Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Γάμος καί οἰκογένεια
στό στόχαστρο σκοτεινῶν δυνάμεων
Παραδοσιακές ἀξίες καί ἀμφισβητήσεις τους
Στήν ἐποχή μας ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας, δέχεται ἀλλεπάλληλα πλήγματα. Στή δέ χώρα μας, τό τελευταῖο καί ἰσχυρότερο, ἡ «χαριστική βολή» θά λέγαμε, εἶναι, προφανῶς, ἡ ὑπερψήφιση ἀπό τή Βουλή τοῦ νομοσχεδίου μέ τίτλο «Ἰσότητα στόν πολιτικό γάμο, τροποποίηση τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα καί ἄλλες διατάξεις» (15/2/2024), δηλαδή τοῦ νομοσχεδίου γιά τόν λεγόμενο «γάμο» τῶν ὁμοφυλοφίλων, πού εἶναι πλέον νόμος τοῦ κράτους! Γιατί, ὅμως, συμβαίνει αὐτό; Γιατί πλήττεται τόσο πολύ ἡ οἰκογένεια, στήν παραδοσιακή της τουλάχιστον μορφή, καί παράλληλα τό Μυστήριο τοῦ Γάμου; Ἀρκοῦν τά γνωστά ἐπιχειρήματα γιά ἰσότητα, ἐλευθερία, αὐτοδιάθεση, παροχή ἴσων εὐκαιριῶν κ.λπ. νά ἀνατρέψουν μιά παράδοση 2.000 τουλάχιστον ἐτῶν, καί μάλιστα μιά πρακτική δοκιμασμένη καί ἐπιτυχημένη; Ὅλοι μέχρι πρότινος θεωρούσαμε τήν οἰκογένεια «κύτταρο τῆς κοινωνίας», δηλ. ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τή συγκρότησή της. Μπορεῖ νά ὑπάρξει ὁποιαδήποτε κοινωνία ἀνθρώπων χωρίς οἰκογένεια; Μπορεῖ νά ἐπιβιώσει ὁ θεσμός μέ τά πλήγματα, πού δέχεται, καί μέ τίς μεταλλάξεις, πού τοῦ ἐπιβάλλονται; Ἡ διάλυση τῆς οἰκογένειας δέν συνεπάγεται αὐτόματα τή διάλυση τῆς κοινωνίας; Μήπως κάποιες δυνάμεις, πού ἐργάζονται «γιά τό καλό μας», αὐτό ἀκριβῶς ἐπιδιώκουν, τή διάλυση τῆς κοινωνίας;
Ὅπως εἶναι γνωστό, στόν λεγόμενο «πολιτισμένο» κόσμο ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας θεμελιώθηκε σέ χριστιανικές ἀρχές, εἴτε στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, εἴτε στή Χριστιανική Δύση. Εἰδικότερα, ἐξαγιάστηκε μέ τό Μυστήριο τοῦ Γάμου, μέ ἀποτέλεσμα οἰκογένεια καί Γάμος νά συνδεθοῦν ἄρρηκτα. Γιά τήν Ἐκκλησία δέν νοεῖται οἰκογένεια ἐκτός ἤ ἄνευ τοῦ Γάμου. Καί πραγματικός Γάμος εἶναι μόνο ὁ ἐκκλησιαστικός, δηλαδή τό ἀντίστοιχο Μυστήριο. Ὅλες οἱ ἄλλες μορφές συμβίωσης, ὅπως ὁ λεγόμενος «πολιτικός γάμος», εἶναι νομικές συμβάσεις γιά τούς μή Χριστιανούς (ἀθέους, ἑτεροθρήσκους κ.ἄ.).
Ὡστόσο, ἀπό τά μέσα τοῦ περασμένου (20οῦ) αἰ. ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική διάφορα «κοινωνικοαπελευθερωτικά» λεγόμενα κινήματα, μέ σαφή ἀντιπαραδοσιακό καί ἀντιχριστιανικό χαρακτήρα. Αὐτά, ἄν καί ἀναπτύχθηκαν σέ ξένο περιβάλλον, ἐπηρέασαν σέ μεγάλο βαθμό τήν ἑλληνική, ἀλλά καί τήν παγκόσμια πραγματικότητα. Τά πιό γνωστά εἶναι: α) Τό κίνημα τῆς «σεξουαλικῆς ἀπελευθέρωσης» καί ἡ λεγόμενη «σεξουαλική ἐπανάσταση» ἀπό τή δεκαετία τοῦ 1960 ὡς τή δεκαετία τοῦ 1980. β) Τό «φεμινιστικό» κίνημα μέ τά θετικά καί ἀρνητικά του στοιχεῖα, ἰδιαίτερα ἀπό τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960. γ) Τό «κίνημα τῶν τῶν χίπις» (στήν Ἑλλάδα «Παιδιά τῶν Λουλουδιῶν») ἀπό τά μέσα τοῦ 1960. δ) Ἡ ἀναζωπύρωση τοῦ «ἀναρχικοῦ κινήματος» στή δεκαετία τοῦ 1960. ε) Τό «κίνημα τοῦ γυμνισμοῦ» ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. στ) Τό «κίνημα τῶν γκέυ» ἀπό τό 1969 καί τῶν «λεσβιῶν» ἀπό τήν ἴδια περίπου ἐποχή. Ἀπό τό 1988 τό κίνημα διευρύνθηκε ὡς «κίνημα ΛΟΑΤ» (τά ἀρχικά σημαίνουν Λεσβία, Ὁμοφυλόφιλος, Ἀμφιφυλόφιλος καί Τράνς), καί λίγο ἀργότερα ὡς «κίνημα ΛΟΑΤΚΙ+» (προστέθηκαν οἱ κατηγορίες Κουήρ, Ἰντερσέξ καί ἄλλες παρόμοιες). Τήν ἴδια ἐποχή παρατηρεῖται στροφή πρός τόν Ἀποκρυφισμό, δηλ. πρός τόν δαιμονικό κόσμο (Μαγεία, Ἀστρολογία, Σατανισμό).
Ἐπίσης, ἀπό τά μέσα ἤ τά τέλη τοῦ 20οῦ αἰ. καί σέ ἀλληλεπίδραση μέ τά παραπάνω κινήματα ἐμφανίστηκε τό γνωστό παγκόσμιο κίνημα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», μέ ἀξίωση νά ὑποκαταστήσει κάθε παραδοσιακό στοιχεῖο, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν Χριστιανισμό, ἤ τουλάχιστον ἐπιχειρεῖ νά τόν ἑρμηνεύσει μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά αὐτοαναιρεθεῖ! Ἀντλεῖ τό περιεχόμενό του ἀπό τόν Ἀποκρυφισμό καί τίς ἀνατολικές θρησκεῖες (Ἰνδουϊσμό, Βουδισμό), προβάλλοντας τήν ἀντίληψη ὅτι μιά σκοτεινή «Ἐποχή» φεύγει καί μία νέα ἀνατέλει. Στήν πρώτη κυριαρχοῦσαν ὁ φόβος, οἱ ἐντολές, οἱ ἀπαγορεύσεις, τό κακό. Στή δεύτερη ἀναμένεται νά κυριαρχήσουν ἡ χαρά, ἡ ἐλευθερία, ἡ ἀλήθεια. Μεσσίας τῆς πρώτης ἦταν ὁ Χριστός, ἐνῶ στή «Νέα Ἐποχή» ἕνας «νέος Μεσσίας» θά ὁδηγήσει τήν ἀνθρωπότητα στό φῶς. Βασικές ἀντιλήψεις τοῦ κινήματος εἶναι: α) Δέν ὑπάρχει προσωπικός Θεός. Ὁ «θεός» ταυτίζεται μέ τόν κόσμο ἤ εἶναι μιά ἀπρόσωπη «ἐνέργεια», πού διαχέεται ἐντός του. β) «Θεός» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Κάθε ἀνθρώπινο πρόβλημα, κάθε ἀτέλεια καί ἀδυναμία, ὀφείλεται στό ὅτι δέν γνωρίζουμε αὐτή τή «μεγάλη ἀλήθεια». Ὁ ἄνθρωπος φτάνει στήν «τελείωση» καί στόν «φωτισμό», ὅταν συνειδητοποιήσει τή «θεϊκή» του ἰδιότητα, ὅταν πιστέψει ὅτι εἶναι «θεός». γ) Δέν ὑπάρχει διάκριση μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ. Καλό καί κακό εἶναι δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος!
Ἐπιδράσεις καί ἀπόπειρες βιασμοῦ τῆς φύσης
Ἡ ἐπίδραση τῶν κινημάτων αὐτῶν στά θέματα τοῦ Γάμου καί τῆς οἰκογένειας εἶναι ἐμφανής. Ἄς δοῦμε κάποια παραδείγματα ἀπό τίς ἐπιδράσεις τοῦ τελευταίου κινήματος, δεδομένου ὅτι τό «φρόνημα» τῆς «Νέας Ἐποχῆς» προβάλλεται ἔντονα ἀπό μέσα ἐνημερώσεως, θεσμούς, ὀργανώσεις καί πρόσωπα, πού διαμορφώνουν τήν κοινή γνώμη (δημοσιογράφους, πολιτικούς, διανοουμένους κ.ἄ.):
α) Ἄν δέν ὑπάρχει προσωπικός Θεός, δέν ὑπάρχει καί Μυστήριο τοῦ Γάμου. Καί ἄν δέν ὑπάρχει Μυστήριο τοῦ Γάμου, καταργεῖται τό θεμέλιο τῆς οἰκογένειας, ἡ ὁποία ἀποδομεῖται πλήρως. Ἡ ἱερότητα, μέ τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τήν περιέβαλε, ἐκλείπει. Ἡ οἰκογένεια μετατρέπεται σέ ἁπλή σύμβαση, μέ κάποια νομική κατοχύρωση βέβαια, ἡ ὁποία μπορεῖ νά διαλύεται μέ τόν εὐκολότερο τρόπο. Οἱ ἀπαγορεύσεις τοῦ Ἰησοῦ σχετικά μέ τό διαζύγιο, πού ἀναφέρονται στά Εὐαγγέλια, δέν ἰσχύουν πλέον.
β) Ἄν «θεός» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, τότε μπορεῖ «νά κάνει ὅ,τι θέλει». Πίσω ἀπό τήν «ἀθώα» αὐτή πρόταση, πού μοιάζει νά κατοχυρώνει τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, κρύπτεται ἡ ἀπόπειρα ἐπιβολῆς τῆς προσωπικῆς βούλησης τοῦ καθενός, χωρίς περιορισμούς καί ὅρια, στούς ἄλλους, στόν κόσμο, ἀκόμη καί στή φύση. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ βασικός «νόμος» τοῦ σύγχρονου Σατανισμοῦ, τοῦ λεγόμενου Νεοσατανισμοῦ, ὅπως τόν διατύπωσε ὁ διάσημος μάγος καί ἀρχισατανιστής τοῦ περασμένου αἰώνα Aleister Crowley (1875-1947), εἶναι: «κάνε ὅ,τι θέλεις, αὐτός εἶναι ὅλος ὁ νόμος»! Ἡ συγγένεια τοῦ κινήματος τῆς «Νέας Ἐποχῆς» μέ τόν Ἀποκρυφισμό καί τόν Σατανισμό εἶναι ἐμφανής. Ὅπως ἔλεγε ὁ μεγάλος Ρῶσος συγγραφέας Θεόδωρος Ντοστογιέφσκυ (1821-1881), «ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται»! Μπορεῖ, ὅμως, νά συσταθεῖ οἰκογένεια ὅταν συγκρούονται δύο διαφορετικές βουλήσεις, πού ἡ μία ἐπιχειρεῖ νά ἐπιβληθεῖ στήν ἄλλη;
γ) Ἄν δέν ὑπάρχει διάκριση μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, τότε ἡ ἔννοια τῆς «ἁμαρτίας» εἶναι παντελῶς ἄγνωστη στό κλίμα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», ὅπως ἄγνωστη τείνει νά γίνει στή σύγχρονη πραγματικότητα. Πράξεις, ὅπως ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ὁμοφυλοφιλία, πού ἡ ἀποχή τους διασφάλιζε κάποτε τή συνοχή τῆς οἰκογένειας, δέν θεωροῦνται πλέον ἁμαρτωλές καταστάσεις, ἀλλά φυσιολογικές. Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι ἡ ἀποδόμηση τῆς οἰκογένειας στή χώρα μας ἄρχισε πρίν ἀπό ἀρκετά χρόνια μέ τήν «ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας» (1982). Ἀκολούθησαν βῆμα πρός βῆμα τά νομοθετήματα γιά τό «συναινετικό διαζύγιο», τόν «πολιτικό γάμο», τό «σύμφωνο συμβίωσης» καί πρόσφατα τόν «γάμο» τῶν ὁμοφυλοφίλων. Εἶναι πολύ πιθανό νά ἀκολουθήσουν καί ἄλλα παρόμοια (ἤδη ὑπάρχουν σχετικές διεκδικήσεις), ὅπως ἡ νομιμοποίηση τῆς πολυγαμίας ἤ ἀκόμη καί ἡ ἀποποινικοποίηση τῆς παιδεραστίας!
Γιά τό φρόνημα, λοιπόν, τῆς «Νέας Ἐποχῆς» τό καλό καί τό κακό εἶναι ἁπλές συμβάσεις. Σέ κοινωνικό ἐπίπεδο, καλό ἤ κακό εἶναι ὅ,τι μιά ὁμάδα ἤ μιά κοινωνία ἀνθρώπων ἀποφάσισε νά θεωρεῖ προσωρινά καλό ἤ κακό καί τό ὁποῖο μπορεῖ ἀνά πᾶσα στιγμή νά μεταβάλλεται. Δέν ὑπάρχει κάτι μονίμως καί ἀπό τή φύση του καλό ἤ κακό. Σέ προσωπικό ἐπίπεδο, καλό ἤ κακό εἶναι ὅ,τι θεωρεῖ ὁ καθένας ὡς τέτοιο, ἀρκεῖ νά μήν ἔρχεται σέ εὐθεία σύγκρουση μέ τίς ἀντίστοιχες «συμβάσεις» τῆς κοινωνίας στήν ὁποία ζεῖ.
Στό πνεῦμα αὐτό γίνονται ἀπόπειρες νά ἀναιρεθοῦν ἀκόμη καί δεδομένα τῆς φύσης, ὅπως ἡ διάκριση τῶν φύλων. Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, στή φύση ὑπάρχουν μόνο δύο φύλα. Ὑπάρχουν, βέβαια, καί παρεκτροπές, ἄνθρωποι ἤ ζῶα πού γεννιοῦνται μέ συγκεχυμένα φυλετικά χαρακτηριστικά, ἀλλά αὐτά εἶναι ἐξαιρέσεις καί ἀσθένειες τῆς φύσης. Ὡστόσο, ἀπό τόν περασμένο αἰώνα ἐμφανίστηκαν ἐπιστημονικές θεωρίες, πού διαχωρίζουν τό «βιολογικό φύλο» ἀπό τό «κοινωνικό». Στό πλαίσιο αὐτό, ἄρχισε νά γίνεται λόγος γιά «ἔμφυλες ταυτότητες», ἐννοώντας μέ αὐτό τήν προσωπική ἀντίληψη κάθε ἀνθρώπου γιά τό φύλο του, δηλ. γιά τό ἄν ἀνήκει στό ἀνδρικό ἤ στό γυναικεῖο φύλο. Ἔτσι, στίς 10/10/2017, μετά ἀπό ἔντονες καί ἐκτενεῖς συζητήσεις, ἐντός καί ἐκτός τοῦ Κοινοβουλίου, ὑπερψηφίστηκε ἀπό τήν Ἑλληνική Βουλή τό περιβόητο νομοσχέδιο γιά τήν «κοινωνική ταυτότητα» τοῦ φύλου, δηλ. γιά τίς «ἔμφυλες ταυτότητες». Ἔκτοτε (ἴσως καί ἀπό ἐνωρίτερα) διδάσκεται συστηματικά στά σχολεῖα μας (μέσῳ τῆς «σεξουαλικῆς ἀγωγῆς», πού ἐφαρμόζεται ἀπό τό Νηπιαγωγεῖο!) ἡ ἀντίληψη ὅτι τό φύλο δέν εἶναι φυσικό δεδομένο, ἀλλά ἀντικείμενο προσωπικῆς ἐπιλογῆς, ἡ δέ «σεξουαλική ἀγωγή» ἔχει σκοπό μεταξύ ἄλλων νά κατευθύνει τούς μαθητές στό νά ἐπιλέξουν οἱ ἴδιοι τό φύλο τους. Στό ἴδιο πλαίσιο ἐπιχειρεῖται ἡ κατάργηση τῶν ὅρων «πατέρας» καί «μητέρα» ἀπό τά σχολεῖα καί τούς δημόσιους χώρους καί ἡ ἀντικατάστασή τους μέ τούς ὅρους «γονέας Α΄» καί «γονέας Β΄»! Κάτι ἀντίστοιχο ἰσχύει καί στήν καθοδήγηση τῆς κοινῆς γνώμης ἀπό τά μέσα ἐνημερώσεως (π.χ. τό «καλάθι τῆς νοικοκυρᾶς» ἔγινε «καλάθι τοῦ νοκοκυριοῦ»).
Δέν εἶναι ἡ μοναδική περίπτωση πού ἡ ἐπιστήμη (ἤ μᾶλλον ὁ ἄνθρωπος διά τῆς ἐπιστήμης) ἐπιχειρεῖ νά ἐπιβληθεῖ στή φύση καί νά ἀνατρέψει φυσικά δεδομένα. Ὅμως, κάθε τέτοια ἀπόπειρα εἶχε πάντοτε τραγικά ἀποτελέσματα: φυσικές καταστροφές, «ἀκραῖα φυσικά φαινόμενα», ἀσθένειες, πανδημίες κ.λπ., μέ τά ὁποῖα ἡ φύση ἐπιδεικνύει τή δύναμή της στήν ἐποχή τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας! «Ἡ φύση ἐκδικεῖται», λέει ὁ Λαός! Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ φύση εἶναι δεδομένη πραγματικότητα, πού κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ. Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, κάθε ἀπόπειρα τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπερβεῖ τή φύση του συνιστοῦσε «ὕβριν» καί ἐπέφερε σκληρή τιμωρία, τήν «νέμεσιν». Ἡ κίνηση αὐτή ἀπό τήν «ὕβρη» στή «νέμεση» εἶναι τό προσφιλέστερο θέμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, μιᾶς ἀπό τίς ὑψηλότερες ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Ἀλλά καί σήμερα συζητοῦνται ἔντονα μεταξύ τῶν εἰδικῶν οἱ «ἠθικές» προεκτάσεις τῶν ἐφαρμογῶν τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης. Θά ἔλεγε κάποιος, ὅτι μορφή ὑπέρβασης τῆς φύσης εἶναι ὁ πολιτισμός, ὁ ὁποῖος ὑπερέχει σέ σχέση μέ τή φύση. Ὅμως, ὁ πολιτισμός, στήν αὐθεντικότητά του τουλάχιστον, δέν εἶναι κατάργηση ἤ βιασμός τῆς φύσης, δέν εἶναι ἀνατροπή τῶν φυσικῶν δεδομένων, οὔτε «παρά φύσιν» κατάσταση, ἀλλά ἀνάπτυξη καί προαγωγή τῆς φύσης, εἶναι ἀξιοποίηση τῶν δυνατοτήτων πού ἡ ἴδια ἡ φύση παρέχει στόν ἄνθρωπο.
Ἰσχύουν τά παραπάνω γιά τόν λεγόμενο «γάμο» τῶν ὁμοφυλοφίλων; Εἶναι ὁ πρόσφατος νόμος στοιχεῖο πολιτισμοῦ ἤ «παρά φύσιν» κατάσταση; Εἶναι χαρακτηριστική γιά τό θέμα ἡ δήλωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου, μέ ἀφορμή τήν ψήφιση τοῦ νόμου: «Εἶναι πασίγνωστο ὅτι ἡ διαιώνιση τῆς ἀνθρωπότητας ἔχει στηριχθεῖ στήν ὕπαρξη δύο φύλων καί στήν ἕνωσή τους. Κανείς πολιτισμός, θρησκεία ἤ σύστημα νόμων (Σόλων, Πλάτων κ.λπ.) δέν θεσμοθέτησε τή συμβίωση τῶν ὁμοφυλοφίλων ὡς γάμο. Τό παρά φύσιν δέν καθίσταται κατά φύσιν μέ νομικές διατάξεις».
Ἡ ἔννοια τῆς «ἁμαρτίας» καί ἡ ὁμοφυλοφιλία
Τά παραπάνω δέν ἀμφισβητοῦν, βέβαια, τό δικαίωμα τῆς Πολιτείας νά νομοθετεῖ καί, προφανῶς, οὔτε ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀντίρρηση στό νά ὑπάρχουν «συμβάσεις» ἤ νομοθετήματα γιά τή συμβίωση τῶν ἀθέων, τῶν ἑτεροδόξων κ.λπ., οὔτε ἐπιχειρεῖ νά περιορίσει τήν ἐλευθερία κανενός. Ἔχει, ὅμως, σοβαρές ἀντιρρήσεις στό νά ἀποκαλοῦνται οἱ συμβάσεις αὐτές «γάμος». Ἐπίσης, ἔχει διαφορετική ἀντίληψη τῶν πραγμάτων, τήν ὁποία καταθέτει καί προβάλλει, ἰδιαίτερα πρός τά μέλη της, τούς Ὀρθοδόξους πιστούς.
Φυσικά, ἀποδέχεται τή διάκριση μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, ἀντίθετα στό «φρόνημα» τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Ἐνῶ, ὅμως, γιά τήν κοσμική ἀντίληψη ἡ διάκριση αὐτή βασίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο στήν ἀνθρώπινη λογική (στόν «κοινό λόγο»), ἤ σέ κοινωνικές «συμβάσεις», ὅπως προαναφέραμε (δηλ. στόν «συρμό» κάθε ἐποχῆς), γιά τήν Ἐκκλησία ἡ διάκριση αὐτή βασίζεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ: καλό εἶναι ὅ,τι θέλει ὁ Θεός (ὅ,τι ἀρέσει στόν Θεό) καί κακό εἶναι ὅ,τι δέν θέλει ὁ Θεός (ὅ,τι δέν Του ἀρέσει). Βέβαια, ἔχει δοθεῖ καί στόν ἄνθρωπο ἡ δυνατότητα νά διακρίνει ὁ ἴδιος μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ. Ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη κρίση εἶναι σχετική καί πολλές φορές σφάλλει, γι’ αὐτό ὑπάρχουν περιπτώσεις, στίς ὁποῖες δέν ταυτίζεται ἡ ἀνθρώπινη κρίση μέ τή βούληση τοῦ Θεοῦ: πολλά φαίνονται στήν ἀνθρώπινη λογική καλά, φυσιολογικά, ἀκίνδυνα καί ὠφέλιμα, χωρίς ὅμως νά εἶναι τέτοια στήν πραγματικότητα. Ἔτσι, ἀσφαλές κριτήριο διάκρισης μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ παραμένει γιά τόν Χριστιανό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό δέν κάτι ἀσαφές καί ἀόριστο, ἀλλά διατυπώνεται καί ἐκφράζεται σέ κείμενα, πού θεωροῦνται ἱερά, ὅπως ἡ Ἁγία Γραφή, τά συγγράμματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων, οἱ ἀποφάσεις τῶν ἱερῶν Συνόδων, ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας κ.ἄ., ἀλλά καί σέ θεῖες ἀποκαλύψεις σέ ἱερά πρόσωπα (Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας). Μέσῳ αὐτῶν γνωρίζουμε τόν Θεό ἀπό τό θέλημά Του!
Τό κακό στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα ἀποκαλεῖται «ἁμαρτία» καί θεωρεῖται «παρά φύσιν» κατάσταση, μέ συνέπειες ἀρνητικές (βλαπτικές) γιά τόν ἄνθρωπο: ἀποφεύγουμε τήν ἁμαρτία γιά τή βλάβη πού προκαλεῖ, εἴτε αὐτή φαίνεται, εἴτε δέν φαίνεται. Τά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας εἶναι θάνατος: «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Στό ἴδιο πνεῦμα πρέπει νά κατανοήσουμε ἐκφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως: «Κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία» (Α΄ Κορ. 15,16), «Ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ» (Ρωμ. 5,21) κ.ἄ.
Μέ βάση τό ἐκπεφρασμένο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁμοφυλοφιλία θεωρεῖται γενικά «παρά φύσιν» κατάσταση καί ἁμαρτία. Ὑπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες γι’ αὐτό στήν Ἁγία Γραφή, στούς Πατέρες καί στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι καί γενικότερα γνωστό. Ἡ ὁμοφυλοφιλία δέν εἶναι κάτι νέο καί ἄγνωστο, οὔτε στήν κοινωνία μας, οὔτε στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία τή γνωρίζει καί τήν ἀντιμετωπίζει μέ σύνεση καί διάκριση, ἀλλά ὡς ἀσθένεια πού χρήζει θεραπείας, ἀντίθετα στό πνεῦμα τοῦ νέου νόμου καί στόν «συρμό» τῆς ἐποχῆς. Ἀγαπᾶ τόν ὁμοφυλόφιλο, ὅπως ἀγαπᾶ κάθε ἁμαρτωλό, ἀλλά ἀποστρέφεται τήν ὁμοφυλοφιλία, ὅπως ἀποστρέφεται κάθε ἁμαρτία.
Ὀρθόδοξες θέσεις καί ἐπισημάνσεις
Μέ ἀφορμή τήν ἐπικείμενη τότε ψήφιση τοῦ νομοσχεδίου γιά τόν «γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων», συνεδρίασε ἔκτακτα ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς 23/1/2024 καί ἐξέδωσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 3085/2024 Ἐγκύκλιό της, στήν ὁποία συνοψίζει τίς θέσεις τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα.
Κατ’ ἀρχήν, τονίζει ὅτι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεολογικό (ὁμολογία τῆς πίστης της), ποιμαντικό καί θεραπευτικό. Ἀποσκοπεῖ κυρίως στό νά θεραπεύσει τή νόσο τῆς φιλαυτίας, μεταβάλλοντας τή φίλαυτη καί ἰδιοτελή ἀγάπη σέ ἀνιδιοτελή. Ἡ φιλάνθρωπη ἀγάπη της ἀσκεῖται ἀδιακρίτως σέ ὅλους, ἀρκεῖ βέβαια καί οἱ ἴδιοι νά τήν ἐπιζητοῦν καί νά τήν ἀποδέχονται.
Ἡ διάκριση τῶν φύλων δέν εἶναι κοινωνική ἐπινόηση, ἀλλά ἔχει θεία προέλευση, ἀναγόμενη στήν ἴδια τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ὅπως σαφῶς ἀναφέρει τό βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν» (Γεν. 1, 27-28). «Ὁ χριστιανικός Γάμος δέν εἶναι ἁπλῆ συμφωνία συμβίωσης, ἀλλά ἱερό Μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά προχωρήσουν πρός τήν θέωσή τους». «Ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα εἶναι συστατικά στοιχεῖα τῆς παιδικῆς καί τῆς ἐνήλικης ζωῆς». Ἀποτέλεσματα τοῦ Γάμου εἶναι ἡ καλή συζυγία καί ἡ οἰκογένεια. «Ἡ χριστιανική παραδοσιακή οἰκογένεια ἀποτελεῖται ἀπό πατέρα, μητέρα καί παιδιά, καί σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια τά παιδιά ἀναπτύσσονται, γνωρίζοντας τήν μητρότητα καί τήν πατρότητα πού θά εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα στήν μετέπειτα ἐξέλιξή τους». Ἰδιαίτερα, ἡ χριστιανική οἰκογένεια συγκροτεῖται καί ζωογονεῖται ἀπό τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Γάμο, Ἐξομολόγηση), κατ’ ἐξοχήν δέ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Μέ αὐτά τά δεδομένα, ἡ Ἐκκλησία «δέν μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ κάθε ἄλλη μορφή Γάμου, πολλῷ δέ μᾶλλον τόν λεγόμενο “ὁμοφυλοφιλικό γάμο”». Ἄν καί σέβεται τίς ἁρμοδιότητες τῆς Πολιτείας καί «οὔτε συμπολιτεύεται οὔτε ἀντιπολιτεύεται, ἀλλά πολιτεύεται κατά Θεόν», «στό θέμα τοῦ λεγομένου “πολιτικοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων” … ὄχι μόνον δέν μπορεῖ νά σιωπήση», ἀλλά δηλώνει ὅτι «εἶναι κάθετα ἀντίθετη πρός τό προωθούμενο νομοσχέδιο». Ἐπισημαίνει ὅτι μέσῳ αὐτοῦ προωθοῦνται ἡ κατάργηση τῆς πατρότητας καί τῆς μητρότητας, ἡ μετατροπή τους σέ οὐδέτερη γονεϊκότητα, ἡ σύγχυση τῶν γονεϊκῶν ρόλων κ.ἄ. Ἡ νόσος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, καταδικασμένη ἀπό τή σύνολη ἐκκλησιαστική Παράδοση, θεραπεύεται μέ τή μετάνοια, πού σημαίνει ἀλλαγή τρόπου ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται, βέβαια, τά δικαιώματα κάθε ἀνθρώπου πού κινοῦνται σέ ἐπιτρεπτά ὅρια, σέ συνδυασμό μέ τίς ὑποχρεώσεις του, ἀλλά ἀποδοκιμάζει τή νομιμοποίηση τοῦ ἀπολύτου «δικαιωματισμοῦ».
Τέλος, προτρέπει τήν Πολιτεία «νά προβῆ στήν ἀντιμετώπιση τοῦ Δημογραφικοῦ προβλήματος “πού ἐξελίσσεται σέ βόμβα ἕτοιμη νά ἐκραγεῖ” καί εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐθνικό θέμα τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίλυση ὑπονομεύεται ἀπό τό πρός ψήφιση νομοσχέδιο», καί τήν καλεῖ «νά ὑποστηρίξη τίς πολύτεκνες οἰκογένειες πού προσφέρουν πολλά στήν κοινωνία καί τό Ἔθνος».
(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο «Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 126, Ἰαν. – Μάρτ. 2024)