Ιερεύς Σωτήριος Ο. Αθανασούλιας
Οι Βιβλικές αναφορές και η διαστροφή τους
Στην Αγία Γραφή συναντάμε αρκετές αναφορές στο όνομα του Θεού: «Αγιασθήτω το όνομά σου» (Ματθ. 6,9) είναι ένα από τα αιτήματα της γνωστής θεοπαράδοτης «Κυριακής προσευχής», ενώ αλλού γίνεται λόγος για το «όνομα το υπέρ παν όνομα» και τονίζεται με έμφαση ότι «εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Φιλ. 2, 9-10). Αυτές τις βιβλικές αναφορές, και πολλές άλλες, η Ορθόδοξη Παράδοση τις κατανοεί στο πλαίσιο της σωτηρίας του ανθρώπου δια του Ιησού Χριστού, όπως ακριβώς κάνει και η ίδια η Αγία Γραφή.
Υπάρχουν, όμως, συνάνθρωποί μας (προφανώς πλανημένοι), για τους οποίους το όνομα του Θεού έχει θεμελιώδη σημασία για τη σωτηρία και αποτελεί κυριολεκτικά ζήτημα ζωής η θανάτου. Πρόκειται για τους οπαδούς της γνωστής αίρεσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά, που θεωρούν βασική αποστολή τους να «μαρτυρούν» περί ενός ονόματος, ως του αιωνίου προσωπικού ονόματος του Θεού. Ας δούμε, όμως, τι ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωσή τους.
Η αίρεση εμφανίστηκε το 1884 στις Η.Π.Α με τη μορφή εταιρείας εμπορικού χαρακτήρα («Φυλλαδική Εταιρεία Σκοπιά της Σιών»), που ίδρυσε ο αρχηγέτης της Κάρολος Ρώσσελ. Ο Ρώσσελ, ο οποίος πέθανε το 1916, δεν είχε θέσει ποτέ ζήτημα ονόματος του Θεού. Αντίθετα, ο διάδοχός του Ιωσήφ Ρόδελφορδ από το έτος 1925 άρχισε να προβάλλει το όνομα «Ιεχωβά» ως ένα από τα ονόματα του Θεού. Ταυτόχρονα υπογράμμιζε, ότι ο Θεός εμφανίζεται και με άλλα ονόματα, όπως «Θεός», «Παντοκράτωρ», «Ύψιστος», «Κύριος των Δυνάμεων» κ.α. Την εποχή εκείνη ο Ρόδελφορδ διεκήρυττε πως ο Θεός αποκαλύφθηκε στην Καινή Διαθήκη ως «Πατέρας» (π. Αντ. Αλεβιζοπούλου, Η λατρεία της Σκοπιάς, τ. Α’, Αθήνα 1993, σ. 140).
Όμως, από το 1934, μετά την έκδοση ενός βιβλίου της με τίτλο «Jehova», η αίρεση αλλάζει τη διδασκαλία για το «σχέδιο του Θεού», που κήρυττε ως τότε. Τώρα το «σχέδιο» δεν είναι η σωτηρία του κόσμου, αλλά η δικαίωση του ονόματος του Θεού· όλα τα άλλα ζητήματα γίνονται δευτερεύοντα. Στο εξής η αίρεση δηλώνει ότι το αποκλειστικό όνομα του Θεού είναι το όνομα «Ιεχωβά» (αυτόθι, σ. 141). Σημασία δεν έχει πλέον η σωτηρία του ανθρώπου από τον Θεό, αλλά η «σωτηρία» του Θεού από τους ανθρώπους, η «δικαίωση του ονόματός Του»! Αυτή είναι η «μεγάλη αλήθεια», που πρέπει να διακηρυχθεί στον κόσμο από τα μέλη της αίρεσης με το έργο «από σπίτι σε σπίτι», δηλ. με τη διανομή των εντύπων της αίρεσης.
Όπως συμβαίνει συνήθως, κάθε αίρεση αναζητά βιβλικά ερείσματα, ώστε να εμφανίσει τις πλάνες της, που είναι μεταγενέστερες ανθρώπινες επινοήσεις (η καλύτερα εισηγήσεις του διαβόλου), ως διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Το χωρίο που «ανακάλυψε» η ηγεσία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και που δήθεν κανείς άλλος δεν το είχε προσέξει, είναι το Εξ. 3, 13-15, όπου γίνεται λόγος για την εμφάνιση του Θεού στον Μωϋσή στη φλεγόμενη βάτο. Όταν κάποτε ο Μωϋσής εποίμαινε «τα πρόβατα Ιοθόρ» στο όρος Χωρήβ, του εμφανίσθηκε «Άγγελος Κυρίου» σε μία βάτο, η οποία φλεγόταν, αλλά δεν καιγόταν (3,1-2). Πλησιάζοντας να δεί το παράξενο τούτο φαινόμενο, άκουσε τη φωνή «Κυρίου» από τη βάτο να τον καλεί και να του αποκαλύπει ότι «εγώ ειμί ο Θεός του Πατρός σου, Θεός Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ» (3,6). Στη συνέχεια, αφού τον αποστέλλει να ελευθερώσει τον λαό του Ισραήλ από τη δουλεία των Αιγυπτίων, ο Μωϋσής ζητά να του αποκαλύψει το όνομά Του, ώστε να εξηγήσει στον λαό ποιος τον απέστειλλε. Τότε, κατά το ιερό κείμενο, «είπεν ο Θεός προς Μωϋσήν λέγων· εγώ ειμί ο Ων … ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ· ο Ων απέσταλκέ με προς ημάς … τούτο μου εστιν όνομα αιώνιον και μνημόσυνον αιώνιον γενεών γενεαίς» (3,14-15). Ας προσπαθήσουμε, όμως, να ερμηνεύσουμε το παραπάνω χωρίο, που δεν είναι απαλλαγμένο ερμηνευτικών προβλημάτων.
Ερμηνευτική προσέγγιση των «ερεισμάτων» της αίρεσης
Το κείμενο που παραθέσαμε, όπου αναφέρεται το όνομα του Θεού («ο Ων»), είναι από την αρχαία ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, που ονομάζεται μετάφραση των «Εβδομήκοντα» (Ο’) και χρονολογείται στα μέσα του 3ου π.Χ. αι. (Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εν Αθήναις 1981, σ. 586). Πρόκειται για κείμενο με μεγάλο κύρος στην αρχαία Εκκλησία. Είναι το κείμενο που χρησιμοποιούσε ο Κύριος και οι άγιοι Απόστολοι (όλες οι αναφορές της Καινής Διαθήκης στην Παλαιά, γίνονται στο κείμενο των Ο’) και που αναγνωρίζει μέχρι σήμερα η Εκκλησία μας, ως επίσημο (=θεόπνευστο) κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά λένε ότι αυθεντικό κείμενο είναι το πρωτότυπο εβραϊκό και εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τη γνήσια μορφή του ονόματος του Θεού. Ποια είναι, όμως, η αλήθεια και τι λέει η επιστήμη των κειμένων για το θέμα;
Είναι, όντως, αλήθεια ότι η Παλαιά Διαθήκη (στη συντριπτική της τουλάχιστον πλειοψηφία), γράφτηκε πρωτοτύπως στην εβραϊκή γλώσσα. Είναι επίσης αλήθεια ότι σήμερα υπάρχει ένα κείμενο στην εβραϊκή γλώσσα, που ονομάζεται «Μασωρητικό κείμενο» (Μ). Όμως, το εβραϊκό αυτό κείμενο δεν είναι το πρωτότυπο της Π. Διαθήκης. Είναι ένα κείμενο, που επεξεργάστηκαν πολύ αργότερα εβραίοι λόγιοι και που έλαβε την τελική του μορφή τον 14ο αι. μετά Χριστόν (Αθ. Χαστούπη, ό.π., σ. 577), ενώ, όπως προαναφέραμε, η μετάφραση των Ο’ (το ελληνικό κείμενο της Π. Διαθήκης) είναι του 3ου αι. προ Χριστού. δηλ. η ελληνική μετάφραση είναι αρχαιότερη από το εβραϊκό κείμενο, που σώζεται σήμερα, κατά 16 τουλάχιστον αιώνες! Με άλλα λόγια, η μετάφραση των Ο’ είναι πολύ πιο κοντά στο πρωτότυπο εβραϊκό, που έχει χαθεί. «Το Μασωρητικόν κείμενον είναι εν πολλοίς ηλλοιωμένη μορφή του αρχικού κειμένου της Π. Διαθήκης» (αυτόθι, σ. 583). Για την αποκατάστασή του είναι αναγκαία η χρήση των αρχαίων μεταφράσεων, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση κατέχει η μετάφραση των Ο’. Η προσφυγή, λοιπόν, στο σωζόμενο εβραϊκό κείμενο ούτε στοιχείο γνησιότητος είναι, ούτε στοιχείο αυθεντικότητος, ούτε στοιχείο θεοπνευστίας.
Όμως, το εβραϊκό κείμενο παρουσιάζει και άλλα ερμηνευτικά προβλήματα ως προς το όνομα του Θεού. Γνωρίζουμε ότι οι αρχαίοι Εβραίοι έγραφαν μόνο τα σύμφωνα των λέξεων (με κατεύθυνση από τα δεξιά προς τα αριστερά, αντίστροφα απ’ ό,τι γράφουμε συνήθως). Τα φωνήεντα τα εννοούσαν. Γνώριζαν τις λέξεις από μνήμης και, βλέποντας τα σύμφωνά τους, ανακαλούσαν από τη μνήμη τους τη λέξη και την προφορά της. Πολλούς αιώνες αργότερα οι «μασωρίτες» (εβραίοι λόγιοι – φιλόλογοι) επινόησαν ένα σύστημα μικροσκοπικών σημείων (φωνηέντων), τα οποία πρόσθεσαν στα αρχικά κείμενα, ώστε να μη χαθεί η αυθεντική προφορά της γλώσσας, που κινδύνευε από το όντως πολύπλοκο αρχαίο σύστημα γραφής και ανάγνωσης. Το φωνηεντισμένο αυτό κείμενο αποκαλείται «μασωρητικό κείμενο». Στο σωζόμενο Μασωρητικό κείμενο το όνομα του Θεού στο Εξ. 3,13-15 και σε πολλά άλλα χωρία είναι «Γιαχβέ» (και όχι «Ιεχωβά», όπως εσφαλμένα προφέρουν οι οπαδοί της αίρεσης). Υπάρχουν, όμως, κι άλλα ονόματα του Θεού στο εβραϊκό κείμενο, όπως τα «Ελωχείμ», «Αδωνάγι» κ.α. Οι αρχαίοι Εβραίοι θεωρούσαν ότι το «Γιαχβέ» υπερέχει κατά κάποιον τρόπο των άλλων ονομάτων, γι’ αυτό, όταν επρόκειτο να το προφέρουν στον προφορικό λόγο η όταν το συναντούσαν διαβάζοντας ένα κείμενο, το αντικαθιστούσαν με άλλα ονόματα του Θεού, τα «Ελωχείμ», «Αδωνάγι» κ.λ.π. Έγραφαν μεν το όνομα «Γιαχβέ», αλλά ποτέ δεν το πρόφεραν. Τι, όμως, έγραφαν; Έγραφαν μόνο τα τέσσερα σύμφωνα του ονόματος, που αντιστοιχούν στα δικά μας ΓΧΒΧ. Αφού, όμως, κανείς δεν πρόφερε αυτό το όνομα, κανείς δεν γνώριζε και την ακριβή προφορά του, κανείς δεν γνώριζε τον φωνηεντισμό του, κανείς δεν γνώριζε ποια φωνήεντα αντιστοιχούν στο τετραγράμματατο ΓΧΒΧ. Για να λύσουν το πρόβλημα αυτό οι μασωρίτες, κατέφυγαν στην εξής λύση: δανείστηκαν φωνήεντα από τα άλλα ονόματα του Θεού με γνωστή προφορά και τα πρόσθεσαν στο τετραγράμματατο ΓΧΒΧ. Έτσι προήλθε η μορφή «Γιαχβέ» στο σωζόμενο εβραϊκό κείμενο, που είναι τύπος του ρήματος «είμαι» και συμφωνεί με την ήδη γνωστή σ’ αυτούς μετάφραση των Ο’, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Τι προκύπτει, όμως, από τα παραπάνω; Προκύπτει, προφανώς, ότι δεν είμαστε βέβαιοι για το πως ακριβώς προφερόταν το όνομα του Θεού στην εβραϊκή γλώσσα. Το σωζόμενο εβραϊκό κείμενο της Π. Διαθήκης καθόλου δεν μας διαφωτίζει για τη μορφή του ονόματος του Θεού!
Όμως, η σωτηρία του ανθρώπου δεν είναι θέμα γλώσσας, αλλά θέμα ουσίας. Η αλήθεια του Θεού μεταφέρεται σε κάθε γλώσσα, για να γίνει κτήμα κάθε ανθρώπου. Η ακριβής μετάφραση του εβραϊκού «Γιαβέ» στην ελληνική είναι «Εκείνος, ο Οποίος είμαι» («εγώ είμαι Εκείνος, ο Οποίος είμαι»). Οι Εβδομήκοντα μεταφράζουν «ο Ων» («εγώ ειμί ο Ων»), παραπλήσια έκφραση, που, ως προς το περιεχόμενό της, ταυτίζεται απόλυτα με την έκφραση «Εκείνος, ο Οποίος είμαι». Με άλλα λόγια, ο Θεός λέει στον Μωϋσή: «εγώ είμαι Αυτός που είναι», «Αυτός που υπάρχει», «Αυτός που όντως υπάρχει», «Αυτός που αιωνίως υπάρχει», δηλ. ο μόνος αληθινός Θεός. Αυτή είναι η ουσία του ονόματος του Θεού στο Εξ. 3,13-15, η οποία μας ενδιαφέρει. Η μορφή του δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, γι’ αυτό και οι Εβδομήκοντα δε διστάζουν να μεταφράζουν στις περισσότερες περιπτώσεις το εβραϊκό «Γιαχβέ» με το ελληνικό «Κύριος» (=Θεός). Αλλά, ούτε και οι τότε Ιουδαίοι διενοήθησαν να διατηρήσουν την εβραϊκή μορφή του θείου ονόματος, δεδομένου, ότι η ελληνική μετάφραση των «Εβδομήκοντα» δεν έγινε για τη χριστιανική Εκκλησία, αλλά για τους ελληνιστές Ιουδαίους της εποχής (τους Ιουδαίους που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα)! Άλλωστε, αν η μορφή του ονόματος είχε κάποια σημασία για τη σωτηρία μας, θα το είχε επισημάνει πρώτος ο Ιησούς Χριστός, ο Ίδιος θα χρησιμοποιούσε το όνομα Γιαχβέ, θα το χρησιμοποιούσαν επίσης οι άγιοι Απόστολοι, θα το κατέγραφε η Καινή Διαθήκη, θα το τόνιζαν οι αρχαίοι Πατέρες της Εκκλησίας, θα το μαρτυρούσε η αρχαία εκκλησιαστική γραμματεία. Όμως, καμιά τέτοια αναφορά δεν υπάρχει: ο Ιησούς δεν αναφέρθηκε ποτέ στο θέμα, σε κανένα σημείο της Καινής Διαθήκης δεν υπάρχει το όνομα Γιαχβέ και η αρχαία εκκλησιαστική Παράδοση τηρεί απόλυτη σιγή! Μήπως, λοιπόν, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν στρέψει όλη την προσοχή τους σε μια λεπτομέρεια και, τελικά, τους διαφεύγει η ουσία;
Ποιος είναι ο Γιαχβέ της Βίβλου
Σε ποιόν, όμως, αναφέρεται το όνομα Γιαχβέ; Ποιος είναι ο Γιαχβέ της Βίβλου; Απ’ ό,τι λένε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, φαίνεται ότι ο Γιαχβέ είναι ο Πατήρ του Ιησού Χριστού, ο Θεός, στον Οποίο ο Ιησούς συνεχώς αναφερόταν. Όπως είναι γνωστό, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν αποδέχονται μια θεμελιώδη αλήθεια της Εκκλησίας, τη διδασκαλία για την Αγία Τριάδα. Ακολουθώντας τους αρχαίους αιρετικούς Άρειο και Μακεδόνιο, πιστεύουν ότι ο Υιος του Θεού (ο Χριστός) είναι δημιούργημα του Θεού (δηλ. δεν είναι όντως Θεός) και ότι το Άγιο Πνεύμα είναι μια απρόσωπη δύναμη η ενέργεια του Θεού (δηλ. δεν είναι συγκεκριμένο πρόσωπο). Ο Χριστός, όμως, δεν ήλθε στον κόσμο να αποκαλύψει μόνο τον Πατέρα, αλλά ήλθε να αποκαλύψει και τον Εαυτό του και το Άγιο Πνεύμα. Ήλθε να αποκαλύψει, ότι Αυτός και ο Πατήρ είναι ένα (Ιω. 10,30). Χωρίς τη διδασκαλία για την Αγ. Τριάδα, το χωρίο, στο οποίο στηρίζονται για το όνομα του Θεού (Εξ. 3,13-15), είναι εντελώς ακατανόητο.
Τι ακριβώς λέει αυτό το χωρίο; Λέει ότι «Άγγελος Κυρίου» εμφανίσθηκε στον Μωϋσή μέσα σε μία βάτο (3,1-2). Στη συνέχεια ο Άγγελος από τη βάτο φαίνεται να λέει: «εγώ ειμί ο Θεός του Πατρός σου, Θεός Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ … εγώ ειμί ο Ων» (Γιαχβέ, 3, 6-14). Σύμφωνα με τα παραπάνω, ποιος, τελικά, εμφανίσθηκε στον Μωϋσή, ο Θεός η ένας Άγγελος του Θεού; Γιατί ο Άγγελος ταυτίζει τον εαυτό του με τον Θεό; Γιατί ο Άγγελος λέει ότι είναι ο «Θεός Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ»; Γιατί ο Άγγελος λέει ότι είναι ο Γιαχβέ;
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι μόνοι αυθεντικοί ερμηνευτές της Αγ. Γραφής, λένε ότι ο «Άγγελος Κυρίου», που εμφανίσθηκε στον Μωϋσή, δεν είναι ένας από τους Αγγέλους του Θεού, αλλά ο «Μεγάλης Βουλής Άγγελος», δηλ. ο ένας και μοναδικός Υιος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Δεν εμφανίσθηκε, λοιπόν, ο Πατήρ στον Μωϋσή, όπως εσφαλμένα πιστεύουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και πολλοί άλλοι, αλλά ο Υιος του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο φωτοστέφανο του Χριστού, όπως αγιογραφείται στις ιερές εικόνες των Εκκλησιών μας, αναγράφεται η φράση «ο Ων», δηλ. το όνομα, που αποκαλύφθηκε στη φλεγόμενη βάτο. Οι εκφράσεις «Άγγελος Κυρίου» και «Μεγάλης Βουλής Άγγελος» της Π. Διαθήκης αναφέρονται στον Υιό και ταυτίζονται με την έκφραση «Λόγος του Θεού», που χρησιμοποιεί πολύ αργότερα ο ευαγγελιστής Ιωάννης (1,1). Οι όροι «Άγγελος» και «Λόγος» εννοιολογικά ταυτίζονται: ο «άγγελος» αναγγέλλει – φανερώνει και ο «λόγος» λέγει – αποκαλύπτει. Δεν είναι, όμως, η μόνη περίπτωση, που εμφανίζεται ο «Άγγελος Κυρίου» στην Π. Διαθήκη, ταυτίζοντας τον Εαυτό του με τον Θεό. Ο «Άγγελος Κυρίου», που μίλησε στον Ιακώβ, λέει: «εγώ ειμί ο Θεός ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού» (Γεν. 31, 11-13), αλλά και ο «Άγγελος Κυρίου», που εμφανίσθηκε στην Άγαρ, δίνει συγκεκριμένες υποσχέσεις, που μόνο ο Θεός μπορεί να δώσει (Γεν. 16, 7-14).
Επειδή, κατά τη διδασκαλία της Αγ. Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, ο Υιος και Λόγος του Θεού έχει την ίδια ακριβώς φύση (είναι «εν») με τον Πατέρα (Ιω. 10,30), γι’ αυτό και ο Υιος αποκαλείται «Γιαχβέ», όπως ο Πατήρ. Και επειδή ο Θεός, που εμφανίζεται στην Π. Διαθήκη, είναι ο Υιος του Πατρός (η ο «Άγγελος Κυρίου» η ο «Μεγάλης Βουλής Άγγελος»), ο Γιαχβέ της Βίβλου είναι ο Υιος και Λόγος του Θεού. Επειδή, τέλος, το Άγ. Πνεύμα έχει την ίδια ακριβώς φύση με τον Υιό και τον Πατέρα, γι’ αυτό αποκαλείται επίσης «Γιαχβέ», όπως ο Υιος και ο Πατήρ (ο ενδιαφερόμενος ας μελετήσει με προσοχή τα χωρία Ησ. 48,12-16, Ζαχ. 2,5-11, Αβδ. 1 κ.α., όπου γίνεται λόγος για περισσότερους του ενός «Γιαχβέ»).
Ουσία και δύναμη του ονόματος
Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας διδάσκουν, ότι ο Θεός κατά την Ουσία Του δεν έχει κανένα όνομα. Η Ουσία του Θεού είναι πάνω από κάθε όνομα και από κάθε περιγραφή. Επειδή, όμως, ο Θεός δεν είναι μόνο η Ουσία Του, αλλά και οι Ενέργειές Του, ο Θεός έχει πολλά ονόματα, που αναφέρονται στις Ενέργειές Του αυτές (ονομάζεται «Θεός», «Κύριος», «Γιαχβέ», «Αγάπη» κ.λ.π.). Και επειδή οι Ενέργειες του Θεού είναι πολλές, ο Θεός δεν έχει ένα, αλλά πολλά ονόματα.
Από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος το πιο οικείο σε μας είναι το δεύτερο, ο Υιος και Λόγος του Θεού, ο Οποίος έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία μας, σταυρώθηκε, αναστήθηκε και «συνέτριψε το κράτος του εχθρού». Είδαμε ότι ο Υιος του Θεού είναι ο Γιαχβέ της Βίβλου. Αυτός ο Γιαχβέ, όταν έγινε άνθρωπος, προσέλαβε και ένα άλλο όνομα: «εκλήθη» Ιησούς Χριστός. Επειδή με αυτό το όνομα νίκησε τον θάνατο πάνω στον Σταυρό και κατατρόπωσε τον προαιώνιο εχθρό μας, το όνομα του Ιησού απέκτησε εξαιρετική δύναμη και έγινε «φοβερόν τοις υπεναντίοις», δηλ. φόβητρο για τους δαίμονες (Ευχή του αγ. Βαπτίσματος). Από τότε, όποιος το επικαλείται, εκδιώκει τους αοράτους εχθρούς του και λαμβάνει τη Θεία Χάρη. Το όνομα του Χριστού δεν χρειάζεται κάποια «δικαίωση» εκ μέρους μας, γιατί ο Θεός είναι απόλυτα ανενδεής, δεν έχει ανάγκη των δικών μας ενεργειών, εμείς έχουμε την ανάγκη Του για να σωθούμε. Αναφορές στην Αγ. Γραφή, όπως «αγιασθήτω το όνομά σου» (Ματθ. 6,9) και άλλες παρόμοιες, σημαίνουν ότι, επειδή κι εμείς φέρουμε το όνομα του Χριστού (ονομαζόμεθα «Χριστιανοί»), πρέπει να ζούμε έτσι, ώστε να μην το προσβάλουμε στον εαυτό μας, δηλ. φροντίζουμε να αγιάζεται το όνομα του Χριστού σε μας. Με το όνομα του Χριστού συνέβη ό,τι ακριβώς και με τον Σταυρό: ο Χριστός προσέλαβε ένα «ξύλον», το οποίο, όχι μόνο δεν είχε καμία δύναμη, αλλά ήταν και «επικατάρατον». Με εκείνο το «ξύλον» νίκησε τον θάνατο. Απ’ αυτό ακριβώς το γεγονός το «ξύλον» του Σταυρού αγιάσθηκε, προσέλαβε μάλιστα τέτοια δύναμη, ώστε ο διάβολος «φρίττει και τρέμει μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν».
Μόνο στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε τα λεγόμενα του απ. Παύλου για τη δύναμη του ονόματος του Ιησού Χριστού. Στον Χριστό εδόθη «όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός» (Φιλ. 2, 9-11). Στο όνομα του Ιησού θα υποταχθούν τελικά τα πάντα, τα επίγεια, τα επουράνια και τα καταχθόνια, και όλοι θα αναγκασθούν να ομολογήσουν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος, ο μόνος Κύριος. Ο Ιησούς Χριστός είναι για μας η μοναδική αιτία και πηγή της σωτηρίας μας: «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δεί σωθήναι ημάς» (Πράξ. 4,12). Όποιος επικαλείται αυτό το όνομα, σώζεται: «πας ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται» (Πράξ. 2,21, Ρωμ. 10,13) και σε πολλά σημεία της Κ. Διαθήκης ως Χριστιανοί νοούνται «οι επικαλούμενοι το όνομα Κυρίου» (Πράξ 9,14, Α’ Κορ. 1,2 κ.α.). Η Ορθόδοξη Παράδοση διαμόρφωσε μια σύντομη προσευχή, που συνίσταται ακριβώς στη συνεχή επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού. Πρόκειται για τη γνωστή φράση «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», η οποία περικλείει ολόκληρη τη δύναμη του θείου ονόματος. Η συνεχής επανάληψη αυτής της ευχής, που γίνεται συνήθως με τη βοήθεια κομποσχοινιού, εκδιώκει τους δαίμονες, καθαρίζει τον άνθρωπο από τα πάθη του, ελκύει τη Θεία Χάρη και οδηγεί σε υπερφυή ένωση με τον Θεό, δηλ. στην κατάσταση της αγιότητας, όπως μαρτυρούν πάμπολλα παραδείγματα Αγίων της Εκκλησίας, που έφθασαν εκεί με αυτήν ακριβώς την μέθοδο.
Κείμενο από το έντυπο «Ορθοδοξία και αίρεσις» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τεύχ. 65, Νοε. – Δεκ. 2009