριστό μας με πολλή χαρά και άπειρη αγαλλίαση. Αν δεν πιστεύεις, θα το δεις με τα έργα, για να ντραπείς πολύ, όταν δεις να σε νικούν γυναίκες και αδύναμα παιδιά, εσύ που καυχιέσαι ότι νίκησες τους εχθρούς σου, και εμείς οι λίγοι να σε νικήσουμε με τη βοήθεια του μεγάλου Θεού, του οποίου τη δύναμη έπρεπε προχθές να καταλάβεις, αναίσθητε και πέτρινε, όταν είδες εκείνα τα φοβερά σημεία των βροντών, των αστραπών και του χαλαζιού, όπου θανατώθηκαν τόσοι άνθρωποι και χάθηκαν οι καρποί σας εξαιτίας των βλασφημιών σου. Μην έχεις λοιπόν καμία ελπίδα σε εμάς, γιατί εμείς έχουμε τους Αγγέλους που μας φυλάσσουν, σταλμένους από τον δεσπότη Χριστό από τον ουρανό, όπως κι εσύ έχεις γύρω σου τους σωματοφύλακές σου. Θα σε νικήσουμε με τρόπο παράδοξο, πέφτοντας και θανατούμενοι, και θα στήσουμε εναντίον των εχθρών μας τρόπαια αήττητα».

Όταν τα άκουσε αυτά, γεμάτος απελπισμένη υπερηφάνεια, πήρε τόση λύπη και θύμωσε τόσο, ώστε ήταν σαν να ήθελε να δώσει στον εαυτό του με το σπαθί για να καρφώσει την καρδιά του. Τόσο πολύ τον πλήγωσε το ότι τον ύβρισε με τέτοιο άφοβο τρόπο ένας τόσο ταπεινός άνθρωπος. Διέταξε να τον φέρουν δεμένο στο δικαστήριο και να τον δέρνουν οι δήμιοι όσο μπορούσαν. Του έδωσαν τόσους ραβδισμούς, ώστε εκείνοι κουράστηκαν και εκείνος έμεινε τελείως άφωνος. Μόνο τον δεσπότη Χριστό επικαλούνταν όσο μπορούσε, λέγοντας: «Όπως με ενδυνάμωσες στο να μιλώ, Θεέ μου αληθινέ, έτσι και στην πράξη δώσε μου δύναμη, πανάγαθε, να υπομείνω πολλά βασανιστήρια, για να λάβω την ανταπόδοση και περισσότερα βραβεία».

Αυτά άναψαν ακόμη περισσότερο τον θυμό του βασιλιά, και διέταξε να τον δέρνουν ξανά χωρίς έλεος. Τον μαστίγωσαν τόσο, ώστε έμεινε σαν άπνους, γιατί όλο του το αίμα χύθηκε, οι σάρκες του έπεσαν και έμειναν μόνο τα κόκαλα. Ακόμη και οι άπιστοι τον λυπήθηκαν, μόνο ο σπλαχνικός βασιλιάς δεν χόρτασε.

Ακούγοντάς τον να δοξάζει και έτσι μισοπεθαμένος τον Χριστό, και μην αντέχοντας την παρρησία του, διέταξε να τον κάψουν έξω από την πόλη. Όταν τον έφεραν στον τόπο της καταδίκης, προσευχήθηκε για τους ευσεβείς, να τους φυλάει ο Κύριος, και ευχαρίστησε τον Θεό για τον εαυτό του. Έκανε το σημείο του σταυρού και έτσι, αφού κάηκε ολοκληρωτικά στη φωτιά, έγινε στον σταυρωμένο Θεό θυσία ευπρόσδεκτη.

Ύστερα από αυτά ο τύραννος διέταξε να βρουν τον Ινδή και να τον φέρουν ξανά στην υπηρεσία των θεών, όπως και πριν. Εκείνος σε καμία περίπτωση δεν δέχτηκε να τιμήσει πλέον τα άτιμα είδωλα. Αντίθετα, πολλούς πλανεμένους τους επέστρεψε στην ευσέβεια, γιατί ήταν λόγιος και συνετός άνθρωπος, και με τη σοφία του παρέσυρε πολλούς. Δίδασκε όσο μπορούσε κρυφά από τον βασιλιά και τους επανέφερε στην αλήθεια.

Αργότερα όμως αποκαλύφθηκε με τον εξής τρόπο. Όταν έφτασε η γιορτή των μιαρών θεών, ο τύραννος διέταξε να συγκεντρωθούν όλοι για να τιμήσουν τους δώδεκα θεούς που υπήρχαν στο βασίλειο. Οι υπόλοιποι πήγαν ντυμένοι στα λευκά για να εορτάσουν. Μόνο ο Ινδής καθόταν ντυμένος στα μαύρα σε ένα μικρό κελί, θρηνώντας την απώλεια των ασεβών.

Όταν το έμαθε αυτό ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους, τον άρπαξαν και τον έφεραν στο δικαστήριο. Βλέποντάς τον σκυθρωπό και ντυμένο στα μαύρα, χωρίς καν να τον ρωτήσει, κατάλαβε τη στάση του. Του έβαλε αλυσίδες στον λαιμό, στα χέρια και στα πόδια και τον φυλάκισε. Έπειτα, ζητώντας τη Δόμνα, έλεγε αυτά μεθυσμένος και τελείως παράφρων: «Πού είναι η δούλη των θεών της Αρτέμιδος και της Αθηνάς, η γριά;». Εκείνοι του είπαν για τη μεταβολή του νου της, όπως είχε ήδη συμβεί.

Τότε διέταξε να κόψουν το κεφάλι του ευνούχου δούλου και να αναζητήσουν επιμελώς την παρθένο στα ασκητήρια. Όταν τα έμαθε αυτά η προεστώσα του ασκητηρίου, της φόρεσε ανδρική στολή και, προσευχόμενη για εκείνη, παρακάλεσε τον Κύριο να τη διαφυλάξει. Με δάκρυα αποχαιρετίστηκαν. Εκείνη έφυγε και κρύφτηκε σε ένα σπήλαιο που είχε μέσα λίγο νερό, και ζούσε από τα χόρτα που έβρισκε έξω από αυτό.

Ο μιαρός τύραννος δεν σταματούσε να την αναζητά και λυσσομανούσε γενικά εναντίον όλων των ασκητριών. Έτσι κατέστρεφε όλα τα ιερά ησυχαστήρια των παρθένων και εκείνες τις έσερνε με αισχρή ύβρη. Η συμφορά ήταν μεγάλη. Όσοι μπορούσαν έφευγαν στα βουνά και στα σπήλαια, προτιμώντας να κατοικούν με άγρια θηρία παρά με ανθρώπους ακολάστους, που ήταν πιο άγριοι από τα θηρία.

Υπήρχε μια παρθένος πολύ ωραία και θεοφιλής. Όταν την είδαν οι δήμιοι τόσο όμορφη, την άρπαξαν και τη έσυραν με τη βία στο εργαστήριο της ατιμίας. Εκείνη, σηκώνοντας τα μάτια της στον ουρανό, φώναξε κλαίγοντας: «Ιησού Χριστέ μου, ο έρωτας, το φως, η πνοή και η αγάπη μου, ο φύλακας της ζωής και της παρθενίας μου, δες τη νύμφη που αφιερώθηκε σε σένα, άμωμε Νυμφίε μου, και λύτρωσέ με από αυτά τα θηρία. Μην αφήσεις να κατασπαράξουν την αμνάδα σου αρπακτικοί λύκοι. Φύλαξε την παρθενία μου άσπιλη, για δόξα και έπαινο του παντοδύναμου ονόματός σου».

Ενώ προσευχόταν αυτά, την έβαλαν μέσα στο αισχρό εργαστήριο. Εκείνη έβγαλε από το στήθος της το ιερό Ευαγγέλιο και άρχισε να διαβάζει.

Σε έναν από εκείνους τους ασεβείς μπήκε μέσα σαν άλογο ζώο, μεθυσμένος από την επιθυμία. Καθώς πλησίαζε να απλώσει τα χέρια επάνω της, τον έπιασε ξαφνικά ισχυρός κλονισμός και φοβερός τρόμος. Έπεσε στη γη και ξεψύχησε. Μετά από πολλή ώρα, επειδή δεν έβγαινε έξω, οι άλλοι νόμισαν ότι ικανοποιούσε ακόρεστα την επιθυμία του. Γι’ αυτό μπήκε ο δεύτερος. Τότε είδε υπέρλαμπρο φως, από το οποίο σκοτίστηκαν τα μάτια του και έμεινε τυφλός. Το ίδιο έπαθαν και όλοι όσοι τόλμησαν να μπουν με πρόθεση.

Οι υπόλοιποι, γεμάτοι θαυμασμό, μπήκαν όχι για κακό, μόνο για να δουν την αιτία. Όταν εισήλθαν, είδαν έναν νεαρό πανώριο, από το πρόσωπο του οποίου έβγαιναν ακτίνες σαν αστραπή. Τρομοκρατήθηκαν βλέποντας τέτοιο θαυμαστό θέαμα και βγαίνοντας έξω φώναζαν: «Μεγάλος είναι ο Θεός των χριστιανών». Όλοι πίστεψαν.

Ο ασεβής βασιλιάς, όταν τα έμαθε αυτά, έλεγε ότι οι χριστιανοί γνωρίζουν μαγείες και κάνουν ό,τι θέλουν. Εκείνος ο άγγελος, που έλαμπε σαν αστραπή, έβγαλε την Παρθένο από το πορνείο αμόλυντη. Προπορευόμενος μπροστά της με τόσο φως, την οδήγησε στην Εκκλησία των πιστών και λέγοντάς της «ειρήνη σε σένα», απομακρύνθηκε. Εκείνη έμεινε κατάπληκτη και χαρούμενη για την παράδοξη θαυματουργία που έγινε σε αυτήν και διαφυλάχθηκε αμόλυντη.

Χτύπησε τότε την πόρτα, επειδή μέσα βρισκόταν λαός που έψαλλε τη νυχτερινή ακολουθία, σύμφωνα με τη συνήθεια. Ο υπηρέτης βγήκε, τη είδε και ανήγγειλε στους άλλους το γεγονός. Όλοι έτρεξαν προς τη θεοφιλή παρθένο με θαυμασμό, επειδή ήταν από γένος επίσημο και ακόμη πλουσιότερη στην αρετή, όπως είχε ήδη φανεί. Όταν την είδαν απροσδόκητα, θαύμασαν πολύ. Ακούγοντας όσα θαυμαστά επιτέλεσε σε αυτήν ο παντοδύναμος Θεός, δάκρυσαν από χαρά, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Κύριο. Τελέστηκε παράκληση και ευχαριστία προς τον Θεό για εκείνη, και όλοι αγρύπνησαν όλη τη νύχτα.

Ο κάκιστος Μαξιμιανός συνέχισε να βασανίζει τους Μάρτυρες και έστειλε τους υπηρέτες του να ερευνούν σαν λαγωνικά κάθε κρυφό τόπο, για να του φέρουν όσους χριστιανούς έβρισκαν. Υπήρχε ένας από τους άρχοντές του, ονομαζόμενος Δωρόθεος, επιφανής στο γένος και ακόμη πιο επιφανής στην πίστη. Υπήρχαν και άλλοι δύο, που ονομάζονταν Μαρδόνιος και Μυγδόνιος. Κάποιοι, σαν διάβολοι, τους κατηγόρησαν στον βασιλιά ως χριστιανούς, λέγοντας: «Αν αυτοί που κατοικούν στο βασίλειο τιμώνται και τρέφονται από εμάς, βασιλιά, δεν μπορείς να τους φέρεις στο θέλημά σου. Πώς θα νικήσεις τους εχθρούς σου; Αυτοί οι φίλοι σου παρακινούν τους ξένους με λόγια και γράμματα να σε πολεμούν. Πώς θα σε φοβηθούν οι αντίπαλοι;»

Ο βασιλιάς οργίστηκε και διέταξε να φέρουν τους Αγίους στο δικαστήριο. Προς αυτούς είπε ο μιαρός: «Αχάριστοι, σας έδειξα τόση αγάπη και φιλανθρωπία και σταθήκατε απέναντί μου με τη μεγαλύτερη αχαριστία. Δεν θυμηθήκατε τις πολλές ευεργεσίες που σας έκανα. Αρνηθήκατε με αναισχυντία τους σωτήριους θεούς;»

Οι άγιοι σιωπούσαν, αφήνοντάς τον να φωνάζει σαν άτακτος σκύλος. Εκείνος οργιζόταν ακόμη περισσότερο και έλεγε: «Μα τους αθάνατους θεούς, δεν θα σας συγχωρήσω ούτε θα σας λυπηθώ. Θα καταξεσκίσω τις σάρκες σας με διάφορα βασανιστήρια, θα συντρίψω τα κόκαλά σας και θα σας παραδώσω σε θηρία και πετεινά για να σας φάνε, ώστε να φοβηθούν και οι άλλοι από το δικό σας παράδειγμα».

Οι άγιοι καθόλου δεν φοβήθηκαν. Έλυσαν τις ζώνες τους, έβγαλαν τις χλαμύδες τους και με μία γλώσσα και μία καρδιά ομολόγησαν ότι είναι χριστιανοί και χλεύασαν τα είδωλα χωρίς κανέναν φόβο. Τότε ο τύραννος διέταξε να τους τεντώσουν από τα χέρια και τα πόδια και να τους δέρνουν ανελέητα με ωμά νεύρα βοδιών μέχρι να δύσει ο ήλιος. Όταν έγινε αυτό, η γη κοκκίνισε από τα αίματα. Οι άγιοι υπέφεραν γενναία και σιωπηλά, δοξάζοντας μυστικά μέσα στον νου τους τον Κύριο.

Ύστερα τους φυλάκισαν ξανά με αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια. Ο τύραννος, όσο έβρισκε και άλλους πιστούς, τόσο λυσσομανούσε εναντίον του Χριστού και φερόταν σαν δαιμονισμένος, διατάζοντας τους ηγεμόνες του να κάνουν τα ίδια. Έτσι κάθε μέρα στέλνονταν προς τον Χριστό, από τους άχρηστους στα μάτια του κόσμου, τα πολύτιμα σκεύη και λογικά θύματα, που προσφέρονταν με το μαρτύριο ως θεοφιλές ολοκαύτωμα.

Εκείνες τις ημέρες πλησίαζε η εορτή των Χριστουγέννων. Τότε κάποιοι μιαροί υπηρέτες των ειδώλων, για να δείξουν στον ασεβή βασιλιά δήθεν ευσέβεια και ζήλο, του είπαν με παρρησία: «Να γνωρίζεις, βασιλιά, ότι τη συγκεκριμένη ημέρα οι άθλιοι χριστιανοί τελούν μεγάλη πανήγυρη, λέγοντας ότι ο θεός τους γεννήθηκε ως άνθρωπος, και όλοι συγκεντρώνονται στην Εκκλησία τους. Αν θέλεις να κάνεις εναντίον τους τη μεγαλύτερη εκδίκηση, μην αφήσεις αυτή την ευκαιρία να σου ξεφύγει. Δεν θα βρεις καταλληλότερο καιρό. Στείλε στρατιώτες να τους κάψουν όλους μέσα στην Εκκλησία, αν δεν δεχτούν να προσκυνήσουν, για να απαλλάξεις το ποίμνιό σου από τη μόλυνση και τη βλάβη τους, να μη μας μολύνουν και να μη φέρουν στη βασιλεία σου φροντίδες και βάσανα».

Όταν τα άκουσε αυτά ο τύραννος, ευχαρίστησε εκείνους τους διαβόλους. Διέταξε τους στρατιώτες να σωρεύσουν γύρω από την Εκκλησία φρύγανα και κάθε άλλη εύφλεκτη ύλη και έξω από την πύλη να στήσουν βωμό σύμφωνα με την πίστη τους. Οι κήρυκες, με σάλπιγγες, φώναζαν: «Όποιος θέλει να γλιτώσει τον θάνατο, να θυσιάσει στα είδωλα. Οι άλλοι θα καούν ανελέητα μέσα στην Εκκλησία, ώστε να μη σωθεί κανένας».

Όταν όλα έγιναν όπως τα είχε διατάξει ο βασιλιάς, μπήκε στην Εκκλησία ο κήρυκας και είπε: «Άνθρωποι, ο Μαξιμιανός, ο κύριος της οικουμένης, με έστειλε να σας πω να διαλέξετε ένα από τα δύο: ή να προσκυνήσετε τους θεούς μας στον βωμό που ετοιμάσαμε εδώ έξω ή να βάλουμε φωτιά και να σας κάψουμε όλους».

Τότε ο αρχιδιάκονος της Εκκλησίας, ο αγαπητός στον Θεό Αγάπιος, κινούμενος από θείο ζήλο και με καρδιά αναμμένη από τη φωτιά της θείας χάριτος, στάθηκε στο κέρας του θυσιαστηρίου και είπε: «Θυμηθείτε, αδελφοί μου ομόψυχοι και φιλόχριστοι, πόσες φορές θαυμάσαμε την ανδρεία των τριών Παίδων και την ευσέβειά τους, πώς στέκονταν μέσα στη φλόγα και δροσίζονταν, καλώντας όλη την κτίση να υμνήσει τον Δημιουργό. Ποθούσαμε να γίνουμε κοινωνοί της δόξας τους. Τώρα ας τους μιμηθούμε, γιατί ο καιρός το απαιτεί. Εκείνοι ήταν μόνο τρεις και δεν είχαν προηγούμενα παραδείγματα. Εμείς είμαστε τόσο μεγάλο πλήθος και έχουμε όχι μόνο το παράδειγμά τους, αλλά και πολλών άλλων αγίων μαρτύρων».

Αυτούς λοιπόν ας μιμηθούμε και εμείς και ας μη δειλιάσουμε, γιατί τα παθήματα του παρόντος καιρού δεν είναι άξια μπροστά στη μέλλουσα δόξα. Ας δεχθούμε για τον Δεσπότη μας πρόσκαιρο θάνατο, για να ζήσουμε αθάνατοι στην αιώνια βασιλεία του. Αν εκείνος ο ίδιος ο Δεσπότης, ο υπεράξιος και υπερούσιος, θυσιάστηκε για εμάς τους ανάξιους, γιατί και εμείς οι αμαρτωλοί και ένοχοι να μη συμμετάσχουμε στο πάθος του;

Αυτά λέγοντας ο αείμνηστος συναγωνίστηκε και παρακίνησε όλους να ποθήσουν τον σωτήριο θάνατο. Όλοι μαζί, ομόφωνα, φώναξαν προς τον απεσταλμένο: «Χριστιανοί είμαστε και στους θεούς δεν λατρεύουμε». Όταν το έμαθε αυτό ο βασιλιάς, διέταξε να ανάψουν φωτιά γύρω από τον ναό, για να τους κάψουν όλους.

Οι ευσεβείς, με μεγάλη προθυμία, βάπτισαν τους κατηχουμένους, τους έχρισαν με άγιο μύρο και τους κοινώνησαν τα θεία μυστήρια του Δεσπότη. Τότε η φωτιά πλήθαινε και έκαιγε ολόγυρα όλη την Εκκλησία. Οι άγιοι μέσα έψαλλαν τον ύμνο των τριών Παίδων, καλώντας όλη την κτίση σε υμνωδία και δοξολογία του Θεού. Έτσι τελειώθηκαν στις είκοσι τρεις Δεκεμβρίου, σε αριθμό είκοσι χιλιάδων. Μετά από πέντε ημέρες, αφού έσβησε η φωτιά, πλησίασαν κάποιοι και δεν έβγαινε καμία δυσοσμία, αλλά αντίθετα γλυκύτατη ευωδία και θαυμαστή. Έβγαινε και ωραία λάμψη, σαν χρυσοκόκκινη ακτίνα.

Ο ανόητος τύραννος χαιρόταν, νομίζοντας ότι απαλλάχθηκε από τους εχθρούς του. Τέλεσε χαρμόσυνη εορτή και πανήγυρη προς τιμή και μνήμη της μεγάλης θεάς Δήμητρας και οικοδόμησε μεγάλο θέατρο. Καθώς περνούσε ο βασιλιάς με όλο τον λαό και θυσίαζε στη βδελυρή θεά του, ένας ευσεβής, που λεγόταν Ζήνων, γεμάτος θείο ζήλο, φώναξε και του είπε: «Πλανήθηκες, βασιλιά, προσκυνώντας πέτρες και αναίσθητα ξύλα, που οδηγούν τους λατρευτές τους στην απώλεια. Μη μένεις τόσο ανόητος, Μαξιμιανέ, αλλά ύψωσε τα σωματικά και τα νοερά σου μάτια στον ουρανό, για να γνωρίσεις τον Κτίστη από τα κτίσματα».

Όταν τα άκουσε αυτά, αλλοιώθηκε από τον θυμό του το πρόσωπο του σκληρόκαρδου. Διέταξε να συντρίψουν με πέτρες το στόμα και τις σιαγόνες του. Τον χτύπησαν τόσο, ώστε έσπασαν όλα του τα δόντια, συνέθλιψαν τις σιαγόνες του και χύθηκε τόσο αίμα, ώστε έμεινε σαν νεκρός. Έτσι τον έβγαλαν έξω από την πόλη, ενώ ακόμα ανέπνεε λίγο, και του έκοψαν την αγία κεφαλή, όπως διέταξε ο βασιλιάς. Με αυτόν τον τρόπο ο γενναιότατος Ζήνων έλαβε με χαρά το στεφάνι του μαρτυρίου.

Τότε έφεραν στο δικαστήριο τον Δωρόθεο με τη συνοδεία του. Εκείνη την ημέρα επρόκειτο να σταλεί επιστολή από τον επίσκοπο Άνθιμο με έναν διάκονο. Ο Θεός όμως τον φύλαξε και δεν επέτρεψε να καεί, για να ωφελήσει και άλλους ο τρισμακάριος. Οι στρατιώτες βρήκαν έξω από τη φυλακή τον διάκονο με το γράμμα, τον συνέλαβαν και αυτόν και τον έφεραν μαζί με τους άλλους αγίους στο δικαστήριο.

Ο τύραννος, αφού διάβασε το γράμμα, που περιείχε κατηγορίες εναντίον των θεών και του ίδιου, οργίστηκε και ρώτησε τον διάκονο ποιος το έγραψε και πού κρυβόταν. Εκείνος απάντησε: «Ο αρχιεπίσκοπος Άνθιμος το έγραψε ως ποιμένας των λογικών προβάτων. Τα λόγια είναι του Αρχιποιμένα Χριστού, που μας δίδαξε να μη φοβόμαστε εκείνους που μπορούν να θανατώσουν μόνο το σώμα, γιατί την ψυχή δεν μπορούν να τη βλάψουν. Άκουσες ποιος έγραψε το γράμμα. Πού βρίσκεται δεν σου το λέω και δεν σε φοβάμαι».

Μη αντέχοντας την παρρησία της αγίας εκείνης γλώσσας, ο ασεβής διέταξε να την κόψουν και έπειτα να τον λιθοβολήσουν. Έτσι έλαβε το μακάριο τέλος ο διάκονος. Ο Μαξιμιανός, που ήταν πραγματικά διάβολος και όχι άνθρωπος, όσο έβλεπε ότι οι άγιοι δεν φοβούνταν τα βασανιστήρια, τόσο περισσότερο τους βασάνιζε.

Έδειραν λοιπόν τον Δωρόθεο και τους άλλους τόσο, ώστε οι δήμιοι κουράστηκαν, ενώ οι άγιοι ενισχύονταν ακόμη περισσότερο και έλεγχαν πιο σκληρά την ασέβεια του τυράννου. Εκείνος, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να τους νικήσει με τα βασανιστήρια, αποφάσισε τα εξής: να αποκεφαλίσουν τον Δωρόθεο, να κάψουν ζωντανό τον Μαρδόνιο, να ανοίξουν λάκκο και να θάψουν τον Μυγδόνιο, και στους άλλους τρεις, τον Ινδή, τον Πέτρο και τον Γοργόνιο, να δέσουν πέτρες μυλόπετρας στον λαιμό και να τους βυθίσουν βαθιά στη θάλασσα. Έτσι τελειώθηκαν οι καλλίνικοι μάρτυρες.

Όταν τα έμαθε αυτά η παρθένος Δόμνα, χάρηκε ιδιαίτερα για τον αγαπημένο της Ινδή, τον αληθινά σύμψυχο, που αξιώθηκε να γίνει μάρτυρας. Το ίδιο επιθυμούσε να πάθει και η ίδια η αείμνηστη και παρακαλούσε αδιάκοπα τον Κύριο να την αξιώσει μαρτυρικού θανάτου. Ο ουράνιος Νυμφίος δεν παρέβλεψε την προσευχή της. Αν και δεν αποκεφαλίστηκε, λογιζόταν κάθε ημέρα μάρτυρας κατά την προαίρεση.

Και η ίδια η ζωή και η σκληραγωγία της άσκησής της ήταν μεγάλο μαρτύριο: να είναι κρυμμένη κάτω από τη γη, σαν σε τάφο, σε σκοτεινό τόπο, να τρώει μόνο χόρτα και να πίνει μόνο νερό, εκείνη που είχε μεγαλώσει με ανέσεις στο παλάτι. Όλα αυτά τα γλυκά τα περιφρόνησε για χάρη του Νυμφίου της και κάθε μέρα λεύκαινε την παρθενική της στολή με δάκρυα. Γι’ αυτό και ο Θεός την αξίωσε να την κοκκινίσει με μαρτυρικά αίματα.

Ὡς φρουρόν σε καὶ βοηθὸν Δόμνα κατέχομεν, οἱ θεοσεβεῖς καὶ μορφήν σου ἀσπαζόμεθα, ἐκβοῶντές σοι μετὰ δακρύων καὶ προσευχῶν· Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ πρόσχες ἡμῖν, καὶ ἐλευθέρωσον λαόν, ἐξ ἐχθροῦ ἐπιθέσεων, λύτρωσαι δ’ ἐκ κινδύνων, αἱρετικῶν καὶ μανίας, τοὺς ἀνυμνοῦντας ἐν ᾠδαῖς, τὴν σὴν ἄθλησιν καὶ κοίμησιν.

Ας προσέξουμε λοιπόν να γράψουμε και το μακάριο τέλος της, και έτσι να ολοκληρώσουμε αυτή τη γλυκύτατη διήγηση.

Όταν άκουσε για τον Ινδή, που τον βύθισαν δεμένο από το όρος προς την πόλη, με ανδρική ενδυμασία, την οποία της είχε φορέσει η πνευματική της μητέρα Αγάπη, τον αναζητούσε και ένας χριστιανός της είπε ότι και αυτή τελείωσε τη ζωή της με μαρτύριο, μέσα στον ναό, όταν τους έκαψαν. Εκείνη δάκρυσε, επειδή δεν βρέθηκε και αυτή σε ένα τέτοιο μακάριο τέλος. Πήγε λοιπόν στον καμένο ναό και έκλαψε αρκετά. Έπειτα, το δειλινό κατέβηκε προς τον αιγιαλό, φωτισμένη από θεία χάρη, και εκεί βρήκε ψαράδες που ετοίμαζαν να ρίξουν το γριπό για να ψαρέψουν. Εκείνοι, βλέποντάς την ζωσμένη σαν άνδρα, της είπαν: «Έλα, νεαρέ, μαζί μας να ρίξουμε τα δίχτυα, για να πάρεις και εσύ το μερίδιό σου από τα ψάρια». Εκείνη δέχτηκε. Μπήκαν στο πλοιάριο και, βλέποντας τον χαρακτήρα της, την ομορφιά, την ευκοσμία και την ευλάβειά της, τη θαύμαζαν. Όταν τράβηξαν έξω τον γριπό, ήταν βαρύς και δεν μπορούσαν να τον σύρουν. Με δυσκολία τον έφεραν στη στεριά και βλέπουν πολλά ψάρια και τρία ανθρώπινα σώματα και θαύμασαν. Τα έβαλαν λοιπόν σε ένα μέρος και, θέλοντας να πάνε αλλού για ψάρεμα, έλεγαν και στην Αγία να φύγει. Εκείνη δεν θέλησε. Τότε της έδωσαν το μερίδιό της από τα ψάρια και έφυγαν.

Εκείνη, εξετάζοντας προσεκτικά τα λείψανα, αναγνώρισε τον αγαπημένο της Ινδή. Γι’ αυτό, κλαίγοντας θερμά με ευλάβεια, καταφιλούσε τους Αγίους και δόξαζε τον Θεό που της έστειλε ένα τέτοιο πολύτιμο δώρο. Τότε βλέπει ένα άλλο πλοιάριο που ερχόταν στη στεριά. Έτσι είπε στον επικεφαλής, τον οποίο αναγνώρισε από έναν λόγο ότι ήταν χριστιανός, να βγει έξω για να του μιλήσει για μια υπόθεση. Εκείνος βγήκε με χαρά και του έδειξε τους Αγίους, λέγοντάς του λεπτομερώς την άθληση και το τέλος τους. Ο ναύκληρος χάρηκε και, φέρνοντας καθαρές σινδόνες και λευκά ενδύματα, τους τύλιξαν και τους έθαψαν έξω από την πόλη, κοντά στο ποτάμι προς τη θάλασσα, εκεί όπου είχε τελειώσει και ο Δωρόθεος.

Ο ναύκληρος παρακαλούσε τη Δόμνα, νομίζοντας ότι ήταν άνδρας, να πάει στο σπίτι του και να μείνει σαν αδελφός του. Εκείνη απάντησε: «Σε ευχαριστώ για την καλή σου πρόθεση. Εγώ δεν αποχωρίζομαι από αυτά τα άγια λείψανα, γιατί σε λίγες ημέρες έρχεται και το δικό μου τέλος και θέλω να μείνει εδώ και το δικό μου σώμα και η ψυχή μου να μη χωριστεί ποτέ από τις άγιες ψυχές τους».

Ο πλοίαρχος της έδωσε, ως ευλαβής, θυμιάματα και πολλά αργύρια για να τα δαπανήσει στη φροντίδα των αγίων λειψάνων και έτσι έφυγε στον δρόμο του, παίρνοντας και τα ψάρια της Αγίας ως ένδειξη φιλίας. Εκείνη έμεινε προσευχόμενη και θυμιάζοντας κάθε ώρα με ευλάβεια τους Μάρτυρες και δεν απομακρύνθηκε καθόλου από εκεί. Όταν τα έμαθε αυτά ο δυσσεβής Μαξιμιανός, γέλασε πολύ, γέλιο άξιο για το μέλλον και για άπειρα δάκρυα, λέγοντας: «Πρέπει να λάβει και αυτή όμοιο θάνατο, επειδή τιμά τόσο αυτούς τους κακούργους μετά τον θάνατό τους και τους σέβεται άγνωστη και άσκοπα». Αφού είπε αυτά, έστειλε τους δημίους να της κόψουν το κεφάλι και έπειτα να την κάψουν αμέσως. Έτσι και αυτή η μακαρία έφυγε προς τον Κύριο.

Ο σοφός και ιερός Άνθιμος, αφού επέστρεψε πολλούς στη γνώση του Θεού με τα σοφά του διδάγματα και τα γραπτά του και παρακίνησε πολλούς στον αγώνα, έλαβε και αυτός το τέλος με μαρτύριο. Ο τύραννος τον αναζήτησε με ακρίβεια ώσπου τον βρήκε και, αφού πρώτα του επέβαλε πικρά και διάφορα βασανιστήρια, δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Μάλιστα ο ίδιος κουράστηκε περισσότερο να τον βασανίζει με πολλά μηχανήματα παρά εκείνος να υπομένει ραβδισμούς και μαστιγώσεις. Έτσι εξέδωσε εναντίον του την τελευταία απόφαση, να κόψουν την τίμια κεφαλή του, και έτσι και αυτός έφυγε προς τον Κύριο, στολισμένος με διπλό στέφανο, της αρχιερωσύνης και του αγώνα.

Η εορτή όλων αυτών των Αγίων τελείται μετά τα Χριστούγεννα, όπως και των νηπίων που φόνευσε ο Ηρώδης. Διότι όπως εκείνα, έτσι και αυτοί μαρτύρησαν για τον Χριστό μέσα από τη φωτιά, δύο μυριάδες ανώνυμοι και οι ονομαστοί που αναφέραμε πιο πάνω, δηλαδή Γλυκέριος, Ζήνων, Θεόφιλος, Μαρδόνιος, Δωρόθεος, Ινδής και Πέτρος, Μυγδόνιος, Αγάπη η θεοφιλής και Δόμνα, η πιο ωραία από όλους και αοίδιμη, προς δόξα του Χριστού, του αληθινού Θεού μας, στον οποίο ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Τον ελληνικό βίο τους τον συνέγραψε ο Μεταφραστής, με αρχή «Άρτι Μαξιμιανού», και σώζεται στη Μεγίστη Λαύρα, στη Μονή των Ιβήρων και σε άλλες.

 «Μέγας Συναξαριστής πάντων των Αγίων των καθ’ άπαντα τον μήνα Δεκέμβριον εορταζομένων», γνωστό και ως «Αμέθυστος του Νοητού Παραδείσου», του Κωνσταντίνου Χρ. Λουκάκη. Έκδοση 1η – Ψηφιοποίηση και απόδοση στην δημοτική: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ