(«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης στην Κοζάνη» Νο1,
μέρος 64, σελ. 170-172
Ἐξετάσατε ὄχι τί κάμνουν ἀλλά τί κάμνουν ὅλοι. Μόλις εἰς τό σπίτι, τό καφενεῖον, τήν πλατεῖαν συναντηθοῦμε δυό–τρεις, συγκροτοῦμεν ἀμέσως δικαστήριον. Κατηγορούμενοι: ὁ γείτονας, ὁ συνάδελφός μας, ὁ συμπολίτης μας, ὁ κόσμος ὅλος. Ἀλλ’ εἶναι ἀπών ὁ κατηγορούμενος. Δέν πειράζει. Ἡμεῖς θά συνεδριάσωμεν, θά τόν δικάσωμεν ἐρήμην. Τό κατηγορητήριον ἀρχίζει, αἱ γλῶσαι κόβουν σάν σπαθιά τροχισμένα ἐπάνω εἰς τό ἀκόνι τοῦ ἀγριοτέρου μίσους. «Αὐτός ἔκανε τό καί τό». Τά εἴδαμεν; Ὄχι τά ἠκούσαμεν ἀπό ἀλλοῦ. Ἀλλά χωρίς νά ἐξετάσωμεν, χωρίς νά ἐξακριβώσωμεν ἐάν καί κατά πόσον εἶνε ἀληθιναί αἱ κατηγορίαι, ἡμεῖς τά παραδεχόμεθα ὡς ἀληθινά, τά παρουσιάζομεν ὡς γεγονότα, ὡς ἀδιάψευστα τεκμήρια τῆς ἐνοχῆς τοῦ ἄλλου.
Ἀλλά καί ἐάν δέν ὑπάρχουν τοιαῦτα γεγονότα, ἡμεῖς δέν δυσκολευόμεθα νά τά δημιουργήσωμεν. Ἀρκεῖ το ὅτι μισοῦμεν θανασίμως καί ἀφοῦ δέν ἠμποροῦμεν νά τόν δολοφονήσωμεν μέ τά ὅπλα, θά τόν δολοφονήσωμεν κατ’ ἄλλον βδεληρότερον τρόπον. Θά χρησιμοποιήσωμεν ἐναντίον του τό ὅπλον τῆς συκοφαντίας. Ὁ σκοπός ἄλλοστε ἁγιάζει τα μέσα. Θά πλαστογραφήσωμεν την ἀλήθειαν. Θά διαστρεβλώσωμεν τά πράγματα, θά εἴπωμεν τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος, θά ὀργιάσει ἡ φαντασία μας, καί ὁ ἄλλος, πού τόν μισοῦμεν καί τόν μισοῦμεν διά χίλιες δυό ἀφορμές, θά παρουσιασθεῖ ὡς τέρας πού τόν ἐγέννησε ὁ ἅδης, καί τό δικαστήριόν μας θά ἐκδώσει τάς ἀποφάσεις του. Εὐτυχῶς πού δέν ἔχομεν την δύναμιν νά ἐκτελοῦμεν ὅ,τι ἀποφασίζωμεν μέσα εἰς τά βάθη ᾖς ψυχῆς μᾶς ἐναντίον τῶν ἄλλων, ἄλλως, δέν θά ἔζων ἄνθρωποι, διότι ὅλοι, κατά τήν κρίσιν μας, εἶναι ἐγκληματικά ὄντα πού πρέπει νά ἐκλείψουν ἀπό τό πρόσωπον τῆς γῆς, διά νά ζήσωμεν εὐτυχεῖς ἡμεῖς οἱ ἀθῶοι…
Ἡμεῖς οἱ ἀθῶοι! Ἀθῶοι! Λευκαί
περιστεραί! Ἀλλά ποῖος ἐξέδωσεν ταύτην τήν ἀθωωτικήν ἀπόφασιν δι’ ἡμᾶς;
Ἡμεῖς οἱ ἴδιοι, πού ρίπτομεν καθημερινῶς τους κεραυνούς τῆς ὀργῆς μᾶς
ἐναντίον τῶν ἄλλων, ἡμεῖς, πού εἴμεθα οἱ αὐστηροί κριταί καί τῶν πλέον
ἀθώων κινήσεων τῶν ἄλλων, ἡμεῖς, πού ζητούμεν την κεφαλήν τοῦ ἄλλου ἐπί
πίνακι. Ἡμεῖς αἴφνης μεταβαλλόμεθα, γινόμεθα οἱ ἐπιεικεῖς κριταί. Τί
λέγω; Οἱ θερμότεροι συνήγοροι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὑπερασπίζομεν τά ἔργα μας,
καί τά πλέον ἐγκληματικά. Ζητοῦμεν νά ἀναγνωρίσουν τούς κόπους μας, τάς
θυσίας μας, νά μᾶς παρασημοφορήσουν, νά στήσουν τόν ἀνδριάντα μας…
Διότι ἡμεῖς μόνον εἴμεθα οἱ καλοί, καί οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ κακοί. Αὐτάς
τάς ἀποφάσεις ἐξέδωκε τό μεροληπτικόν μας Δικαστήριον. Κατεδικάσαμεν
ὅλους, καί ἀθωώσαμεν τούς ἑαυτούς μας.
Ἀλλ’ εἶναι ὁ ἑαυτός μας τόσον ἀθῶος, ὅπως φανταζόμεθα;
Ἀλλοίμονον! Ἐάν μᾶς ἐφώτιζεν ὁ Θεός, ἐάν ἀνοίγαμεν τά μάτια μας, ἐάν
ἠκούαμε τάς κατηγορίας τῶν ἐχθρῶν μας, ἐάν ἀπεφασίζαμεν, εἰς τό ἑδώλιον
τοῦ κατηγορουμένου, πού ἐσύραμεν ὅλον τόν κόσμον, νά καθίσωμεν ἐπί
τέλους, ὡς κατηγορούμενον τόν ἑαυτόν μας, ἐάν ἐθέταμε ὑπο τόν ἔλεγχο τοῦ
Εὐαγγελίου τήν ζωήν μας μιᾶς καί μόνον ἡμέρας, ὦ τότε πόσον
διαφορετικοί θά ἤμεθα! Πόσον θά εὐρύναμεν τό ὀπτικόν πεδίον τῆς κρίσεώς
μας! Μαζί μέ τόν Ρῶσσον φιλόσοφον Ντοστογιέφσκυ θ’ ἀναγκαζόμεθα νά
ἀναφωνήσωμεν ΕΙΜΕΘΑ ΟΛΟΙ ΕΝΟΧΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΛΩΝ ΚΑΙ ΔΙ’ ΟΛΑ.
Τί καί ἐάν δέν ἐπράξαμεν ἐγκλήματα μεγάλα; Διά κάθε ἀδικίαν πού
γίνεται εἰς τήν γῆν, διά κάθε σταλαγματιά αἷμα πού χύνεται, διά κάθε
ἁμάρτημα, ἔχομεν καί ἡμεῖς τό μερίδιον τῆς ἐνοχῆς μας. Εἴμεθα καί ἡμεῖς
συνυπεύθυνοι. Διότι ζῶμεν εἰς τήν κοινωνίαν, καί ἠδυνάμεθα μέ τήν
συμβολήν μας νά μειώσωμεν τό κακόν, νά αὐξήσωμεν τό καλόν, νά
ἐπεκτείνομεν ἔστω καί κατά ἕνα βῆμα τήν βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ ἐπι τῆς
γῆς. Ἄς ἐξετάσωμεν τόν ἑαυτόν μας, ἄς τόν ἐλέγξωμεν μέ ὅσην αὐστηρότητα
ἐλέγχομεν τούς ἄλλους, καί τότε θά ἴδωμεν την πραγματικότητα. Ἐάν δέν
ἐβλασφημήσαμεν τόν Θεόν, δέν διεμαρτυρήθημεν ὅμως ποτέ ὅταν ἠκούσαμεν
τόν ἄλλον νά βλασφημεῖ χυδαιότατα τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς θρησκείας μας.
Ἐάν δέν ἐφονεύσαμεν, ἐμείναμεν ὅμως ἐγγληματικῶς ἀδιάφοροι ἐμπρός εἰς
τήν ἀπερίγραπτον δυστυχίαν τοῦ πλησίον μας, ὁ ὁποῖος ἀπέθνησκε
καθημερινῶς μέ τόν λευκόν θάνατον. Ἐάν δέν ἐμοιχεύσαμεν, ἐπετρέψαμεν
ὅμως εἰς τόν ἑαυτόν μας νά βυθίζεται μέχρις ἀηδίας μέσα εἰς τόν βοῦρκον
τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν, τῶν ἀνήθικων βλεμμάτων, ἐκφύλων μυθιστορημάτων.
Ἐάν δέν ἐρρίψαμεν ἀνθρώπους εἰς τήν φυλακήν, δέν ὀρθώσαμεν ὅμως καί τό
ἀνάστημά μας νά εἴπωμεν δι’ ὅσους ἦσαν ἀθῶοι. Αὐτοί εἶναι ἀθῶοι καί
πρέπει νά ἀποφυλακησθοῦν…
Ἄνθρωπε! Φωνάζει ὁ σοφός πρόγονός μας ὁ Σωκράτης «ἄρχισε νά
ἐξετάζεις, νά ἐλέγχεις, νά τιμωρεῖς τόν ἑαυτόν σου. Ἀπ’ ἐκεῖ πρέπει νά
ἀρχίσεις, ἐάν θέλεις νά γίνεις ἕνας ἀληθινά ἄνθρωπος, στοιχεῖον προόδου
καί ὠφελείας». Μόνον ἐάν διορθώσεις τόν ἑαυτό σου, ἐάν ἀπαλλαγεῖς ἀπό τά
πάθη σου, ἐάν ἀποκτήσεις τό περίφημο ἐκεῖνο «γνῶθι σαὐτόν», ἐάν πρό
πάσης πράξεώς σου ἐρωτᾶς τόν ἑαυτόν σου «Αὐτό πού θά κάμω, θέλω νά μοῦ
τό κάμουν οἱ ἄλλοι; Εἶνε σύμφωνον μέ ὅ,τι ἐδίδαξε ὁ Χριστός», τότε
διαφορετικά θά ἰδεῖς τόν κόσμον. Θά ἐξορήσεις ἀπό τά στήθη σου τό μῖσος,
θά πλημμυρίσει ἡ καρδιά σου ἀπό ἀγάπην πρός ὅλα τά τέκνα τῆς γῆς.
Χριστιανέ ! Ἀπό αὔριον εἰσερχόμεθα εἰς τήν Μ. Τεσαρακοστήν. Ἄς
στρέψομεν την προσοχήν μας μέσα εἰς τά βάθη τῆς ψυχῆς μας. Ὅ,τι ὑπάρχει
μέσα σαπρόν, ἀκάθαρτον, ἐκδικητικόν, σατανικόν, ἄς ἀποθάνει. Ἄς
ἐξετάσομεν κάθε βράδυ προτόυ νά κοιμηθῶμεν τόν ἑαυτόν μας, τί ἐκάναμεν,
τί καλόν ἔπρεπε νά πράξωμεν καί δέν τό ἐπράξαμεν. Ἄς ἐλέγχωμεν, ἄς
αὐτοελεγχώμεθα καθημερινῶς. Ἔτσι θά κτυπήσωμεν κατακέφαλα τόν
φαρισαϊσμόν, πού εἶνε τό μεγαλύτερον ἁμάρτημα, ἡ ρίζα τῶν κακῶν. Ἔτσι θά
ἐξωραΐσωμεν την ζωήν μας. Διότι εἶνε ἀνάξιον νά ζῶμεν μιάν ζωήν
κτηνώδη, σύμφωνα μέ τά χυδαίας ὁρμάς, χωρίς νά τήν θέτωμεν ὑπο τον τόν
καθημερινόν ἔλεγχον τῆς συνειδήσεώς μας, τοῦ Εὐαγγελίου μας, τοῦ Θεοῦ
μας.
Ἀδελφοί! Βελτιώσωμεν ἠθικῶς τον ἑαυτόν μας, ἐάν θέλωμεν νά
βελτιώσωμεν την κοινωνία μας, νά ἐξυψώσωμεν την πατρίδα μας, νά λάμψωμεν
καί πάλιν εἰς τήν ἀνθρωπότητα ὡς φῶτα ψυχικοῦ πολιτισμοῦ. «Βίος
ἀνεξέλεγκτος εἶνε βίος ἀβίωτος», εἶπεν ὁ Σωκράτης και τό λόγιόν του,
ἐπικυρωθέν ἀπό τόν Χριστόν μας, ἰσχύει μέχρι σήμερον καί θά ἰσχύει
πάντοτε.
ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
Αὔριον Κυριακήν (18 Μαρτίου) κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν (ὥραν 9π.μ.) εἰς τόν Ι. Ναόν τοῦ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ θά ὁμιλήσει ὁ ἱεροκῆρυξ ἀρχιμανδρίτης Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης.
«ΕΣΤΙΑ», ΚΟΖΑΝΗ 17 Μαρτίου 1945, ἀρ. φύλ. 11