Μεγάλη Τρίτη βράδυ
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας» (Μ. Τετ. δοξ. ἀποστ. αἴν.)
Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἐξαιρετικὴ συρροὴ ἐκκλησιάσματος. Αἰτία τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Μερικοὶ μάλιστα κρατοῦν τὸ ρολόι, κι ὅσο περισσότερο διαρκέσῃ τὸ τροπάριο τόσο σπουδαιότερο θεωροῦν τὸν ψάλτη.
Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ λίγες λέξεις ἐπ᾿ αὐτοῦ.
Ποιός εἶνε ὁ ποιητής; Δὲν εἶνε ἄντρας, εἶνε γυναίκα· γυναίκα μιᾶς ἐποχῆς ποὺ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα συγκινοῦσε βαθύτατα τὶς καρδιές. Ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ Κασσιανή, ἔζησε τὸν καιρὸ τοῦ Βυζαντίου. Ἦταν μία ἀπὸ τὶς κόρες ποὺ ἐπελέγησαν γιὰ νὰ τὶς δῇ ὁ αὐτοκράτωρ Θεόφιλος καὶ νὰ διαλέξῃ ἀπὸ αὐτὲς τὴ μέλλουσα βασίλισσα. Φαντάζεστε τὴ σκηνή;
Στὴν αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων εἶχε συγκεντρωθῆ ὅ,τι ὡραῖο εἶχε νὰ παρουσιάσῃ ὁ γυναικεῖος κόσμος τῆς αὐτοκρατορίας. Καλλονὲς διαλεγμένες ὄχι μόνο γιὰ τὴ σωματική τους ὡραιότητα ἀλλὰ περισσότερο γιὰ τὰ πνευματικά τους προσόντα. Δὲν ἦταν αὐτὰ καλλιστεῖα Χόλλυγουντ· ἦταν μᾶλλον καλλιστεῖα πνεύματος, καὶ τέτοια καλλιστεῖα δὲν μποροῦμε νὰ τὰ καταδικάσουμε. Ὁ νεαρὸς Θεόφιλος παρουσιάστηκε λοιπὸν ἐν μέσῳ τῆς ὡραίας ἐκείνης ἀνθοδέσμης. Κρατοῦσε, ὅπως λένε οἱ ἱστορικοί, στὰ χέρια του ἕνα μῆλο χρυσό, ποὺ τοῦ τό ᾿χε δώσει ἡ μητρυιά του γιὰ νὰ τὸ προσφέρῃ σ᾿ ἐκείνην ποὺ θὰ ἐξέλεγε. Ἀφοῦ ἔρριξε τὸ βλέμμα παντοῦ, στάθηκε ἐμπρὸς στὴν ὡραιοτάτη Κασσιανή. Ἀλλὰ πρὶν τῆς δώσῃ τὸ μῆλο, τὴ ρώτησε γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσῃ· –Ἀπ᾿ τὴ γυναῖκα δὲν βγῆκαν ὅλα τὰ κακά; Ἡ Κασσιανή, εὐφυὴς καὶ ἑτοιμόλογη, ἀπήντησε μὲ θάρρος· –Ἂν ἀπὸ τὴν Εὔα προῆλθαν τὰ κακά, ἀπὸ τὴν Παναγία μας ὅμως προῆλθε ὅ,τι καλὸ καὶ σωτήριο!… Ἡ γυναίκα εἶνε ἢ ἡ σωτηρία ἢ ἡ καταστροφή.
Ἡ ἀπάντησι τῆς Κασσιανῆς ἦταν ὀρθή. Δὲν ἄρεσε ὅμως στὸ Θεόφιλο. Γι᾿ αὐτὸ ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἔδωσε τὸ μῆλο σὲ μιὰ σεμνὴ κόρη ἀπὸ τὴν Παφλαγονία, τὴ Θεοδώρα, ποὺ ἔγινε καὶ ἁγία, διότι συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν ἀναστήλωσι τῶν ἱερῶν εἰκόνων (τὸ 842), μετὰ τοὺς κραταιοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῆς εἰκονομαχίας.
Καὶ ἡ Κασσιανή; Παρὰ λίγο θὰ γινόταν βασίλισσα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπάντησί της ἔχασε τὸ αὐτοκρατορικὸ διάδημα. Ἀπέτυχε στὸν ἔρωτα. Καὶ ἡ γυναίκα ποὺ ἀποτυγχάνει στὸν ἔρωτα βυθίζεται στὴ λύπη. Τὰ τραύματά της εἶνε πολὺ βαθειὰ ἐξ αἰτίας ἐκείνου ποὺ τὴν ἐγκαταλείπει, ἐνῷ ὁ ἄντρας εὐκολώτερα τὸ λησμονεῖ.
Ἡ Κασσιανὴ ὅμως πίστευε στὸ Θεό. Καὶ ἡ πίστι τὴν ὡδήγησε ὄχι σὲ ἀπελπισία καὶ αὐτοκτονία, ἀλλὰ πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Ἔχασε ἕναν ἄντρα, ἀλλὰ κέρδισε τὸν ἀτίμητο Νυμφίο Χριστό – αὐτὸς εἶνε ποὺ πρέπει ὅλοι ν᾿ ἀγαπήσουμε μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας. Ἔστρεψε τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο· σ᾿ αὐτὸν προσευχόταν ὧρες ὁλόκληρες μὲ θεῖον ἔρωτα.
Δὲν θὰ κάνω ἀνάλυσι τοῦ τροπαρίου. Λέω μόνο, ὅτι κακῶς μερικοὶ νομίζουν, πὼς σ᾿ αὐτὸ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ὄχι. Ἡ Κασσιανὴ ἔζησε ἁγνὴ καθαρὰ ζωή. Δὲν ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ ἄνδρα. Στὸ ποίημά της ἔχει ὡς θέμα τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναῖκα, ποὺ λίγο πρὸ τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ τὸν πλησίασε μετανοημένη καὶ ἄλειψε τὰ πόδια του μὲ μύρο πολύτιμο καὶ κάτι ἀκόμη πολυτιμότερο, τὰ δάκρυά της, καὶ σκούπισε τὰ ἄχραντα πόδια του μὲ τὰ μαλλιά της. Αὐτὸ ἔχει ὡς θέμα ἡ Κασσιανή, τὴ μετάνοια τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας.
* * *
Στὸ ποίημα αὐτὸ διακρίνουμε δύο πράγματα· τὸ βάθος ποὺ βυθίζεται ὁ ἁμαρτωλός, καὶ τὸ ὕψος ποὺ ἀνεβαίνει ὁ μετανοῶν. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ ποίημα σταματῶ στὸ στίχο «Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας».
Θέλω νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας μόνο στὴ λέξι «οἶστρος». Δὲν ὑπάρχει πιὸ ζωηρὴ εἰκόνα τῆς ἁμαρτίας. Ὅσοι ζήσαμε μικροὶ σὲ χωριὰ κοντὰ στὰ χωράφια καὶ εἴδαμε τὴν ἀγροτικὴ ζωή, γνωρίζουμε τί λέει ἡ ποιήτρια. «Οἶστρος» εἶνε μιὰ μῦγα ἐνοχλητική, ποὺ τὸ καλοκαίρι πηγαίνει στὰ ζῷα καὶ ἰδίως στὰ βόδια. Βλέπεις τὸ βόδι, ποὺ κάθεται φρόνιμα στὸ λιβάδι καὶ τρώει τὸ χορτάρι, νὰ ξαφνιάζεται, νὰ σηκώνῃ τὴν οὐρά του ὄρθια σὰν μαστίγιο, καὶ ν᾿ ἀρχίζῃ νὰ τρέχῃ ὁλοταχῶς· νὰ ὑπερπηδᾷ φράχτες, νὰ γκρεμίζῃ τοιχώματα, νὰ σκάβῃ τὴ γῆ. Τί τοῦ συμβαίνει; Στὰ ῥουθούνια του μπῆκε οἶστρος, ἡ μῦγα αὐτή, ὁ τάβανος ἢ ἀλογόμυγα ὅπως λέγεται στὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ. Γι᾿ αὐτὸ τὸ ζῷο δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσῃ.
Τὸν «οἶστρο» χρησιμοποιεῖ ἡ Κασσιανὴ γιὰ νὰ εἰκονίσῃ τὸ σατανᾶ τῆς ἀκολασίας. Κάθε ἐποχὴ ἀπὸ κάποιο σατανᾶ ἀναστατώνεται. Ἡ δική μας θὰ μείνῃ ὡς ἐποχὴ Σοδόμων, γιατὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν πανσεξουαλισμό, ποὺ τώρα πειράζει καὶ τὰ μικρὰ παιδιά. Γιὰ τὸν πανσεξουαλισμὸ μεγάλη εὐθύνη ἔχει ὁ Φρόυντ. Αὐτὸς διέδωσε τὴ θεωρία, ὅτι τὸ πᾶν στὴ ζωὴ εἶνε τὸ σέξ. Ἔτσι ὁ κόσμος βυθίζεται στὴ διαφθορά.
Ὑπάρχει «οἶστρος ἀκολασίας». Ὅταν ἤμουν στὴν Ἀθήνα, μιὰ μητέρα μοῦ ᾿λεγε· Ἔχω ἕνα παιδί· στὴν πρώτη τάξι τοῦ γυμνασίου ἄριστα· δευτέρα, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη ἄριστα. Τώρα ὅμως περπατάει σὰ᾿ χαζό. Δὲν προχωρεῖ στὸ σχολεῖο. Διαβάζει τὰ βιβλία, καὶ τὸ μυαλό του τρέχει ἀλλοῦ. Ὁ πατέρας του ὀργίζεται καὶ τὸ μαλώνει. Γιατί; Παρουσιάστηκε μιὰ κοπέλλα διεφθαρμένη καὶ τό ᾿χει τρελλάνει. Δὲν ἡσυχάζει. Ἕνα βράδυ πῆγε ν᾿ αὐτοκτονήσῃ. Παιδί μου, τοῦ λέω, τί πᾷς νὰ κάνῃς;… Νά ὁ «οἶστρος ἀκολασίας», ἡ ἀλογόμυγα τοῦ σατανᾶ. Δυστυχισμένη νεολαία μας! ἄλλα διδάχθηκες καὶ ἄλλους πόθους καὶ ὄνειρα εἶχες. Γι᾿ αὐτὸ εἶνε ἐγκληματίες ὅσοι ἔσπειραν τὸν οἶστρο αὐτὸ στὴν καρδιά σου. Τὸ καταγγέλλω· ἀρχὴ τοῦ κακοῦ εἶνε τὰ αἰσχρὰ θεάματα καὶ τὰ πορνικὰ γύναια. Δὲν τὶς περιφρονῶ, ἀδελφές μας εἶνε κι αὐτές, τὶς κλαίω. Ἀξίζουν κι αὐτὲς κάποια μέριμνα. Ἂν ἤμουν κράτος, ἐντὸς μιᾶς νυκτὸς θὰ τὶς μάζευα σ᾿ ἕνα νησί, νὰ μείνουν ἐκεῖ νὰ καθαριστοῦν, νὰ γίνουν πάλι τίμια μέλη τῆς κοινωνίας, καὶ ὄχι ῥάκη, ἐμπορεύσιμο εἶδος.
«Οἶστρος ἀκολασίας». Ἕνας ἄλλος, παιδὶ ἐργατικὸ ἀπὸ τὶς Σέρρες, ποὺ δούλευε στὶς οἰκοδομὲς μὲ τὸ σφυρὶ καὶ συντηροῦσε πατέρα καὶ μάνα, τσιμπήθηκε κι αὐτὸς ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς ἀκολασίας. Τὸν ἐγκατέλειψε ἡ ἐρωμένη του. Κι αὐτὸς ἔχασε τὸ λογικό του, καὶ μὲ τὸ σφυρὶ ποὺ ἔχτιζε καὶ ζοῦσε τίμια, μὲ τὸ ἴδιο σφυρί, λὲς καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς γυναίκας ἦταν λιθάρι, τὴ χτύπησε μὲ μανία καὶ τὴν ἔσπασε. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἀστυνομία, βρῆκε τὸ κρανίο διαλυμένο. Κι αὐτὸς ἔτρεχε, ἔτρεχε μανιωδῶς, ὅπως τὸ βόδι ὅταν τὸ πιάσῃ οἶστρος. Ἀναρριχήθηκε πάνω σὲ μιὰ στέγη τοῦ Πανεπιστημίου, κ᾿ ἐκεῖ ἄναψε τσιγάρο. Ματαίως φοιτηταὶ καὶ ὄργανα τῆς τάξεως τὸν παρακαλοῦσαν νὰ κατέβῃ· αὐτὸς τίποτα. Τέλος πήδησε ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ πέφτοντας κάτω συντρίφθηκε.
Ὁ οἶστρος τῆς ἀκολασίας εἶνε μέθη. Ὅποιος παραδοθῇ σ᾿ αὐτόν, παθαίνει ὅ,τι καὶ τὰ θύματα τῆς μυθικῆς Κίρκης. Ὅταν ἀποβιβάστηκε στὸ νησί της ὁ Ὀδυσσεύς, αὐτὴ μὲ μαγικὰ ποτὰ καὶ μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ ῥαβδιοῦ της μετέβαλε τὰ παλληκάρια του σὲ χοίρους. Οἱ ἤρωες τῆς Τροίας ἔγιναν πλέον κτήνη. Μόνο ὁ Ὀδυσσεὺς δὲν ἤπιε ἀπὸ τὰ ποτά της καὶ ἔμεινε ἄνθρωπος. Ὁ μῦθος διδάσκει, ὅτι ὁ αἰσχρὸς ἔρωτας ἀποκτηνώνει τὸ λογικὸ ἄνθρωπο.
* * *
Παιδιὰ ποὺ μ᾿ ἀκοῦτε! Σᾶς παρακαλῶ, στὸν αἰῶνα αὐτό, ἐν ὀνόματι τοῦ Ναζωραίου καὶ διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Κασσιανῆς, κρατηθῆτε μακριὰ ἀπὸ τὸν οἶστρο τοῦ σεξουαλισμοῦ, τὸν «ἔρωτα τῆς ἁμαρτίας». Μείνετε ἁγνοὶ καὶ προσέλθετε στὸ μυστήριο τοῦ γάμου καθαροί. Δὲν ὑπάρχει ὡραιότερος βίος ἀπὸ τὸν βίο τῆς παρθενίας· εἶνε ἀρετὴ καὶ τῶν προγόνων μας, ποὺ ἔκτισαν τὸν Παρθενῶνα.
Τώρα δυστυχῶς ἡ ἁγνότης ἔκανε φτερά, καὶ ὅλοι φέρουμε εὐθύνη· κληρικοί, λαϊκοί, ἀρχές. Ἀλλὰ ἕνας ἔρως ἀξίζει. Οἱ ἄλλοι ἔρωτες εἶνε μικροὶ καὶ ἀσήμαντοι. Πάνω ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῶν γραμμάτων, τῆς ἐπιστήμης, τῆς οἰκογενείας, τῆς πατρίδος, τῆς ἀρετῆς, εἶνε ὁ ἔρως τοῦ Χριστοῦ. Ἀναβαίνετε λοιπὸν πρὸς αὐτὸν μὲ θάρρος. Αὐτὸς καίει κάθε σάπιο, ὑψώνει τὶς καρδιές, τοὺς δίνει φτερὰ νὰ πετάξουν στὰ ὕψη, ἐκεῖ ὅπου οἱ ψυχὲς ψάλλουν ἀλληλούϊα στὸ Θεό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 25-4-1989