Ο Άγιος Μόδεστος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, φορητή εικόνα (2014), έργο Χαράλαμπου Επαμεινώνδα
Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Μόδεστος γεννήθηκε κατὰ τὸν ἕκτο αἰώνα, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀκριβὴ χρονολογία. Ἄγνωστη ἐπίσης παραμένει ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα του. Βασικὲς πηγὲς γιὰ τὰ λίγα γνωστὰ περὶ τοῦ βίου του στοιχεῖα παραμένουν ἡ Διήγησις γιὰ τὴν κατάληψη τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ ἔτος 614, ποὺ συνέγραψε ὁ αὐτόπτης τῶν φοβερῶν ἐκείνων γεγονότων, μοναχὸς Στρατήγιος τῆς περίφημης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὁ Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος τοῦ Κυπρίου, ποὺ συνέγραψε ὁ ἐπίσης Κύπριος καὶ σύγχρονός του ἅγιος Λεόντιος ἐπίσκοπος Νεαπόλεως (Λεμεσοῦ), ὁ Βίος τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου καὶ τὸ Χρονικὸν τοῦ ὁσίου Θεοφάνους τοῦ ὁμολογητοῦ.
Ὁ ἅγιος Μόδεστος ὑπῆρξε μοναχὸς ὀνομαστὸς γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν ὑψηλὴ γνώση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιὰ τὸν ἐνάρετο λοιπὸν βίο του καὶ τὴν πείρα του στὴ μοναχικὴ πολιτεία ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης τὸν 6ο αἰώνα, καὶ ποίμαινε μὲ σύνεση τὴν ἀδελφότητα.
Τὸ 614 ὁ βασιλέας τῶν Περσῶν Χοσρόης Β´, ἐπικεφαλῆς μεγάλου στρατεύματος, προχώρησε σὲ πολεμικὴ ἐπίθεση κατὰ τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας Μεσοποταμίας, Συρίας καὶ Παλαιστίνης, καὶ μάλιστα κατὰ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἅγιος Ζαχαρίας (609-630/631), τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τελεῖται στὶς 21 Φεβρουαρίου, πρέκρινε τότε νὰ ἀποστείλει τὸν ἀββᾶ Μόδεστο νὰ διασχίσει τὶς γραμμὲς τοῦ ἐχθροῦ καὶ νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα ποὺ στρατοπέδευαν στὴν Ἰεριχώ. Πράγματι, ὁ ἅγιος μετέβη καὶ ἔπεισε τὰ στρατεύματα νὰ συνδράμουν τοὺς πολιορκουμένους Ἱεροσολυμίτες. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ βυζαντινὸς στρατὸς πλησίασε καὶ εἶδε τὸ μέγα πλῆθος τῶν πολιορκητῶν Περσῶν, ἔφυγαν φοβισμένοι, ἀφήνοντας τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ἅγιο Μόδεστο ἀβοήθητους. Τότε ὁ σεπτὸς Γέροντας ἀνέβηκε γιὰ νὰ προφυλαχθεῖ σὲ μιὰ πέτρα μέσα σ᾽ ἕνα φαράγγι. Παρόλο δὲ ποὺ οἱ Πέρσες πέρασαν καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν ὁ ἅγιος καὶ βγῆκαν ἐπάνω στὴν ἴδια πέτρα, ἡ θεία χάρη τοὺς τύφλωσε καὶ δὲν τὸν ἔβλεπαν! Ἔτσι σώθηκε ὁ Μόδεστος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τὸν προόριζε γιὰ ὑψηλότερη ἀποστολή, καὶ κατέφυγε στὴν Ἰεριχώ.
Μετὰ ἀπὸ πολιορκία ποὺ διήρκεσε τρεῖς ἑβδομάδες, ἡ ἁγία Πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Περσῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἐπιδόθηκαν σὲ συστηματικὴ λεηλασία, σὲ καταστροφὲς ναῶν καὶ προσκυνημάτων, σὲ ἀνελέητες σφαγὲς χριστιανῶν ὅλων τῶν ἡλικιῶν καὶ τῶν τάξεων καὶ σὲ ἀνείπωτες θηριωδίες. Καθὼς ὁ πατριάρχης Ζαχαρίας ἐστάλη ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς σὲ ἐξορία στὴν Περσία, μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ χιλιάδες ἄλλους χριστιανούς, ὁ Μόδεστος ἐξελέγη ὡς τοποτηρητής του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἐνῶ ἡ πόλη γύρω τους ἦταν σωρὸς ἀπὸ καπνίζοντα ἐρείπια καὶ πνιγμένη στὸ αἷμα τῶν δεκάδων χιλιάδων σφαγέντων χριστιανῶν. Μὲ μεγάλες θυσίες, ὁ ἅγιος Μόδεστος, ὡς νέος Ζωροβάβελ, μερίμνησε ὥστε νὰ ταφοῦν οἱ χιλιάδες νεκροὶ καὶ νὰ ἀναστηλωθοῦν ὅσο ἦταν δυνατὸ οἱ ναοὶ καὶ τὰ σκηνώματα, ποὺ εἶχαν ἀφανίσει καὶ βεβηλώσει οἱ βάρβαροι εἰσβολεῖς. Συγκέντρωσε ἀκόμη ὅσουν ἐπέζησαν τῶν σφαγῶν καὶ δὲν εἶχαν μεταφερθεῖ αἰχμάλωτοι στὴν Περσία, τοὺς παρηγόρησε καὶ τοὺς ἀναπτέρωσε τὴν ἐλπίδα.
Κατὰ τὰ τελευταία χρόνια, σὲ ἀνασκαφὲς σὲ χώρους τῆς παλαιᾶς Ἱερουσαλήμ, ἔχουν ἀνευρεθεῖ περὶ τὶς δέκα μολύβδινες σφραγίδες (μολυβδόβουλλα), ποὺ χρονολογοῦνται στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 7ου αἰώνα καὶ φέρουν ὀνομαστικὴ ἐπιγραφή, «Μοδέστου πρεσβυτέρου». Οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες τὰ ἀποδίδουν μὲ ἀσφάλεια στὸν ἅγιο Μόδεστο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἦταν τοποτηρητὴς τοῦ θρόνου Ἱεροσολύμων (614-630/631), καὶ εἶναι ἀποδεικτικὰ τῆς πλούσιας δραστηριότητάς του γιὰ ἀνοικοδόμηση καὶ ἀνακαίνιση τῆς κατεστραμμένης ἀπὸ τοὺς Πέρσες ἁγίας Πόλεως.
Ὁ σύγχρονος τοῦ ἁγίου Μοδέστου πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων ὁ Κύπριος (610-619· ἡ μνήμη του, ὡς γνωστόν, τιμᾶται στὶς 12 Νοεμβρίου), ἔχοντας πληροφορηθεῖ τὴ μεγάλη ἀνάγκη καὶ στενοχωρία, στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ ἅγιος Μόδεστος προκειμένου νὰ θρέψει τὸ δεινοπαθοῦν ποίμνιό του, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνεγείρει τὸν κατεστραμμένο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καθὼς καὶ τὰ ἄλλα πανάγια προσκυνήματα καὶ ἐπιθυμώντας νὰ γίνει καὶ αὐτὸς κοινωνὸς ἑνὸς τόσο θεάρεστου ἔργου, ἀπέστειλε στὸν Μόδεστο πλουσιοπάροχη ἐλεημοσύνη: Μεγάλη ποσότητα χρυσῶν νομισμάτων, τροφίμων, ὑλικῶν οἰκοδομῆς καθὼς καὶ χίλιους ἐργάτες, γράφοντάς του καὶ τὴν ἑξῆς συνοδευτικὴ ἐπιστολή, στὴν ὁποία διαφαίνεται ἡ ταπείνωση, τὸ ἔλεος καὶ ἡ μεγάλη του ἁγιότητα: «Συγχώρεσέ με, ἀληθινὲ ἐργάτα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τίποτε ἄξιο τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν ἔστειλα. Διότι θὰ ἐπιθυμοῦσα, ἂν μοῦ ἦταν δυνατόν, νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ βοηθήσω ὡς ἐργάτης στὰ ἔργα ἀνοικοδόμησης τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ἐκεῖνο παρακαλῶ θερμὰ τὴν τιμία σου κεφαλή, πουθενὰ νὰ μὴν ἐγγράψεις (σὲ ἀναθηματικὴ ἐπιγραφὴ) τὸ ὄνομα τῆς ἀναξιότητάς μου, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸ νὰ παρακαλέσεις τὸν Χριστό, νὰ μὲ ἀπογράψει ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ μακαριστὴ ἀπογραφὴ (δηλαδὴ νὰ τὸν ἐντάξει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν).» Κι ἀκόμη, ὅταν πλῆθος προσφύγων ἀπὸ τὴ Συροπαλαιστίνη κατέλαβε τὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὶς θηριωδίες τῶν Περσῶν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης, σὰν ἄλλος Νεῖλος συμπαθείας, καθημερινὰ περιέθαλπε καὶ βοηθοῦσε περὶ τὶς 7500 προσφύγων καὶ πτωχῶν.
Μὲ τὴν ἀπαγωγὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴν Περσία, τελέσθηκαν πολλὰ θαύματα, ποὺ ὁδήγησαν ἀρκετοὺς Πέρσες στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης, μάγος στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ ἀρχικὰ λεγόταν Μαργουνδάτ, καὶ ποὺ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα, συνδιάγοντας καὶ συνεργαζόμενος μὲ ἕνα εὐλαβὴ χριστιανὸ ἀργυροχόο, στὸν ὁποῖο καὶ ἐκμυστηρεύθηκε τὸν πόθο του νὰ γίνει χριστιανός. Ὁ καλὸς ἀργυροχόος τὸν ὁδήγησε στὸν ὁσιώτατο Ἠλία, πρεσβύτερο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, κι αὐτὸς ἐνημέρωσε μὲ τὴ σειρά του τὸν ἅγιο Μόδεστο, ὡς τοποτηρητὴ τοῦ θρόνου. Ὁ ἅγιος τότε ἔδωσε τὴν εὐλογία του καὶ κατήχησε καὶ βάπτισε τὸν Μαργουνδάτ, ποὺ ὀνόμασε Ἀναστάσιο, μαζὶ μὲ κάποιο ἄλλο Πέρση εἰδωλολάτρη. Ὁ Ἀναστάσιος κοινοβίασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τελικὰ μαρτύρησε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης στὶς 22 Ἰανουαρίου τὸ 628. Τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ἔλαβε στὴν Ἔδεσσα καὶ ὁ ἄλλος Πέρσης, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν διασώθηκε.
Στὶς 21 Μαρτίου τοῦ ἔτους 631 ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, ἔχοντας ἤδη κατασυντρίψει τοὺς Πέρσες καὶ ἀνακτήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, εἰσέρχεται θριαμβευτικὰ στὴν Ἱερουσαλὴμ μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό του Μαρτίνα καὶ ἐπαναφέρει καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸ ἱερώτατο κειμήλιο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ στὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Βλέποντας δὲ ὁ νικητὴς αὐτοκράτορας μὲ μεγάλη του ἀγαλλίαση τὸ θαυμαστὸ ἔργο ἀναστύλωσης τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῶν λοιπῶν ἱερῶν προσκυνημάτων, ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει μὲ ἀξιοθαύμαστη ἐπιμέλεια ὁ τοποτηρητὴς ἀββᾶς Μόδεστος καὶ ἐπειδὴ εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ ὁ ἐξόριστος στὴν Περσία πατριάρχης Ζαχαρίας καὶ χήρευε ὁ θρόνος, προσέταξε καὶ χειροτονήθηκε ὡς νέος πατριάρχης Ἱεροσολύμων κατὰ τὸ ἔτος 631 ὁ κατὰ πάντα ἄξιος καὶ ἁγιώτατος Μόδεστος1 . Κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο καὶ ἐνόσω βρισκόταν ἀκόμη ὁ Ἡράκλειος στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔφθασε κάποιος ἐπίσκοπος Ἠλίας ἀπὸ τὴν Περσία, ἄνδρας ἀξιομνημόνευτος καὶ ὀρθοδοξώτατος, προσκομίζοντας ἐπιστολὲς ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Περσίας πρὸς τὸν Ἡράκλειο καὶ τὸν ἅγιο Μόδεστο καὶ πληροφορώντας τους καὶ γιὰ τὸ μοναστήρι στὴν Περσία, ὅπου βρισκόταν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ ὡς ἄνω μάρτυρος Ἀναστασίου.
Ὁ ἅγιος Μόδεστος, ἔχοντας ἐπάξια ἀναφανεῖ διάδοχος τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καὶ πρώτου ποιμενάρχου τῶν Ἱεροσολύμων, συνέχισε γιὰ δύο περαιτέρω ἔτη τὸ θεάρεστο καὶ πολυσχιδὲς ποιμαντικό του ἔργο, ἀναδειχθεὶς σκεῦος ἐκλογῆς τῆς Χάριτος, ἀκαταπόνητος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κόσμημα τοῦ θρόνου τῆς Μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἀρετῆς του καὶ τῶν θαυμάτων ποὺ ἐπιτέλεσε. Ἐπιθυμώντας νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο ὁ Μόδεστος, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθειά του ἀναφορικὰ μὲ θέματα διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Φθάνοντας ὅμως στὴ Σωζόπολη, πόλη στὰ ὅρια τῆς Παλαιστίνης, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 633. Ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ ἁγίου μεταφέρθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ ψαλμωδίες, θυμιάματα καὶ κηροχυσία τῶν πιστῶν στὸ Μαρτύριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, δίπλα ἀπὸ τὰ ἱερὰ σώματα τῶν προγενεστέρων πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων.
Ὁ ἅγιος Μόδεστος, παρὰ τὸ πολυτάραχο καὶ πολυώδυνο τῆς ἁγίας του βιοτῆς, διέπρεψε καὶ ὡς ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας. Εἶναι γνωστὰ ἀποσπάσματα λόγων του Εἰς τὰς Μυροφόρους γυναίκας καὶ Εἰς τὴν Ὑπαπαντήν, ἐνῶ ἀποδίδονται σ᾽ αὐτὸν Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, καθὼς καὶ ἑρμηνεία σὲ Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ. Σώζεται ἐπίσης (στὰ ἀρμενικὰ) καὶ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Καθολικὸ (πατριάρχη) τῶν Ἀρμενίων Κομιτᾶ.
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Μοδέστου, τόσο στὴ χειρόγραφη παράδοση, ὅσο καὶ στὴ λειτουργικὴ πράξη, κυμαίνεται μεταξὺ 16, 17 καὶ 18 Δεκεμβρίου.
Στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ὅπου ὁ ἅγιος τιμᾶται στὶς 18 Δεκεμβρίου, ὑπάρχει μονὴ καὶ ἀρχαῖο παρεκκλήσιο στὸ ὄνομά του ἐπάνω στὸν λόφο Ἀμποὺ Τόρ, ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι στὴν Ἁγία Σιὼν στὴ νότια Ἱερουσαλήμ.
Το παρεκκλησι του Αγίου Μοδέστου στον Αστρομέριτη, μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου
Στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια Μόρφου καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου στὸν Ἀστρομερίτη ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 16 Δεκεμβρίου. Ναοὶ τοῦ ἁγίου Μοδέστου στὴν Κύπρο ὑπάρχουν στὰ κατεχόμενα χωριὰ Πυργὰ Ἀμμοχώστου καὶ Καλὸ Χωριὸ Λεύκας, καθὼς καὶ παρεκκλήσιο στὸ ὁμώνυμο μετόχι τῆς μονῆς Σταυροβουνίου, στὴν περιοχὴ Λινός.
Καταλήγοντας, εἶναι σημαντικὸ νὰ ἀναφέρουμε ὅτι στὶς ἁγιολογικὲς πηγὲς σώζονται συναξάρια-μαρτύρια ἑνὸς δευτέρου ὁμωνύμου ἁγίου Μοδέστου, ποὺ φέρεται ὡς ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἱερομάρτυς κατὰ τὸν 4ο αἰώνα, καὶ ποὺ μνημονεύεται στὰ χειρόγραφα στὶς 16 ἢ 18 Δεκεμβρίου. Τὸ ὄνομα τοῦ Μοδέστου Α´ δὲν ἀναφέρεται στοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους τῶν Ἱεροσολύμων μέχρι τὸν 5ο αἰώνα. Ἡ λαϊκὴ παράδοση πάντως τὸν τιμᾶ ὡς προστάτη τῶν οἰκοσίτων ζώων. Εἶναι νομίζουμε γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ποὺ ἡ τιμή του εἶχε εὐρεία ἐξάπλωση κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Ἐξάλλου, οἱ σωζόμενες εἰκόνες τοῦ ἁγίου τούτου Μοδέστου (19ος αἰ. κ. ἐξ.) τὸν ἀπεικονίζουν ἀνάμεσα σὲ διάφορα οἰκόσιτα ζῶα. Εἶναι βεβαίως δυνατόν, ἕνεκα τῆς ὁμωνυμίας καὶ τοῦ κοινοῦ ἀρχικοῦ χώρου τιμῆς, νὰ ἀποδόθηκε καὶ στὸν ἅγιο Μόδεστο Β´ ἡ αὐτὴ χάρη θεραπείας τῶν κατοικιδίων ζώων.
* Τὸ παρὸν κείμενο πρωτοεκδόθηκε στό· Ἀναμνηστικὸν Ἐγκαινίων παρεκκλησίου Ἁγίου Μοδέστου πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Ἀστρομερίτου, Ἀστρομερίτης 2016, σσ. 5-11, μὲ ἐπιμέλεια δική μας. Ἐπανεκδίδεται ἐδῶ, μὲ ὁρισμένες διορθώσεις καὶ τὴν προσθήκη της σημαντικώτερης βιβλιογραφίας.
1 Ὑπάρχει διαφωνία στὶς πηγὲς καὶ μεταξὺ τῶν ἱστορικῶν γιὰ τὸ ἀκριβὲς ἔτος εἰσόδου τοῦ Ἡρακλείου στὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἑπομένως αὐτὸ τῆς ἀναρρήσεως τοῦ ἁγίου Μοδέστου στὸν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁρισμένοι θεωροῦν ὀρθότερο τὸ ἔτος 630, καὶ ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχιεράτευσε στὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Μάρτιο μέχρι τὶς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 630, ὁπόταν ἐκοιμήθη.
Βιβλιογραφία: A. J. Festugière (ἐπιμ.), Léontios de Néapolis, Vie de Syméon le fou et Vie de Jean de Chypre, Librairie Orientaliste Paul Geuthner, Paris 1974• [Μοναχοῦ Στρατηγίου Ἀντιόχου, Ἡ Ἅλωσις τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Περσῶν τῷ 614], στά: F.C. Conybeare (ἐπιμ.), «Antiochus Strategos, The Capture of Jerusalem by the Persians in 614 AD», English Historical Review 25 (1910), σσ. 502-517 καί, Gérard Garitte (ἐπιμ.), La Prise de Jérusalem par les Perses en 614, Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium [= Scriptores Iberici, 12], Louvain 1960• Carolus de Boor (ἐπιμ.), Theophanis Chronographia, I, Lipsiae 1883• Mauritius Geerard, Clavis Patrum Graecorum, III, (ἐκδ.) Brepols, Turnhout 1979, Nos. 7872-7877• Bernard Flusin, Saint Anastase le Perse et l ‘histoire de la Palestine au début du VIIe siècle, τόμ. Ι-ΙΙ, Paris 1992· Σιμωνοπετρίτης, Μακάριος, ἱερομόναχος, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (διασκευὴ ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ καὶ ἐπιμ. ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου), τόμ. 4 (Δεκέμβριος), (ἐκδ.) Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2005, σσ. 173-174.