Κυριακή 28 Απριλίου 2024

«Δός μοι τοῦτον τὸν Ξένον»

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

   «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον» (Ἰωάν. α΄ 10, 11). (:Ἦτο ἀνέκαθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς εἰς τὸν κόσµον καὶ προενόει καὶ ἐκυβέρνα τὸν κόσµον, ὅλα δὲ τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα κτίσµατα, ἐκ τῶν ὁποίων ἀποτελεῖται ὁ ἐπίγειος καὶ οὐράνιος κόσµος, ἔγιναν δι’ αὐτοῦ. Καὶ ὅµως ὅταν τὸ φῶς ἐσαρκώθη καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος, ὁ διεφθαρµένος καὶ εἰς τὰ γήϊνα προσκολληµένος κόσµος τῶν ἀνθρώπων δὲν τὸν ἀνεγνώρισεν ὡς δηµιουργόν του. Καὶ ὄχι µόνον ὁ κόσµος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἰδικοί του, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν ἀπέρριψαν. Ἦλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔζησεν ὡς ἄνθρωπος εἰς τὴν χώραν, ἡ ὁποία ὡς γῆ τῆς ἐπαγγελίας ἦτο ξεχωρισµένη πρὸ πολλοῦ ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς ἰδιαιτέρως ἰδική του. Καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ του, οἱ Ἰουδαῖοι, δὲν τὸν παρεδέχθησαν, ἀλλὰ τὸν ἠρνήθησαν σὰν ξένον καὶ ἐχθρόν).

  • Συγκλονιστικό. Ὡς Ξένον τὸν δέχθηκαν τότε οἱ ἄνθρωποι.

   Παραθέτουμε σὲ μετάφραση τὸ σχετικὸ κατανυκτικὸ τροπάριο, ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Μεγάλη Παρασκευή.

   «Τὸν ἥλιο ποὺ ἔκρυψε τὶς ἴδιες του τὶς ἀκτῖνες καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ, ποὺ διερράγη, λόγῳ τοῦ θανάτου τοῦ Σωτῆρος, ὁ Ἰωσήφ ὅταν (τά) εἶδε, προσῆλθε στὸν Πιλᾶτο καὶ θερμὰ ἱκετεύει, λέγοντας: Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ ἀπὸ βρέφος σὰν ξένος φιλοξενήθηκε στὸν κόσμο. Δῶσ’ μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ οἱ συμπατριῶτες του ἀπὸ μῖσος τὸν θανατώνουν σὰν ξένο. Δῶσ’ μου τοῦτο τὸν ξένο, γιατί παραξενεύομαι καθὼς βλέπω τοῦ θανάτου τὸ (παρὰ)ξένο. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ ἤξερε νὰ φιλοξενῆ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ φθόνο τὸν ἀπεξένωσαν ἀπ’ τὸν κόσμο. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, νὰ τὸν κρύψω σὲ τάφο, γιατί σὰν ξένος δὲν εἶχε ποῦ νὰ γείρη τὸ κεφάλι. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ ἀντικρύζοντάς τον νεκρό, ἡ Μητέρα του φώναζε: Ὦ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, ἂν καὶ στὰ σπλάγχνα πληγώνωμαι καὶ στὴν καρδιά μου σπαράζω, ποὺ σὲ βλέπω νεκρό, ἀλλὰ ἀναθαρρώντας ἀπ’ τὴν Ἀνάστασή σου, δοξάζω Σε. Καὶ μὲ τοῦτα τὰ λόγια ἱκετεύοντας τὸν Πιλᾶτο ὁ ἄρχοντας λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, καὶ σὲ σεντόνι καὶ σμύρνα τὸ τυλίγει μὲ φόβο πρὶν τὸ βάλη στὸν τάφο. Τὸ Σῶμα αὐτὸ ποὺ παρέχει σὲ ὅλους τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸ μέγα ἔλεος».

  • Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς περιγράφει τὴν τότε τραγικὴ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ σήμερα.

   Τί φρίκη! Φαντασθεῖτε, πολλοὺς φιλοξενούμενους γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι, ἐνῷ ὁ νοικοκύρης ἀπουσιάζει. Στὴ συνέχεια φαντασθεῖτε, πὼς ὁ οἰκοδεσπότης ἐμφανίζεται στὰ ξαφνικά, καὶ οἱ φιλοξενούμενοι σηκώνονται, τὸν σπρώχνουν ἔξω καὶ κλειδώνουν τὴν πόρτα ἔξω. Φρίττετε, ὅταν ἀκοῦτε πὼς καθημερινὰ αὐτὸ συμβαίνει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι οἱ φιλοξενούμενοι καὶ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ὁ οἰκοδεσπότης. Ὁ Θεὸς ἔρχεται στὴν οἰκία του, καὶ στοὺς δικούς του, ἐνῷ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχονται καὶ τὸν ἀρνιοῦνται. Εἶναι ἰδιαίτερα καλόκαρδος, γιὰ νὰ θέλη νὰ γίνη βάρος. Εἶναι ὑπερβολικὰ τρυφερός, γιὰ νὰ θέλη νὰ ἐκδικηθῆ ἀμέσως. Εἶναι ἀπεριόριστα ὑπομονετικὸς καὶ περιμένει μέχρι τὸ τέλος τὴ μετάνοια καὶ τὸ κλάμα τῶν παιδιῶν του.

   Κάποτε κάποιοι λῃστὲς ἀπήγαγαν τοὺς τέσσερις γιοὺς ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ τοὺς πῆραν μαζί τους. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ὁ πατέρας πληροφορήθηκε ποῦ βρίσκονται οἱ λῃστὲς μὲ τοὺς γιούς του καὶ πῆγε μὲ χρήματα στὸ βουνό, γιὰ νὰ τοὺς ἐξαγοράση.

   Οἱ λῃστὲς ὅμως, ἐπειδὴ εἶχαν μαλώσει μεταξύ τους καὶ εἶχαν στραφῆ ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, εἶχαν ταμπουρωθῆ σὲ λημέρια ἀπὸ ὅπου πολεμοῦσαν. Ὁ πατέρας ἐμφανίστηκε σὲ ἕνα λημέρι τους, βρῆκε τοὺς δύο γιούς του καὶ μὲ κλάματα στὰ μάτια ἄρχισε νὰ τοὺς ρωτάη γιὰ τὰ ἀδέλφια τους. Οἱ υἱοὶ δὲν ἀναγνώρισαν τὸν πατέρα τους καὶ τοῦ εἶπαν: «οἱ ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ρωτᾶς, βρίσκονται στὸ ἄλλο λημέρι καὶ εἶναι ἐχθροί μας. Ἂν εἶσαι ὁ δικός μας πατέρας, δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι πατέρας καὶ ἐκείνων. Ἂν ὅμως εἶσαι δικός τους πατέρας δὲν εἶσαι δικός μας». Ὁ πατέρας λυπημένος πῆγε στὸ ἄλλο λημέρι, ὅπου βρῆκε καὶ τοὺς ἄλλους δύο γιούς. Ἀπὸ ἐκείνους ὄχι μόνον ἄκουσε τὰ ἴδια λόγια, ἀλλὰ ἔζησε τὰ χειρότερα. Τὸν λήστεψαν, ἁρπάζοντας τὰ χρήματα ποὺ εἶχε γιὰ τὰ λύτρα, τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα του, τὸν ἔδειραν, τὸν πετροβόλησαν καὶ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ βουνό.

   Ὅταν ὁ Χριστὸς ἐμφανίστηκε στὴ γῆ, στὰ παιδιά του, οἱ Ρωμαῖ­οι δὲν τὸν ἀναγνώρισαν ὡς δικό τους, ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἐναντίον τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ Ἑβραῖοι δὲν τὸν ἀναγνώρισαν ὡς δικό τους, ἐπειδὴ δὲν συμμεριζόταν τὸ μῖσος τους ἐναντίον τῶν Σαδουκαίων. Οἱ Σαδουκαῖοι δὲν τὸν δέχτηκαν, ἐπειδὴ δὲν συμμεριζόταν τὸ μῖσος τους ἐναντίον τῶν Φαρισαίων. Οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι δὲν τὸν δέχτηκαν, γιατί δὲν συγκατατίθετο μὲ τὶς ἁμαρτίες τους. Οἱ «δίκαιοι» δὲν τὸν ἀναγνώρισαν ὡς δικό τους, γιατί δὲν ἐπαινοῦσε τὴ δική τους τυπικὴ δικαιοσύνη καὶ δὲν ἐγκατέλειπε τοὺς ἁμαρτωλούς.

   Καὶ στὸ τέλος ὅλοι συμφώνησαν καὶ ἑνώθηκαν ἐναντίον του. Κατηγορώντας τον, πετροβολώντας τον, φορώντας του ἁλυσίδες καὶ ἀκάνθινο στεφάνι, σταυρώνοντάς τον, τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴ ληστρικὴ κοινωνία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, κλειδώνοντας τὴν πόρτα ἀπὸ πίσω τους. Ἦλθε στοὺς δικούς του καὶ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχτηκαν.

   Σ’ ὅσους ὅμως τόν δέχτηκαν καί τόν πίστεψαν τούς ἔδωσε τό δικαίωμα νά γίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ (Ἰωάν. 1,12). Αὐτοί πού τόν δέχτηκαν, δέν ἦταν πιά σκλάβοι καί δοῦλοι ἀλλά γιοί.

https://orthodoxostypos.gr