Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ

 

Πατερικά

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

    Είναι πολλά τα κύματα και φοβερή η τρικυμία. Αλλά δε φοβόμαστε μήπως καταποντισθούμε, γιατί στεκόμαστε πάνω στην πέτρα. Ας μαίνεται η θάλασσα, δεν μπορεί να διαλύσει την πέτρα ας σηκώνονται τα κύματα, το πλοίο του Ιησού δεν μπορούν να το βυθίσουν. Τι φοβόμαστε; πες μου. Το θάνατο; «Για μένα ζωή σημαίνει Χριστός και θάνατος σημαίνει κέρ­δος». Μήπως, πες μου, την εξορία; «Στον Κύριο ανήκει η γη και καθετί που την γεμίζει». Μήπως δήμευση περιουσίας; «Δε φέραμε τίποτε στον κόσμο και είναι φανερό ότι δεν μπορούμε τίποτε να πάρουμε μαζί μας»· και τα φοβερά του κόσμου μου είναι ευκαταφρόνητα και τα ευχάριστα καταγέλαστα.

Δε φο­βούμαι τη φτώχεια, δεν επιθυμώ τον πλούτο δε φοβούμαι το θάνατο, δεν εύχομαι να ζήσω παρά μόνο για τη δική σας προκοπή. Γι’ αυτό και τα τωρινά σας θυμίζω και παρακαλώ την αγάπη σας να έχει θάρρος. Λοιπόν κανείς δεν μπορεί να με αποχωρίσει από σας, γιατί εκείνο που ο Θεός ένωσε, ο άνθρω­πος δεν μπορεί να το χωρίσει. Για τη γυναίκα και τον άνδρα λέ­γει «Γι’ αυτό ο άνδρας θα εγκαταλείψει τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του, και θα είναι οι δύο μία σάρκα· εκείνο λοιπόν που ο Θεός ένωσε, ο άνθρω­πος ας μην το χωρίζει». Αν το γάμο δεν μπορείς να διαλύσεις, πως, πολύ περισσότερο, θα μπορέσεις να διαλύσεις την Εκκλησία του Θεού; Την πολεμάς, όμως χωρίς να μπορείς να βλάψεις αυτόν που πολεμάς. Αλλά μένα με κάνεις λαμπρότερο, ενώ τη δική σου δύναμη διαλύεις με τη μάχη εναντίον μου γιατί «είναι σκληρό για σένα να κλωτσάς σε αιχμηρά καρφιά». Δε βλά­πτεις τα καρφιά, αλλά τα πόδια σου τραυματίζεις. Γιατί και τα κύματα δε διαλύουν την πέτρα, αλλά τα ίδια διαλύονται σε αφρό.

Τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από την Εκκλησία, άνθρωπε. Σταμάτησε τον πόλεμο, για να μη διαλύσει τη δύναμή σου.

Μην ανεβάζεις πόλεμο στον ουρανό. Αν πολεμάς άνθρωπο, ή νίκησες, ή νικήθηκες. Αν όμως πολεμάς την Εκκλησία, είναι αδύνατο να νικήσεις, γιατί ο Θεός είναι πιο ισχυρός απ’ όλους. «Μήπως θέλουμε να προκαλέσουμε τον Κύριο; Μήπως είμαστε πιο ισχυροί απ’ αυτόν;». Ο Θεός τη στερέωσε, ποιος επιχειρεί να την κλονίσει; Δε γνωρίζεις τη δύναμή του. «Ρίχνει το βλέμ­μα του στη γη και την κάνει να τρέμει». Δίνει εντολή, και αυτά που κλονίζονταν στερεώνονταν. Αν στερέωσε την πόλη που κλονιζόταν, πολύ περισσότερο μπορεί να στερεώσει την Εκ­κλησία. Η Εκκλησία είναι πιο δυνατή από τον ουρανό. «Ο ου­ρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δε θα παρέλθουν». Ποιοι λόγοι; «Εσύ είσαι ο Πέτρος και πάνω στην πέ­τρα αυτή θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου και οι πύλες του άδη δε θα την καταβάλουν».

Αν δεν πιστεύεις στα λόγια, πίστευε στα πράγματα. Πό­σοι τύραννοι θέλησαν να νικήσουν την Εκκλησία; Πόσα τηγά­νια; πόσα καμίνια, δόντια θηρίων, ξίφη ακονισμένα; Όμως δεν τη νίκησαν. Που είναι εκείνοι, που την πολέμησαν; Έχουν σιγήσει και παραδόθηκαν στη λήθη. Και που είναι η Εκκλησία;

Λάμπει περισσότερο από τον ήλιο. Τα δικά τους σβήστηκαν, τα δικά της είναι αθάνατα. Αν όταν ήταν λίγοι δε νικήθηκαν, τώρα που η οικουμένη γέμισε ευσέβεια, πως μπορείς να τη νι­κήσεις; «Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δε θα παρέλθουν». Και πολύ εύλογα γιατί η Εκκλησία είναι πιο ποθητή στο Θεό από τον ουρανό. Δεν ανέλαβε σώμα ουρανού, αλλά ανέλαβε σάρκα Εκκλησίας για την Εκκλησία υπάρχει ο ουρανός, όχι για τον ουρανό η Εκκλησία. Τίποτε απ’ αυτά που έγιναν ας μη σας ανησυχεί. Αυτό χαρίστε μου, πίστη αμετάβλητη. Δεν είδατε τον Πέτρο ότι βάδιζε επάνω στα νερά, και όταν λίγο δίστασε, παρά λίγο να καταποντισθεί, όχι εξ αιτίας της άτακτης ορμής των νερών, αλλά εξ αιτίας της αδύνατης πί­στης του; Μήπως λοιπόν ήρθα εδώ με ψήφους ανθρώπινες; Μήπως λοιπόν με έφερε άνθρωπος, για να με απολύσει άνθρω­πος;

Τα λέγω όχι γιατί βρίσκομαι σε απόγνωση, μακριά μια τέτοια σκέψη, ούτε γιατί αλαζονεύομαι, αλλά γιατί θέλω να στηρίξω την πίστη σας που κλονίσθηκε. Επειδή στερεώθηκε η πόλη, ο διάβολος θέλησε να κλονίσει την Εκκλησία. Μιαρέ και παμμίαρε διάβολε, δε νίκησες τους τοίχους, και περιμένεις να κλονίσεις την Εκκλησία; Μήπως λοιπόν η Εκκλησία βρί­σκεται στους τοίχους; Στο πλήθος των πιστών βρίσκεται η Εκ­κλησία. Να πόσοι στύλοι είναι σταθεροί, όχι δεμένοι με σίδε­ρα, αλλά σφιγμένοι με την πίστη. Δε λέγω ότι τόσο πολύ πλήθος είναι πιο δυνατό από τη φωτιά, ούτε όμως θα νικούσες, αν ήταν ένας. Και ξέρεις πόσα τραύματα σου έδωσαν οι μάρτυ­ρες.

Παρουσιάσθηκε πολλές φορές μια κόρη απαλή ανύπανδρη ήταν πιο απαλή από κερί και έγινε πιο στερρεή από πέτρα. Τις πλευρές της έσχιζες, και την πίστη της δεν την πήρε. Ατόνησε η φύση της σάρκας, και δεν καταπονήθηκε η δύναμη της πί­στης, κατατρωγόταν το σώμα, γινόταν νέο το φρόνημα, ξοδευό­ταν η ουσία, άλλ’ έμενε η ευλάβεια. Δε νίκησες μια γυναίκα, και περιμένεις να νικήσεις τόσο πολύ λαό;

Δεν ακούς τον Κύριο που λέγει, «όπου είναι δύο ή τρεις συγκεντρωμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι ανάμεσά τους»; Όπου είναι τόσο πολύς λαός δεμένος με την αγάπη δεν είναι παρών; Έχω το ενέχυρό του· μήπως δηλαδή έχω εμπιστοσύνη στη δική μου δύναμη; Κρατάω το συμβόλαιο αυτού. Αυτό μου είναι ραβδί, αυτό μου είναι ασφάλεια, αυτό μου είναι λιμάνι γα­λήνιο. Και αν ακόμη η οικουμένη ταράζεται, τα γραμμάτιο το έχω. Αυτό διαβάζω· τα γράμματα εκείνα είναι για μένα τείχος και ασφάλεια. Ποια είναι αυτά; «Εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες μέχρι τη συντέλεια του κόσμου».

Ο Χριστός είναι μαζί μου, και ποιόν θα φοβηθώ; Είτε κύματα σηκώνονται εναντίον μου, είτε πελάγη, είτε θυμοί αρχόντων, όλα αυτά για μένα είναι πιο ασήμαντα από αράχνη. Και αν δεν ήταν για τη δική σας αγάπη, ούτε σήμερα θα δεχόμουν να φύγω. Γιατί πάντοτε λέγω, «Κύριε, ας γίνει το δικό σου θέλημα», όχι ό,τι θέλει ο τάδε και ο τάδε, αλλ’ ό,τι θέλεις εσύ. Αυτός μου είναι πύργος, αυτό μου είναι πέτρα ακίνητη, αυτό μου είναι ράβδος αμετάβλητη. Αν θέλει ο Θεός να γίνει αυτό, ας γίνει. Αν θέλει να είμαι εδώ, αισθάνομαι ευγνωμοσύνη. Όπου θέλει, τον ευχαριστώ.

Κανείς ας μη σας ανησυχεί. Να προσηλώνεστε στις προσ­ευχές. Αυτά τα έκαμε ο διάβολος για να ξερριζώσει το ζήλο σας για τις λιτανείες. Όμως δεν προχωρεί σ’ αυτό, αλλά σας βρήκα πιο πρόθυμους και πιο θερμούς. Αύριο θα βγω μαζί σας για λιτανεία. Ή όπου είμαι εγώ, εκεί είστε και σεις· όπου εσείς, εκεί και εγώ· ένα σώμα είμαστε. Το σώμα δε χωρίζεται από το κεφάλι, ούτε το κεφάλι από το σώμα. Εμποδιζόμαστε από τον τόπο, αλλ’ είμαστε ενωμένοι με την αγάπη. Ούτε ο θά­νατος θα μπορέσει να μας διασπάσει. Γιατί, και αν ακόμη πεθάνει το σώμα μου, ζει η ψυχή μου και θυμάται το λαό. Εσείς εί­στε για μένα πατέρες. Πως μπορώ να σας ξεχάσω; Εσείς για μένα πατέρες, εσείς για μένα ζωή, εσείς για μένα προκοπή. Αν εσείς προκόψετε, εγώ ευδοκιμώ. Επομένως για μένα η ζωή και ο πλούτος βρίσκονται μέσα στο δικό σας θησαυρό.

Εγώ είμαι έτοιμος άπειρες φορές να σφαγώ για σας (και δεν κάνω καμιά χάρη, αλλά και οφειλή επιστρέφω, γιατί «ο ποιμένας ο καλός θυσιάζει τη ζωή του για τα πρόβατα»), και να σφαγώ άπειρες φορές και να αποκεφαλισθώ άπειρες φορές. Για μένα ο θάνατος αυτός είναι προϋπόθεση αθανασίας, για μένα οι επιβουλές αυτές είναι αφορμή ασφάλειας.

Μήπως λοιπόν για χρήματα με επιβουλεύονται, για να λυ­πηθώ; μήπως για σφάλματα, για να πονέσω; Για τον έρωτα που έχω για σας· επειδή τα πάντα κάνω, για να μείνετε σε ασφάλεια, για να μην εισχωρήσει κανείς στην ποίμνη, για να μείνει ακέραιο το ποίμνιο.

Η υπόθεση των αγώνων αυτών μου αρκεί για στεφάνι. Γιατί τι θα πάθαινα για σας; Εσείς για μένα είστε συμπολίτες, εσείς για μένα πατέρες, εσείς για μένα αδελφοί, εσείς για μένα τέκνα, εσείς για μένα μέλη, εσείς για μένα σώμα, εσείς για μένα φως, ή καλύτερα και από το φως αυτό πιο αγαπητοί.

Γιατί τι τόσο μεγάλο μου χαρίζει η ακτίνα του ήλιου όσο η δική σας αγάπη; Η ακτίνα με ωφελεί στην παρούσα ζωή, η δική σας όμως αγάπη μου πλέκει στεφάνι για τη μέλλουσα ζωή. Και αυτά τα λέγω σε αυτιά ανθρώπων που ακούν και τι είναι πιο πρόθυμο ν’ ακούσει από τα δικά σας αυτιά; Τόσες ημέρες μείνατε άγρυπνοι, και τίποτε δε σας λύγισε, ούτε το μά­κρος του χρόνου σας έκαμε πιο μαλακούς, ούτε οι φόβοι, ούτε οι απειλές· σ’ αυτά γίνατε γενναίοι. Και τι λέγω, γίνατε; Αυτό που πάντοτε επιθυμούσα, περιφρονήσατε τα βιοτικά πράγματα, αρνηθήκατε τη γη, μεταφερθήκατε στον ουρανό· απαλλαχθήκατε από τα δεσμά του σώματος, αγωνίζεστε για τη μακάρια εκείνη φιλοσοφία. Αυτά είναι για μένα στεφάνια, αυτά παρηγοριά, αυτά ενθάρρυνση, αυτά είναι για μένα παρόρμηση, αυτά ζωή, αυτά προϋπόθεση αθανασίας.

Αλλά βλέπω ότι μερικοί προσπαθούν να με πείσουν με τις δικές μου διδασκαλίες να μείνω ατάραχος. Γιατί πολλά ευνοϊκά οδηγούν στα αντίθετα, επειδή σ’ αυτούς που φαινόμουν πως εί­μαι ζηλωτής έχω περιπέσει στη μοχθηρία τους. Άλλοι καταρ­γώντας κάθε τρόπο κερδίζουν τη νίκη με την αλλαγή των πραγ­μάτων δεν απειλούσαν, αλλά ήταν παρόντες. Είναι λοιπόν και­ρός τώρα να πω για τη δική μου θλίψη.

Ο νόμος υπάρχει, αλλ’ ο νομοθέτης νικιέται. Τέκνα, μα την αγάπη σας, βλέπω κάποια σκευωρία να μας πολεμάει και το Θεό να βρίζεται· βλέπω τον αγώνα να σταματάει και τον αγωνοθέτη να λυπάται· βλέπω την πειστικότητα της αλήθειας να μαραίνεται και τη σκευωρία να επικρατεί. Μου λέγουν ότι έφαγες και ύστερα βάπτισες’. Αν το έκαμα αυτό να είμαι ανάθεμα, να μην αριθμηθώ στη ρίζα των επισκόπων, να μη βρεθώ με τους αγγέλους, να μην αρέσω στο Θεό. Και αν όμως έφαγα και ύστερα βάπτισα, δεν έκαμα κανένα άπρεπο πράγμα. Πρόσεχε με ακρίβεια αυτό που λέγω, και δε θα σταματήσω να το λέγω. Γιατί για μένα το να λέγω δεν είναι οκνηρία, ενώ για σας είναι ασφάλεια.

Αλλ’ ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Λέγουν ότι έφαγα και βάπτισα. Ας καθαιρέσουν λοιπόν τον Παύλο, γιατί μετά το δείπνο του χάρισε στο δεσμοφύλακα το βάπτισμα. Τολμώ να πω, ας καθαιρέσουν και αυτόν τον Χριστό, γιατί μετά το δείπνο χάρισε στους μαθητές την κοινωνία. Αλλ’ εύλογα αυτά για μας είναι μεγάλα, αυτά είναι τα ευχάριστα της ειρήνης, αυτά είναι τα εγκώμια του λαού. Δικό μου το στεφάνι, δικό σας ο καρπός.

Αλλά γνωρίζετε, αγαπητοί, γιατί θέλουν να με καθαιρέσουν.

Γιατί δεν άπλωσα χαλιά, ούτε μεταξωτά ενδύματα ντύθηκα, και γιατί δεν ενθάρρυνα τη λαιμαργία τους. Γιατί άνθησαν οι από­γονοι του φιδιού, ακόμη επιζεί η γενεά της Ιεζάβελ, και ακόμη η χάρη συναγωνίζεται με τον Ηλία.

Και ας φέρουμε, σας παρακαλώ, στη μέση το θαυμαστό και πλούσιο κήρυκα της ζωής, εννοώ τον Ιωάννη, το φτωχό, που δεν απόκτησε ούτε λυχνάρι, γιατί είχε τη λαμπάδα του Χρι­στού. Αυτού το κεφάλι επιθύμησε η συλλειτουργός της Εύας, αυτή που έγινε εμπόδιο στους αγίους, αυτή που καταδίωξε τους προφήτες, αυτή που κήρυξε την πονηρή νηστεία, αυτή που γνώριζε καλά τον ομότιμο του ονόματος της οχιάς χορό και χόρεψε στο γεύμα το άσκοπο.

Δεν επιθύμησε ζωή, δεν επιθύμησε πολλά χρήματα, ούτε αξίωμα βασιλείας, ούτε κάποια άλλη περιουσία. Αλλά πες μου, άνθρωπε, τι επιθύμησε; Κεφάλι ανθρώπου. Και τι λέγω; Όχι μόνο ανθρώπου, αλλά ευαγγελιστή. Αλλά δε νίκησε όταν πήρε το κεφάλι. Γιατί ζήτησε και έκοψε το κεφάλι, και δέχθηκε γρήγορα την παράνομη επιθυμία της μέσα σε πιάτο. Βλέπε και θαύμασε τη δύναμη του Θεού. Ο αθώος έκαμε αυστηρό έλεγχο, αποκεφαλίσθηκε. Αλλ’ αυτός που αποκεφαλίσθηκε είναι στα δεξιά του Χριστού, ενώ εκείνη δέχεται την αναπόφευκτη κόλαση. Εκείνης πάλι το σπέρμα, ο απόγονος ο γεμάτος αγκάθια, επιθυμεί και ενεργεί γρήγορα.

Αλλά η Ηρωδιάδα ζητάει πάλι το κεφάλι του Ιωάννη, στηριζόμενη όχι στο χορό που χορεύουμε με τα πόδια, αλλά στο χορό της Μαρίας. Πάλι ο Ιωάννης φωνάζει και λέγει, «δε σού επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα του αδελφού σου».

 Αλλά τι να πω; Ο παρών καιρός είναι για δάκρυα. Γιατί όλα φεύγουν γρήγορα στην περιφρόνηση, και όλα τα κρίνει ο χρόνος. Το χρυσάφι δοξάζει τα πάντα. Αλλά φέρε μου τον άγιο Δαβίδ που λέγει και βροντοφωνάζει, «αν τρέχει σαν ποτάμι το χρυσάφι, μην προσκολλάτε την καρδιά σας σ’ αυτό». Πες μου όμως, ποιος ήταν αυτός που είπε αυτό το λόγο; Δεν είχε το αξίωμα που βρισκόταν στην κορυφή της βασιλείας; δεν πρό­σταζε με την βασιλική του εξουσία; Αλλά δεν έβλεπε για αρπαγή, δεν ήταν η σκέψη του για την κατάργηση της ευσέβειας, ούτε φρόντιζε για θησαυρούς, άλλα για τη συγκέντρωση στρα­τού. Ούτε έπαιρνε τη συγκατάθεση της γυναίκας του. Αποφεύ­γετε λοιπόν, γυναίκες, τις ξένες συγκεντρώσεις, μη δίνετε στους άνδρες σας κακή συμβουλή, αλλά προφυλαχθείτε με αυτά που λέχθηκαν. Άραγε έσβησα τη φλόγα σας; άραγε ανακουφίσθηκε η καρδιά σας; Αλλά γνωρίζω ότι θα ωφεληθείτε οι θυγατέρες της Μαρίας, ενώ οι άλλες είναι χορτάτες χωρίς κρασί και μεθούν με τη φιλαργυρία, όπως ο μακάριος Παύλος φωνάζει και κηρύττει λέγοντας· «ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία». Έτσι και οι ασύνετες γυναίκες κλείνουν καλά τα αυτιά τους και αντί για σπόρο αγαθό γεννούν αγκάθια.

Αλλά, σας παρακαλώ, ας μη ρίξουμε εμείς το σπόρο μας επάνω στην πέτρα. Είμαστε χωράφι του Χριστού, από τον οποίο ας ακούσουμε, «εύγε, δούλε αγαθέ, έλα μέσα στο σπίτι μου»· να μη συμβεί να μας πει αντί για το λόγο αυτόν το «εύγε, δούλε κακέ».

Αλλά, σας παρακαλώ, ας λάμψει η συμπεριφο­ρά σας μπροστά στους ανθρώπους, ας μην καταστρέψουμε το αλάτι μας, αλλ’ ας δοξάσουμε, ας ευχαριστήσουμε, οι πλούσιοι τον πλούσιο, οι φτωχοί το φιλάνθρωπο και φιλόπτωχο Χριστό, οι δυνατοί το ισχυρό χέρι του. Και αυτά βέβαια για σας. Ίσως όμως επιτρέπει ο Θεός να παθαίνω αυτά που σκέπτονται εναντίον μου, για να με δοκιμάσει στις συμφορές. Γιατί στους κό­πους έχει αποτεθεί οπωσδήποτε η νίκη και στους αγώνες έχει ετοιμασθεί το στεφάνι. Γιατί και ο θεόπνευστος Παύλος έλεγε, «το δρόμο τελείωσα, την πίστη τήρησα, και τώρα πια μου απομένει το στεφάνι της δικαιοσύνης». Γι’ αυτό το στεφάνι να σας κρίνει άξιους ο Κύριος των όλων στους αιώνες. Αμήν.

 

ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ-ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 33- ΟΜΙΛΙΕΣ- ΕIΣΑΓΩΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ Από τον ΣΠΥΡΟ ΜΟΥΣΤΑΚΑ, θεολόγο – Φιλόλογο, ΕΠΕ ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1985 – Σελ. 385-399- ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr