Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης
«Σήμερα που η δημοκρατία είναι εδραιωμένη και ισχυρή, χρέος μας παραμένει η προάσπισή της με το ίδιο πάθος και την ίδια ακλόνητη βούληση που έδειξαν οι πολιορκημένοι εκείνοι νέοι πριν από πενήντα ολόκληρα χρόνια».
Αυτές τις μουχλιασμένες και προπάντων φαρισαϊκές παρόλες εκστόμισε η «Που της Δου» (Π.τ.Δ.), η ελληνική βασίλισσα της Νέας Τάξης Πραγμάτων, η κυρία Κατερίνα μας, για να τιμήσει την συμπλήρωση μισού αιώνα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου1.
Πιστή υπηρέτρια της λογικής του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου, η αξιότιμη κυρία Σακελλαροπούλου, παρότι εδώ και τρία χρόνια οι λαοί βιώνουν μια καμουφλαρισμένη-έξυπνη «παγκόσμια δικτατορία» που έχει καταβροχθίσει πολλά από τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη και έχει μετατρέψει σε κουρελού την συνταγματική επιταγή για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου, δεν δίστασε να μιλήσει για «δημοκρατία εδραιωμένη και ισχυρή» (απέφυγε, πάντως, να κάνει χρήση του φετιχιστικού νεοταξίτικου όρου «ανθεκτική» – ίσως έχει συνειδητοποιήσει ότι την έχουμε πάρει πλέον χαμπάρι).
Για μία ακόμη χρονιά, η Που της Δου προσπάθησε να σερβίρει στα ώτα και τα όμματα των βρεφοποιημένων τηλε-πολιτών τις λέξεις-κλειδιά που επιδρούν πάνω τους σαν τους υπνωτιστικούς κωδικούς “Madagascar” και “Constantinople”, τους οποίους χρησιμοποιούσε στην αμερικανική κωμωδία του Γούντι Άλεν «Η κατάρα του πράσινου σκορπιού» (The Curse of the Jade Scorpion, 2001) ο μάγος Βόλταν.
Μέσω αυτού του κωδικού, οι δύο αποδέκτες του, η Μπέτι Αν (Έλεν Χαντ) και ο Σ. Γ. Μπριγκς (Γ. Άλεν), περιέρχονται σε κατάσταση έκστασης και πείθονται από τον μάγο να πάνε να κλέψουν κοσμήματα. Μετά την κλοπή, όμως, δεν θυμούνται απολύτως τίποτε, καθώς παρέρχεται η υπνωτιστική επίδραση του κωδικού. Έτσι δημιουργείται το αλλόκοτο φαινόμενο να επιχειρεί ο ίδιος ο κλέφτης να συλλάβει τον εαυτό του, όταν αποφασίζει να βρει τον ένοχο!
Τελικώς, ένας ερασιτέχνης μάγος, ο Τζορτζ, ελευθερώνει τον Μπριγκς από την μαγική επίδραση των λεκτικών κωδικών και αποκαθιστά τις αναμνήσεις του.
Το ζητούμενο, λοιπόν, και στην δική μας εποχή, όπου βασιλεύουν οι «μάγοι της πολιτικής», είναι να αφυπνισθούν όσο περισσότεροι πολίτες γίνεται και να αντιληφθούν την ασύλληπτη κοροϊδία που υφίστανται από τους επαίσχυντους αρχιπροδότες πολιτικούς, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τον λαό σαν χρυσόψαρα πάσχοντα από αμνησία.
Επί μισόν (απατ)αιώνα υποτίθεται ότι εορτάζουμε την αντιδικτατορική δύναμη του λαού, αλλά ο εορτασμός αυτός λαμβάνει χώρα υπό συνθήκες που υπερτονίζουν το ακριβώς ανάποδο στοιχείο: την δικτατορική έφεση της εκάστοτε κυβέρνησης, η οποία κάνει επίδειξη αστυνομικής δύναμης, κατεβάζοντας στους δρόμους χιλιάδες αστυνομικούς που με την παρουσία τους ερεθίζουν τους γνωστούς-αγνώστους για ρίψη μολότοφ και πρόκληση αμέτρητων καταστροφών.
Οι Έλληνες δίνουμε την εντύπωση ότι έχουμε εγκλωβιστεί σε ένα φρενοβλαβοποιητικό σπιράλ, εντός του οποίου κάθε χρόνο κάνουμε, λέμε και ακούμε ακριβώς τα ίδια πράγματα, υφιστάμενοι πανομοιότυπους εμπαιγμούς και ψυχική ταλαιπωρία, που εν τέλει μας προκαλούν αηδία.
Ελάχιστα απέχουμε από τον ρόλο ενός βρεφοποιημένου και ευνουχισμένου ακροατηρίου που κλαίει, γελά και χειροκροτά πάντοτε στα ίδια σημεία της πληκτικά επαναλαμβανόμενης θεατρικής παράστασης, η οποία ταυτίζεται με όλες τις προηγούμενες ως προς το περιεχόμενό της και, στην καλύτερη περίπτωση, ενδέχεται να διαφέρει ως προς το καστ των πρωταγωνιστών και των κομπάρσων.
Ακόμη, όμως, κι αν στην διανομή περιλαμβάνονται καινούργια ονόματα, ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης είναι αυστηρώς ταυτόσημοι και αμετάβλητοι, αφού συναποτελούν τον «αόρατο μαριονετίστα» που επιτηρεί και καθοδηγεί την πορεία της θεατρικής παραστάσεως, όντας κρυμμένος πίσω από την νεοταξίτικη κουίντα.
«Μισόν αιώνα μετά, το Πολυτεχνείο διατηρεί τον υψηλό του συμβολισμό, ως η κορυφαία πράξη αντίστασης κατά της δικτατορίας και της καταπάτησης της ελευθερίας».
Αυτή ήταν η άλλη «μεγάλη φράση» που εξέμεσε, όλως υποκριτικώς, η κυρία Κατερίνα.
Αν την ήλεγχε ο Τζορτζ Όργουελ, κρατώντας στα χέρια του το «1984», θα της έδινε συγχαρητήρια, αφού και η φράση αυτή αποτελεί μαεστρική εφαρμογή της τέχνης της «διπλοσκέψης», την οποία εξασκούσε το ολοκληρωτικό καθεστώς της Ωκεανίας πάνω στον Γουίνστον Σμιθ και τους λοιπούς προλετάριους.
Διπλοσκέψη, εν προκειμένω, σημαίνει ότι:
Η ελίτ υμνεί την αντίσταση κατά της δικτατορίας και της καταπάτησης της ελευθερίας, την ώρα που τα μέλη της και (έξυπνη) δικτατορία έχουν εγκαθιδρύσει και τις ατομικές ελευθερίες έχουν καταπατήσει, σχεδιάζοντας μάλιστα να επεκτείνουν σε βαθμό δυσθεώρητο αυτήν την καταπάτηση (βλ. ιδίως την επιβολή των ηλεκτρονικών ταυτοτήτων).
Φαίνεται πως τα πλοκάμια του παμπόνηρου Λεβιάθαν δεν ανέχονται τυχαίως τον εορτασμό των αντιδικτατορικών γεγονότων. Διότι αυτά αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεδιπλώσει ο κάθε «Βόλταν της πολιτικής» το υποκριτικό του ταλέντο και να προβεί σε μεγαλόστομες δηλώσεις υπέρ της «δημοκρατίας» και της «ελευθερίας», αλλά και όλων των άλλων συναφών εννοιών, το σημαινόμενο των οποίων έχει αποστραγκισθεί, με αποτέλεσμα το εύηχο σημαίνον να μην είναι πια παρά ένα άθλιο-παραπλανητικό κουφάρι που ελκύει σκωληκόβρωτους σκλάβους.
Φτάνει πια: Όχι άλλες εμπαικτικές πομφόλυγες από τους θαυμαστές του Όργουελ!
Όποιος επιθυμεί να αντιληφθεί το μέγεθος της κοροϊδίας που υφιστάμεθα ακόμη και από εμβληματικές προσωπικότητες οι οποίες έπαιξαν τάχα γνήσιο ρόλο υπέρ της αναστήλωσης της δημοκρατίας μπορεί να διαβάσει το περσινό αφιέρωμα του γράφοντος για την 49η θεατρική παράσταση της 17ης Νοέμβρη2.