Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Συχνὰ ἀκοῦμε στὶς συζητήσεις τῶν ἀνθρώπων νά γίνεται λόγος γιὰ τὴν πίστη στὸ Θεὸ καὶ πόση ἀξία ἔχει στὴ ζωή τους. Διατυπώνονται ἐπιπόλαιες ἀπόψεις ἢ ἐπαναλαμβάνονται ἰδέες διαφόρων «σοφῶν» τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν εἶχαν ἐπικοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία! Πολλοὶ ἀρέσκονται νὰ ἐμφανίζονται ὅτι δέν τούς ἐνδιαφέρει τὸ θέμα καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε ἠθικὸ φραγμό. Τὰ ὅσα λέγονται μὲ ἐπιμονή, ἀποδεικνύουν ὅτι μόνο ἐλεύθεροι δὲν εἶναι. Οἱ προτιμήσεις τους, οἱ ἰδέες καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦν, φανερώνουν ὅτι εἶναι εὐκολόπιστοι σὲ πολλὰ θέματα καὶ μόνο ἡ πίστη στὸ Θεὸ τοὺς ἀφήνει ἀδιάφορους!
Οἱ περισσότεροι «ἄπιστοι» ἔχουν τυφλὴ πίστη στὶς διάφορες πολιτικὲς ἰδέες ποὺ κυκλοφοροῦν καὶ ὑπόσχονται τὴ γενικὴ εὐημερία τοῦ λαοῦ, κάτι ποὺ ποτὲ δὲν τὸ εἴδαμε καὶ οὔτε πρόκειται νὰ τὸ δοῦμε. Μιλοῦν γιὰ τὴ δημοκρατία μὲ τρόπο ἐκβιαστικὸ καὶ συγχρόνως διαφωνοῦν πλήρως μεταξύ τους. Ἐπιμένουν παράλογα στὶς ἀρχὲς τῶν κομμάτων τους, παρόλες τὶς διαψεύσεις. Εἶναι φανατικοὶ ὀπαδοί. Ἀρκετοὶ μένουν αἰχμαλωτισμένοι σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ στὶς πολιτικὲς τους ἰδέες, χωρὶς νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ κρίνουν ἢ νὰ τὶς ἀναθεωρήσουν ὡς μὴ πραγματοποιήσιμες. Τὸ ἴδιο διαπιστώνουμε καὶ σὲ μορφωμένους ἀνθρώπους καὶ αὐτὸ εἶναι ἀποκαρδιωτικό.
Ἐπίσης βλέπουμε ἀνθρώπους νὰ πιστεύουν σὲ κάποια ἀθλητικὴ ὁμάδα, ἄλλοι πιστεύουν στὴν τέχνη, ἄλλοι στὴν ἐπιστήμη καὶ ἄλλοι σὲ ἀνθρώπους ποὺ διαθέτουν κάποια χαρίσματα ποὺ ἐντυπωσιάζουν μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα τους.
Εἶναι πολλὰ τὰ παραδείγματα ποὺ ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάπου πιστεύουν. Εἶναι ἡ φύση τους τέτοια. Αὐτὸ ἂς μὴ θεωρεῖται μειονέκτημα. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἀνησυχεῖ ὅμως εἶναι ὅτι ἀρνοῦνται τὴν πίστη στὸ Θεὸ καὶ πιστεύουν σὲ ἀνθρώπους καὶ εἴδωλα! Γιὰ τὴν πίστη στὸ Θεὸ διαμαρτύρονται πολλὲς φορὲς καὶ κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς κληρικοὺς μὲ ἀπαράδεκτο τρόπο καὶ μὲ ἀπύθμενο μῖσος. Βιώνουμε δυστυχῶς καὶ στὴν ἐποχή μας τὴν εἰδωλολατρία, ποὺ τόσο πολὺ κτύπησε καὶ δίωξε τὴν Ἐκκλησία σὲ παλαιότερους αἰῶνες.
Ἴσως κάποιοι θὰ διερωτῶνται τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους στὴν εἰδωλολατρία; Προφανῶς, γιατί ἡ πίστη στὸ Θεὸ ἔχει ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο τὴν ἠθικὴ ζωή. Πού σημαίνει καταπολέμηση τῶν παθῶν καὶ ἰδίως τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς πλεονεξίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιληδονίας. Ὅσοι εἶναι δοῦλοι τῶν παθῶν δὲν ἔχουν πνευματικὴ ὅραση, δὲν ξεπερνοῦν τὸν κακό τους ἑαυτὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς δυστυχίας τους καὶ νὰ ἀτενίσουν πρὸς τὰ ἄνω, νὰ πάρουν τὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ ποὺ καταργεῖ τὰ εἴδωλα καὶ καθαρίζει τὸν ὁρίζοντα, δίνοντας φῶς στὴ ζωὴ μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ παρηγορία μὲ τὴ σταθερὴ ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Πρέπει νὰ διαλύσουμε τὴν πεπλανημένη ἄποψη τῶν σύγχρονων εἰδωλολατρῶν πώς τάχα ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι δυστυχής, ἀφοῦ ἀρνεῖται τὶς χαρὲς τῆς ζωῆς. Ὄχι, δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μέσα στὸ φῶς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπίγεια ζωὴ εἶναι εὐχάριστη καὶ μακάρια. Τὰ βιώματα τοῦ πιστοῦ εἶναι χαροποιά, ποὺ δὲν μποροῦν οὔτε νὰ φαντασθοῦν οἱ δίχως Θεὸ κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Ἐδῶ βρίσκεται τὸ πρόβλημα ποὺ πρέπει νὰ λύσουμε οἱ κληρικοὶ πρωτίστως, ἀλλὰ καὶ οἱ συνειδητοὶ χριστιανοί, ὅπου κι ἂν δραστηριοποιοῦνται. Νὰ δώσουμε δηλαδὴ τὴ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ μὲ παρρησία λόγου καὶ φωτεινὸ παράδειγμα, τὸ ὁποῖο θὰ στηρίζεται στὴ συνεπῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Καὶ πάνω ἀπ’αὐτὰ χρειάζεται ἡ θερμὴ προσευχὴ, γιὰ νὰ φωτίσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἐλεήσει τοὺς ἐν σκότει καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴ μετάνοια.
Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ ἡ κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἐνῷ εἶναι καλοπροαίρετοι, εὔκολα πέφτουν στὴν πλάνη καὶ τὶς αἱρετικὲς ἀποκλίσεις, ζημιώνοντας πνευματικὰ πρῶτα τὸν ἑαυτό τους καὶ ὕστερα ὅσους ἐπικοινωνοῦν μὲ αὐτούς. Ἕνας ἔμπειρος ἐπίσκοπος ἔλεγε γι’ αὐτοὺς ὅτι «βλέπουν τὰ πράγματα ἀνυποψίαστα καὶ τὸ θεωροῦν εὔκολο καὶ φυσικὸ νὰ παίζουν μὲ τὴ φωτιά. Γιατί ἡ πλάνη καὶ ἡ αἵρεση στὴν Ἐκκλησία εἶναι φωτιά. Καὶ ἡ φωτιὰ ἔχει δύο φυσικὲς ἰδιότητες, καὶ φωτίζει καὶ καίει. Ξεγελιοῦνται λοιπὸν πολλοὶ ἀπὸ τὸ φῶς, ἀπὸ τὴ φανταχτερὴ ἐντύπωση ποὺ δημιουργεῖ ἡ πλάνη καὶ καίγονται στὴ φωτιά. Μὰ ἔχουν χάσει πιὰ τὴν αἴσθηση τῶν πραγμάτων καί, ἐνῷ καίγονται, νομίζουν ὅτι δροσίζονται».
Κλείνοντας τοῦτο τὸ κείμενο, αἰσθάνομαι τὴ βαριὰ εὐθύνη ποὺ ἔχουμε οἱ κληρικοὶ γιὰ τὸ ποίμνιό μας, ποὺ δὲν βρίσκεται στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ βαθὺ πόνο καθὼς διαπιστώνουμε τὴν πνευματικὴ διαστροφὴ πολλῶν ἐνοριτῶν μας καὶ τὰ πενιχρὰ ἀποτελέσματα τοῦ ποιμαντικοῦ μας ἔργου.