Ένα χαρακτηριστικό συνέβη στην Κύπρο. Ο αστυνομικός Ανδρέας Βοσκού, πνευματικό παιδί του Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, είχε βγάλει ένα σπυρί στο μέτωπο, το οποίο μάζευε πύον. Με γιατρούς, φάρμακα δεν επέρχονταν ίαση. Διαβάζοντας το βιβλίο του π. Ιακώβου τον παρακάλεσε, δεν τον είχε γνωρίσει ,εν ζωή, και του είπε:
«Γέροντα Ιάκωβε όπως όταν ζούσες έτρεχες με την Αγία Κάρα και πρόσφερες την ευλογία σου στους πιστούς, έτσι έλα και σε μένα με την Αγία Κάρα κι ευλόγησέ με».
Ένα βράδυ που ήταν ξαπλωμένος, πριν κοιμηθεί, βλέπει ολοζώντανο τον Γέροντα Ιάκωβο με έναν σταυρό στο χέρι. Την ώρα που πάει να τον σταυρώσει, δαίμονας
εμφανίζεται και λέει
«άστον αυτόν μην τον σταυρώνεις είναι δικός μας.»
«Δεν είναι δικός σας» λέει ο π. Ιάκωβος.
«Είναι δικός μας γιατί έκανε αυτές … αυτές… και αυτές τις αμαρτίες»
«Μπορεί να τις έκανε αυτές τις αμαρτίες» απήντησε ο πατήρ Ιάκωβος «αλλά τις εξομολογήθηκε και διεγράφησαν».
«Ναι, αυτές τις εξομολογήθηκε» απάντησε ο διάβολος, «αλλά έχει και κάτι πιο μικρές που δεν τις εξομολογήθηκε».
«Ε! Αυτές είναι τέτοιας φύσεως που με τα καλά του έργα τις εξαργύρωσε» ανταπάντησε ο Γέροντας Ιάκωβος και στη συνέχεια απευθύνεται στον αστυνομικό και του λέει:
«Πες στο δαίμονα ότι είσαι σεσωσμένος».
Εκείνος όμως φοβήθηκε, δείλιασε, έτρεμε ολόκληρος, δεν μπορούσε να πει τίποτα, «πες στους δαίμονες ότι είμαι σεσωσμένος».Και πάλι τίποτα.
Τρίτη φορά τον πιέζει πίσω στην πλάτη με δύναμη, με μεγάλη πίεση. Συλλαβιστά είπε «είμαι σεσωσμένος» ο αστυνομικός, τέτοια τρομάρα είχε πάρει και ο διάβολος έγινε άφαντος.
Το πρωί σηκώθηκε πήγε στον καθρέπτη, είδε ότι είχε σπάσει το σπυρί κι έβγαζε πύον μεγέθους, μήκους και πάχους ενός τσιγάρου. Πήγε διηγήθηκε το όλο γεγονός στη γυναίκα του και της είπε και για την πίεση πίσω στην πλάτη του από το χέρι του π. Ιακώβου. Σήκωσε εκείνη τη φανέλα του και βλέπει αποτυπωμένη στην πλάτη του, την παλάμη του χεριού του π. Ιακώβου.
(Απόσπασμα από ομιλία του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ, Γέροντος Γαβριήλ)
«Γέροντα Ιάκωβε όπως όταν ζούσες έτρεχες με την Αγία Κάρα και πρόσφερες την ευλογία σου στους πιστούς, έτσι έλα και σε μένα με την Αγία Κάρα κι ευλόγησέ με».
Ένα βράδυ που ήταν ξαπλωμένος, πριν κοιμηθεί, βλέπει ολοζώντανο τον Γέροντα Ιάκωβο με έναν σταυρό στο χέρι. Την ώρα που πάει να τον σταυρώσει, δαίμονας
εμφανίζεται και λέει
«άστον αυτόν μην τον σταυρώνεις είναι δικός μας.»
«Δεν είναι δικός σας» λέει ο π. Ιάκωβος.
«Είναι δικός μας γιατί έκανε αυτές … αυτές… και αυτές τις αμαρτίες»
«Μπορεί να τις έκανε αυτές τις αμαρτίες» απήντησε ο πατήρ Ιάκωβος «αλλά τις εξομολογήθηκε και διεγράφησαν».
«Ναι, αυτές τις εξομολογήθηκε» απάντησε ο διάβολος, «αλλά έχει και κάτι πιο μικρές που δεν τις εξομολογήθηκε».
«Ε! Αυτές είναι τέτοιας φύσεως που με τα καλά του έργα τις εξαργύρωσε» ανταπάντησε ο Γέροντας Ιάκωβος και στη συνέχεια απευθύνεται στον αστυνομικό και του λέει:
«Πες στο δαίμονα ότι είσαι σεσωσμένος».
Εκείνος όμως φοβήθηκε, δείλιασε, έτρεμε ολόκληρος, δεν μπορούσε να πει τίποτα, «πες στους δαίμονες ότι είμαι σεσωσμένος».Και πάλι τίποτα.
Τρίτη φορά τον πιέζει πίσω στην πλάτη με δύναμη, με μεγάλη πίεση. Συλλαβιστά είπε «είμαι σεσωσμένος» ο αστυνομικός, τέτοια τρομάρα είχε πάρει και ο διάβολος έγινε άφαντος.
Το πρωί σηκώθηκε πήγε στον καθρέπτη, είδε ότι είχε σπάσει το σπυρί κι έβγαζε πύον μεγέθους, μήκους και πάχους ενός τσιγάρου. Πήγε διηγήθηκε το όλο γεγονός στη γυναίκα του και της είπε και για την πίεση πίσω στην πλάτη του από το χέρι του π. Ιακώβου. Σήκωσε εκείνη τη φανέλα του και βλέπει αποτυπωμένη στην πλάτη του, την παλάμη του χεριού του π. Ιακώβου.
(Απόσπασμα από ομιλία του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ, Γέροντος Γαβριήλ)