Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία δέν καταδικάζει
τόν ὑλικό – κτιστό κόσμο, ἀλλά ἔρχεται καί τόν θεωρεῖ δημιούργημα τῆς
πανσοφίας τοῦ Θεοῦ, τόν καταξιώνει καί τόν ἁγιάζει. Ὅλα τά ἔφτιαξε ὁ
Δημιουργός Θεός «καλά λίαν». Ἔτσι ὁ κόσμος καθίσταται κόσμημα εἰς
διακονίαν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία δέν θέλει τόν ἄνθρωπο νά
γίνεται δοῦλος τῆς ὕλης ἀλλά αὐτή τήν φθαρτή ὕλη τήν θέλει εἰς τήν καλήν
ὑπηρεσίαν τοῦ ἀνθρώπου καί πρός δόξαν Θεοῦ.
Ἀλλοίμονο, ἄν ὁ ἄνθρωπος ὑποδουλωθεῖ στήν ὕλη καί καταστεῖ μονοδιάστατος, χωρίς μεταφυσική δυναμική καί ἀνοικτούς οὐρανούς. Καί ἀκόμη περισσότερο στήν Ὀρθοδοξία ὡς δόγμα, ἦθος καί πράξη, ὅταν ὁ Θεός προσλαμβάνει τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, τότε στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶται τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο καί ὁ ἄνθρωπος καθίσταται «θείας φύσεως κοινωνός», ἀλλά καί κοινωνός ἀγάπης πρός τόν πλησίον.
Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία αὐτός ἀκριβῶς ἔρχεται νά μᾶς ὑπογραμμίσει, ὅτι μέσα στή ζωή τοῦ κόσμου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία διαρκής θεία πρόσκληση καί πρόκληση γιά ὑπέρβαση τῆς ὕλης, μία διηνεκής δυναμική πρός τά ἄνω, ὡς προτρέπει καί ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος ὅταν μᾶς λέγει: «τά ἄνω φρονεῖτε». (Κολ. 3,2).