Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Ὁ λόγος τοῦ Μητρ. Δημητριάδος εἶναι ὑπόδικος!

Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, θεολόγος

  Οἱ ἁγιορεῖτες Μοναχοί Παΐσιος καί Ἐπιφάνιος σέ κριτική πού ἄσκησαν τό 2017, λίγο μετά τήν σύνοδο τῆς Κρήτης, στό κείμενο τοῦ κοιμηθέντος Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, «Συνοδικότητα καί Πρωτεῖον», στήν εἰσαγωγή ἀναφέρουν ὅτι꞉ «Μέ ὅλον αὐτόν τόν σχολιασμόν θέλουμε νά κραυγάσωμε καί νά σαλπίσωμε ὅτι ὁ ἐχθρός εἶναι ἐντός τῶν τειχῶν, ὄχι ἐκτός. Θέλουμε νά δείξωμε τό ἐπικίνδυνο καί τό δηλητηριῶδες τῆς θεολογίας πού παράγεται ἀπό τόν Μητρ. Ζηζιούλα. Ὁ λόγος του, εἶναι ΥΠΟΔΙΚΟΣ ἐνώπιον μιᾶς Ὀρθοδόξου Γενικῆς Συνόδου. Φανερῶς καί ἀφανῶς, διδάσκει πλῆθος αἱρέσεων. Σέ ἀδαεῖς, ἀγνοοῦντας, ἡμιμαθεῖς καί ὀσφυοκάμπτας, ἔχει γίνει ἀντικείμενον θαυμασμοῦ. Πλεῖστοι τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων μας ἀδιαφοροῦν ἀπέναντί του καί ἀγνοοῦν τά κείμενά του, ἔχουν ὅμως ἀφομοιώσει καί οἰκειοποιηθεῖ τά συμπεράσματά του, κατά την φοίτησίν τους σέ Πανεπιστημιακές Σχολές. Ἀλλά, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ ἀπό σύγχρονο πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, “δέν εἴμασθε ἀθῶοι μέσα στήν ἄγνοιά μας”».

Ἡ τραγικότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

  Ἑπτά χρόνια μετά τήν παρουσίαση αὐτῆς τῆς κριτικῆς καί ἐπειδή δέν ἔχει στηλιτευθῆ ἡ δηλητηριώδης καί ἐπικίνδυνη θεολογία τοῦ Σεβασμιωτάτου, λόγω τῆς ὀλέθριας ἀδιαφορίας καί σιωπῆς τῶν ποιμένων, συνεχίζει ἡ θεολογία αὐτή νά ἀναπαράγη βλάσφημες ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν διαμορφώσει ἕνα νέο θεολογικό πλαίσιο, «ὀρθόδοξης» ἐκκλησιολογίας.

  Τά βασικά σημεῖα τῆς δηλητηριώδους καί ἐπικίνδυνης νέας ἐκκλησιολογίας, θεμελιωμένης στίς αἱρετικές θέσεις περί ἐπισκόπου τοῦ Μητρ. Ζηζιούλα, παρουσίασε καί ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰγνάτιος σέ εἰσήγησή του στό Συνέδριο, πού διοργάνωσε ἡ Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν προσφάτως, μέ τίτλο «Τό Λειτούργημα τοῦ Ἐπισκόπου στόν 21ο Αἰώνα».

  Μέ τά λεχθέντα τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἰγνατίου γίνεται κατανοητό πόσο βαθειά ἔχει ἐπηρεασθῆ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τόν Μητρ. Ζηζιούλα, κάτι τό ὁποῖο γίνεται καταφανές μέ τά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό σύνολό της. Δηλαδή, ἡ ἐπιβολή παπικοῦ πρωτείου ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἀνταγωνισμός μεταξύ τοῦ Φαναρίου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, τό σχίσμα, ἡ σύγκλιση μέ τήν παπική ἐκκλησία καί τήν θεολογία της, κάνουν φανερό πόσο ἀναγκαία εἶναι σήμερα ἡ σύγκληση μίας Συνόδου, ἡ ὁποία θά καταδικάση τίς αἱρετικές αὐτές δοξασίες. Ὅμως τό ἐρώτημα πού τίθεται, πού κάθε ἄλλο παρά ρητορικό εἶναι, κατά τό πόσο πιθανόν εἶναι οἱ νῦν ἐπίσκοποι ἐμποτισμένοι ὄντες σέ αὐτήν τήν αἱρετική θεολογία νά συγκαλέσουν Σύνοδο, πού θά καταδικάση τά ἴδια τά πιστεύω τους; Ἀναδεικνύοντας ἔτσι τήν τραγικότητα στήν ὁποία ἔχει περιέλθει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας, τήν στιγμή μάλιστα πού αὐτή ἡ θεολογία ὄχι μόνον τήν ἑλληνόφωνη ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἐμποτίσει ἀλλά καί τήν σλαβική.

  Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἰγνάτιος σημειώνει μεταξύ τῶν ἄλλων ὅτι «Ἡ κατανόηση τῆς θέσης καί τοῦ ρόλου τοῦ Ἐπισκόπου μέ τόν τρόπο πού ἀναφέρθηκε παραπάνω, προϋποθέτει τήν, ἔστω καί κωδικοποιημένη, ἀναφορά σέ τρεῖς ἐνδεικτικές, πλήν θεμελιώδεις, ἀρχές τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας ἀναφορικά μέ τόν Ἐπίσκοπο, τίς ὁποῖες εὐθύς θά ἐπιχειρήσουμε. α) Ὁ Ἐπίσκοπος ὡς προεστώς τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν εὐχαριστιακή κοινότητα ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀνάδειξη τοῦ πρωταρχικοῦ ρόλου τοῦ Ἐπισκόπου, ὡς προεστώς τῆς Εὐχαριστίας. Ἄν ἡ “ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις” καί ἄν τά “μυστήρια” αὐτά δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό τήν Εὐχαριστία, τότε ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομεῖται καί φανερώνεται σέ κάθε εὐχαριστιακή σύναξη, μέ τόν Ἐπίσκοπο προεστώτα. β) Ὁ Ἐπίσκοπος ὡς θεματοφύλακας τῆς πίστης καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης. …Ὡς τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού ἐγγυᾶται τήν ἑνότητα στήν πίστη, τήν ἀκεραιότητα καί ὀρθότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ὅπως αὐτή πηγάζει ἀπό τήν εὐχαριστιακή ἐμπειρία ἀλλά καί ὅπως ἐπιστρέφει σέ αὐτήν, ἀνατροφοδοτώντας την μέ τίς προϋποθέσεις πού ἀπαιτοῦνται, γιά νά εἶναι μία λατρευτική σύναξη. γ) Ὁ Ἐπίσκοπος ὡς ἐγγυητής τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καί καθολικότητας. …ἀναδεικνύεται ὁ ρόλος τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος, ἐκφράζοντας τήν εὐχαριστιακή συνείδηση τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας, καλεῖται νά ἀποτελέσει γέφυρα ἀγάπης μέ τίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες, ὡς ἐγγυητής τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Μέ τήν συνοδικότητα, ἡ εὐχαριστία ὡς κοινωνία τῆς ἀληθοῦς πίστης καί τῆς ἀγάπης, ἀναδεικνύει μέ ἀμοιβαῖο τρόπο, τόσο τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα, ὅσο καί τήν καθολικότητα».

  Ὁ Οὐρανοφάντορ Μέγας Βασίλειος σέ λόγο του κατά τοῦ δυσσεβοῦς Εὐνομίου τονίζει, «ἐπειδή ὁ ἐχθρός τῆς ἀληθείας, πού μέ διαφόρους “προσθήκας” κάνει τό κακόν νά πλεονάζη, τώρα, ἐκτός ἀπό τά “ζιζάνια” πού εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐπέσπειρε εἰς τήν Ἐκκλησία, εὑρών ὡς ὄργανά του ἀνθρώπους πού ἔγιναν δοχεῖα ὅλων μαζί τῶν πονηριῶν του, ὑπό ἕνα ἀπατηλό ἐπικάλυμμα χριστιανοσύνης μᾶς παρεισάγει διά αὐτῶν τήν ἄρνησιν τῆς θεότητος τοῦ Μονογενοῦς· καί μέ βάσιν τήν ματαίαν αὐτήν ἐξωχριστιανικήν σοφίαν ἀναταράσσει τήν ἁπλῆν διδασκαλίαν τοῦ θείου Πνεύματος καί μέ τήν πειστικότητα τῶν λόγων του ἐξαπατᾶ τούς περισσότερον ἀπονήρευτους».

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τῶν Ἐπισκόπων

  Κατ’ ἀνάλογον τρόπο ἐπισπείρει ζιζάνια καί ὁ Μητροπολίτης Ἰγνάτιος μόνον πού αὐτός δέν ἀρνεῖται (εὐθέως) τήν θεότητα τοῦ Μονογενοῦς, ἀλλά ὑποστηρίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν συγκροτεῖ­ται ὡς σῶμα Χριστοῦ περί τόν Χριστό καί ἐν Χριστῷ, ἀλλά περί τόν ἐπίσκοπο. Διακρίνεται εὐθέως δηλαδή ὁ ἐπίσκοπος, ἀπό τήν λοιπή ἐκκλησία, ὡς νά μήν εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κάτι πού ὑπέρκειται αὐτῆς. Ὁ Σεβασμιώτατος, λέγοντας ὅτι «ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομεῖται καί φανερώνεται σέ κάθε εὐχαριστιακή σύναξη, μέ τόν Ἐπίσκοπο προεστώτα», ἐπιβεβαιώνει ἀφ’ ἑνός τήν ξένη πρός τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία διάκριση μεταξύ ἐκκλησίας καί ἐπισκόπου, ἀφ’ ἑτέρου, ἐπ’ αὐτῆς τῆς διακρίσεως, δομεῖ τήν ἔννοια τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου, τό ὁποῖον ὡς λογική συνέπεια καί κατάληξη, ἔχει τήν παραδοχή ὕπαρξης πρώτου μεταξύ πρώτων (μέ τόν ρόλο αὐτό νά τόν καταλαμβάνη ὁ Κωνσταντινουπόλεως). Ἐπιπλέον, ὁ ἐπίσκοπος, ἀπό λειτουργός τοῦ ὑψίστου, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μόνου κέντρου τῆς χριστιανικῆς λατρείας, καθόσον εἶναι ὁ μόνος σωτήρ, στήν νέα ἐκκλησιολογία, καθίσταται αὐτός πιά τό κέντρο τοῦ μόνου μυστηρίου πού θεωρεῖται πλέον ὡς τό μόνο σημαῖνον, αὐτοῦ τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τήν ὁποία προτάσσουν καί αὐτοῦ τοῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν γέννηση τοῦ Χριστιανοῦ στήν καινή ζωή τῆς σωτηρίας! Μέ ἄλλα λόγια ἔχουμε ἕναν Χριστό ἐξορισμένο στούς οὐρανούς καί τόν ἐπίσκοπο τόν μόνο ἐκπρόσωπό του ἐπί τῆς γῆς.

  Σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας στό σύγγραμμά του “Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν”꞉ «Διότι δέν μεταλαμβάνουν πραγματικά ὅλοι αὐτοί στούς ὁποίος δίδει ὁ ἱερεύς, ἀλλά ὁπωσδήποτε μόνον ἐκεῖνοι στούς ὁποίους δίδει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ ἱερεύς δίδει γενικά σέ ὅλους τούς προσερχόμενους, ὁ δέ Χριστός στούς ἀξίους νά μετάσχουν. Ἀπό αὐτά εἶναι φανερό ὅτι μόνον ἕνας εἶναι αὐτός πού τελεῖ τό μυστήριο γιά τίς ψυχές καί ἁγιάζει ζωντανούς καί ἀποθανόντας, ὁ Σωτήρ».

  Ἀπό τό κείμενο τοῦ ἁγίου Νικολάου δέν προκύπτει πουθενά ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἀποτελεῖ τό κέντρο καί τήν ἑνότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἤ -ἀκόμη χειρότερα- ἀποτελεῖ τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί αὐτόν πού λειτουργεῖ ὡς ὁ μόνος διάμεσος, μεταξύ Θεοῦ καί Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμολογοῦν ὅτι ὅλη ἡ θεία Λειτουργία ἀλλά καί ὅλα τά μυστήρια εἶναι ἀκραιφνῶς χριστοκεντρικά καί ὄχι ἐπισκοποκεντρικά. Γιά αὐτό στήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀλλά καί ὅλης τῆς θείας Λειτουργίας δεσπόζει ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς θύτου καί θύματος, γιά νά καταδείξη ὅτι αὐτή ἔχει ἀποκλειστικά καί μόνον χριστοκεντρική λειτουργική νοηματική. Ὁμοίως, τά μυστήρια χαρακτηρίζονται ὡς ὁμοταγῆ μεταξύ τους, δηλαδή τῆς αὐτῆς τάξεως, δίχως κάποιο ἀπό αὐτά νά πρωτερεύει ἔναντι τῶν ἄλλων.

  Ὁ Μητροπολίτης Ἰωάννης Ζηζιούλας σέ ἄρθρο του μέ τίτλο “Ὁ ἐπίσκοπος ὡς προεστώς τῆς θείας εὐχαριστίας” ἔχει γράψει μεταξύ τῶν ἄλλων τό ἑξῆς ἀπαράδεκτο «Τό γεγονός ὅτι ὁ ἱερεύς, ὅταν πρόκειται νά τελέσει τήν Θεία Εὐχαριστία λαμβάνει καιρόν… καί ἀπό τόν θρόνον τοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καί ἄν εἶναι κενός, δείχνει ὅτι καί ὅταν ἀκόμη δέν λειτουργεί ὁ Ἐπίσκοπος, αὐτός εἶναι τό κέντρο τῆς Θείας Εὐχαριστίας»!

  Ἆραγε καί μόνον αὐτή ἡ σκέψη τοῦ Σεβασμιωτάτου δέν προδίδει τήν διάθεση τῆς ἀξιώσεως ὑπεροχικῆς δεσποτικῆς θέσεως ἔναντι τοῦ Ἀρχιερέα Χριστοῦ; Φαίνεται ὅτι ὁ κοιμηθείς Μητροπολίτης καί οἱ ὁμοϊδεάτες του, ὅπως ὁ Μητροπολίτης Ἰγνάτιος, λησμονοῦν ὅτι ὁ δεσποτικός θρόνος, στόν ὁποῖο κάθεται ὁ ἀρχιερέας κατά τήν θεία Λειτουργία εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ καί δέν εἶναι ποτέ κενός! Ἆραγε, μήπως ἡ ἐκδίωξη τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, πού παρατηρεῖται τό τελευταῖο διάστημα στήν Μητρόπολη Περιστερίου καί ὄχι μόνον, καί ἡ ἀντικατάστασή του ἀπό τόν δεσποτικό θρόνο δικαιολογεῖται ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς ἔχουν λησμονήσει ὅτι ὁ θρόνος δέν εἶναι δικός τους, ἀλλά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ; Εἶναι λογικό, σύμφωνα μέ τούς ἰδίους, ἐάν ἰσχυρίζωνται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι τό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ θεματοφύλακας τῆς πίστης καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης καί ὁ ἐγγυητής τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καί καθολικότητας, τότε νά θεωροῦν καί ὅτι ὁ δεσποτικός θρόνος εἶναι δικός τους καί ὄχι τοῦ Ἀρχιερέα Χριστοῦ, κάτι τό ὁποῖο εἶναι ὅμως βλασφημία στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας.

Ἡ ὀρθὴ κρίσις δὲν εἶναι προνόμιον μόνον τῶν Ἐπισκόπων

  Ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τονίζουν ὅτι, ἐκεῖνο πού ἑνοποιεῖ τούς πιστούς στήν Ἐκκλησία, πού τούς κάνει ἕνα καθολικό σῶμα, ἐκεῖνο πού κάνει τήν Ἐκκλησία ἕνα καί ἀδιάσπαστο ὀργανικό θεανθρώπινο σῶμα εἶναι ἡ ἐν πίστει μετοχή στήν σωτηριώδη χάρι, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τήν ἅπαξ προσφερθεῖσα θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄκτιστη θεία χάρις εἶναι αὐτή πού συνέχει καί τελειοποιεῖ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ὁποίου κεφαλή εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός καί ὄχι κάποιος δεσπότης ἤ Πρῶτος. Αὐτή εἶναι πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε ὁ θεῖος Παῦλος τονίζει «πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου».

  Στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιεῖται πραγματικά καί χαρισματικά ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, «ἐγώ ἐν αὐτοῖς». Τό «ἐν αὐτοῖς», τελεσιουργεῖται ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς Ἐκκλησίας, χάριν ὅλων τῶν πιστῶν, καί τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ ἐπίσκοπος δέν ὑπέρκειται τῆς Ἐκκλησίας, ὡς νά εἶναι κάτι πού ἔχει σωθῆ, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι χρήζουν σωτηρίας, ἅπαντες χρήζουν μετανοίας. Κατά συνέπεια τήν σωτηριώδη ἑνότητα μέ τόν τριαδικό Θεό, πού ἀποτελεῖ τήν ἑνότητα καί καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐν συνόλῳ, τήν ἐγγυᾶται ἡ ἀποκλειστικῶς, ἡ ἐν Χριστῷ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἡ παρουσία τοῦ ἐγγυητῆ ἐπισκόπου.Ἄλλωστε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν Κατά Ἀρειανῶν τρίτο Λόγο του εἶναι σαφής, λέγοντας ὅτι «τό Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο, πού ὑπάρχει ἐν τῷ Θεῷ, καί ὄχι ἡμεῖς οἱ ἴδιοι· καί καθώς ἀκριβῶς εἴμεθα υἱοί καί θεοί τοῦ Λόγου πού ἔχομεν ἐν ἡμῖν, ἔτσι θά εἴμεθα ἐν τῷ Υἱῷ καί ἐν τῷ Πατρί, καί θά θεωρηθῶμεν ὅτι ἐγίναμεν ἕν ἐν Υἱῷ καί ἐν Πατρί, χάρις εἰς τό Πνεῦμα πού εἶναι ἐν ἡμῖν», καί ὄχι χάρις σέ κάποιον ἐγγυητή ἐπίσκοπο.

  Ὅμως, ἐάν ἀποδεχθοῦμε κάποιον Πρῶτο ὡς ἐκφραστή καί ἐγγυητή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, τότε ἀναπόφευκτα πρέπει νά ἀποδεχθοῦ­με ὅτι καί κάποιοι Πρῶτοι καταδικασθέντες ὡς αἱρετικοί διασφάλιζαν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν αἵρεσή τους, κατά τήν χρονική περίοδο πού κατεῖχαν τήν διοικητική θεσμικά θέση τους. Ἐπίσης, ἡ πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἡ ὀρθή κρίση δέν εἶναι πάντοτε ἀποτέλεσμα πλειοψηφίας οὔτε ὅτι εἶναι προνόμιο μόνον τῶν ἐπισκόπων ἤ τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν διακόνων ἀλλά καί τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ πολλές φορές ἐγγυητές καί θεματοφύλακες τῆς Πίστεως καί τῆς Παραδόσεως ὑπῆρξαν ἁπλοί διάκονοι, ὅπως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἤ ἁπλοί μοναχοί, ὅπως ὁ ἅγιος Μάξιμος ἤ ἕνας ἐπίσκοπος, ὅταν τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων βρίσκονταν στήν πλάνη, ὅπως ἡ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός.

  Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι εἰκοσιπέντε ἐν συνόλῳ ληστρικές, ἄκυρες σύνοδοι ἔχουν συγκληθῆ. Καί συγκεκριμένα, μόνον ἀπό τό 1054, τήν ἐποχή τοῦ πρώτου σχίσματος, μέχρι τό 1453 ἔγιναν δέκα τρεῖς ἑνωτικές ψευδο-σύνοδοι. Τά τελευταῖα μάλιστα πέντε χρόνια ἔχουμε δύο ψευδο-συνόδους, μία στήν Κρήτη ἐν κρυπτῷ καί παραβίστῳ, ὅπου εἰκοσιτέσσερις ἐπίσκοποι δέν εἶχαν οὔτε ψῆφο οὔτε λόγο καί ἡ ψευδο-σύνοδος τό 2018 στήν Κωνσταντινούπολη, πού δημιούργησε τήν ναζιστική κακέκτυπη ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, μέ σκοπό νά δημιουργηθῆ ἀνύπακτο οὐκρανικό ἔθνος, θρησκεία καί κράτος. Εἶναι δυνατόν οἱ ἐπίσκοποι αὐτῶν τῶν συνόδων νά ὀνομάζωνται ἐγγυητές καί θεματοφύλακες τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως;

  Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης σέ λόγο του μᾶς τονίζει ὅτι «Σήμερα προσπαθοῦν νά γκρεμίσουν τήν πίστη, γιά αὐτό ἀφαιροῦν σιγά-σιγά ἀπό καμιά πέτρα, γιά νά σωριασθῆ τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Ὅλοι ὅμως εὐθυνόμαστε γιά τό γκρέμισμα αὐτό· ὄχι μόνον αὐτοί πού ἀφαιροῦν τίς πέτρες καί τό γκρεμίζουν, ἀλλά καί ὅσοι βλέπουμε νά γκρεμίζεται καί δέν προσπαθοῦν νά τό ὑποστυλώσουμε». Ὅσο ἀδιαφοροῦμε τόσο τό κακό καί οἱ ἀδαεῖς,  οἱ ἀγνοοῦντες, οἱ ἡμιμαθεῖς καί ὀσφυοκάμπτες, θά ἀποθρασύνωνται.

https://orthodoxostypos.gr