Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023

Ὁ λογος του Θεου

π. Αυγουστ. στην Κλαδοραχη

Τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου
Του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου

Ὁ λογος του Θεου
(θαυμαστα ἀποτελεσματα του κηρυγματος)

«Ἐὰν ἐξαγάγῃς τίμιον ἀπὸ ἀναξίου, ὡς τὸ στόμα μου ἔσῃ» (Ἰερ. 15,19)

Αἰσθάνομαι τὸ χρέος, ἀγαπητοί μου, νὰ κηρύττω τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ σήμερα αὐ­τὸ δὲν εἶνε εὔκολο. Μετανοοῦν τώρα, λένε «Μνήσθη­τί μου, Κύ­ριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42);

Ὅταν πρόκειται νὰ κηρύξω, ἀ­κούω μιὰ σατανικὴ φωνή· –Δὲν κουράστηκες; κηρύττεις τόσα χρόνια, καὶ ποιά τ᾽ ἀ­πο­τελέσματα; ὁ κόσμος δὲν ἀλλάζει… Εἶνε ὁ μεγα­­­­λύτερος πειρασμὸς ποὺ ἔχω αὐ­τὸ τὸν καιρό. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν δέχομαι τὴ φωνὴ τοῦ διαβό­­λου. Ἀκούω τὴ φωνὴ τοῦ Χρι­στοῦ «Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πά­σῃ τῇ κτίσει» (Μᾶρκ. 16,15)· ἀ­κούω τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέει «Οὐ­αί μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι», ἀλ­­λοί­μονό μου ἂν δὲν κηρύττω (Α΄ Κορ. 9,16). Ἔτσι δὲν ἔπαυσα νὰ λαλῶ.

Ἀλλ᾽ ὅπως ἔρχεται σ᾽ ἐμένα ὁ πειρα­σμός, ἔτσι ἔρχεται καὶ σ᾽ ἐσᾶς. –Ἔ, σοῦ λέει, μιὰ – δυὸ χρονιὲς ἄκουσες κηρύγματα· τί προκο­πὴ ἔ­κα­νες; σταμάτα νὰ τρέχῃς ἐκεῖ… Νικῆστε, ἀ­­δελφοί μου, αὐτὸ τὸν πειρασμὸ καὶ ἀπαν­τῆ­στε· –«Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (πρβλ. Ματθ. 16,23). Συνεχίστε νὰ παρακολουθῆτε τὰ κηρύ­­γμα­τα τοῦ Εὐαγγελίου.
–Ναί, μὰ δὲν βλέπω νὰ ὠφελοῦμαι.
Λάθος κάνεις. Ἂν ῥίξῃς ἕνα καλάθι μέσα στὸ πηγάδι, νερὸ δὲν παίρνεις, ὅμως τὸ καλάθι μουσκεύει, καθαρίζεται, δὲν εἶνε ὅπως προηγουμένως. Καὶ ἡ ψυχή μας λοιπόν, ὅσο ἀκοῦμε λόγον Θεοῦ, κάτι ὠφελεῖται. Ἡ συν­αίσθησι, τὸ «γνῶθι σαυτόν», εἶνε τὸ πρῶ­το βῆ­μα πρὸς μετάνοιαν, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.

* * *

⃝    Μᾶς πολεμάει ὁ σατανᾶς, ἀγαπητοί μου, προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἐν­­σπείρῃ ἀπογοήτευσι· ἀλλὰ τὸ κήρυγμα εἶνε ἀναγκαῖο.
Σκεφθῆτε ὅτι σὲ ἀθεϊστικὲς χῶρες ὅλα τ᾽ ἄλλα τὰ ἐπιτρέπουν (ἑσπερινό, θεία λειτουργία κ.λπ.)· ἕνα μόνο δὲν ἐπιτρέπουν, κατήχησι – κήρυγμα. Γιατί; Διότι τὸ κήρυ­γμα εἶνε τὸ ξυπνη­τήρι τῶν ψυχῶν, ποὺ ἀφυπνίζει τὸν ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὸ λήθαργο τῆς ἁμαρτίας.
Τ᾽ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματος εἶνε θαυμαστά. Γιὰ νὰ τὸ δοῦμε αὐτό, θὰ σᾶς πῶ δύο – τρία παραδείγματα ἀπὸ τὴ Γραφή.
Στὶς Πράξεις τῶν ἀ­ποστόλων (κεφ. 8, στίχ. 26-40) διαβάζουμε, ὅτι σ᾽ ἕνα δρόμο ἐ­κινεῖτο ἕνα ἁμάξι. Μέσα σ᾽ αὐ­τὸ καθόταν ἕνας μελαψὸς ἀ­ξιωματοῦχος τοῦ βασιλείου τῆς Καν­δάκης, τῆς βασιλίσσης τῶν Αἰθι­όπων· ἦ­ταν ὁ ὑ­πουργὸς τῶν οἰκονομικ­ῶν· «Αἰθίοψ εὐ­νοῦχος δυνάστης Καν­δάκης», λέει τὸ ἱερὸ κείμενο (ἔ.ἀ. 8,27). Ποῦ πήγαινε; Ἐπέστρεφε στὴ χώρα του ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, ὅπου εἶχε πάει νὰ προσ­κυνήσῃ. Καὶ τί ἔκανε μέσα στὸ ἁμάξι; Εἶχε τὴν ἁγία Γραφή, τὴν Παλαιὰ Δι­αθήκη! Οἱ δρόμοι τότε δὲν ἦ­ταν στρωμένοι ὅπως τώρα, καὶ παρ᾽ ὅλη τὴ δυσ­κολία αὐτὸς διάβαζε. Τί; Τὸν προ­φή­τη Ἠσαΐα, τὴν προφητεία ποὺ λέει· «Ὡς πρόβα­τον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀ­­μνὸς ἐναν­τίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄ­φω­νος, οὕτως οὐκ ἀ­νοίγει τὸ στόμα. ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐ­τοῦ ἤρθη…» (Ἠσ. 53,7-8)· ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ἀρνάκι ποὺ τὸ ὡδήγη­σαν στὸ Γολγοθᾶ, τὸ ἔ­σφαξαν καὶ χω­­ρὶς νὰ διαμαρτυρηθῇ ἔδωσε τὸ αἷμα του θυσία γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἐνῷ λοιπὸν τὴν ὥρα ἐκείνη διάβαζε αὐτὰ φωναχτά, ἕνας διαβάτης, ποὺ περπατοῦ­σε δίπλα τους (ἦταν ὁ ἀπόστολος Φίλιππος καὶ τὸν ἔστελνε ὁ Κύριος), τὸν ἄκουσε. Πλησι­άζει στὸ ἁ­μάξι καὶ τὸν ἐ­ρωτᾷ· –Καταλαβαίνεις ἆραγε αὐτὰ ποὺ διαβάζεις; –Πῶς νὰ καταλάβω, ἀπαντᾷ ὁ Αἰθίοπας, ἂν δὲν μοῦ τὰ ἐξηγήσῃ κάποιος; Ἀνέβα, σὲ παρακα­λῶ, καὶ κάθησε δίπλα μου νὰ μὲ βο­ηθήσῃς.
Ἐκεῖ λοιπόν, καὶ ἐπὶ ὥρα, ἀρχίζον­τας ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, τοῦ μίλη­σε γιὰ τὴ σωτηρία ποὺ ἔφερε ὁ Ἰησοῦς· τοῦ εἶ­πε γιὰ τὴ γέννη­σί του ἀπὸ τὴν Παναγία, γιὰ τὸν Ἰορδάνη καὶ τὸν Πρόδρομο, γιὰ τὰ πάθη, τὴν ἀνάστασι, τὴν ἀνάληψι· τοῦ εἶπε γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ βάπτι­σμα, γιὰ ὅ­λα. Ἐν τῷ μεταξὺ ἔφτασαν σὲ μέρος ποὺ ὑ­πῆρχαν νερά. –Νά, λέει ὁ ἄρχον­τας, ἐδῶ ὑπάρχει νερό· δὲν μὲ βαπτί­ζεις; ὑπάρχει ἐμ­πόδιο; Ἀπαντᾷ ὁ Φίλιππος· –Ἂν πιστεύ­ῃς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, γίνεται. –Πιστεύω, ἀποκρί­νεται αὐ­τός, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἦ­ταν! μετὰ τὴν κατήχησι ποὺ προηγήθηκε ἦταν ἕτοιμος πλέον. Κατέβηκαν ἀ­πὸ τὴν ἅ­μαξα καὶ ὁ Φίλιππος τὸν βάπτισε. Ἔτσι ὁ Αἰθίοπας ἔγινε Χριστι­ανός. Κι ὁ Φίλιππος ἔγινε ἄφαντος, Πνεῦμα ἅγιο τὸν μετέφερε ἀλλοῦ.
Σᾶς ἐρωτῶ· ποιός μετέβαλε αὐτὸ τὸν ἄρχοντα; ποιός τὸν ἔφερε σὲ ἐπίγνωσι καὶ δι­άθεσι νὰ ζητήσῃ τὸ βάπτισμα; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ποῦ ἔγινε αὐτὸ τὸ κήρυγμα; Μέσα σ᾽ ἕνα ἁ­μάξι, ποὺ ἔγινε ἐκ­κλησία. Ναί· παντοῦ, ὅ­ταν ὑπάρχῃ μετάνοια καὶ πίστι, ὁ ὀρθόδοξος κλη­ρι­κὸς μὲ τὸ πετραχήλι μπορεῖ νὰ φέρῃ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀπόστολος Φίλιππος μίλησε ἐδῶ σὲ μία ψυχή. Γιατὶ ἡ ἀξία μιᾶς ψυχῆς εἶνε πολὺ μεγά­λη. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ Σαμα­ρεί­τιδα, μία ἁ­μαρτωλὴ ψυ­χή, ἔκανε τόσο κόπο, ἐκεῖ «παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ»; (Πεντηκοστάρ., Κυρ. Σαμαρ. δοξ. ἑσπ.· Ἰω. 4,11-12). Κήρυξε σὲ μία ψυχή.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἁ­γία Γραφή; Νά ὁ Δαυῒδ ὁ βασιλιᾶς. Παρὰ τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμά του ἁμάρτησε σοβαρά. Δύο ἦ­ταν τὰ μεγάλα ἁμαρτήμα­τά του· μοιχεία καὶ φόνος. Μπῆκε σὲ ξένο σπίτι, χώρισε ἀν­τρόγυνο, καὶ πῆρε δική του τὴν ξένη γυναῖκα· καὶ μετὰ σκη­νοθέτησε καὶ προκάλεσε τὸν φόνο τοῦ ἀ­πατη­μένου συζύγου, ἔγινε ὁ ἠθικὸς αὐ­τουργὸς φόνου, γιὰ νὰ πετύχῃ χωρὶς ἐμ­πόδια καὶ «νομίμως» τὸ σκοπό του (βλ. Β΄ Βασ. κεφ. 11ον). Πολὺ βαρειὰ τὰ ἁμαρτήματά του. Καὶ ἄργησε νὰ τὰ συναισθανθῇ. Πῶς ἦλθε σὲ συναίσθησι, πῶς ὁ μοι­χὸς καὶ φονιᾶς μετα­νό­ησε; Ἀπὸ ἕνα κήρυγμα. Τίνος; Πῆ­γε μέσα στὰ ἀνάκτορα ἕνας ἄλλος προφήτης· ὁ Νάθαν. Τί ἦ­ταν αὐτός; Ἀπεσταλ­μένος τοῦ Θεοῦ. Αὐ­τὸς ἤλεγξε μὲ θεοφώτιστο τρόπο καὶ μὲ λόγο παρα­βολικὸ τὸν Δαυ­ῒδ καὶ τὸν ἔκανε νὰ μετανοήσῃ (βλ. Β΄ Βασ. 12,1-14).
Ὁ εὐνοῦχος τῆς Κανδάκης μετανόησε ἀ­πὸ κήρυγμα τοῦ Φιλίπ­που, ὁ βα­σιλιᾶς Δαυ­ῒδ μετανόησε ἀπὸ κήρυγμα τοῦ Νάθαν· καὶ τώρα σᾶς δείχνω πῶς σώθηκε ὄ­χι ἕνας ἄνθρωπος – ἕνα ἄ­τομο, ἀλλὰ μιὰ ὁλόκλη­ρη πόλι, ἡ Νινευῒ τῆς Μεσοποταμίας. Οἱ κάτοικοι τῆς Νινευῒ ἦταν πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἡ ζωή τους ἦταν γλέντι, διασκέδασι, τραγούδια τοῦ διαβό­λου… Καμμιά ἔννοια Θεοῦ. Ποιό θά ᾽ταν τὸ τέ­λος; Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ ξεσποῦσε ἡ θεϊκὴ ὀργή. Καὶ ὅμως ὅλη αὐ­τὴ ἡ πόλις μετανόησε καὶ σώθηκε! Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν καταστρο­φὴ οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁ­μαρτωλοὶ συνῆλ­θαν καὶ ἄλλαξαν ζωή! Ἄρ­χισαν νὰ πενθοῦν καὶ νὰ νηστεύουν αὐ­στη­­ρά. Ἀπ᾽ ὅλη τὴν πόλι ἀκουγόταν ἕνα κλάμα, ἕνας θρῆνος μετανοίας. Ποιός ἔκανε τὴν πόλι αὐτὴ νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ σωθῇ; Τὸ κήρυγμα. Τίνος; Τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ. Αὐ­­τὸς παρουσιάστηκε ἐκεῖ· στάθηκε μπροστὰ σὲ ὅλους, καὶ φώναξε· «Ἔτι τρεῖς ἡ­­­μέραι καὶ Νινευῒ καταστραφήσεται»· τρεῖς μέρες ἀκόμη καὶ ἡ Νινευῒ θὰ καταστραφῇ (Ἰωνᾶ 3,4). Νά λοιπὸν πῶς σώθηκε μιὰ ὁλόκληρη πόλις· ὑπάκουσε στὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας.
⃝    Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Γραφὴ θαυμα­στὰ τεκμήρια τῆς δυ­νά­μεως τοῦ Εὐ­αγγελίου βλέπουμε καὶ στοὺς βίους τῶν ἁ­γίων. Νά δύο παραδείγματα.
Στὶς 8 Ὀκτωβρίου ἑορτάζει ἡ ὁσία Πελαγία ἡ ἀ­πὸ ἑταιρίδων. Τὸ συναξάρι λέει, ὅτι ἦ­ταν πόρνη, αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἀπὸ ἑ­ταιρίδων». Ὁ κόσμος τὴν ἤξερε Μαργαρίτα – Μαργαρώ, ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία μας πλέον λέγεται ὁσία Πελαγία. Πουλοῦσε τὸ κορ­μί της, εἶχε ἀποκτήσει πλούτη καὶ ὑ­πηρέτες, ντυνόταν στὰ χρυσᾶ, σκοτώνον­­ταν γι᾽ αὐ­τὴν οἱ ἐρασταὶ στὴν Ἀντιόχεια. Κάποια μέρα ὅμως μετανόησε, ἄφησε τὴν ἁ­μαρτία, ἄλ­λαξε ὄνομα, ἄλλαξε τόπο, ἄλλαξε ζωή· πέταξε τὰ κοσμή­μα­τα, μοίρασε τὰ πλούτη σὲ φτωχούς, πῆγε σὲ ἔρημο καὶ ἔζησε μὲ ἄ­σκη­σι, προσευχὲς καὶ νηστεῖες. Ἔ­τσι σώθηκε, κ᾽ εἶ­νε σήμερα ἁγία – ὁσία.
Πῶς μετανόησε; Μιὰ μέρα περνοῦσε μὲ τὴν ἅμαξά της ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησιὰ τῆς Ἀν­τιοχείας. Εἶδε κόσμο καὶ σκέφτηκε· Δὲν κατε­βαίνω νὰ δῶ; ἔτσι ἀπὸ περιέργεια. Μπαίνει στὴν ἐκκλησία, κ᾽ ἐκεῖ τὴν ἔ­πιασε τὸ δίχτυ τοῦ Χριστοῦ. Στὸ θρόνο κήρυττε ἕνας ἱεράρχης, ὁ ἅγι­ος Νόννος ἐπίσκοπος Ἐδέσσης, καὶ προέτρεπε τοὺς πιστοὺς σὲ μετάνοια. Τὴν ἄλλη μέρα τὸν ξανάκουσε νὰ ἐξη­γῇ στὸ Εὐαγγέλιο τὴ Δευ­τέρα Παρουσία, τὸ κριτήριο, τὴν κόλασι ποὺ περιμένει τοὺς ἁμαρτω­λούς. Τὸ κήρυγμα ἐκεῖνο τὴν ἔ­φερε σὲ συν­αίσθησι. Ἔ­γρα­ψε στὸν ἐπί­σκοπο, ἐκεῖνος τὴν κάλεσε νὰ ὁμολογήσῃ τὶς ἁμαρτίες της, καὶ μετὰ βαπτίστηκε, ἀναγεννήθηκε, ἄρ­χισε ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ σώθηκε.
Προσθέτω ἕνα ἀκόμη παράδειγμα. Στὸ ὄρος Σινὰ εἶνε τὸ μονα­­στήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Τί λέει ὁ βίος της; Ὅταν ἡ ἁγία παρουσιάστηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος, ἀρνήθηκε νὰ προσφέρῃ λατρεία στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος ἔκ­πληκτος τὴν ἄκουσε ν᾽ ἀντιτάσσῃ σοφὰ ἐ­πιχειρήματα κατὰ τῆς εἰδωλολατρίας καὶ δέχτη­κε τὴν πρότασί της ν᾽ ἀντιμετωπίσῃ σὲ συ­ζήτησι, μόνη αὐτή, τοὺς σοφοὺς καὶ ῥήτο­ρες τῆς αὐτοκρατορίας. Μαζεύτηκαν αὐτοὶ στὸ ἀμφι­θέατρο, ἄρχισε διαλογικὴ μάχη, καὶ τέλος ἡ ἁγία Αἰ­κατερίνη τοὺς ἀ­ποστόμωσε ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔφερε στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Κ᾽ ἦταν τόσο σταθεροὶ ὅλοι τους, ὥστε βεβαίωσαν τὴν πίστι τους μὲ μαρτυρι­κὸ θά­νατο. Πῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ ἀλλαγή; Μὲ τὸ κήρυγμα. Τίνος; Μιᾶς γυναί­κας, τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ἡ ὁποία μὲ τὴ δύναμι τοῦ ἁγίου Πνεύ­ματος «ἐ­­φίμωσε λαμ­­πρῶς τοὺς κομψοὺς (=εὐφυεῖς, ἔξυπνους) τῶν ἀσεβῶν» (ἀπολυτ.).

* * *

⃝    Σὰν ν᾽ ἀκούω ὅμως τώρα μία ἀντίρρησί σας· –Μετανόησαν ὅλοι αὐτοί, γιατὶ ἄκουσαν λό­γο ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους. Ἂς κηρύ­ξῃ λοι­πὸν καὶ σ᾽ ἐμᾶς σήμερα ἕνας ἅ­γι­ος, καὶ θὰ μετανοήσουμε κ᾽ ἐ­μεῖς. Ἐσεῖς ποὺ κη­­ρύττετε τώρα, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, δὲν εἶστε ἅγιοι…
Ὁμολογῶ ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλός. Νομίζετε ὅμως ὅτι γι᾽ αὐτὸ ἐ­σεῖς ἔχετε τὸ δικαί­ωμα νὰ κωφεύετε στὰ λόγια μου; Ἐὰν στὴ θέσι μου ἦταν ὁ Χριστός –ὄχι ἐγὼ ὁ ἁ­μαρτωλός– καὶ μιλοῦσε, θὰ τὸν σταυρώ­νατε στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως. Ποιοί τὸν πίστεψαν τότε; Μόνο κάτι παιδάκια ἀθῷα, κάτι ἁ­πλοϊκοὶ βοσκοί, κάτι φτωχοὶ ψαρᾶδες, καὶ κάτι μετανοημένοι ἁμαρτωλοί. Οἱ ἄλλοι; Τὸν σταύρωσαν! Συνεπῶς, τὸ ἐπιχείρημα ὅτι «Ἐμεῖς ὑπακοῦ­με μόνο σὲ ἁγίους» δὲν στέκεται.
Ἔπειτα ὁ Χριστὸς εἶπε κ᾽ ἕναν ἄλλο λόγο· ὅτι «Ὅποιος ἀκούει ἐ­σᾶς ἀκούει ἐμένα, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ» (Λουκ. 10,16). Εἶπε ἀκόμη καὶ τοῦ­το· Αὐτὰ ποὺ σᾶς μεταφέρουν οἱ ἐντεταλμένοι μου, ὅσο ἁ­μαρτωλοὶ κι ἂν εἶνε οἱ ἴδιοι, ἐσεῖς νὰ τὰ τηρῆτε καὶ νὰ τὰ ἐφαρμό­ζετε· «κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε», τὰ ἔργα τους μὴν τὰ μιμεῖσθε (Ματθ. 23,3). Τὰ λόγια ποὺ σᾶς μεταφέρουν δηλαδή, ἐφ᾽ ὅσον εἶνε δικά μου, ἔχετε χρέος νὰ τὰ σέβεστε. Ὅταν διψᾷς δὲν κοιτάζεις ἂν τὸ ποτήρι μὲ τὸ νερὸ ποὺ σοῦ δίνουν εἶνε χρυσὸ ἢ ἀσημένιο ἢ κρυστάλλινο· καὶ πήλινο νά ᾽νε, πίνεις. Ἔτσι καὶ μὲ τὸν θεῖο λόγο. Δι­ψᾷς γι᾽ αὐτόν; δέξου τον, μὴν ἐξετάζεις ποιός σοῦ τὸν μετα­φέρει. Ἄλλο παράδειγμα· ὁ λόγος τοῦ Εὐ­αγγελίου εἶνε σπόρος καὶ οἱ κήρυκες τὸν σπέρνου­με στὰ χωράφια τῶν ψυχῶν. Σᾶς ἐρωτῶ· ἂν πάρῃ στὰ χέρια του τὸν σπόρο ἕνας λεπρὸς καὶ τὸν σπείρῃ, θὰ φυτρώ­­σῃ; Ἀσφαλῶς, ὁ σπόρος δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν ἀσθενῆ. Ἔτσι καὶ ὁ θεῖος λόγος. Λεπροὶ εἴμαστε οἱ κήρυκες, ἀλλὰ τὰ λόγια ποὺ σπέρνουμε δὲν χάνουν ποτέ τὴν ἀξία τους. Συνε­πῶς ἐ­σεῖς ἔχετε ὑποχρέωσι νὰ τὰ ἐφαρμόζετε.
Νὰ πῶ κάτι ἀκόμα; Ἐγὼ κάνω κόπο καὶ κηρύττω σ᾽ ἐσᾶς, γιὰ νὰ σωθῆτε. Ὁ ἴδιος, ὡς ἁμαρτωλός, εἶμαι ἀνάξιος σωτηρίας. Ἐλπίζω νὰ σωθῶ μόνο – πῶς; Ὄχι ἀπὸ τὴν ἀξία μου, οὔτε ἀπὸ τὰ ἔργα μου. Τὸ πιστεύω· θὰ σωθῶ, ἐὰν σωθῆτε ἐσεῖς. Κηρύττω τόσα χρόνια. Ἂν μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος αὐτὸ σωθοῦν πέντε, μπορεῖ στὸν ἄλλο κόσμο νὰ παρουσιαστοῦν στὸ θρόνο τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ νὰ ποῦν· «Ἐμᾶς, Κύριε, μᾶς ἔσωσε τὸ κήρυγμα τοῦ Αὐγουστίνου. Κάνε ἔλεος σ᾽ αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλὸ κήρυκα κι ἄφησέ τον νὰ περάσῃ μέσα στὸν παράδεισο».
⃝    Δὲν ἀπελπίζομαι λοιπόν. Ἔχω δείγματα ποὺ μοῦ δίνουν θάρρος.
Ὅταν ἤμουν στὴν Ἀθήνα, καθὼς περπατοῦσα στὴν Ὁμόνοια, ξένος μέσα στὴ μεγάλη πόλι, μὲ βλέπει ἀπὸ μακριὰ κάποιος καὶ φω­νάζει· –Πάτερ Αὐγουστῖνε!… Σταματῶ, ἔρ­χεται κοντά, σκύβει καὶ μοῦ φιλάει τὸ χέρι κλαίγοντας. –Ἀπὸ ποῦ εἶσαι; λέω. –Ἀπὸ ἕνα χω­ριὸ ἔ­ξω ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο. Πέρασες πρὶν ἀπὸ χρόνια ἀπ᾽ τὸ χωριό μας. Ἐκείνη τὴ νύχτα, ὅ­ταν ἦρθες ἐκεῖ, ἐγὼ εἶχα πάρει ἕνα μαχαίρι στὴν τσέπη· ἤθελα νὰ σκοτώσω κάποιον. Μπῆκα στὴν ἐκκλησιά, ἄκουσα τὸ κήρυγμα, κι ὅταν βγῆκα πῆγα καὶ πέταξα τὸ μαχαίρι στὰ χωράφια· δὲν ἔκανα φόνο. Ἀπὸ σένα σώθηκα. –Ὄχι, ἀπὸ μένα, παιδί μου· ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σώθηκες. Αὐτὸ μὲ συγκίνησε.
Ἄλλη φορὰ ἐπίσης στὴν Ἀ­θήνα ἕνας ἄλλος φωνάζει καὶ τρέχει κοντά μου. –Ἀπὸ ποῦ εἶ­σαι; ρωτῶ. –Ἀπὸ τὰ Γρεβενά· θυ­μᾶ­σαι ποὺ ἦρθες ἐκεῖ; Ἐγὼ τότε βλαστημοῦ­σα πρωὶ μεσημέρι βράδυ· ἀπ᾽ τὴν ὥ­­­ρα ποὺ μίλησες ἐναντίον τῆς βλαστήμιας, ἔκοψα τὴν κακὴ συνήθεια.
Φέτος ἔγραψα ἕνα φυλλάδιο ὅπου ἔλεγα· Μὴν καπνίζετε, τὸ κά­πνισμα εἶνε «τὸ λιβάνι τοῦ διαβόλου» (βλ. ἡμέτ. βιβλ. Κοινωνικαὶ πληγαί, Ἀθῆναι 1974, σσ. 50-54). Ὤ τί ἄκουσα ἀπὸ ἐφημερίδες καὶ δημοσιογράφους! Τότε λοιπὸν τό ᾽μαθε κάποιος στὸ Παρίσι, ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔγραφαν ἐφημερίδες τῶν Ἀ­θηνῶν, ζήτησε τὸ φυλλάδιο, τὸ διάβασε, ἔκοψε τὸ τσιγάρο καὶ μοῦ ἔγραψε· Δέσποτα, μ᾽ ἔσωσες… Παρηγορήθηκα. Βρέ μυστήρια πρά­γματα· στὴν Ἑλλάδα νὰ μὴ μ᾽ ἀ­κοῦνε, καὶ νὰ μ᾽ ἀκοῦνε στὴ Γαλλία!
Ἄλλο ἕνα παράδειγμα. Αὐτὴ τὴ βδομάδα χτύπησε βραδάκι τὸ τηλέφωνο στὴ μητρόπολι. –Κάποιος ξένος, λένε, θέ­λει νὰ δῇ τὸ δεσπό­τη, ἀλλὰ μιλάει γερμανι­κά. Λέω· –Γερμανικὰ δὲν ξέρω, μόνο ἑλ­ληνι­­κά· φέρτε μαζί του καὶ κανένα διερμηνέα. Νάτους, λοιπόν, ἦρ­θαν μαζὶ μὲ τὸν ξένο. –Ξέρεις, μοῦ λέει ὁ ξένος, ἐγὼ εἶμαι κυνηγός. –Καλά, λέω, καὶ γιατί ἦρθες σ᾽ ἐμένα; νὰ σοῦ δείξω τὰ μέρη πού ᾽νε τὰ θηρά­ματα; –Ὄχι, λέει· ἦρ­θα γιατὶ ἔμαθα, ὅτι στὴ Φλώρινα ἕνας αὐστηρὸς δεσπότης ἀ­παγορεύει ­τὸ κυνήγι ἡμέρα Κυριακή. –Μάλιστα, λέω, τὸ ἀ­­παγορεύω. –Τ᾽ ἄκουσα λοιπὸν καὶ εἶπα «Θὰ πάω στὴν Πρέσπα, ποὺ ἔχει ἀγριογούρουνα»· ἀλλὰ δὲν ἦρθα Κυριακή, σὲ ἄ­κουσα, ἔ­χεις δίκιο, καὶ ἦρθα γιὰ κυνήγι ἡμέρα Τρίτη!… Καὶ ποιός ἦταν αὐ­τὸς ποὺ μοῦ τά ᾽λεγε αὐ­τά; Ὁ πρεσβευτὴς τῆς Αὐστρίας! Ἀκοῦτε; Ἐδῶ ἀντέδρασαν, ξεσηκώθηκαν, μὲ ξευτέλισαν στὶς συζητήσεις τους ὅσο κανέναν ἄλλο, ἐνῷ ὁ Αὐστριακὸς μὲ σεβάστηκε. Φλώρινα, δὲν ἀ­κοῦς; μ᾽ ἀκούει ἡ Αὐστρία, ἡ Βιέννη. Παρόμοια περιστατικὰ μοῦ δίνουν θάρρος καὶ λέω· «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλ­θεν ὁ φθόγγος αὐ­τῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν» (Ψαλμ. 18,4=῾Ρωμ. 10,18).
⃝    Δὲν ἀπογοητεύομαι λοιπόν. Γι᾽ αὐτὸ βλέπετε τολμῶ πάλι καὶ κηρύτ­τω. Καὶ ὅπως ἐγώ, ἔτσι κ᾽ ἐσεῖς παρακαλῶ ν᾽ ἀγαπᾶτε τὸν θεῖο λό­γο καὶ νὰ βοηθῆτε στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ. Καὶ πῶς μπορεῖτε νὰ βοηθήσετε; Δικό μου χρέος εἶνε νὰ κηρύξω, δικά σας χρέη ποιά εἶνε·
• Πρῶτον. Αὐτὰ ποὺ εἴπαμε ἐδῶ μὴν τὰ κρα­τήσετε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σας· νὰ τὰ διαδώσετε. Ὅπου βρε­θῆτε, σκορπί­στε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Θὰ μοῦ δώσετε μεγάλη χαρά. Δὲν ἐπαρκῶ μό­νος ἐγώ.
• Δεύτερον. Ὅ­ταν ἔρχεστε στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, μὴν ἔρ­χεστε μόνοι σας· προσπαθῆστε πάντα νὰ φέρνετε μαζί σας καὶ κάποιον ἄλλο. Ἐγώ, καὶ ἕνας νὰ ᾽ρθῇ, θὰ κηρύ­ξω· ἀλλ᾽ ἀ­φοῦ γίνεται ὁ κόπος, ἂς τὸν ἐπωφεληθοῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ σωθοῦν ψυχές.
• Τρίτον. Νὰ προσ­­εύχεσθε γιὰ τοὺς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, τοὺς ἐπισκόπους, ὅλους τοὺς κληρικούς, τοὺς κατηχητὰς καὶ κατηχήτριες ποὺ σπέρνουν τὸν θεῖο λόγο στὰ παιδιά. Προσεύχεσθε διαρκῶς «νὰ τρέχῃ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Θεσ. 3,1), ν᾽ ἁπλώνεται ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ.

* * *

Εὔχομαι· ἂν εἶστε ἅγιοι νὰ γίνετε ἁγιώτεροι, ἂν εἶστε ἐνάρετοι νὰ στερεωθῆτε στὴν ἀρετή, ἂν εἶστε ἁμαρτωλοὶ σὰν κ᾽ ἐμένα νὰ μετανοήσετε καὶ νὰ σωθῆτε.
Ἐλπίζω, τὰ λόγια αὐτὰ νὰ βροῦν ἀ­πήχησι στὶς καρδιές σας. Παρακαλῶ τὸ Θεό, νὰ φυτευτοῦν μέσα σας, ν᾽ ἀ­γαπή­σετε τὸ Εὐ­αγγέλιο, νὰ θεωρῆτε χρέος σας νὰ τρέχετε στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τώρα –τὸ σταυρό σας κανονικά– μὲ ἕ­να στόμα καὶ μιὰ καρδιά, ἕνας λαός, ἂς κάνουμε τὴν προσευχή, τὴ μικρότερη προσ­­ευχή μας· «Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς· ἀμήν».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 24-11-1974 Κυριακὴ βράδυ, μὲ συμ­πληρωμένο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ διττὴ σύντμησις, καὶ ὡς 4σέλιδο, 6-5-2023.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=103479#more-103479