του Δημ. Κ. Αναγνώστου, Θεολόγου
Η χθεσινή (10.1.2024) Συνέντευξη του Πρωθυπουργού της Ελλάδος κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στην Κρατική Τηλεόραση αποτελεί έναν σταθμό και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Θα περιορισθούμε στα όσα ανέφερε σχετικά με το υπό κατάθεση νομοσχέδιο για τον λεγόμενο «Γάμο» των ομόφυλων «ζευγαριών» και την τεκνοθεσία.
Κατ’ αρχάς, να σημειώσουμε ότι το όλο ύφος αλλά και τα λεγόμενα του κ. Πρωθυπουργού, παρά την φαινομενική ηπιότητα, αποτελούν δεινή πρόκληση και προσβολή της νοημοσύνης, της αξιοπρέπειας και βεβαίως των διαχρονικών αρχών και αξιών του Ελληνισμού ως πολιτισμένου και Χριστιανικού έθνους και λαού.
Ατυχώς, στην εν λόγω Συνέντευξη περίσσευε ο υποκριτικός και παραπλανητικός λόγος, ενώ δεν έλειψε και η διαφαινόμενη, καίτοι κεκαλυμμένη, υποτίμηση της Εκκλησίας, συνήθως εκλαμβανομένης, έστω, ως θεσμού με μακραίωνη παράδοση και ιστορία για τον Ελληνισμό.
Ωστόσο, τα σημεία και στοιχεία τα οποία, πέραν πάσης αμφιβολίας, ήταν σαφή είναι, πρώτον, ότι ο Πρωθυπουργός πιστεύει στην εν λόγω μεταρρύθμιση του οικογενειακού καθεστώτος και δικαίου και εκ πεποιθήσεως και όχι από κάποια έξωθεν επιβαλλόμενη υποχρέωση την προωθεί και, δεύτερον, ότι λίγο τον απασχολούν ή τον προβληματίζουν οι αντιδράσεις και διαφωνίες, ακόμη και στους κόλπους της κοινοβουλευτικής ομάδος του κόμματός του, της Κυβερνήσεως, της Ελληνικής κοινωνίας αλλά και της Εκκλησίας.
Ο Πρωθυπουργός μνημόνευσε σειρά νομοθετημάτων (όπως η αποποινικοποίηση της μοιχείας, ο Πολιτικός Γάμος, η αποτέφρωση των νεκρών κ.α.) που θα έπρεπε, όπως ο ίδιος υποστήριξε, να είχε προτείνει και στηρίξει και η Δεξιά, τα οποία θεωρούνταν «προχωρημένα» όταν προτάθηκαν και νομοθετήθηκαν κατόπιν πρωτοβουλιών εκ του χώρου της κεντροαριστεράς, σήμερα, όμως, διαπιστώνει κανείς ότι είναι αυτονόητα. Προφανώς, μεταξύ αυτών συγκαταλέγει και το εν λόγω νομοσχέδιο για τον «Γάμο» των ομόφυλων «ζευγαριών» και της τεκνοθεσίας.
Το χειρότερο, όμως, σημείο της Συνεντεύξεως ήταν η απαράδεκτη αποστροφή του λόγου του Πρωθυπουργού, αναφερόμενου στην Εκκλησία και το Μυστήριο του Γάμου κάνοντας λόγο για «ρύζια κλπ», στο φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας ως «φαινομένου από καταβολής του ανθρώπου» (και άρα αποδεκτού ως φυσικού;), ενώ, υποτιμώντας τη σοβαρότητα του θέματος, επανέλαβε την τετριμμένη (ειρωνική επί της ουσίας) επίκληση της αγάπης, γενικώς και αορίστως, με την οποία η Εκκλησία («οφείλει» να) βλέπει και προσεγγίζει τα πράγματα.
Δυστυχώς, σε αυτή την περίπτωση η πολιτική και οι πολιτικοί επιβεβαιώνονται ως η «τέχνη» όχι του εφικτού αλλά της εξαπάτησης, της υποτίμησης, της αλαζονείας της εξουσίας και των υποκριτών, των δημοκόπων και των εκμαυλιστών της κοινωνίας, αντιστοίχως.
Δεν θα υπεισέλθουμε σε ειδικότερη αναφορά και ανάλυση των περί του λεγομένου Γάμου και του δικαιώματος της τεκνοθεσίας ομόφυλων «ζευγαριών» προβλέψεων του νέου νομοσχεδίου, το οποίο εδήλωσε ο κ. Πρωθυπουργός ότι οσονούπω θα καταθέσει για διαβούλευση και εν συνεχεία ψήφιση στο Κοινοβούλιο η Κυβέρνηση.
Και δεν το κάνουμε, διότι θεωρούμε άσκοπο να εισέλθουμε σε μια συζήτηση ή αντιπαράθεση και κατ’ επέκταση αμφισβήτηση αυτονοήτων πραγμάτων. Απλώς θα επισημάνουμε ποιά είναι αυτά τα αυτονόητα, είτε η πολιτική ορθότητα θέλει να τα αγνοεί, είτε έχει στρατευθεί για να τα υπονομεύσει και εν τέλει να τα ανατρέψει.
Αυτονόητα και δεδομένα ως Χριστιανοί και Έλληνες θεωρούμε ότι είναι: η ιερότητα του θεσμού της Οικογένειας, η παραδοχή δύο φύλων στο ανθρώπινο γένος, το χαρακτηριστικό της συμπληρωματικότητος όσον αφορά στην έννοια του ζευγαριού, η απόδοση στην έννοια του Γάμου του περιεχομένου που εκφράζει και συνδυάζει τις προηγούμενες παραδοχές και η αναγνώριση ως φυσικής και ιδανικής συνθήκης αποκτήσεως και ανατροφής τέκνου/τέκνων της υπάρξεως των φυσικών γονέων ή θετών γονέων (άνδρα και γυναίκας) στην περίπτωση της υιοθεσίας.
Βάσει των ανωτέρω, η αναγνώριση δυνατότητος συνάψεως Γάμου και η αποδοχή του χαρακτηρισμού ως Γάμου της σχέσεως συμβιώσεως δύο ομοφύλων προσώπων και μάλιστα η αναγνώριση σε αυτά δυνατότητος και δικαιώματος τεκνοθεσίας, συνιστούν αλλοίωση των ηθών και εθίμων της Ελληνικής κοινωνίας, προσβολή της Χριστιανικής Πίστεως και διδασκαλίας αλλά και ανατροπή του ανέκαθεν ισχύοντος οικογενειακού δικαίου στον νομικό μας πολιτισμό.
Το κυριότερο όμως είναι η πνευματική διάσταση του ζητήματος. Διάσταση, βεβαίως, η οποία αφορά σε όσους επικαλούνται ή δηλώνουν ή τέλος πάντων δεν αρνούνται τη χριστιανική τους ιδιότητα και δη ως μέλη της Εκκλησίας. Η αποδοχή και αναγνώριση «Γάμου» ομόφυλων ζευγαριών και η συνακόλουθη αποδοχή αυτών ως «γονέων», δυναμένων να υιοθετήσουν και αναθρέψουν τέκνα, συνιστά ευθεία προσβολή και ανατροπή της Πίστεως και διδασκαλίας της Εκκλησίας, συνιστά οιονεί αίρεση!
Κατόπιν αυτού και επειδή είναι πλέον καιρός ή μάλλον επιβάλλεται να μιλήσουμε ανοικτά και καθαρά, εν όψει της υπούλου μεν, πλήν σαφούς και προκλητικής προσβολής και ανατροπής των πιστευμάτων και Παραδόσεων της Πίστεως και του Γένους μας και επειδή κάποιοι ολίγοι μεν αλλά θαρραλέοι και ευσυνείδητοι Βουλευτές και εκ του κυβερνώντος κόμματος δηλώνουν τη σαφή διαφωνία τους – εν αντιθέσει προς την αμφιλεγόμενη, όσον αφορά τη σαφήνεια, συνέπεια και πληρότητά της, στάση της επισήμου Εκκλησίας – επισημαίνουμε ότι:
Η δημόσια δήλωση του Πρωθυπουργού ότι πιστεύει στην ορθότητα του εν λόγω νομοσχεδίου, το οποίο νομιμοποιεί την αφύσικη και παράνομη έναντι Θεού σχέση ομοφύλων προσώπων ως «Γάμου» και αποδέχεται και προωθεί τη νομοθέτηση για αυτά και του δικαιώματος υιοθετήσεως παιδιών, καθιστά αυτόν αλλότριο και απόβλητο της Εκκλησίας ως αρνούμενο και προσβάλλοντα την Πίστη και διδασκαλία Της. Αντιστοίχως, το αυτό ισχύει και δι’ όσους υπερψηφίσουν το εν λόγω νομοθέτημα, με όσα τούτο συνεπάγεται.
Και μία γενική παρατήρηση ως έκφραση ευλόγου απορίας και εντόνου προβληματισμού: Μετά την ψήφιση τοιούτων νομοσχεδίων ως Νόμων του Ελληνικού Κράτους, κατά πόσον αρμόζει και επιτρέπεται στους Ποιμένες της Εκκλησίας να ευλογούν, ορκίζουν στο Όνομα της Αγίας Τριάδος και να αποδέχονται ως μέλη Της πολιτικούς και κυβερνώντες, οι οποίοι νομοθετούν αντίθετα προς τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά και να τελούν Αγιασμό σε ένα Κοινοβούλιο που αντινομοθετεί στο ιερό Ευαγγέλιο;