«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Κατά τήν εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολι ένας χριστιανός πού λόγω τής τέχνης του, ήταν γνωστός στόν βασιλέα Κωνσταντίνο. Αύτός περνούσε τήν ζωή του μέ κάθε αμαρτία καί παρανομία, χωρίς νά συλλογίζεται ποτέ ότι υπάρχει κόλασις καί μέλλουσα κρίσις. Ό Θεός όμως πού άγαπά τό πλάσμα Του καί οικονομεί τό κάθε τι γιά τήν σωτηρία του, τοῦ παρουσιάσθηκε ό Ιδιος σέ οπτασία καί διώρθωσε τήν άσεμνη πολιτεία του.
Κάποια ήμέρα λοιπόν βλέπει στό όνειρο του ότι επρόσφερε στόν βασιλέα Κωνσταντίνο ένα έργο τής τέχνης του καί συνωμιλοῦσε μαζί του μέ παρρησία καί συνέχαιρε. Επειτα βλέπει τόν βασιλέα νά ξεγυμνώνη τό σπαθί του καί πιάνοντας τά μαλλιά του, ετοιμαζόταν νά τοῦ κόψη τό κεφάλι. Ό Ιωάννης, αύτό ήταν τό όνομά του, έσκυβε συνεχώς τόν λαιμό του, νομίζοντας ότι παίζει μαζί του ὁ βασιλεύς. Αύτός όμως παίρνει ξαφνικά σοβαρό ύφος καί τοῦ λέγει: «Όταν τό ξίφος κόψη τίς τρίχες σου, τότε ὁ λαιμός σου θά γεμίση άπό τά αἵματά σου». Τοῦ φάνηκε λοιπόν ότι κόπηκε ὁ τράχηλος του καί όταν τό σπαθί τοῦ βασιλέως είχε φθάσει στό στήθος του, τότε άπό τόν φόβο του ζητοῦσε βοήθεια. Έξύπνησε λοιπόν άπότομα καί άποροῦσε γιά τό όνειρο πού είδε, κάνοντας συγχρόνως τόν σταυρό του, διότι τό γεγονός αύτό δέν ήταν άληθινό, άλλά όνειρο. Δέν μπόρεσε όμως νά καταλάβη τί έσήμαινε γιά τήν ζωή του καί παρέμεινε πάλι άμετανόητος καί αδιόρθωτος.
Μετά άπό άρκετό διάστημα έπεσε σέ βαρειά άσθένεια καί έπεκαλεῖτο τήν θεία βοήθεια. Τότε λοιπόν βλέπει, όχι σέ όνειρο άλλά έν έκστάσει, ότι στεκόταν σ' ένα δικαστικό βήμα σέ στάσι κατηγορουμένου μπροστά σε ὅλους καί κάτω στό δάπεδο. Σ' ένα φοβερό θρόνο καθόταν ό Δικαστής καί Βασιλεύς, ὁ όποιος φορούσε βασιλική καί άρχιερατική στολή καί είχε δεξιά του μερικούς λαμπρούς νέους, αριστερά του ένα νέο ταπεινότερο καί καταδεκτικώτερο, ένώ κυκλικά έστέκοντο άρκετοί άνδρες ιεροπρεπείς καί σεβάσμιοι. Όπισθεν του Βασιλέως υπήρχε λάκκος σκοτεινότατος καί βαθύτατος, του οποίου καί μόνη ή θέα προξενούσε άπερίγραπτο φόβο καί μεγάλη οδύνη.
Ένώ λοιπόν στεκόταν φοβισμένος καί ντροπιασμένος, λέγει σ' αύτόν ό Βασιλεύς: «Άραγε, ώ νεανία, δέν ξέρεις ποιός είμαι έγώ;
Τοῦ άποκρίθηκε ό Ιωάννης: Ξέρω, Δέσποτα, ότι είσαι ὁ σαρκωθείς Υιός τού Θεού καί Θεός, καθώς μάς λέγουν οί Άγιες Γραφές.
Καί ὁ Βασιλεύς τοῦ λέγει: Καί έάν έσύ μέ γνωρίζης, όπως λέγεις άπό τίς Γραφές, γνωρίζεις δέ καί τούς συγκαθεζομένους μου, πώς λησμόνησες τήν άπειλή εκείνη πού απηύθυνε σέ σένα πρό ετών ὁ βασιλεύς Κωνσταντίνος, ἤ δέν καταλαβαίνεις τί σοῦ λέγω;».
Καταλαβαίνω, Δέσποτα, τοῦ λέγει ὁ Ιωάννης, καί τίς άναμνήσεις αυτού τοῦ φόβου έχω άκόμη στήν ψυχή μου.
Ό Κύριος τοῦ είπε: Έάν τίς άναμνήσεις έκείνου τοῦ φόβου έχεις άκόμη στήν ψυχή σου, γιατί έπιμένεις στίς άμαρτίες σου; Μάθε λοιπόν, ότι έγώ ήμουν πού καί προηγουμένως σοῦ προκάλεσα τήν φοβερή έκείνη βάσανο.
Καί λέγοντας αύτά, φάνηκε μόνο μέ τό νεῦμα Του νά καλή τούς παρεστώτες νά ρίψουν τόν Ιωάννη στόν όπισθεν αυτού φαινόμενο λάκκο. Όταν λοιπόν έκεῖνοι οί νέοι έσπρωχναν τόν Ιωάννη νά τόν ρίξουν στόν γκρεμό, εκείνος άμέσως έπεκαλεῖτο τήν βοήθεια τής Θεοτόκου,
Φάνηκε λοιπόν στό μέσον ἡ Θεοτόκος καί τότε ό Βασιλεύς είπε στούς λευκοφόρους έκείνους νέους: «Αφήστε τον νά έξέλθη χάριν τών προσευχών τής Μητρός μου».
Μέχρις έδώ είναι ἡ οπτασία τοῦ Ιωάννου, ὁ όποιος, όταν συνήλθε, έπήγε, σ' ένα εύλαβή μοναχό καί τήν διηγήθηκε. Ό Μοναχός τοῦ είπε: «Δόξαζε τόν Θεό, άδελφέ, διότι άξιώθηκες νά λάβης τέτοια διδασκαλία. Ξύπνα, λοιπόν άπό τόν λήθαργο τής άναισθησίας γιά νά μή πάθης τά ίδια μέ έκεῖνον πού θά σοῦ διηγηθώ τώρα. Όμοια μέ τήν δική σου οπτασία είδε καί ένας άλλος εύλαβής χριστιανός γιά κάποιο φίλο του ονόματι Γεώργιο, ὁ όποιος ήταν υπάλληλος στά βασιλικά δικαστήρια. Είδε λοιπόν τόν Γεώργιο νά όδηγήται δέσμιος άπό τούς σκοτεινόμορφους δαίμονες γιά νά ριφθή στό φοβερό αύτό χάσμα. Τότε κάποιος άπό τούς παρεστώτες έχοντας τήν εύνοια τοΰ βασιλέως, εμπόδιζε τούς δαίμονες πού τόν μετέφεραν ύποσχόμενος σ' αύτούς ότι πρόκειται νά διορθωθή σέ διάστημα είκοσι ήμερων. Μέ αύτή λοιπόν τήν έγγύησι έλευθερώθηκε ό Γεώργιος καί αύτός πού είδε τήν οπτασία έτρεξε νά φανερώση στόν φίλο του Γεώργιο. Αύτός, όταν τά άκουσε, δέν έδωσε καμμία σημασία καί έτσι έμεινε ό δυστυχής άδιόρθωτος. Αφοῦ παρήλθαν είκοσι ήμέρες, έφυγε, άλλοίμονο, άπ' αύτή τήν ζωή χωρίς νά πληρώση καί τό χρέος του, όπως τοῦ είχε μηνύσει ό καλός εκείνος χριστιανός.
Ό Ιωάννης, όταν τά άκουσε αύτά, καί έχοντας στό νου του ζωντανά αύτά πού είδε, έτρεξε χωρίς ντροπή καί έξωμολογήθηκε όλες τίς άμαρτίες του καί πολιτευόμενος έκτοτε θεάρεστα έτελείωσε ειρηνικά τόν βίο του καί άπήλθε στίς αιώνιες μονές.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου