Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Τότε ὁ οἰκοδεσπότης μετά τίς δικαιολογίες αἰσθάνθηκε θεία ὀργή καί εἶπε σέ ἕνα δοῦλο του «βγές πήγαινε γρήγορα στίς πλατεῖες καί στά πέριξ τῆς πόλεως καί φέρε ἐδῶ ἀνάπηρους, τυφλούς». Ὅλοι αὐτοί ἦταν οἱ περιφρονημένοι, ἦταν ἕνα τίποτα μπροστά στά μάτια τῶν Νομοδιδασκάλων καί Φαρισαίων.
Στή συνέχεια, εἶπε στόν δοῦλο νά πάει νά φέρει καί ἄλλους πού ἦσαν στά κτήματα ἐκτός πόλεως γιά νά γεμίσει τό τραπέζι. Αὐτοί ἦταν οἱ ἐθνικοί.
Ὕστερα ὁ οἰκοδεσπότης προειδοποιεῖ, ὅτι ὅποιος δέν δέχθηκε νά πάει στό Δεῖπνο δέν θά καθίσει, οὔτε θά τό γευθεῖ. Ὅποιος, δηλαδή, δέν δέχθηκε τό κήρυγμα τοῦ Μεσσία δέν θά εἰσέλθη στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀδελφοί μου, τίθεται τό ἐρώτημα. Ἐμεῖς σέ ποιά κατηγορία ἀνήκουμε; Σέ ἐκείνους πού εἶναι γεμᾶτοι ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό ἤ σέ αὐτούς ποῦ ἔχουν ἁμαρτωλό φρόνημα καί ἀδιαφοροῦν στό κάλεσμα τῆς Σωτηρίας;
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι, πού μέ τόν ἀγώνα τους εἰσῆλθαν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δίνουν τήν ἀπάντηση. Ἄς μοιάσουμε κι ἐμεῖς στούς Ἁγίους μας, νά εἴμαστε ταπεινοί καί πρόθυμοι καί τότε θά γευθοῦμε τό Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.-
Ἀρχιμ. π. Διονύσιος Μάλλιος