Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Ἡ γυναίκα τοῦ Μαλῆ* (ἀπόσπασμα)

Τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου
Ἡ μαύρη ἡ γυναίκα μου. Πέθανε πέρσι τέτοιον καιρό. Μά δέν ἦταν σάν ὅλες! Ἦταν γυναίκα πού λές ἡ Βάντα! Τί νά στά λέω.
Δέν εἴμαστε παντρεμένοι ἑπτά μῆνες πού ὁ σατανᾶς ὁ ἀφορεσμένος τώβαλε νά κάμω τό φόνο καί νά πάρω τά βουνά. Φυγοδίκησα.
Ἄφηνα μιά γυναίκα πίσω μου, τήν ἴδια γιά τό σπίτι, γιά τό χωράφι, γιά τά πρόβατα, γιά τό παιδί πού θἄκανα σέ δύο μῆνες. Καί τἄβγαλε πέρα ἡ ἄραχλη!1
Κόπηκε, πού λές, χίλια κομμάτια, καί τό σπίτι ἔβγαζε καπνό, καί τό χωράφι καλαμπόκι, καί τά πρόβατα βόσκαγαν, καί τό παιδί τραγουδιότανε στήν κούνια. Αὐτά θά πεῖς; Αὐτά εἶναι μικρά πράγματα.
Τό μεγάλο εἶναι τοῦτο. Τ’ ἀποσπάσματα ἔμπαιναν στό σπίτι, ἔχυναν τ’ ἀλεύρι, φοβέριζαν τό παιδί, ἔκαναν κατάλυμα, βάζανε μαχαίρι στό κοτέτσι. Ἡ γυναίκα στέκονταν βράχος.
Τώρα τούς ἔβριζε, ὕστερα τούς ξεγέλαγε, τούς ξαναβρίζε, τούς ἔπαιρνε μέ τό καλό.
Μιά φορά εἶχα κατεβεῖ τή νύχτα στό σπίτι μου καί τό πρωΐ μέ πῆραν μυρωδιά οἱ χωροφυλάκοι. Ὥς πού νά στρίψω σέ δύο τρία σπίτια, πέντε τουφεκιές ἀπό πίσω μου.
Τή γλύτωσα. Οἱ σταυρωτῆδες2 ἀπό κοντά μου, ἀλλά τοῦ κάκου. Μ’ ἔχασαν. Ἕνας χωροφύλακας σέ λίγη ὥρα μέ πετυχαίνει κοντά στή βρύση. Σηκώνει τό ὅπλο. Ἡ γυναίκα μου τοῦ πιάνει τά χέρια, τόν κυλάει κάτω, ἀρχίζει τό πάλεμα.
Ὡς νά παλέψει ὁ χωροφύλακας τό θηλυκό, ἐπῆρα καιρό καί χάθηκα στά πλατάνια. Ἔμαθα ὕστερα πώς ἡ Βάντα τοῦ πῆρε τό ὅπλο, κι ἐκεῖνος πάει στό Στρατοδικεῖο.
Δεκαπέντε χρόνια αὐτή ἦταν ἡ ζωή μου. Ἡ γυναίκα μου νά παλέβει μέ τ’ ἀποσπάσματα, νά δέρνεται, νά δέρνει, νά τῆς χύνουν τό καλαμπόκι, κι αὐτή νά τό μαζεύει σπυρί μέ σπυρί.
Αὐτό τό θηλυκό τό κοντούλικο -μιά χαψιά ἤτανε- μέσα σ’ αὐτό τό χαροπάλεμα3 ἔσκαβε τό χωράφι, βοσκοῦσε τά πρόβατα, ἁλώνιζε, κρατοῦσε τό σπίτι, μεγάλωνε τά παιδιά μας, γιατί ἑφτά τἄκαμεν ὅλα.
Τέλειωσεν αὐτή ἡ ζωή. Μέ λάβωσαν, παρουσιάστηκε, μ’ ἔρριξαν σέ μιά φυλακή πέντε μέρες μακριά ἀπ’ τό χωριό. Μία μέρα κοιτάζοντας τά βουνά ἀπ’ τό παραθύρι τῆς φυλακῆς βλέπω ἀπό κάτου ἄξαφνα τή γυναίκα μου.
-Σ’ εἶσαι, ὁρή Βάντα;
-Ναί
-Μοναχή, ὁρή;
Δεν ἦταν μοναχή. Ἦρθε μέ τά πόδια, πέντε μέρες δρόμο, σέρνοντας τά ἑφτά παιδιά, τό μουλάρι καί τό βόϊδι. Τό σπίτι μας, καταλαβαίνεις, τ’ ἄνοιξε κοντά στή φυλακή. Ἐπούλησε τό μουλάρι καί πῆρε τό μαγαζί τῆς φυλακῆς.
Ἔβαλε τήν ποδιά, ἔγινε μαγαζάτορας. Κατάφερε νά πάρει στή φυλακή ἐλεύθερο τό ἔμπα καί τό ἔβγα. Μαγέρευε γιά τούς φυλακισμένους καί γιά τούς στρατιῶτες. Ἐπλένε τά σκουτιά4 τους. Τά παιδιά μας τά σκόρπισε δουλευτάδες στή χώρα, ἄλλα τά κράτησε μέσα στό μαγαζί.
Μέ τέτοιον τρόπο ἔμπαζε οὖζο γιά τούς φυλακισμένους μέσα στό ψωμί καί μέσα στά ροῦχα της -αὐτή ἡ δουλειά ἔφερνε λεφτά- πού ἐστράβωσε τή φρουρά, δέν τήν ἔπαιρνε κανείς χαμπάρι.
Δέν ἦταν πράμα πού δέν τὤκανε γιά νά μή μᾶς λείψει τό ψωμί. Εἶχα τό σπίτι μου ἀπ’ ὄξω ἀπ’ τή φυλακή, ἔβλεπα τόν καπνό τοῦ σπιτιοῦ μου, τζάκι δικό μου, νοικοκυριό.
Δεκατρία χρόνια τούτη ἡ δουλειά. Στά δεκατρία ἦρθε κι ἔλιωσε. Δούλεψε, δούλεψε, μά στό στρῶμα δέν ἔπεφτε. Τίς μέρες πού κόντεβα νά βγῶ, μία νύχτα κρύα, μπῆκε τέλος ὁ Χάρος μέσ’ τό μαγαζί, καί τήν ἤβρέ πού ἐπλένε, Ἔπεσε μεσ’ στή σκάφη…».
Ὁ Μαλῆς ξανατράβηξε βαθειά τή σκαλισμένη πίπα.
-Πολλές φορές, εἶπε ὁ ἄντρας εἶναι ἄντρας γιατί τόν κάνει τέτοιον μιά γυναίκα, μιά τόση δά γυναίκα, πού δέν τήν παίρνεις γιά μισό μερδικό.
Ἐγώ τώρα, καθώς καταλαβαίνω, δέν εἶμαι γιά νά φάω γλυκό ψωμί. Μέ τραβάει τό βουνό. Δεκαπέντε χρόνια τό τήραγα5 ἀπ’ τό παραθύρι τῆς φυλακῆς… Βρέ μου καμμιά δουλειά.
-Σάν τί δουλειά; Νά σέ βάλω σέ καμμιά πόρτα; Νά φυλᾶς τίποτα ὑλικά…
-Ὀρέ αὐτά εἶναι καμπίσια πράματα, πού εἶμαι γώ γιά τέτοια! Βάλε με σέ τίποτα ἀμπέλια δραγάτη6 νά γλέπω καί τά βουνά.
Σπίτι δέ μοῦ πάει τώρα, μόνο σέ δραγατσιά μπορῶ νά ξανασάνω λίγο. Ἄιντε ὀρή Βάντα, κατακαϋμένη Βάντα, νά φαινόσουν ἀπό καμμιά μεριά!
(* Τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ἀπό τή συλλογή διηγημάτων, Βιβλιοπωλεῖο τῆς Ἑστίας, 1927)
1 (η) άραχλη: εγκαταλελειμμένη, μόνη, δυσάρεστη
2 (ο) σταυρωτής: χωροφύλακας, βασανιστής
3 (τό) χαροπάλεμα: ἐπιθανάτια ἀγωνία, βιοπάλη
4 σκουτιά: ροῦχα
5 τήραγα: κοιτοῦσα
6 (ὁ) δραγάτης: ὁ ἀγροφύλακας