Οἱ Ἄνθρωποι Σκλάβοι τοῦ διαβόλου
Ὁ Χριστὸς Ἐλευθερωτής
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ γλυκύτατος αὐθέντης (85) καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, βλέποντας τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὁποὺ δὲν τὸν ἐγνώριζαν νὰ τὸν πιστεύσουν, ὁποὺ αὐτὸς εἶνε καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς ὅλα τὰ ποιήματα αὐθέντης καὶ κυβερνήτης, καὶ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας οὐδὲν ἕνα δύναται νὰ στερεωθῆ, καὶ βλέποντας τοὺς ἀνθρώπους, ὁποὺ τοὺς ἐπλανοῦσε ὁ μισόκαλος διάβολος καὶ τοὺς εἶχεν ὅλους εἰς τὸ ἰδικόν του θέλημα καὶ τοὺς ἔκαμεν ὅλους εἰδικούς του καὶ φαμελίτες του, καὶ ἠθέλησεν ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ ἐντροπιάση τὸν διάβολον καὶ νὰ ξεσκλαβώση τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν διάβολον, νὰ ἔχῃ μεγάλην χάριν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνίαν του, ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγάπην ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καὶ ἄπειρα χαρίσματα ὁποὺ μᾶς ἐχάρισεν, ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινεν τέλειος ἄνθρωπος, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Διὰ τοῦτο ἐσαρκώθη καὶ ἔγινεν τέλειος ἄνθρωπος, νὰ τὸν ἰδοῦμεν καὶ νὰ τὸν μάθωμεν, ὅτι ἀπ᾿ αὐτὸν ἄλλος δὲν εἶνε, καὶ νὰ πιστεύσωμεν, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὰς μιαρᾶς χείρας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μᾶς κάμη υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του, νὰ χαιρώμαστε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους εἰς τὸν παράδεισον πάντοτε καὶ νὰ μὴ καιγώμαστε εἰς τὴν κατηραμένην κόλασιν μαζὶ μὲ τοὺς κατηραμένους δαίμονας.
Τὸ Κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων
Καὶ νὰ ἠξεύρετε, παιδιά μου· ἐτούτην τὴν γῆν, ὁποὺ κατοικοῦμεν, τὴν ἔχει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καθὼς ἔχει ἕνας βασιλεὺς καὶ μαζώνει ὅλα τὰ βασιλικὰ χρέη καὶ παίρνει ἀπὸ χωράφια, ἀπὸ ἀμπέλια καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ στέλνει ἀνθρώπους ἰδικούς του καὶ τὰ μαζώνουν κάθε χρόνον, καὶ ὅταν τὰ πηγαίνουν ἐκεῖνοι ἔμπροσθεν εἰς τὸν βασιλέα χαίρεται ὁ βασιλεὺς καὶ τοὺς δίδει μεγάλα χαρίσματα καὶ τοὺς ἔχει φίλους ἠγαπημένους, ἔτσι ἔχει καὶ ὁ Χριστός μας τὴν γῆν ὡσὰν ἀμπέλι, ὅλον τὸν κόσμον.
Καὶ ἔβαλεν ἐργάτας τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔδωκε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εὐθὺς ἔμαθον γράμματα καὶ ὅλες τὶς γλῶσσες, ὅτι πρῶτον οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἀγράμματοι καὶ μίαν γλώσσαν μόνον ἤξευραν· καὶ ἀφοῦ τοὺς ηὐλόγησε καὶ τοὺς ἐφύσησεν εἰς τὸ στόμα τους καὶ ἔλαβον χάριν, ὅλα τὰ γράμματα καὶ τὶς γλῶσσες τὶς ἔμαθον. Καὶ τοὺς ἔστειλεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ τοὺς εἶπεν: Σύρτε εἰς ὅλον τὸν τόπον καὶ εἰς ὅλην τὴν γῆν, κάστρα καὶ χωρία καὶ εἰπέτε τους, ἂν ἴσως θέλουν νὰ ζήσουν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικὰ καὶ νὰ τοὺς βάλω εἰς τὸν παράδεισον, νὰ πιστεύουν καὶ νὰ βαπτίζωνται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ φυλάγουν τὰ προστάγματα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ Ἀπόστολοι, καὶ δὲν τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, εἶπεν ὁ Κύριος: Νὰ τινάζετε καὶ τὰ παπούτσια σας ἀπὸ τὸν κονιορτὸν καὶ νὰ δώσητε κατάραν καὶ νὰ φύγετε.
Καὶ ὡσὰν ἔλαβον οἱ Ἀπόστολοι τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εὐθὺς ἔτρεξαν ὡσὰν ἀστραπὴ εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ μετ᾿ ἐκείνην τὴν χάριν ἰάτρευον τυφλούς, λεπρούς, ἀρρώστους καὶ τοὺς δαιμονιζομένους· καί, τὸ μεγαλύτερον, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας ἐπρόσταζαν τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνασταίνονταν. Καὶ εἰς ὅποιαν χῶραν ἐπήγαινον οἱ Ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἐδέχονταν οἱ ἄνθρωποι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, διακόνους, ἀναγνώστας ἔκαμναν καὶ ἐκκλησίας· καὶ εὐλογοῦνταν ἡ χώρα ἐκείνη καὶ ἐγίνονταν ἕνας ἐπίγειος παράδεισος (86), μία μεγάλη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν Ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ εἰς ὅποιαν χῶραν ἐπήγαινον οἱ Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς ἐδέχονταν οἱ ἄνθρωποι, δὲν εὐλογοῦνταν ἡ χώρα ἐκείνη· ἔμενε κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας.
Ὁ Πόθος τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ
Πρέπον καὶ εὔλογον ἦτον, ἀδελφοί μου, νὰ εἶχα καὶ ἐγὼ τὴν καρδίαν καθαρὴν ὡσὰν τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, διὰ νὰ φωνάξω μίαν μεγάλην φωνήν, νὰ ἀκουσθῆ ἕως ἀπάνω εἰς τὸν οὐρανόν. Ἰδοὺ ὁποὺ ἀξιώθηκα καὶ ἦλθα εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν καὶ σᾶς ἀπόλαυσα. Μὰ ἐπειδὴ καὶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν ἔχω χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅμως ἀποτολμῶ καὶ παρακαλῶ τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν του καὶ τὴν εὐλογίαν του, νὰ εὐλογήση τὴν χῶραν σας καὶ ὅλα τῶν χριστιανῶν, νὰ εὐλογήση τοὺς ἄνδρας καὶ γυναίκας καὶ τὰ παιδιά σας, τὰ πράγματά σας καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, νὰ εὐσπλαχνισθῇ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, νὰ συγχωρέση τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση παιδιά μου, ὁ Θεὸς νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικά, καὶ νὰ σᾶς βάλη εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζητε τὴν ἁγίαν Τριάδα. Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδελφοί μου, νὰ ἀρχίσω τὴν διδασκαλίαν μου ἀπὸ τὸν Θεόν· καὶ παρακαλῶ τὴν αὐθεντίαν σας νὰ ἀκούσητε μὲ κάθε προθυμίαν τὸν λόγον μου, καθὼς τὸν ἄκουσα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, καὶ ὅταν τελειώσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν.
Ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ τὸν Πλησίον
Πολλὰ ὀνόματα ἔχει ὁ Θεὸς ἀδελφοί μου. Τὸ κύριον καὶ ἅγιον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶνε ἡ ἀγάπη· καὶ λέγεται Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Ὅμως πρέπει, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, διατὶ μᾶς ἔδωσε τόσην μεγάλην γῆν, νὰ κατοικοῦμεν ἐδῶ τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ψάρια, ἀέρα, ἡμέραν, νύκτα, φωτιάν, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάρι. Καὶ ἡμᾶς μᾶς ἔκαμε ἀνθρώπους καὶ ὄχι ζῶα· μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς χριστιανοὺς καὶ ὄχι αἱρετικοὺς (87).
Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, παιδιά μου, νὰ μοῦ εἰπῆτε τὴν πάσαν ἀλήθειαν· ποίον ἀγαπᾶτε, τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον; Ἐσεῖς τώρα μὲ τὸν νοῦν σας τὸν Θεὸν ἀγαπᾶτε· πολλὰ καλὰ τὸ γνωρίζετε καὶ τὸ θέλετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα καὶ γνωστικὰ εἶσθε, καὶ νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας. Μόνον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὴν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν εἶνε σωστή, εἶνε τελειωμένη ἢ τῆς λείπεται καὶ ἄλλο τίποτας; Πόθεν νὰ καταλάβωμεν; Ἀπὸ λόγου μας. Ἐσὺ ἔχεις ἕνα παιδί, ἀδελφέ. Ἐγὼ ἐσένα σὲ ἀγαπῶ, σὲ ἐκτιμῶ, σὲ λέγω καλὸν διὰ λόγου σου, καὶ τὸ παιδί σου τὸ δέρνω, τὸ καταφρονῶ, λέγω κακὸν διὰ λόγου του καὶ παίρνω τὸ ψωμί του καὶ τὸ τρώγω καὶ τὸ ροῦχο του τὸ παίρνω καὶ τὸ φορῶ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μοι φαίνεται νὰ λέγεται ὄχι ἔτσι. Νὰ ἀγαπῶμεν τὸν πατέρα, πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν καὶ τὸ παιδί. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεόν, ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀδελφόν του, τὸν χριστιανόν· διατὶ ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν, μίαν Πίστιν, ἕνα Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, μίαν κεφαλὴν ἔχομεν, τὸν Χριστόν μας, μίαν Πίστιν, ἕνα νόμον, ἕνα προσκύνημα καὶ εἴμαστε ἀδελφοὶ ὅλοι.
Ἀκόμη νὰ ἠξεύρετε, ἀδελφοί μου, ἡ ἀγάπη ἔχει δυὸ ἰδιώματα, δυὸ χαρίσματα· τὸ ἕνα νὰ δυναμώνη τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ καλά, καὶ τὸ ἄλλο νὰ τὸν ἀδυνατίζη εἰς τὰ κακά. Νὰ ἠξεύρετε, τέκνα μου, πὼς ἐγὼ ἔχω ἕνα ψωμὶ νὰ τὸ φάγω καὶ νὰ πίνω καλά· ἐσεῖς δὲν ἔχετε. Ἡ ἀγάπη μοι λέγει: Μὴ τὸ τρώγης μοναχός, δῶσε καὶ τοὺς ἀδελφούς σου καὶ φάγε καὶ σὺ τὸ ἄλλο. Ἔχω φορέματα. Ἡ ἀγάπη μοι λέγει: Δῶσε τὸ ἕνα τὸν ἀδελφόν σου καὶ ἐσὺ φόρει τὸ ἄλλο. Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σὲ εἰπῶ ψεύματα, νὰ σὲ γελάσω, καὶ εὐθὺς θυμοῦμαι τὴν ἀγάπην καὶ μοῦ νεκρώνει τὸ στόμα καὶ δὲν μὲ ἀφήνει νὰ σοῦ εἰπῶ ψεύματα. Ἁπλώνω τὰ χέρια μου νὰ πάρω τὸ πράγμά σου, τὰ ἄσπρα σου, τὸν βίον σου ὅλον. Ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει νὰ σοῦ τὸ πάρω. Ἰδέτε, ἀδελφοί μου, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη (88).
Μέγα Κακὸν ἡ Ἔχθρα
Διατί, παιδιά μου, νὰ μὴ ἠξεύρετε γράμματα, νὰ μάθετε ποῖον εἶνε τὸ καλὸν καὶ ποῖον εἶνε τὸ κακόν, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη καὶ τί κακὸν εἶνε ἡ ἀμάχη καὶ ἡ ἔχθρα; Νὰ ἠξεύρετε, παιδιά μου, εἰς ὅποιαν πολιτείαν ἢ τόπον ἢ χῶραν ἢ σπίτι εἶνε ἡ ἀγάπη, ἐκεῖ εἶνε ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε εὐλογία, ὑγεία, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Καὶ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι, ζοῦν τὰ παιδιά των, τὰ ζῶα των, γίνονται οἱ καρποὶ τῶν σιταριῶν, τῶν ἀμπελιῶν καὶ κάθε σπαρτῶν ὁποὺ τρέφονται οἱ ἄνθρωποι, καὶ τοὺς φυλάγει ὁ Χριστός μας ἀπὸ κάθε κίνδυνον, καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, καὶ ὅταν ἀποθάνη κανείς, πηγαίνει ἡ ψυχή του εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ εἰς ὅποιον τόπον ἢ χῶραν ἢ σπίτι ἔχουν ἀμάχην καὶ ἔχθραν, δὲν προκόβουν οἱ ἄνθρωποι, δὲν ζοῦν οὔτε παιδιὰ ἀποκτοῦν οὔτε τὰ ζῶα τους μήτε οἱ καρποὶ ἀπὸ τὰ σπέρματά τους γίνονται καὶ εἰς βατρύτατα χρέη ἐμβαίνουσι καὶ καμμίαν χάριν δὲν ἔχουν καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοὺς γελοῦν καὶ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τοὺς στέλλει ὁ Θεὸς ἢ ἄνεμον καυτὸν ἢ χαλάζια ἢ νερὸ ἀχαμνὸν καὶ ζημιώνει τὸν τόπον ἐκεῖνον. Ἰδέτε, ἀδελφοί μου, τί κακὸν πράγμα εἶνε ἡ ἔχθρα, πόσα παιδιὰ γεννᾶ. Μόνον σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴν ἔχετε τελείως ἔχθραν, ὅτι ὁ διάβολος τὴν ἔχει ἀδελφήν· καὶ ὅποιος τὶς ἀγαπήση, θέλει περάσει καὶ ἐδῶ κακὰ καὶ καταφρονημένα, καὶ ἡ ψυχή του θέλει κολασθῆ.
Ἡ Ἀξία τοῦ Σχολείου
Διατί, ἅγιοι ἱερεῖς καὶ τίμιοι προεστῶτες, δὲν ἑρμηνεύετε τὰ εὐλογημένα μας ἀδέλφια νὰ στερεώνωσι καὶ νὰ βάνωσιν εἰς κάθε χωρίον σχολεῖον, νὰ μανθάνουν τὰ παιδιὰ γράμματα, νὰ γνωρίζουν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν; Ὅτι καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ σχολεῖον ἔμαθα τὰ εἰκοσιτέσσαρα γράμματα, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἔμαθα καὶ πέντε ἓξ ἑλληνικὰ καὶ ἔμαθα πολλῶν λογιῶν γράμματα, ἑβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ μας καὶ πολλὰ τὰ ἐδιάβασα. Καὶ ὅλα τὰ ἐθνικὰ κάλπικα τὰ ηὕρα· ὅλα εὑρέματα καὶ σπέρματα τοῦ διαβόλου, καὶ κατὰ ἀλήθειαν, ἀδελφοί μου, τόσον τὰ ἐμελέτησα τὰ γράμματα. Καθὼς ὁ χρυσικὸς λαγαριάζει τὸ ἀσήμι καὶ δὲν τὸ ἀφήνει τελείως ἀζούραν, καὶ τότε εἶνε λαμπρὸν καὶ καθαρὸν καὶ τὸ ἀγοράζει μὲ κάθε προθυμίαν ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ ἐγὼ ηὕρα καθαρά, ἅγια καὶ ἀληθινά, λαμπρὰ καὶ ὑπερλαμπρότερα ἀπὸ τὸν ἥλιον τὰ λόγια καὶ τὰ προστάγματα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅποιος πιστεύει τὸν Χριστὸν καὶ τὸν λέγει Θεὸν καὶ κάμνει τὰ πράγματά του, ὁποὺ λέγει Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, ἐκεῖνος εἶνε καλότυχος καὶ τρισμακάριστος καὶ καμμίαν φορὰν δὲν θέλει ἐντροπιασθῆ.
Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ στερεώνετε σχολεῖα ἑλληνικά, νὰ φωτίζωνται οἱ ἄνθρωποι· διότι διαβάζοντας τὰ ἑλληνικὰ τὰ ηὕρα ὁποὺ λαμπρύνουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς φωτίζει ὁ ἥλιος τὴν γῆν, ὅταν εἶνε ξαστεριά, καὶ βλέπουν τὰ μάτια μακρυά, ἔτσι βλέπει καὶ ὁ νοῦς τὰ μέλλοντα· ἀπεικάζουν ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά, φυλάγονται ἀπὸ κάθε λογῆς κακὸν καὶ ἁμαρτίαν· διατὶ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὴν ἐκκλησίαν (89), μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, τί εἶνε ὁ ἄγγελος, τί εἶνε ἡ ἀρετή, τί εἶναι οἱ δαίμονες, τί εἶνε ἡ κόλασις. Τὰ πάντα ἀπὸ τὸ σχολεῖον τὰ μανθάνομεν.
Οἱ Δυὸ Ἀντίχριστοι (Πάπας-Μωάμεθ)
Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνοίγουν καὶ μανθάνουν τὰ μυστήρια τῆς πίστεως καὶ διαβάζουν τὰ ἀδέλφια τὴν θείαν καὶ Ἱερὰν Γραφήν, τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ εὑρίσκομεν πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας εἶνε ζωντανὸς καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς χιλιάδες χρόνους· καὶ λέγει ὁ Θεὸς νὰ στείλη τὸν προφήτην Ἠλίαν, νὰ διδάξη ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὕστερα νὰ ἔλθη ὁ ἀντίχριστος· καὶ θέλει θανατώσει τὸν προφήτην Ἠλίαν, καὶ τότε θέλει νὰ χαλάση ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ ἐξετάζοντας, ἀδελφοί μου, καὶ ἐρευνώντας τὰς Γραφὰς καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον εὑρίσκομεν πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας ἦλθεν, καὶ ὁ ἀντίχριστος ἦλθεν καὶ ἐθανάτωσε τὸν προφήτην Ἠλίαν, καὶ τώρα δὲν καρτεροῦμεν μήτε προφήτην Ἠλίαν μήτε ἀντίχριστον. Ὁ ἀντίχριστος εἶνε· ὁ ἕνας εἶνε ὁ Πάπας (90) καὶ ὁ ἕτερος εἶνε αὐτὸς ὁποὺ εἶνε εἰς τὸ κεφάλι μας, χωρὶς νὰ εἰπῶ τὸ ὄνομά του· τὸ καταλαμβάνετε, μὰ λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, διότι αὐτοὶ οἱ ἀντίχριστοι εἶνε εἰς τὴν ἀπώλειαν, καθὼς τὸ ἔχουν. Ἡμεῖς ἐγκράτεια, αὐτοὶ ἀπώλεια· ἡμεῖς νηστεία, αὐτοὶ πολυφαγία· ἡμεῖς παρθενία, αὐτοὶ πορνεία· ἡμεῖς δικαιοσύνη, αὐτοὶ ἀδικωσύνη.
Τὰ Σημεῖα τῶν Καιρῶν
Ὅμως ἡ Γραφή μας λέγει νὰ τὸ εἰπῶ: Σήμερον αὔριον κατεροῦμεν πεῖνες, δίψες, πανοῦκλες λοιμικές· θανατικὰ μεγάλα, νὰ μὴ προφθάσουν οἱ ζωντανοὶ νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς. Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν σεισμούς, πολέμους καὶ ἀκαταστασίες. Καὶ θέλουν πέσει ὅλα τὰ βουνὰ κάτω καὶ ὅλος ὁ κόσμος νὰ ἀποθάνουν.
Δευτέρα Παρουσία καὶ Κρίσις
Καὶ τότε θέλει λάμψει ὁ πανάγιος Σταυρὸς εἰς τὸν οὐρανὸν τρεῖς φορὲς περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον· καὶ θέλει λάμψει ὁ πανάγαθος Θεός, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστός, χίλια μεράδια λαμπρότερος ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ νὰ ἀναστήσῃ ὅλον τὸν κόσμον, τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα, καὶ νὰ εἴμαστε ὅλοι εἰς μίαν ἡλικίαν, τριαντατριῶν χρόνων ἡλικίαν. Καὶ θέλει εἶνε ὅλα τὰ πρόσωπα ἀπὸ τοὺς δικαίους λαμπρὰ καὶ εὔμορφα ὡσὰν τὸν ἥλιον καὶ τοὺς Ἀγγέλους, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θέλουν εἶνε μαῦρα τὰ πρόσωπα ὡσὰν ἀράπικα καὶ ἀκόμα ἀσχημότερα. Καὶ τοὺς δικαίους θέλει τοὺς φωνάξει μὲ μίαν μεγάλην γλυκείαν καὶ πολλὰ ἠγαπημένην φωνήν, ὡσὰν πατέρας ὁποὺ νὰ ἔχῃ ἕνα υἱὸν μόνον πολλὰ ἠγαπημένον· καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὡσὰν κριτὴς φοβερός μὲ κάκητα θέλει τοὺς διώξει ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του. Καὶ θέλει ἀνοίξει ὁ Κύριος ἕναν πύρινον ποταμὸν ὡσὰν θάλασσαν, νὰ φλογίση τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ καίγωνται μέσα πάντοτε. Καὶ τότε θέλει εἰπῆ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, τοὺς δικαίους: Ἐλᾶτε, παιδιά μου, νὰ σεβῆτε εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε ἀντάμα μὲ τοὺς Ἀγγέλους, ὅτι πολλὰ κακὰ ἐβαστάξατε διὰ τὴν ἰδικήν μου ἀγάπην.
Καὶ τώρα ἡμεῖς τί νὰ εἴμαστε τάχα, ἁμαρτωλοὶ ἢ δίκαιοι; Εἰ μὲν καὶ εἴμαστε δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι· καὶ ἀνίσως εἴμαστε ἁμαρτωλοί, πρέπει τώρα, ὅπου ἔχομεν καιρόν, νὰ μετανοήσωμεν, νὰ διορθωθῶμεν.
Ἡ Δύναμις τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς
Τώρα σᾶς λέγω νὰ κάμητε τοῦτο· νὰ πάρετε ὅλοι ἀπὸ ἕνα κομπολόγιον, καὶ τὸ κομπολόγιόν σας νὰ ἔχῃ τριαντατρία σπυριά, καὶ νὰ προσεύχεσθε καὶ νὰ λέγητε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου». Μέσα εἰς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἀδελφοί μου, τί θεωρεῖ; Θεωρεῖ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός μας, ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ πάντες οἱ Ἅγιοὶ μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ ὅποιος λέγει αὐτὸν τὸν λόγον καὶ κάμνει καὶ τὸν Σταυρόν του, κἂν ἄνδρας, κἂν γυναίκα εὐλογεῖ τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἰατρεύονται κάθε ἀρρωστεῖες. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» οἱ Ἀπόστολοι ἀναστοῦσαν νεκροὺς καὶ ἰάτρευαν πάσαν ἀσθένειαν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἀποστομώνει ὁ ἄνθρωπος κάθε αἱρετικόν. Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» ἁγιάζει ὁ ἄνθρωπος καὶ πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται ὡσὰν οἱ Ἄγγελοι.
Καὶ ἀκούσατε τί κάμνει ὁ τίμιος Σταυρός.
Εἰς τὴν Αἴγυπτον ἦτον ἕνας βασιλεὺς κ.λπ...(91).
Τὸ Σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ ἡ Σημασία Του
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὁ τίμιος καὶ ἅγιος Σταυρὸς πόσον βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ὅποιος τὸν κάμνει τὸν Σταυρόν, ποτὲ δὲν ἔχει ζημίαν, ἀλλὰ τὸν φυλάγει ἀπὸ κάθε λογῆς φαρμακερὸν πράγμα καὶ ἀπὸ κάθε δαιμονικὴν πείραξιν. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἔχει σημαδεμένον ἀπάνω του. Νὰ ἀνταμώση τὰ τρία δάκτυλα τῆς δεξιᾶς χειρός του καὶ νὰ τὰ βάλη πρῶτον εἰς τὸ μέτωπον, εἶτα εἰς τὸν ὀμφαλόν, ἔπειτα εἰς τὸ δεξιὸν βυζίον, ὕστερα εἰς τὸ ζερβὶ βυζίον, ὕστερα καὶ νὰ σκύπτῃ ἕως χαμηλὰ καὶ πάλιν νὰ σηκώνεται.
Καὶ ὁ Σταυρός, ἀδελφοί μου, πῶς εἶνε, μάθετε: Ὅταν βάνωμεν τὸ χέρι μας εἰς τὸ κεφάλι, φανερώνει ὁ Θεός, ὁποὺ ἦτον εἰς τὸν οὐρανόν· καὶ ὅταν τὸ βάλωμεν εἰς τὸν ὀμφαλόν, φανερώνει πὼς ἐκατέβη εἰς τὴν γῆν καὶ ἐσαρκώθη· καὶ ὅταν τὸ βάνωμεν εἰς τὸ δεξιόν, μέρος ἄνωθεν τοῦ βυζίου, φανερώνει πὼς εἶνε δίκαιος καὶ ἀθάνατος καὶ πὼς θέλει βάλει τοὺς δικαίους εἰς τὰ δεξιά του μέρη· καὶ ὅταν τὸ βάλωμεν εἰς τὸ ζερβιὸν μέρος, φανερώνει πὼς θέλει κρίνει ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θέλουν στέκονται εἰς τὸ ζερβιόν του μέρος καὶ νὰ τοὺς βάλη εἰς τὴν κόλασιν.
Παντοῦ ὁ Σταυρὸς
Ὁ τίμιος Σταυρός, ἀδελφοί μου, εἶνε αὔλαξ ὅλης τῆς γῆς. Ὁ τίμιος Σταυρὸς ἁγιάζει ὅλα τὰ πέρατα, ὅλα τὰ θεῖα καὶ ἅγια τῶν ἐκκλησιῶν. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει τὴν θείαν Λειτουργίαν καὶ κάθε Ἀκολουθίαν. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει τοὺς Ἁγίους. Ὁ Σταυρὸς ἁγιάζει καὶ στερεώνει τὴν Βάπτισιν. Ὁ Σταυρὸς εὐλογεῖ τὰ ἀνδρόγυνα. Ὁ Σταυρὸς κυνηγᾶ τοὺς δαίμονας καὶ φεύγουσιν ὡσὰν ἀπὸ τὴν ἀστραπήν. Ὁ Σταυρὸς εἶνε ὅπλον φωτεινὸν καὶ ὅποιος τὸν κάμνει, τὸν φωτίζει καὶ τὸν ἁγιάζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, καὶ εἶνε ὡσὰν δίστομον σπαθίον, καὶ δὲν ζυγώνουν σιμὰ οἱ δαίμονες νὰ παρακινοῦν τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ κάμωσιν ἁμαρτήματα. Καὶ ὅπου κινήση νὰ πηγαίνη ὁ ἄνθρωπος πρῶτον νὰ κάμη τὸν σταυρὸν καὶ νὰ λέγη τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Ἢ εἰς τὸ παζάρι κινᾶς ἢ εἰς τὸ χωράφι ἢ εἰς τὸ ἀμπέλι ἢ ὅταν φάγης ψωμὶ ἢ ὅταν πίνης κρασὶ ἢ νερὸν ἢ ὀπωρικὸν ἢ ὅταν κοιμηθῆς, νὰ προσκυνήσῃς τὸν Θεόν, νὰ σταυρώνῃς καὶ τὸ σῶμα σου, καὶ ὕστερα νὰ πλαγιάσῃς. Νὰ κοιμηθῇς, καὶ θέλεις σηκωθῇ τὸ πρωΐ γερὸς καὶ χαρούμενος. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ἐκαταλάβατε καὶ τὸ ἠξεύρετε ὅλοι σας.
Τέσσαρα Ἀναγκαῖα: Ἐξομολόγησις, Ἀγάπη, Ἐκκλησιασμός, Ἐλεημοσύνη
Ἐδῶ, παιδία μου, ὁποὺ ἦλθα εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν, ἔχω χαράν, ἔχω καὶ λύπην. Ἔρχονται οἱ χριστιανοὶ κατὰ μόνας ὁ καθένας νὰ εἰπῆ τὸ παράπονόν του, καὶ δὲν δύναται ἕνας δοῦλος νὰ δουλεύη δυὸ ἀφεντάδες, καὶ τοὺς διώχνω καὶ ἡ καρδιά μου πονάει κόπτεται· ὡσὰν ἕνας ἄνθρωπος ὁποὺ ἔχει ἕνα παιδὶ μόνον καὶ ἔχει γνῶσιν καὶ φρονιμάδαν καὶ εἶνε ἄρρωστον καὶ δὲν τὸ δέχεται ἡ στρῶσις, ἀλλ᾿ ὅμως κρούγεται διὰ νὰ ξεψυχήση, καὶ δὲν δύναται νὰ ὁμιλήση, ἔτσι καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, δὲν δύναμαι νὰ σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἀπὸ ἕναν ἕναν. Ὅμως νὰ σᾶς ἐξομολογήσω παρρησία· νὰ πάρετε τέσσαρες τρίχας ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, καὶ ἐγὼ νὰ πάρω τὰ ἁμαρτήματά σας· καὶ ἐσεῖς νὰ ἐξηγήσετε τὰ τέσσαρα νοήματα ὁποὺ σᾶς λέγω καὶ νὰ τὰ μάθετε. Καὶ νὰ σᾶς τὰ εἰπῶ· πρῶτον, νὰ εὕρητε πνευματικὸν πρακτικὸν καὶ καλόν, νὰ ἐξομολογηθῆτε, νὰ πλυθῆ ἡ βρῶμα καὶ τὰ ἁμαρτήματα ἀπὸ τὸ σῶμα σας· δεύτερον, νὰ ἔχητε ἀγάπην καὶ νὰ μὴ προδίνεσθε εἰς κρίσεις τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ζημιώνεσθε· τρίτον, νὰ προσκυνᾶτε τὸν Θεὸν καὶ νὰ μὴ χωρισθῆτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, νὰ βάνητε τοὺς ἱερεῖς νὰ λειτουργοῦν εἰς τὴν ἐκκλησίαν κάθε ἡμέραν, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ χώρα σας καὶ νὰ συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ δώσῃ ὁ Χριστὸς κάθε ὑγείαν καὶ καλὴν προκοπήν.
Πῶς Πρέπει νὰ Εἶνε οἱ Ἱερεῖς
Καὶ οἱ ἱερεῖς πρέπει νὰ πεισμώσουσι, νὰ μὴ δέχωνται κατάκρισιν, νὰ μὴ βάνουσιν σκάνδαλα, νὰ μὴ γίνωνται μάρτυρες εἰς κάθε πράγμα, γκοτζαμπάσηδες, νὰ μὴ γίνωνται καπεταναραῖοι, νὰ μὴ γίνωνται χασάπηδες, νὰ μὴ γίνωνται παραγματευτᾶδες, νὰ μὴ γίνωνται κομιρικαραῖοι. Διότι αὐτοὶ παρακαλοῦν διὰ τὰς ψυχάς σας, σᾶς βαπτίζουν, σᾶς κοινωνοῦν, σᾶς θυμιάζουν, σᾶς εὐαγγελίζουν, σᾶς ἀντιδωρίζουν, σᾶς ἀρραβωνίζουν, σᾶς στεφανώνουν, σᾶς ἁγιάζουν μὲ Ἁγιασμούς, μὲ Εὐχέλαια, μὲ Παρακλήσεις, μὲ εὐχάς, σᾶς ὑψώνουν. Ἀσθενεῖτε; Σᾶς διαβάζουν. Αὐτοὶ ἔχουσι τὰ βάρη. Χαράτζι νὰ μὴ τοὺς ρίξετε καὶ βαρὺ χρέος. Καὶ αὐτοὶ νὰ εἶνε ταπεινοί, φρόνιμοι, νὰ μὴν ἀφορίζουν, νὰ μὴν ὀργίζωνται, νὰ μὴ καταρίζωνται, νὰ μὴν ἔχουν ἔχθραν, νὰ μὴ μεθοῦσι, νὰ εἶνε λαμπροὶ ὡσὰν ἀκτίνες τοῦ ἡλίου.
Διάφοραι συμβουλαί
Καὶ νὰ ἔχετε ἀγάπην ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, πλούσιοι καὶ πτωχοί. Καὶ εἰς ξένην κρίσιν νὰ μὴ κριθῆτε καὶ προδοθῆτε εἰς κρίσεις Τούρκων· ὅτι δώδεκα χρόνους νὰ μένη ἀκοινώνητος ὁ προδότης (92). Καὶ ἂν σοῦ πταίση ὁ ἀδελφός σου ἢ ἄλλος χριστιανός, πήγαινέ τον εἰς τὸν δεσπότην καὶ μὴ τὸν πηγαίνης εἰς κρίσιν τῶν Τούρκων, ὅτι μεγάλην ἁμαρτίαν ἔχεις καὶ θέλεις κολασθῆ αἰώνια· καὶ νὰ μὴν τὸν ἀδέχουνται εἰς τὴν ἐκκλησίαν οἱ ἀδελφοί, ὅτι ἐπῆγε ἐξωτερικὰ καὶ δὲν ἐπῆγε νομικά. Ἀκόμα τὶς Κυριακὲς νὰ μὴ δουλέψητε ὁλότελα. Μήτε νὰ πωλήσητε μήτε νὰ ἀγοράσητε οὔτε χωράφι οὔτε ἀμπέλι νὰ κοιτάζετε μήτε νὰ φωκαλίζετε τὰ ἀχούρισά σας· μονάχα νὰ διαβάζετε βιβλία, νὰ μαθαίνετε τὸ καλὸν καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, ὅτι ὅλοι θέλομεν ἀποθάνοι καθὼς τὸ βλέπομεν καθ᾿ ἑκάστην. Καὶ ὅσον βίον ἔχομεν, ἀδέλφια καὶ ἀδελφές μου, ἐδῶ εἰς τὴν γῆν θέλει ἀπομείνει· μονάχα ὅση ἐλεημοσύνη ἐδώσατε, αὐτὸ θέλετε ἔχει βοήθειαν εἰς τὴν ψυχήν σας· καὶ ὅ,τι ἐδώσατε τῶν πτωχῶν δι᾿ ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, καὶ θέλετε νὰ λάβετε τὸ ἕνα ἑκατὸν παρὰ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ νηστεία ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπον, τὸν πλουτίζει καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, καὶ ἔχει ἀγαθὸν τέλος· τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ γίνεται ἁγία. Καὶ ἀφήσατε τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ κάμετε ταπεινοσύνην. Μὴ βάνετε εἰς τὴν κεφαλήν σας ἀσήμια καὶ μαλάματα καὶ κόκκινα καὶ κίτρινα μανδήλια, ἀμὴ ἄσπρα μανδήλια καὶ νέες καὶ γερόντισσες, καὶ ἀρχόντισες καὶ πτωχές.
Ἡ Ἐλεημοσύνη.
Ἡ φιλοξενία τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ.
Καὶ τὸ τέταρτον νόημα εἶνε νὰ δίδετε ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ παρηγορᾶτε τοὺς ξένους καὶ νὰ τοὺς δίνετε ψωμὶ νὰ τρώγουσιν καὶ νὰ γευματίζουν καὶ ἀπὸ κανένα κομμάτι ψωμὶ καὶ νὰ πηγαίνουσιν εἰς τὴν ὥραν καλήν τους.
Διότι ἀκούομεν, ἀδελφοί μου, ὁποὺ λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ παρτριάρχης Ἀβραὰμ δὲν εἶχεν υἱὸν διὰ νὰ κληρονομήση τὸν βίον του, καὶ εἶχε παράπονον πολύ. Καὶ τί κάμνει ὁ εὐλογημένος; Βάνει καὶ κτίζει ἕνα σπίτι καὶ ἀνοίγει τρεῖς θύρας καὶ ἔβαλε ψωμὰν καὶ ἐζύμωνεν, καὶ ὅσοι ἄνθρωποι ἐδιάβαινον, ὅλους τοὺς ἐφίλευεν. Καὶ εἶχε συνήθειαν, κάθε ἡμέραν, ἂν ἴσως δὲν ἐπήγαινε ξένος νὰ φάγη ψωμί, μήτε ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔτρωγεν. Καὶ ὅσον ἔδιδε τὴν ἐλεημοσύνην περισσότερον ἀβγάτιζεν ὁ βίος του. Ὁ διάβολος, ὁποὺ φθονεῖ πάντοτε, τί κάμνει ὁ τρισκατάρατος; Πηγαίνει καὶ σχηματίζεται ὡσὰν ζήτουλας εἰς τὶς στράτες ὁποὺ ἐπήγαιναν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀβραάμ· καὶ ὅποιος ἐπήγαινε, τοῦ ἔλεγεν ὁ διάβολος: Ποῦ πηγαίνεις, ἀδελφέ; Ἐκεῖνος ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν, καὶ τὸν ἐμπόδιζεν ὁ διάβολος. Ἔλεγεν: Ἐγὼ εἶμαι ἕνας πτωχός, καὶ ἄκουσα πὼς ἐδῶ εἰς τὴν χῶραν τοῦ Μαμβρὴν εἶνε ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος, Ἀβραὰμ τὸ ὄνομά του, καὶ μὲ εἶπαν δίδει ἐλεημοσύνη καὶ εἶνε φιλόξενος πολύ· καὶ ἦλθα καὶ ἐγὼ ὁ δύστηνος νὰ μὲ κυβερνήση τίποτας, καὶ ἡ τύχη μου, τὸ κακὸν ριζικόν μου, δὲν ἐπρόφθασε νὰ μοῦ δώσῃ καὶ ἐμένα. Ἐπῆγα σήμερα εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἐζήτησα κομμάτι ψωμί, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐλεημοσύνην ὁποὺ ἔδιδεν ὁ καημένος, ἐπτώχυνεν πολύ, καὶ μήτε ψωμὶ τὸν ἔλαχεν μήτε στάμνα μὲ νερόν· καὶ ἦτον ὁ ἄνθρωπος θυμωμένος ἀπὸ τὴν πολλὴν πτωχείαν ὁποὺ τὸν ἦλθεν, καὶ ἐσηκώθη ἐπάνω καὶ μὲ ἐξύλισεν τόσον, ὁποὺ ἐμαζώχθηκε ὅλος ὁ μαχαλάς, οἱ ἄνθρωποι, καὶ μὲ ἐγλύτωσαν· καὶ εἶμαι ἄρρωστος ἀπὸ τὸν δαρμόν, καὶ μὴ πᾶτε κανένας. Καὶ ἀκούοντας οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπῆγαν κανένας τρεῖς ἡμέρας. Καὶ ὁ Ἀβρὰμ δὲν ἔφαγε τρεῖς ἡμέρας μήτε ψωμὶ μήτε νερὸν ἔπιεν αὐτὸς καὶ ἡ Σάρρα, διατὶ ἐλυποῦνταν πὼς ἔγινεν αὐτό, καὶ δὲν ἐπήγαινεν κανένας ἄνθρωπος νὰ φάγη ψωμί· καὶ προσκυνοῦσαν καὶ παρακαλοῦσαν μὲ ὅλην τὴν καρδίαν τους καὶ ἔλεγον: Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα, ὁποὺ ἔκαμες τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν, τὸν ἥλιον, τὰ ἄστρα καὶ κυβερνᾶς ὅλα τὰ στοιχεῖα, τὰ ὅσα βλέπουν τὰ ὀμμάτιά μας, καὶ τὰ ὅσα δὲν βλέπομεν, καὶ ὁρίζεις καὶ τὶς ψυχὲς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἔλθουν εἰς τὸ ὀσπίτιόν μας, νὰ τοὺς φιλεύσωμεν καὶ νὰ τοὺς δίδωμεν καὶ ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ τὸ εὕρωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅτι εἴμαστε ἄτεκνοι, καὶ θὰ μαλώσουσιν οἱ συγγενεῖς μας καὶ οἱ γείτονές μας. Αὐτὰ ἔλεγεν ὁ εὐλογημένος Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σαρρα. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ Θεὸς ὁποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀγαπῶντα αὐτὸν καὶ δὲν τὸν ἀφήνει λυπημένον, τί κάμνει; Καθὼς ἐκάθονταν ὁ Ἀβραὰμ ἔμπροσθεν εἰς τὴν θύραν καὶ ἡ Σαρρα εἰς τὴν ἄλλην θύραν καὶ ἐκοίταζον ἴσως περάσῃ τινὰς νὰ τὸν κράξουν νὰ φάγη ψωμὶ διὰ νὰ φάγωσιν καὶ αὐτοί, καὶ βλέπουσι τρεῖς νέους πολὺ ὡραίους, ὁποὺ ἔρχονταν πρὸς αὐτούς, καὶ εἰσέβησαν μέσα εἰς τὸν οἶκον ἀπὸ τὰς τρεῖς θύρας, καὶ μέσα ἕνας ἐφαίνονταν, καὶ ἀπὸ τὴν πολλήν τους χαρὰν εἶπον ἀναμεταξύ τους: Ἀκόμα μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, καὶ ἂς σφάξωμεν τὸ καλλιώτερον καὶ παχύτερον μοσχάρι. Καὶ εὐθὺς τὸ ἔσφαξαν καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα εἰς τὸν φοῦρνον νὰ ψηθῆ καὶ ἡ μάνα τοῦ μόσχου ἐρχόταν ὁλόγυρα τὸν φοῦρνον καὶ ἐφώναζε, καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσεν ἡ μόσχα, καὶ βλέπουν ἐβύζαινεν ὁ μόσχος. Κοιτάζουσι μέσα εἰς τὸν φοῦρνον τὸ ἀγγεῖον, καὶ ἦτο γεμάτον φαγητόν· καὶ ἐθαύμασαν (93). Καὶ ἐπῆγεν ὁ Ἀβραὰμ νὰ ὁμιλήση μὲ τοὺς νέους, καὶ ὀμιλώντας τῷ εἶπον οἱ νέοι: Ἀπὸ τώρα καὶ κάθε ὅλον χαρὰν θέλεις ἔχει, Ἀβραάμ, καὶ θέλεις γεννήσει υἱόν, τὸν Ἰσαάκ. Καὶ ἐπῆγε νὰ ἑτοιμάση τράπεζαν, διὰ νὰ τοὺς φιλεύση, καὶ γυρίζοντας δὲν τοὺς ηὖρεν· καὶ ἐστοχάσθηκεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐφάνη, καὶ ἀσπάζονταν καὶ καταφιλοῦσε τὸν τόπον, ὁποὺ ἐκάθονταν οἱ νέοι, καὶ ἦτον ἡ Τριάς, ὁ Θεός. Βλέπετε καὶ ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τὸ θαῦμα καὶ τὸ ἀκούετε ἕως τὴν σήμερον. Ὁμοίως νὰ κάμετε καὶ ἐσεῖς, ἀδελφοί μου, ἂν θέλετε νὰ ἔλθη ὁ Θεὸς εἰς τὰ σπίτια σας καὶ νὰ ἀβγατίζη ὁ βίος σας.
Μὴ Χωρίζεσθε ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν
Ἀπὸ τὸν Χριστὸν μὴ χωρίζεσθε καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκοῦτε τὸν ἱερέα ὁποὺ σημαίνει; Εὐθὺς νὰ σηκώνεσθε, νὰ νίπτεσθε, καὶ νὰ πηγαίνετε εἰς τὴ ἐκκλησίαν, νὰ ἀκούετε τὴν Ἀκολουθίαν μὲ προσοχήν. Ὁμοίως καὶ τὴν θείαν Λειτουργίαν. Καὶ νὰ ἑρμηνεύετε τὰ παιδιά σας, ὅσον καὶ δύνασθε, νὰ μὴ ἁμαρτήσουσιν, νὰ πηγαίνουσιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ εὐλογοῦνται, διὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ προκόψουν.
Καὶ ὅποιος ἀδελφός, ἀδελφοί μου, ἀκούσῃ τὸ σήμαντρον καὶ ὀκνεύει νὰ πηγαίνη εἰς τὴν ἐκκλησίαν, θέλει πνιγῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, καθὼς ἐπνίγησαν καὶ εἰς τὸν κατακλυσμόν. Ἀκόμη, μάθετε, ἀδελφοί μου, ὁ Νῶε, ἀφοῦ ἔκαμεν τὴν κιβωτὸν καὶ ἐμαζώχθηκαν ὅλα τὰ ζῶα μέσα, τὸ ταχὺ ἄνοιγεν τὴν κιβωτὸν καὶ πήγαιναν καὶ ἔβοσκαν, καὶ τὸ ἑσπέρας βαροῦσε τὸ σήμαντρον καὶ ὅλα ἐμαζώνονταν εἰς τὴν κιβωτόν· καὶ ἀπὸ τότε ἐβγῆκεν ὁ σήμαντρος καὶ σημαίνουσιν οἱ ἱερεῖς. Ὁ σήμαντρος σημαίνει σημαίαν τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἱερεὺς κήρυκας τῆς κιβωτοῦ, κιβωτὸς εἶνε ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας· καὶ ὅσοι ἀδελφοὶ σέβουν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, θέλουν συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά τους.
Ἡ ἁγία Ἐκκλησία εἶνε ὡσὰν ἡ μάνα. Ὅταν σφάλλη ὁ υἱός της, τὸν μαλώνει, καὶ πάλιν τὸν συμπαθᾶ. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἶνε μία πηγή, καὶ ποτίζει ὅλους τοὺς διψασμένους· καὶ πρέπει κάθε ἡμέραν νὰ λειτουργοῦν οἱ ἱερεῖς, διὰ νὰ εὐλογῆ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ φυλάγη τὴν χῶραν ἀπὸ πάσαν νόσον καὶ πάσαν μαλακίαν, διὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὴν χῶραν σας, τὰ χωράφια σας, τὰ ἀμπέλια σας, τὸν τόπον σας καὶ ὅλα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας.
Συγκινητικὴ Ἀποστροφὴ τοῦ λόγου τοῦ Ἁγίου πρὸς Ὅλους
Καὶ νὰ παρακαλῆτε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζοῦν πολὺν καιρὸν οἱ προεστοὶ τῆς χώρας σας, νὰ τοὺς φωτίση ὁ Θεὸς νὰ σᾶς κοιτάζουν καλά, ὅτι ὁ προεστὼς εἶνε ὡσὰν πατέρας· καὶ νὰ τιμᾶτε τοὺς ἱερεῖς σας καὶ τοὺς τρανητέρους σας. Αἱ γυναῖκες νὰ τιμᾶτε τοὺς ἄνδρες σας, οἱ ἄνδρες νὰ ἔχετε ἀγάπην μὲ τὶς γυναῖκες σας καὶ τὶς μάνες σας, καὶ αἱ νύμφες νὰ τιμᾶτε τοὺς πενθερούς σας καὶ πενθερές σας, καὶ οἱ γαμβροὶ τὰ πεθερικά σας, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν εὐλάβειαν θέλετε προκόψει σωματικὰ καὶ ψυχικὰ καὶ θέλετε φάγει ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς ὅσον ζήσετε εἰς τὴν γῆν τὴν πρόσκαιρην καὶ ὀλίγην ζωήν, καὶ εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν θέλετε κερδίσει ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου. Καὶ νὰ μὴν παραδίνεσθε, νὰ μὴν καταργιέσθε, νὰ μὴν ἀναθεματίζεσθε, καὶ νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, ἀδελφοί μου, συγχωρεῖτε με καὶ ὁ Θεὸς νὰ συγχωρέση καὶ ἐσᾶς καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ ἀπολαύσωμεν ὅλοι ὁμοῦ τὸν παράδεισον, νὰ χαροῦμεν ὅλοι μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους. Ἀμήν.
http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/patrokosmas/didaxai.htm#02