Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

«Παναΐα μου, Παναΐα μου»

  «Ὁ τρώγων µου τὴν σάρκα καὶ πίνων µου τὸ αἷµα ἐν ἐµοὶ µένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. στ΄, 56).  (Δηλ.: Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὴν σάρκα µου καὶ πίνει τὸ αἷµα µου, ἑνώνεται µαζί µου εἰς ἕνα σῶµα καὶ συνεπῶς µένει αὐτὸς µέσα µου γινόµενος µέλος ἰδικόν µου καὶ ἐγὼ µένω εἰς τὸ ἐσωτερικόν του, τὸ ὁποῖον γίνεται ναός µου).

  • Ὁ π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος στὸ βιβλίο του «Ἐμπειρίες κατὰ τὴν θεία Λειτουργία» σημειώνει:

  «Τή Θεία Λειτουργία δέν τήν σκέφθηκαν καί δέν τήν ἔφτιαξαν ἄνθρωποι, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι. Εἶναι τό μεγάλο, τό ἀσύλληπτο, τό ἀνείπωτο, τό ἀνυπέρβλητο, τό θειότατο Μυστήριο, πού τό ἵδρυσε καί τό συνέστησε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Καί ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τή Θεία Λειτουργία συνεχίζοντας αὐτό τό πανάχραντο Μυστήριο.

  Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι καί Θυσία, διότι δι᾿ αὐτῆς συνεχίζεται ἀναιμάκτως ἡ Σταυρική Θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ᾿ αὐτήν συμμετέχουμε ὅλοι, ὡς λαός τοῦ Θεοῦ, κληρικοί καί λαϊκοί. Ἔτσι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι καί Κοινωνία τῶν πιστῶν, Κοινωνία Σώματος καί Αἵματος Χριστοῦ.

  Σέ βιογραφία, ἡ ὁποία γράφτηκε γιά τόν πατέρα Ἰάκωβο Τσαλίκη, τόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Δαυίδ, ἀπό ἕνα καθηγητή Πανεπιστημίου, πνευματικό του παιδί (τὸν μακαριστὸ Στ. Παπαδόπουλο), ἀναφέρεται τό ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός:

  «Τό μεγαλύτερο καί θαυμασιώτερο θαῦμα, πού τοῦ προσέφερε ὁ Θεός, ἔγινε τό πρωΐ τῆς 22ας Νοεμβρίου τοῦ 1975. Συγκλονίσθηκε τόσο πολύ ἀπό τό θαῦμα αὐτό, ὥστε ἀμέσως μετά τό κατέγραψε σέ ἕνα σημείωμα, τό ὁποῖο βρήκαμε μετά τήν κοίμησί του σ᾿ ἕνα τετράδιό του. Τό σημείωμα ἀρχίζει μέ τήν παραπάνω ἡμερομηνία καί περιλαμβάνει ἀκριβῶς τά ἑξῆς: “Τήν 22αν Νοεμβρίου, ἡμέρα Σάββατο, τό πρωΐ, εἰς τήν Ἁγίαν Προσ­κομιδήν, μετά τήν μνημόνευσι καί ἐν ὥρᾳ πού θά καλύψω τά Ἅγια Δῶρα, εἶδα ζωντανά – καί ἐν Ἁγιότητι ὁμολογῶ – ἕνα κομμάτι Αἷμα στεγνό, πού τό ἄγγιξα καί στό δάκτυλό μου. Πάνω στό δάκτυλό μου ἔμεινε τό Αἷμα! Φωνάζω τόν ἀδελφό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, τόν μοναχό πατέρα Σεραφείμ, τοῦ εἶπα τήν ὑπόθεσι καί μοῦ εἶπε: “Ἐμεῖς, πάτερ, δέν βλέπουμε τίποτα· ἀλλά εἶδες τί εἶναι;” Κι ἐγώ ἀπάντησα ὅτι πιστεύω καί προσκυνῶ ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός παρών. Εἶπα τρεῖς φορές “Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον. Κύριε ἐλέησον”.

† Ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος».

  • Στὸ ἴδιο βιβλίο ὁ π. Στέφανος ἀναφέρει καὶ τὸ ἀκόλουθο συγκλονιστικὸ γεγονός:

  «Στὶς ἀρχες τοῦ προηγουμένου ἔτους ἦλθε ἕνας χριστιανός γιὰ Ἐξομολόγηση ποὺ εἶχε παπποὺ ἱερέα σ’ ἕνα χωριὸ στὰ περίχωρα τῆς Δράμας. Ὅταν ἦταν μικρός, διακονοῦσε τὸν  παππού του, τὸν παπα-Γιώργη στὸ Ἱερὸ Βῆμα.

  Ὁ παπα-Γιώργης ἦλθε πρόσφυγας ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία μετὰ ἀπὸ τὶς σφαγὲς στὴ Σμύρνη καὶ τὸ κάψιμο τῆς πόλης. Ἦταν δέ, ἄν καὶ ἀγράμματος, εὐλαβέστατος.

  Τὸ ἐκκλησάκι τοῦ χωριοῦ ἦταν πτωχό, μὲ δάπεδο κακοστρωμένο ἀπὸ πρόχειρες πλάκες καὶ ὁ παπα-Γιώργης κάθε τόσο σκόνταφτε σ’ αὐτές.

Ἕνα Σάββατο ποὺ λειτουργοῦσε μὲ πέντε-ἕξι πιστούς, στὴν Μεγάλη Εἴσοδο, σκόνταψε καὶ παραλίγο νὰ σωριαστεῖ κάτω μὲ τὰ Τίμια Δῶρα. Ὁ ἐγγονός του τότε εἶδε ξαφνικὰ μία ὁλόλαμπρη Κυρία νὰ τὸν συγκρατῆ γιὰ νὰ μὴ πέση κάτω, καὶ νὰ τοῦ λέγη:

«Μὴ φοβᾶσαι… σὲ κρατάω καλά… προχώρα…».

  Τρέμοντας ὁ παπα-Γιώργης ἀπὸ τὴν ἱερὴ συγκίνηση, εἰσῆλθε μαζί Της μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα. Ἐκείνη, ἔκλεισε τὰ βημόθυρα τῆς Ὡραίας Πύλης καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ θυμιατό, γιὰ νὰ θυμιατίση, ὅταν τὰ Τίμια Δῶρα τοποθετήθηκαν ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα.

  Ὁ μικρὸς ἐγγονὸς τὰ ἔβλεπε ὅλα κατάπληκτος, ἄφωνος καὶ θαμπωμένος ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία τῆς μεγαλόπρεπης Ἐκείνης Κυρίας. Ἡ ψυχούλα του –καὶ δὲν τὸ ξεχνάει ποτὲ αὐτὸ– πλημμύρισε ἀπὸ ἱερὸ θαυμασμὸ καὶ δέος. Καθόλου ὅμως δὲν κατάλαβε τὸ πῶς τὸ θυμιατὸ ποὺ κρατοῦσε μὲ τὸ χεράκι του, βρέθηκε στὰ χέρια τῆς ὁλόλαμπρης Ἐκείνης Κυρίας, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Βασίλισσας τῶν Οὐρανῶν!

Συνῆλθε ὁ μικρός, εἶδε τὸν ἱερέα παππού του νὰ κλαίη. Σὲ κάθε αἴτηση, ἐκφώνηση καὶ εὐχὴ ποὺ διάβαζε, συνεχῶς ἐπαναλάμβανε τὴ λέξη: «Παναΐα μου!».

«Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον… Παναΐα μου».

«Ἄγγελον εἰρήνης… Παναΐα μου».

«Διὰ τῶν οἰκτιρμῶν… Παναΐα μου».

Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν… Παναΐα μου».

  Στὸν Καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων, τὸ ἴδιο. Εἰδικότερα στὸ «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, δεσποίνης ἡμῶν, Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας…», ἐκεῖ λυγμοί, ἐκεῖ δάκρυα πολλὰ καὶ πολλὲς φορές «Παναΐα μου». Καὶ  αὐτὸ συνεχίσθηκε μέχρι τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας.

  Ἀφοῦ ἔκανε καὶ τὴν Κατάλυση τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, εἶπε στὸν ἐγγονό του:

-Δὲ θὰ πῆς σὲ κανένα ὅ,τι εἶδες καὶ ὅ,τι ἄκουσες… σὲ κανένα, γιατί ἡ “Παναΐα” θὰ σοῦ κόψη τὴ γλώσσα…

Στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς (1941–1944) ἐμφανίσθηκε ξανὰ ἡ Παν­αγία στὸν παπα–Γιώργη, γιὰ νὰ τὸν βοηθήση καὶ νὰ τὸν στηρίξη -ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων- δύο χρόνια πρὶν κοιμηθῆ.

Ἀπὸ τότε ὁ παπα-Γιώργης μέρα–νύχτα, συνεχῶς μουρμούριζε «Παναΐα μου!». Μ’ αὐτὴ τὴν ἔκφραση τὸν πείραζαν καλόκαρδα οἱ συγχωριανοί του, ποὺ ἦσαν συγχρόνως καὶ τὰ λογικά του πρόβατα.

  Ἐκοιμήθη ὁσιακῶς. Ἕνα πρωϊνὸ ποὺ ἦταν ἀδιάθετος, ἄνοιξε ὁ γιός του (ὁ πατέρας τοῦ ἐξομολογουμένου) τὴν πόρτα του καὶ τὸν εἶδε γονατιστὸ μὲ τὰ γεροντικά του χέρια ὑψωμένα καὶ λουσμένο μέσα σ’ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς νὰ ψελλίζει:

-Παναΐα μου… Παναΐα μου… Παναΐα μου, ἔρχομαι…

  Παρέλαβε τὴν ψυχή του Ἐκείνη, τῆς Ὁποίας τὸ Ὄνομα δὲν ἔλειψε ποτὲ ἀπὸ τὰ χείλη καὶ τὴν καρδιά του».