Να αγαπήσεις και να συμπονέσεις τους φτωχούς, για να ελεήσει και σένα ο Θεός.
Να μην πηγαίνεις κοντά σε φιλόνικους ανθρώπους, για να μην αναγκασθείς να βγεις από τη γαλήνη του Θεού.
Να μην αηδιάζεις με τη δυσοσμία των αρρώστων, και μάλιστα των φτωχών, επειδή και συ το ίδιο σώμα φοράς.
Να μην επιπλήξεις αυτούς που έχουν θλίψη στην καρδιά, για να μη μαστιγωθείς με το ίδιο τιμωρητικό ραβδί, και θα ψάχνεις τότε ποιος να σε παρηγορήσει, και δε θα βρίσκεις κανέναν!
Να μη χλευάσεις και περιγελάσεις τον ακρωτηριασμένο, διότι όλοι θα πάμε στον τάφο, όπου δεν υπάρχει διάκριση.
Να συμπαθείς τους αμαρτωλούς, να μισήσεις όμως τα αμαρτωλά έργα τους, και να μην τους καταφρονήσεις για τα ελαττώματά τους, μήπως και συ, αργότερα, πέσεις στην ίδια παγίδα της αμαρτίας.
Θυμήσου ότι έχεις την κοινή, χωματένια, ανθρώπινη φύση, και να κάνεις το καλό σε όλους αδιακρίτως.
Αυτούς που ζητούν την ευχή σου, να μην τους μαλώνεις, και να μην τους αποστερείς από τα συμπονετικά και παρηγορητικά σου λόγια, για να μη χαθούν και ζητήσει ο Θεός από σένα λόγο για τις ψυχές τους. (30)
Να μην αργολογείς, αλλά να λες μόνο τα δέοντα και τα αναγκαία.
Να αρκείσαι στα πενιχρά ενδύματα, για να προστατεύεις το σώμα σου.
Να τρως ευτελή φαγητά, για να συντηρείται το σώμα σου σε καλή κατάσταση, και να αποφεύγεις τη γαστριμαργία.
Ανώτερη όλων των αρετών είναι η διάκριση.
Μη διακόψεις τον άλλο, ενώ μιλάει, και αντιλογήσεις σαν αμαθής, αλλά να φέρεσαι με σοφία και αυτοκυριαρχία.
Όπου κι αν βρεθείς, να θεωρείς τον εαυτό σου μικρότερο και υπηρέτη των αδελφών σου.
Τρώγε και πίνε με εγκράτεια και αυτοκυριαρχία, όπως αρμόζει στα παιδιά του Θεού.
Όταν κάθεσαι στην τράπεζα, μην απλώσεις με αναίδεια το χέρι σου και πάρεις κάτι που βρίσκεται μπροστά στον αδελφό σου. Και αν καθίσει κοντά σου κάποιος φιλοξενούμενος, παρακίνησέ τον, μια και δυο φορές, να φάει, και βάλε το φαγητό στο τραπέζι με συστολή και ευπρέπεια, και όχι με ανήσυχο πρόσωπο.
Ήσυχα ν’ ανοίγεις και να κλείνεις την πόρτα του κελιού σου, και του κελιού τού αδελφού σου, να μην μπεις σε κανένα κελί, προτού να κρούσεις την θύρα απ’ έξω. Πρώτα ν’ ακούσεις ότι σε καλούν, και τότε πέρασε μέσα, με ευλάβεια.
Ενώ βαδίζεις στο δρόμο, μην προχωρείς μπροστά από τους μεγαλύτερούς σου· και αν τύχει και προχωρήσει μπροστά ο αδελφός σου, κάνε λίγο γρήγορα να τον φτάσεις.
Εάν ο αδελφός σου, ενώ προχωρείτε, συναντήσει κάποιους και μιλήσει μαζί τους, περίμενέ τον και μη τον βιάζεις να σταματήσει τη συνομιλία. Και κάτι άλλο. Ο υγιής, προτού να κουρασθεί ο άρρωστος, να του λέει: Ας καθίσουμε να αναπαυθούμε και να φάμε.
Μην ελέγξεις κανένα άνθρωπο για το παράπτωμά του, αλλά να θεωρείς τον εαυτό σου υπεύθυνο για όλα, και για το σφάλμα του αδελφού σου.
Αν είναι κάποια ευτελής εργασία, να την κάνεις με ταπεινοφροσύνη, και να μην την αποφεύγεις μήτε να παραιτείσαι, για να την κάνει άλλος.
Καλύτερα να σε καταφρονήσουν, παρά να καταφρονήσεις εσύ τον άλλο. Καλύτερα να αδικηθείς, παρά να αδικήσεις.
Μην πηγαίνεις στις πλατείες, όπου συγκεντρώνονται και μαλώνουν άνθρωποι οργίλοι και φιλόνικοι, για να μη γεμίσει θυμό η καρδιά σου, και κυριαρχήσει στην ψυχή σου το σκοτάδι της πλάνης.
Με άνθρωπο υπερήφανο να μη συγκατοικήσεις, για να μη χάσει η ψυχή σου την ενέργεια και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, και γίνει κατοικητήριο παντός πονηρού πάθους. (32-5)
Από το βιβλίο: Κωνσταντίνου Καρακόλη, Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ. 181.
(Οι αριθμοί στο τέλος κάθε λήμματος αντιστοιχούν στις σελίδες του ελληνικού κειμένου: «Του Οσίου Πατρός ημών Ισαάκ, Επισκόπου Νινευΐ, του Σύρου, Τα Ευρεθέντα Ασκητικά», Λειψία 1770, Ανατυπούμενα επιμελεία Ιωακείμ Σπετσιέρη, Ιερομονάχου. Αθήναι.)