Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ὤ τῆς τοῦ Ἰούδα ἀθλιότητος!» (αἶνοι Μ. Τετάρτης)
Κάθε ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἔχει τὶς θλίψεις καὶ τὰ παθήματά του. Κανείς σ᾿ αὐτὸ τὸν πλανήτη δὲν εἶνε ἀπείραστος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχαῖος τραγικὸς ποιητὴς λέει· «Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει» (Σοφοκλ. Ἀντιγ. 332-333)· πολλὰ τὰ φοβερά, φοβερώτερο ὅμως ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλ᾿ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες θλίψεις τὶς ξεπερνοῦν τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε τὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, ποὺ συγκινεῖ ὅλες τὶς εὐγενεῖς ψυχὲς διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Στὸ κάθε δρᾶμα τῶν ἀρχαίων τραγικῶν, ὅπως θὰ γνωρίζετε, ὑπάρχει ἕνας πρωταγωνιστής, καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸν κινοῦνται τὰ ἄλλα πρόσωπα. Ἐδῶ, στὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, κύριο πρόσωπο εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ γύρω του κινοῦνται πολλὰ ἄλλα πρόσωπα. Ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα διάκεινται συμπαθῶς καὶ ἄλλα δυσμενῶς ἀπέναντι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ᾿ ἂν πῆτε, ποιό ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε τὸ δολιώτερο, ἀναμφισβητήτως εἶνε ὁ Ἰούδας. Οἱ ὑμνῳδοὶ γιὰ κανένα ἄλλο δὲν ἐκφράζονται μὲ τόση αὐστηρότητα ὅπως γι᾿ αὐτόν.
Ὁ Ἰούδας, ἀγαπητοί μου, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπέραντο ζήτημα, ἕνα πρόβλημα ψυχολογικό, στὸ ὁποῖο προσπάθησαν καὶ προσπαθοῦν μέχρι σήμερα νὰ δώσουν ἀπάντησι ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, θεολόγοι, ποιηταί. Ποικίλες θεωρίες καὶ ὑποθέσεις ἀκούστηκαν. Στὸν αἰῶνα μας παρουσιάστηκαν –ἀπίστευτο, σημεῖο τῶν καιρῶν– ἀκόμα καὶ ὑποστηρικταὶ τοῦ Ἰούδα, φίλοι τοῦ Ἰούδα! Καλὰ ἔκανε, λένε, ὁ Ἰούδας καὶ πρόδωσε τὸ Χριστό· γιατὶ ὁ Χριστὸς ἦταν ἁπλῶς λόγια καὶ θεωρία, δὲν τόλμησε ν᾿ ἀνατρέψῃ τὸ καθεστώς… Ἔτσι ἡρωοποίησαν τὸν Ἰούδα, σὲ κάποια πόλι τῆς Ῥωσίας μάλιστα τοῦ ἔστησαν καὶ ἀνδριάντα.
Ἐγώ, ὄχι φανταστικῶς ἀλλὰ μὲ βάσι τὰ Εὐαγγέλια, θὰ δώσω μιὰ σκιαγραφία τοῦ Ἰούδα.
Δὲν μποροῦμε, ἀγαπητοί μου, ν᾿ ἀρνηθοῦμε, ὅτι ὁ Ἰούδας στὰ πρῶτα του βήματα ἀκολούθησε τὸ Χριστὸ μὲ καλὴ διάθεσι. Πρέπει νὰ τονίσουμε, ὅτι ἔζησε σὲ περιβάλλον ἄριστο, στὸ κοινόβιο τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς ἀποστόλους, ὅπου δὲν ἀκουγόταν τὰ κατηραμένα λόγια «τὸ δικό μου» καὶ «τὸ δικό σου». Τὰ εἶχαν ὅλα κοινά, ὅπως σὲ μιὰ οἰκογένεια. Τὸ δὲ ταμεῖο, ὅπου συνέρρεαν οἱ συνδρομὲς εὐσεβῶν γυναικῶν γιὰ τὴ λιτὴ συντήρησί τους καὶ γιὰ ἐλεημοσύνες, τὸ κρατοῦσε αὐτός. Ἔζησε κοντὰ στὸ Χριστό. Τὸν εἶδε, τὸν ἄκουσε, τὸν παρακολούθησε. Εἶδε τὴν ἰδεώδη καὶ ἀνιδιοτελῆ ζωή του. Ὁ Χριστὸς λεπτὰ δὲν ἔπιασε στὰ χέρια του, σπίτι δικό του δὲν εἶχε, τεμάχιο γῆς δὲν ἀπέκτησε. Ἦταν τελείως ἀκτήμων. Ὅταν κάποιος εἶπε «Διδάσκαλε, θὰ σ᾿ ἀκολουθήσω», ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,19-20). Ἀθάνατα λόγια αὐτά.
Κοντὰ στὸ Χριστὸ λοιπὸν ἔζησε καὶ ὁ Ἰούδας. Ἀλλὰ πολλὲς φορὲς τὸ περιβάλλον δὲν ἐπηρεάζει τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ συνέβη κ᾿ ἐδῶ. Τί ἔπαθε ὁ Ἰούδας; Εἶχε ἀδυναμία στὸ χρῆμα. Κρατοῦσε τὸ ταμεῖο. Ἀλλὰ τὸ ταμεῖο εἶνε πειρασμός. Γνώρισα ἐγὼ στὸ στρατὸ ἀξιωματικούς, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ παραλάβουν οἰκονομικὴ διαχείρισι ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ, διότι ἔβλεπαν κίνδυνο. Καὶ ὁ Ἰούδας ἔπεσε στὸν κίνδυνο. Σιγὰ – σιγὰ ἄρχισε νὰ κάνῃ μικροκλοπές. Δὲν εἶνε τίποτα, σοῦ λέει. Ἔτσι δημιούργησε δικό του πουγγί.
Τὸ ἤξερε ὁ Χριστός, καὶ κατ᾿ ἐπανάληψιν τοῦ ἔκανε ὑπαινιγμούς. Τὸν ἄφηνε, μήπως συναισθανθῇ τὸ ἐλάττωμά του καὶ μετανοήσῃ. Ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν συνεκρατεῖτο (ἔτσι εἶνε τὰ ἐλαττώματα, ἐὰν δὲν τὰ προσέξουμε γίνονται ποταμοὶ καὶ καταρράκτες ποὺ παρασύρουν τὸν ἄνθρωπο). Καὶ ἔφτασε στὸ σημεῖο πλέον – τί νὰ κάνῃ· νὰ πωλήσῃ «τὸν Ἀτίμητον»! ἔτσι λένε οἱ ὕμνοι (ἀπόστ. αἴν. Μ. Πέμ.). Ὅλο τὸν κόσμο νὰ τοῦ ἔδιναν, ποτέ δὲν ἔπρεπε νὰ πουλήσῃ τὸ Χριστό, καὶ μάλιστα ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων, μικροῦ ποσοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο ἀγόραζαν τοὺς δούλους τότε.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἰούδας εἶνε παράδειγμα· παράδειγμα ὄχι πρὸς μίμησιν ἀλλὰ πρὸς ἀποφυγήν. Νὰ φοβηθοῦμε τὸ πάθημα τοῦ Ἰούδα. Διότι μέσ᾿ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει ἡ ἕλξις τοῦ χρυσίου. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κάνει μιὰ παρατήρησι. Ὑπάρχει, λέει, ἔρωτας σωμάτων καὶ ἔρωτας χρημάτων. Αἰσχρὸς καὶ ὁ ἕνας ἀλλ᾿ αἰσχρότερος ὁ ἄλλος. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἑλκύεται ἀπὸ μιὰ γυναῖκα ἑλκύεται τέλος πάντων ἀπὸ ἕνα ἔμψυχο ὄν, ἐνῷ ὁ ἄλλος ποὺ ἐρωτεύεται τὸ χρῆμα ἑλκύεται ἀπὸ ἕνα ἄψυχο μέταλλο. Φοβερὸς ὁ ἔρωτας τῶν χρημάτων. Γι᾿ αὐτὸ εἶνε χυδαῖες ψυχὲς οἱ φιλάργυροι. «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον…», ἀκούσαμε ἀπόψε. Φιλάργυρε, σὲ περιμένει ἀγχόνη!…
* * *
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, καὶ σήμερα Ἰοῦδες. Ζῇ, δυστυχῶς, ὁ Ἰούδας διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Καὶ ἔχει πολλοὺς ὀπαδοὺς καὶ θαυμαστάς. Ὑπάρχουν φιλάργυροι. Θέλετε παραδείγματα;
Στὴ Θήβα ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ ἄνθρωποι μὲ δολλάρια πολλά (τὰ τριάκοντα ἀργύρια εἶνε σήμερα τὰ δολλάρια). Ἦταν χιλιασταί. Αὐτοὶ πῆγαν στοὺς χωρικοὺς καὶ μὲ πλούσιες προσφορὲς ἀγόρασαν οἰκόπεδα, μιὰ πολὺ μεγάλη ἔκτασι, γιὰ νὰ κτίσουν ἐκεῖ τὸ κέντρο τῆς χιλιαστικῆς προπαγάνδας, κέντρο ὄχι μόνο στὰ Βαλκάνια ἀλλὰ καὶ στὴν εὐρυτέρα περιοχῆς τῆς Ἀνατολῆς. Θὰ εἶνε αὐτὴ μιὰ ἄλλου εἴδους «βάσις», χειρότερη ἀπὸ τὶς στρατιωτικές· μὲ συνοικισμὸ γιὰ 3.000 ἀνθρώπους δικούς τους διωργανωμένους σὲ κοινόβιο, μὲ μεγάλα τυπογραφεῖα γιὰ νὰ τυπώνουν φυλλάδια καὶ νὰ τὰ σκορπίσουν παντοῦ γιὰ νὰ διαδώσουν τὸ μίασμα. Καὶ δυστυχῶς τὸ κράτος τοὺς ἐπέτρεψε τὴν ἐγκατάστασι. Ἀλλὰ δὲν φταίει μόνο τὸ κράτος· φταίει καὶ ἡ φιλαργυρία τῶν γαιοκτημόνων, ποὺ ἐπούλησαν τὶς ἐκτάσεις, καὶ ἐμμέσως ξεπούλησαν τὸν ἀτίμητο θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Δὲν θὰ παύσω νὰ τονίζω, ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα εἶνε οἱ ἐκτρώσεις. Μὲ τὴν ἔκτρωσι σκοτώνεις ἀνυπεράσπιστο ἄνθρωπο. Στὴ Γερμανία καὶ ἀλλοῦ ὑπάρχουν γιατροὶ ποὺ δὲν κάνουν ἐκτρώσεις, ὅσα καὶ ἂν τοὺς δώσῃς. Ἐδῶ ὅμως γιατροὶ θησαύρισαν ἀπὸ τὶς ἐκτρώσεις. Τὰ λεπτὰ γιὰ μία ἔκτρωσι εἶνε σὰν τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Ὅποιος σκοτώνει παιδί, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, σκοτώνει τὸ Χριστό. Δυστυχῶς ἡ βουλή, τὰ θυμᾶστε, ψήφισε νόμο ποὺ λέει, ὅτι δὲν εἶνε πλέον ἔγκλημα ἡ ἔκτρωσις. «Φρῖξον ἥλιε, στέναξον ἡ γῆ» (ἀπόστ. αἴν. Μ. Πέμ.).
Ἰδού τὰ τριάκοντα ἀργύρια. «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον». Φοβερὴ νόσος ἡ φιλαργυρία. Εἶνε ῥίζα τοῦ καπιταλισμοῦ. Ὁ μὲν κομμουνισμὸς προῆλθε ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς κοινοκτημοσύνης, ὁ δὲ καπιταλισμὸς ἀπὸ ἔρωτα τοῦ πλούτου. Παρὰ τὴν ἀντίθεσί τους, στὸ βάθος συγγενεύουν αὐτὰ τὰ δυὸ ὡς πρὸς τὴ φιλαργυρία· τὸν ἴδιο θεὸ λατρεύουν, τὸ μαμωνᾶ.
* * *
Καὶ γεννᾶται, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· Ὑπάρχει φάρμακο κατὰ τῆς φιλαργυρίας; Ὑπάρχει. Διστάζω ὅμως νὰ σᾶς τὸ πῶ. Διότι λίγο ἢ πολὺ στὶς καρδιὲς ὅλων, πλουσίων καὶ φτωχῶν, ὑπάρχει ὁ ἔρωτας τοῦ χρήματος καὶ κοροϊδεύουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Τί εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστὸς σὲ κάποιο φιλάργυρο, ποὺ ζητοῦσε τὴ συμβουλή του; Τὸν κοίταξε, τὸν ψυχολόγησε ὁ Καρδιογνώστης, καὶ τοῦ λέει· «Ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…» (Ματθ. 19,21). Νά τὸ ἡρωϊκὸ φάρμακο.
Στὴν κοινωνία βλέπει κανεὶς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὸ ναδίρ, τὴ φτώχεια τῶν πολλῶν, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ ζενίθ, τὸν πλοῦτο τῶν ὀλίγων. Γιά φανταστῆτε αὐτοὶ οἱ λίγοι πλούσιοι, ἂν ἄκουγαν τὸ ῥῆμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἤθελαν νὰ ἐκτελέσουν αὐτὴ τὴ συνταγὴ ἐναντίον τῆς φιλαργυρίας τους! Ἂν αὐτοὶ ἔπαιρναν τὴν ἡρωικὴ ἀπόφασι «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς…», κλείνω τὰ μάτια καὶ βλέπω τὴ Γῆ νὰ ἔχῃ γίνει παράδεισος. Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί κοινωνικὰ διδάγματα, τί βάθος καὶ ὕψος ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο;
Εὔχομαι, τὰ λόγια ποὺ σπέρνουμε μὲ πόνο καὶ μὲ δάκρυ στὶς ψυχές σας, νὰ μὴ μείνουν θεωρία καὶ οὐτοπία, ἀλλὰ νὰ γίνουν πρᾶξις καὶ ἐφαρμογή, πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(11-4-1990 ἱ. ν. Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης) «Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος!» – Περὶ τοῦ Ἰούδα (τὸ ὑμνολογικὸ αὐτὸ ῥητὸ ψάλλεται τὸ βράδυ τῆς Μ. Τρίτης)