Τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024
Τὸ ἐπίθετο Χρυσόστομος τοῦ δόθηκε ἐνωρὶς –ἤδη ἀπὸ τὸν 6ο
αἰῶνα– ἀπὸ τοὺς ἀκροατὰς καὶ ἀναγνῶστες του καὶ δείχνει τὴν ἐκτίμησι
τῆς κοινῆς γνώμης γιὰ τὸ ῥητορικό του χάρισμα. Κυρίως ὅμως δείχνει τὴν
ἀγάπη στὸ ἱερὸ πρόσωπό του γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων καὶ τὴν ἀκεραιότητα
τοῦ βίου του.
Γιὰ νὰ ἐκτιμήσουμε καλύτερα τὴν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου πατρός,
θὰ μιλήσουμε τώρα γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ οἱ
ἐνέργειές του συνδέονται μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Τὸ πρόσωπο
αὐτὸ εἶνε ὁ Εὐτρόπιος. Θὰ ἐπικαλεσθοῦμε καὶ μαρτυρίες εἰδικῶν
ἐπιστημόνων γιὰ νὰ φωτίσουν τὰ πράγματα. Ποιός ἦταν ὁ Εὐτρόπιος;
* * *
Ἦταν δικτάτορας. Ἔχοντας τὴν
εὔνοια τῆς βασιλίσσης εἶχε γίνει ὁ φόβος καὶ τρόμος ὅλων. Ἕνας μόνο
δὲν τὸν φοβόταν· ὁ Χρυσόστομος.
Οἱ ἱστορικοὶ ἀναφέρουν ὅτι, ὅταν στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς
Κωσταντινουπόλεως βασίλευε ὁ νεαρὸς Ἀρκάδιος (384-408 μ.Χ.), ἰσχυρὸς
παράγων στὴν διοίκησι τοῦ κράτους βρέθηκε ὁ εὐνοῦχος Εὐτρόπιος.
Πῶς τὰ κατάφερε; Ὑποσκέλισε μὲ δόλιο τρόπο τὸν πρωθυπουργὸ ῾Ρουφῖνο·
ἔβαλε τὸ Γότθο στρατηγὸ Γαϊνᾶ καὶ τὸν φόνευσε. Πῆρε ἔτσι αὐτὸς τὴ θέσι
τοῦ Γαϊνᾶ καὶ ἔγινε πρωθυπουργός.
Στὸ ἐνεργητικό του εἶχε δύο μεγάλες ἐπιτυχίες. Κατάφερε πρῶτον
νὰ δώσῃ στὸν Ἀρκάδιο ὡς σύζυγο – βασίλισσα, ἀντὶ τῆς κόρης τοῦ
῾Ρουφίνου, τὴν Εὐδοξία, κόρη τοῦ φράγκου στρατηγοῦ Βαύτωνος (βλ.
Σαράντου Καργάκου, Ἡ αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως, ἐκδ. Σιδέρης,
Ἀθῆναι 20152, τ. Α΄, σσ. 169-171). Ἡ ἄλλη τώρα ἐπιτυχία του ἦταν ἡ
ἑξῆς.
Τὸ ἔτος 397 μ.Χ. πέθανε ὁ Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος καὶ ὁ
ἀρχιεπισκοπικὸς θρόνος ἐχήρευσε. Ποιός θὰ τὸν καταλάβῃ; Ὁ πατρολόγος
Παναγιώτης Χρήστου γράφει· «Ὁ εὐφυέστατος εὐνοῦχος πρωθυπουργὸς
Εὐτρόπιος, ὁ ὁποῖος εἶχε δώσει αὐτοκράτειραν εἰς τὴν πρωτεύουσαν, ἦτο
ἀποφασισμένος νὰ δώσῃ καὶ ἀρχιεπίσκοπον τώρα. Κατὰ μίαν ἐπίσκεψίν του
εἰς τὴν Ἀντιόχειαν εἶχε λάβει γνῶσιν περὶ τῆς προσωπικότητος καὶ τοῦ
ἔργου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἔπεισε τὸν Ἀρκάδιον ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ
κατάλληλος διὰ τὸν ἀρχιεπισκοπικὸν θρόνον τῆς πρωτευούσης ἀνήρ» (Θ.Η.Ε.
τ. 6ος, στ. 1173). Ἔτσι «ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος τὸν ὅρισε
ἀρχιεπίσκοπο καὶ τὸν ἔφερε στὴν Κωνσταντινούπολη, χάρη σὲ ἕνα
στρατήγημα γιὰ νὰ τὸν φέρει πρὸ τετελεσμένου γεγονότος, ἀφοῦ ἦταν
πασίγνωστο πὼς ἡ ταπεινοφροσύνη του δὲν θὰ τὸν ἄφηνε ποτὲ νὰ δεχθεῖ ἕνα
παρόμοιο ἀξίωμα» (Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἴνδικτος,
Νοέμβριος, Ἀθῆναι 2004, σ. 154). Γιὰ νὰ ἐξαπατηθῇ ὁ ἅγιος Ἰωάννης νὰ
τοὺς ἀκολουθήσῃ, τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ξεναγήσῃ σὲ τάφους ἁγίων
μαρτύρων τῆς περιοχῆς· ἔτσι βγῆκε μαζί τους ἀπὸ τὴν πόλι μέχρι τὴν
῾Ρωμανησία καὶ ἀπ᾽ ἐκεῖ ἔγινε ἀπαγωγή του. Ὁ ἱστορικὸς Σαράντος
Καργάκος γράφει· «Γιὰ νὰ μὴν ἀντιδράσουν οἱ Ἀντιοχεῖς στὴν ἀπομάκρυνση
τοῦ ἀγαπημένου τους ἱεράρχη, ἡ ἀναχώρησή του ἔγινε μυστικὰ μὲ κλειστὴ
ταχυδρομικὴ ἅμαξα» (ἔ.ἀ. σ. 171).
Ὁ Εὐτρόπιος λοιπὸν ἔπαιξε κεντρικὸ ῥόλο στὴν ἄνοδο τοῦ ἱεροῦ
Χρυσοστόμου στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Κατὰ τὰ κρατοῦντα σήμερα, θὰ
περίμενε κανεὶς νὰ τοῦ ὀφείλῃ ἰσοβίως εὐγνωμοσύνη. Ἀλλ᾽ ὅταν τὸ χρέος
τοῦ κήρυκος ἦταν νὰ ἐλέγξῃ καὶ τὸν Εὐτρόπιο γιὰ τὸν βίο του, ὁ
ἀρχιεπίσκοπος δὲν δίστασε νὰ τὸ κάνῃ. Εἶχε συνείδησι ὅτι στὸ ἀξίωμα τὸν
ἀνέβασε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄνθρωποι· αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐξέλεξαν καὶ
τὸν χειροτόνησαν εἶνε ἐκτελεστικὰ ὄργανα τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐγνωμοσύνη
ὁμολογεῖται ἀσφαλῶς καὶ σ᾽ αὐτούς· ὅταν ὅμως τὸ καλῇ ἡ ἀλήθεια, τότε
«πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5,29).
Καὶ ὁ Εὐτρόπιος τί ἔκανε; Ὑπῆρχε τότε τὸ ἄσυλο τοῦ ναοῦ – ὅπως
στὴν ἀρχαία ἐποχὴ ποὺ ὁ ναὸς τοῦ Παρθενῶνος ἦταν ἄσυλο. Ὅποιος
καταδιωκόμενος κατώρθωνε νὰ πάῃ στὸ ναὸ καὶ ἀγκάλιαζε τὴν ἁγία τράπεζα,
δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀγγίξῃ κανείς. Αὐτὸς ὅμως ὁ δικτάτωρ μίσησε τὸ ἄσυλο
καὶ μὲ διάταγμα τὸ κατήργησε. Καὶ πῶς εἶνε οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ!
Γράφει ὁ Καργάκος· «Ὁ Γότθος στρατηγὸς Γαϊνᾶς …ἀπέδωσε
τεχνηέντως κάποιες στρατιωτικὲς ἀτυχίες κατὰ τὴ διεξαγωγὴ τοῦ πολέμου
ἐναντίον τῶν Γότθων τῆς Μ. Ἀσίας στὸν Εὐτρόπιο καὶ προέβαλε στὸν
Ἀρκάδιο αἴτημα τιμωρίας καὶ ἐξορίας τοῦ εὐνούχου… Ἔτσι ὁ Ἀρκάδιος
…ἀποφάσισε νὰ ἐξορίσῃ τὸν πρωθυπουργό του» (ἔ.ἀ. σσ. 170-171).
Ὅπως ὁ τροχὸς γυρίζει καὶ τὸ ἄνω γίνεται κάτω, ἔτσι καὶ ὁ
Εὐτρόπιος ἔπεσε ἀπὸ τὴ θέσι του· οἱ ἐχθροί του τὸν κυνηγοῦσαν, κι αὐτὸς
ἔτρεχε σὰν μικρὸ παιδὶ μέσα στοὺς δρόμους. Κατώρθωσε νὰ μπῇ στὸ ναὸ τῆς
Ἁγίας Σοφίας, τὸν παλαιό· καὶ λαχανιασμένος, τρέμοντας σὰν τὸ λαγό,
ἀγκάλιασε τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο.
Οἱ ἐχθροί του, βάναυσοι, θέλησαν νὰ παραβιάσουν τὸ ἄσυλο τοῦ
ναοῦ καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν μέσα ἐκεῖ – τέτοια λύσσα εἶχαν ἐναντίον
του. Ἀλλὰ ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ Χρυσόστομος, μολονότι ὁ Εὐτρόπιος τὸν
κατεδίωξε, ὁ ἱεράρχης, ἀνωτέρᾳ πνοῇ, στάθηκε μπροστά τους· Ἄλτ! πέφτω
ἐδῶ, μὲ πατᾶτε, ἀλλὰ δὲν προχωρεῖτε· ἐδῶ μένω! Κι ἀνέβηκε τότε στὸν
ἄμβωνα, γράφουν οἱ ἱστορικοὶ κι ὁ Παπαρρηγόπουλος. Φανταστῆτε στὸν
ἄμβωνα τὸ Χρυσόστομο, καὶ στὸ ἅγιο βῆμα τὸν δικτάτορα Εὐτρόπιο νά ᾽χῃ
ἀγκαλιάσῃ τὴν ἁγία τράπεζα καὶ νὰ τρέμῃ σύγκορμος. Στὴν περίστασι
αὐτὴν ἐξεφώνησε τὸν περίφημο ἐκεῖνο λόγο (βλ. ὁμιλ. Εἰς Εὐτρ.· P.G.
52,391-6) ἐπὶ τοῦ ῥητοῦ «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης»
(Ἐκλ. 1,2· 12,8). Ὅσο ἦταν στὸ χέρι τοῦ ἁγίου, τὸν ἔσωσε· κατόπιν
βέβαια ὁ Εὐτρόπιος ἐξωρίστηκε καὶ τελικὰ ἐκτελέστηκε.
* * *
Παρ᾽ ὅλο, ἀδελφοί μου, ὅτι ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κατόπιν ἐκθρονίσεως καὶ ἐξορίας ὡδηγήθηκε
στὸν θάνατο, ἐν τούτοις δὲν πέθανε. Ζῇ ὡς ἀθάνατο πνεῦμα στὴ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6). Ζῇ στὴ
συνείδησι καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸν τιμᾷ καὶ σήμερα. Ζῇ καὶ
μὲ τὰ ἀθάνατα ἔργα του στὸν κόσμο τῶν γραμμάτων καὶ τοῦ πνεύματος.
Παλαιότερα ὑπῆρχαν κείμενά του στὰ σχολικά μας βιβλία, τώρα
ἀπὸ τὰ δημόσια σχολεῖα ὁ Χρυσόστομος ἔχει ἀποβληθῆ. Ἡ Εὐδοξία τὸν
ἐξώρισε τότε σωματικῶς στὴν Ἀρμενία· τώρα οἱ ἰθύνοντες ἐξώρισαν τὸ
πνεῦμα του, δὲν θέλουν ν᾽ ἀκουστῇ ἡ φωνή του στὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους,
κι αὐτὸ εἶνε πιὸ βαρύ.
Δὲν ἔχει πλέον θέσι στὴν παιδεία μας, κι ἂς ὑπερέχῃ τοῦ
Δημοσθένους καὶ στὸ ἦθος καὶ στὸ ὕφος. Ἡ γλῶσσα του εἶνε πλούσια καὶ
μεγαλήγορη, τὸ περιεχόμενο ὑψηλό. Δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μιὰ ἄχαρη
ἀντιδικία (ὅπως ἐκείνη μὲ τὸν Φίλιππο)· καταπολεμεῖ μόνο τὸν ὑπ᾽
ἀριθμὸν ἕνα ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ κτηνῶδες «ἐγώ», ποὺ φωλιάζει μέσα
μας.
Περιφρονεῖται ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σήμερα. Σπάνιοι εἶνε οἱ
Χριστιανοὶ ποὺ ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ λόγο του, γνώρισαν τὴν ἀξία του,
πῆραν στὰ χέρια τους καὶ κρατοῦν τὰ κείμενά του, τὰ θεωροῦν ἀνεκτίμητο
θησαυρό.
Ὅταν ἤμουν στὴν Κοζάνη ὡς ἱεροκήρυκας, στὰ σκληρὰ ἐκεῖνα χρόνια
τῆς γερμανικῆς κατοχῆς (1943-1945), συνάντησα ἕναν καλὸ δάσκαλο, ὁ
ὁποῖος ὅμως εἶχε ἄγνοια τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Σὲ κάποια λοιπὸν
συζήτησι, ποὺ εἴχαμε μαζί, τοῦ εἶπα γιὰ τὸν μεγάλο αὐτὸν πατέρα· τοῦ
συνέστησα νὰ τὸν γνωρίσῃ, νὰ κάνῃ τὸν κόπο νὰ ἔλθῃ σὲ ἐπικοινωνία μαζί
του, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του. Αὐτὸς γέλασε· –Χρυσόστομος τώρα!…
λέει. –Τὸν διάβασες; ἐρωτῶ. –Ὄχι, λέει. –Λοιπόν· ἀντὶ νὰ διαφωνοῦμε
καὶ ν᾽ ἀντιδικοῦμε μεταξύ μας, ὡς φιλομαθὴς ποὺ εἶσαι, θὰ σὲ
παρακαλέσω νὰ πᾷς στὴ Βιβλιοθήκη –ἔχει ἡ Κοζάνη σπουδαία βιβλιοθήκη,
μᾶλλον ἐκκλησιαστικὴ καὶ φιλοσοφική–, καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸ βιβλιοφύλακα
νὰ σοῦ δώσῃ νὰ διαβάσῃς ὄχι πολλὰ ἀλλὰ μία μόνο ὁμιλία τοῦ Χρυσοστόμου·
τὸν λόγο ποὺ ἐκφώνησε γιὰ τὸν Εὐτρόπιο.
Μὲ ἄκουσε ὁ δάσκαλος. Πῆγε, ζήτησε τὴν ὁμιλία, τὴ διάβασε, τὴ
ῥούφηξε μᾶλλον· τὴ μελέτησε. Μετά, ὅταν τὸν εἶδα, τὸν ἐρωτῶ· –Δάσκαλε,
τί λὲς τώρα, πῶς σοῦ φάνηκε; –Ὤ, λέει, μοῦ ἄρεσε τόσο πολύ, ὥστε κάθησα
ὅλη νύχτα μέσα στὴ Βιβλιοθήκη καὶ ἀντέγραψα ὁλόκληρο τὸν λόγο.
* * *
Ἀγαπητοί μου, σᾶς συνιστῶ ν᾽ ἀναζητήσετε τὶς ὁμιλίες τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Διαβάστε τον· καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι, ὅπως ὁ δάσκαλος ἐκεῖνος τῆς Κοζάνης ἐνθουσιάστηκε, θὰ ἐνθουσιαστῆτε κ᾽ ἐσεῖς. Τέτοιους λόγους παλαιότερα στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα τὰ παιδιὰ τοὺς μάθαιναν ἀπὸ στήθους.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 13-11-1980 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφή, διαίρεσις, ἐμπλουτισμός, καὶ σύντμησις 27-10-2023.