Στην περιοχή του ποταμού Ιορδάνη ζούσε κάποιος αναχωρητής και αγωνιζόταν πολλά χρόνια. Καθώς τον σκέπαζε ο Θεός, δεν είχε επιθέσεις από τον εχθρό, αλλά έμενε σχεδόν απολέμητος. Από αυτή την αιτία, σε όλους όσοι πήγαιναν σε αυτόν για να ωφεληθούν, μιλούσε πολύ υποτιμητικά και χλευαστικά για τον σατανά και έλεγε ότι τίποτε δεν είναι και τίποτε δεν μπορεί να κάνει στους αγωνιστές· μόνο αν βρει κάποιους όμοιους με αυτόν, βρωμερούς και υποδουλωμένους συνεχώς στην αμαρτία, αυτούς τους παραλύει. Αυτά όμως aτα έλεγε, γιατί δεν καταλάβαινε ότι η χάρη του Θεού δεν άφηνε τον σατανά να του επιτεθεί.
Όταν πλησίαζε το τέλος του, επέτρεψε ο Θεός και του παρουσιάστηκε φανερά ο διάβολος και του είπε: «Τι σου έκανα, αββά; Γιατί με χλευάζεις; Μήπως σε ενόχλησα σε τίποτε;» Αυτός τον έφτυσε και άρχισε να του λέει τα συνηθισμένα λόγια: «Φύγε από μπροστά μου, σατανά· τίποτε δεν μπορείς να κάνεις στους δούλους του Χριστού». «Ναι, ναι», του είπε εκείνος, «έχεις να ζήσεις άλλα σαράντα χρόνια, και σε αυτά δεν θα βρω μία ώρα να σε ρίξω;»
Με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε, ενώ ο μοναχός άρχισε αμέσως να παλεύει με τους λογισμούς και να λέει μέσα του: «Τόσα χρόνια έχω που ταλαιπωρούμαι εδώ, και ο Θεός θέλει να ζήσω και άλλα σαράντα; Θα πάω λοιπόν στον κόσμο να δω τους συγγενείς μου, να μείνω μαζί τους λίγα χρόνια, και πάλι θα γυρίσω, για να συνεχίσω την άσκησή μου».
Έτσι σκέφτηκε και έτσι έκανε. Βγήκε από το κελλί του και πήρε τον δρόμο για τον κόσμο. Ωστόσο δεν προχώρησε πολύ, και ο φιλάνθρωπος Θεός τον σπλαχνίστηκε και, για να μην πάνε χαμένοι οι ασκητικοί κόποι του, του έστειλε έναν άγγελο να τον βοηθήσει. Και ο άγγελος τον συνάντησε και τον ρώτησε: «Πού πηγαίνεις, αββά;» «Στην πόλη», απάντησε. «Γύρισε πίσω στο κελλί σου», του είπε τότε ο άγγελος, «και μην έχεις καμία σχέση με τον σατανά. Και να ξέρεις ότι γελάστηκες από αυτόν».
Ο μοναχός ήρθε στον εαυτό του, γύρισε στο κελλί του και σε τρεις μέρες πέθανε.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Αa’, Υπόθεση Ε’, σελ. 59. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.