«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
‘Ο π. Φώτιος εἶναι ἕνας καλοκάγαθος λευΐτης. Κάνει ὑπακοή σάν μοναχός καί διακρίνεται γιά τήν πραότητά του, τήν ὑπομονή του στίς θλίψεις καί τήν ἀγάπη του γιά τήν ’Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. ’Ενῶ εἶναι ἱερεύς σέ μιά ὁμάδα χωριῶν ἄλλης περιοχῆς, δέχθηκε εὐχαρίστως νά ἐπισκεφθῆ ἄλλα χωριά ἄλλης περιοχῆς καί σέ διαφορετική κατεύθυνσι. Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπ’ αὐτή τήν περιοδεία του μᾶς διηγήθηκε τό λειτουργικό καί ποιμαντικό του ἔργο.
Μέ ταξιδιωτικό ὄχημα ἕνα μισοχαλασμένο ποδήλατο καί μέ συνοδούς, τούς Κατηχητές ’Ιωάννη καί ’Ανδρόνικο ἀπό τό χωριό Καμποῦντζι, ξεκίνησαν ἀπό τό Κισότε γιά νά φθάσουν στό Καμποῦντζι, πού ἀπέχει 15 χιλιόμετρα. ’Εκεῖ νά συνάξουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Νά ἐξομολογήση ὁ ἱερεύς, νά ἑτοιμάσουν τήν ἐκκλησία-χορτοκαλύβα πρός τιμήν τοῦ ἁγίου ’Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τό πρωΐ νά λειτουργήσουν. Πάνω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα θά πρέπει πρῶτα νά τεντώσουν ἕνα σεντόνι γιά νά μή πέσουν χώματα ἤ σκουπίδια ἀπό τήν στέγη στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς. ’Εάν ὁ καιρός εἶναι καί βροχερός, τότε ἡ ἐκκλησία γίνεται....καταβρεχτήρι. ’Αλλά κανείς δέν φεύγει ἀπό τίς θέσεις τους. Οἱ περισσότεροι ξυπόλυτοι μέσα στό λασπῶδες δάπεδο τῆς ἐκκλησίας παρακολουθοῦν τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιό πολλοί θά κοινωνήσουν καί ὅλοι τους θά πάρουν τό ἀντίδωρο σάν τελευταία εὐλογία. Οἱ φιλοξενούμενοι θά φάγουν στό σπίτι τοῦ Κατηχητοῦ. ’Εν συνεχείᾳ χωρίς ξεκούρασι ἀναχωροῦν γιά τό ἑπόμενο χωριό, τό Μιτόντο. ’Απέχει 35 χιλιόμετρα. Ὁ δρόμος εἶναι πνιγμένος ἀπό χόρτα, σχεδόν ἀφανής. Τά ποδήλατα ἀγκομαχοῦν. ’Ενίοτε χαλοῦν. Σταματοῦν οἱ ἐπιβάτες γιά τήν ἐπισκευή τους. ’Αποτυγχάνουν. Τό βάζουν μέ τά πόδια τραβώντας κοντά τό "γαΐδούρι" τους. ’Εάν εἶναι ζέστη, ἡ πορεία εἶναι "γολγοθᾶς". Οἱ ὧρες περνοῦν καί τά χιλιόμετρα δέν τελειώνουν. Ὁ ἱδρῶτας νά λούζη τά πρόσωπά τους, στά ὁποῖα λόγῳ τοῦ χρώματος, δέν φαίνεται ἡ κοκκινίλα. Ἡ κούρασις ὅμως δέν τούς καταβάλλει. ’Αργά τό βραδάκι θά φθάσουν στό Μιτόντο. Ψάχνουν γιά τήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου ’Αμφιλοχίου. Γκρεμίσθηκε ἀπό τίς βροχές, ἀφοῦ ἡ ζωή της εἶναι μόνο γιά 2-3 χρόνια. Στήνουν σκηνή μέ καλαμένιες ψάθες στό μέσον τοῦ χωριοῦ καί ἐκεῖ θά κάνουν τήν αὐριανή τους Λειτουργία. Οἱ Κατηχητές ἀπό ἀμέλεια σταμάτησαν τά μαθήματα. Οἱ Χριστιανοί, ἰδίως τά παιδιά ξέχασαν ἀκόμη νά κάνουν καί τόν Σταυρόν τους. Καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή συστάσεις, προτροπές, διδασκαλία γιά τήν ἀναζωπύρωσι τοῦ θρησκευτικοῦ τους συναισθήματος. ’Εκεῖ, μετά τό πρόχειρο φαγητό τους, δέν ἔμειναν πολύ. ²Ἔπρεπε νά φύγουν γιά νά φθάσουν στό κεφαλοχώρι Μούσιμα πού ἀπέχει περί τά 55 χιλιόμετρα. Τό βραδάκι ἔφθασαν στό χωριό, ὅπου τούς περίμεναν ἀπό τό μεσημέρι οἱ λίγοι Χριστιανοί μας. Ἄλλοτε ἐδῶ ὑπῆρχε ἀκμάζουσα ἐνορία μέ 350 Χριστιανούς. Ρωτήθηκε ὁ Κατηχητής τί ἔγιναν οἱ ἄλλοι Χριστιανοί καί ἀπήντησε ὅτι οἱ πιό πολλοί ἀπέθαναν, ἄλλοι μετανάστευσαν σ’ ἄλλες πιό εὔφορες περιοχές καί μερικοί προσεχώρησαν σέ αἱρετικές ὁμολογίες. ’Εδῶ πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν μόνιμη κατοικία. ’Εάν βροῦν καταλληλότερο ἔδαφος γιά καλλιέργεια, ἀναχωροῦν ἀπό ἐκεῖ πού ἦταν καί πηγαίνουν στό μέρος πού ἐδιάλεξαν μεταφέροντας κοντά τους καί τίς λίγες ἀποσκευές τους. Τήν καλύβα τους τήν στήνουν σέ μία ἑβδομάδα, τήν σκεπάζουν μέ τά χόρτα πού ἀφθονοῦν ἐκεῖ κι ἀρχίζουν τήν δουλειά μέ τήν τσάπα. ’Εάν κλέφτες τούς ἐπιτίθενται ἤ ἄλλο πρόβλημα τούς ταλαιπωρεῖ, φεύγουν κι ἀπό ἐκεῖ, ἀφήνοντας ἤ καίγοντας τήν καλύβα τους. Αὐτό τό μέγα πρόβλημα τῆς μεταναστεύσεως τῶν ἰθαγενῶν εἶναι πολύ σοβαρό, διότι δέν μπορεῖ ὁ ἱεραπόστολος νά ἐδρύση σ’ ἕνα τέτοιο χωριό πέτρινη ἐκκλησία. Ἴσως μετά ἀπό λίγα χρόνια νά μήν ὑπάρχη ἐκεῖ οὔτε ὁ καντηλανάφτης. Ἔχουμε σήμερα στό Κλιμάκιο τέτοιες συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στό Μούσιμα ἔχει τήν ἕδρα του καί ὁ ὑπεύθυνος κυβερνήτης γιά ὅλα τά περίχωρα. Σ’ αὐτόν θά γίνη πρῶτα ὑποχρεωτική ἐπίσκεψις πρός ἐνημέρωσιν τῆς ἀφίξεως ἱερέως τῆς ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας. Συνάμα θά δοθοῦν ὡς δῶρα συνήθως ροῦχα καί φάρμακα, πού θά πάρουν οἱ ἱερεῖς μας ἀπό τό Κλιμάκιο ἤ ἐφ’ ὅσον συνοδεύει τόν ἰθαγενῆ ἱερέα καί λευκός ἱεραπόστολος. ’Εδῶ παλαιότερα κτίσθηκαν τά θεμέλια γιά τήν ἀνέγερσι μεγάλου ναοῦ πρός τιμήν τοῦ ἁγίου ’Ελευθερίου. Κατασκευάσθηκαν καί ψήθηκαν τά τοῦβλα καί ὅλα ἦταν ἕτοιμα πρός οἰκοδομήν. Εὐτυχῶς ὅμως πού δέν κτίσθηκε γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε παραπάνω. Ὑπάρχει ὁ ναός-χορτοκαλύβα πού ἐξυπηρετεῖ σχετικά τούς λίγους Χριστιανούς πού ἀπέμειναν. Μετά τό πέρας τῶν λειτουργικῶν του καθηκόντων ὁ π. Φώτιος θά πρέπει μέ τούς συνοδούς του νά γυρίση πίσω. Νά στρίψη ἀριστερά γιά νά κατευθυνθῆ πρός τό χωριό Μουσοκατάντα, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἐκκλησία τοῦ ἁγίου ’Αθανασίου. Ἡ ἀπόστασις ξεπερνᾶ τά 80 χιλιόμετρα. Δυστυχῶς τήν διήνυσαν μέ τά πόδια, διότι ἐχάλασε τό ποδήλατο τοῦ π. Φωτίου. Σέ ἄλλη ἐπίσκεψι σ’ αὐτή τήν ἐνορία πού ἔκανα μαζί του, μοῦ εἶπε: "Νά, σ’ αὐτό τό σημεῖο κοιμήθηκα μέ τούς Κατηχητές, ὅταν πήγαινα γιά τήν Μουσοκατάντα". Κοιμήθηκαν στό δάσος, χωρίς στρώματα καί κουβέρτες, σάν τά ἀγρίμια, μέ φανερό κίνδυνο νά καταφαγωθοῦν ἀπό τά θηρία. Στό χωριό τούς περίμεναν οἱ Χριστιανοί. Τούς ὑποδέχθηκαν μέ τραγούδια καί χορούς. Μία γυναῖκα εἶχε βάλει λουλούδια στό κεφάλι της καί τούς ὑποδεχόταν χορεύοντας καί ψάλλοντας τό "’Αλληλούϊα". Ὁ Κατηχητής ’Ιωάννης, τύπος ἁγιορείτη ἀσκητή, μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι, τούς ὡδήγησε στήν ’Εκκλησία. ’Από τό βράδυ ἔφερε ὁ ἴδιος στήν ἐκκλησία τόν ’Εσταυρωμένο, τίς Εἰκόνες, τά βιβλία, τά καλύμματα καί εὐτρέπισε τόν Οἶκο Κυρίου. Μετά τήν ἀκολουθία πάλι θά τά μεταφέρη στό σπίτι του πρός ἀσφάλεια, λόγῶ τῆς μεγάλης ἐπιδημίας τῶν κλεφτῶν. Κτύπησε ὁ π. Φώτιος τήν καμπάνα γιά τόν ‘Εσπερινό. Μά δέν εἶναι καμπάνα, ἀλλά μία ζάντα αὐτοκινήτου. Κάνει ὅμως τήν δουλειά της καί σιγά-σιγά μαζεύτηκαν οἱ Χριστιανοί καί γέμισε ἡ ’Εκκλησία. Μετά τόν Ἑσπερινό ἔγινε ἡ ἐξομολόγησις τῶν πιστῶν. Κανείς ἀπό τούς μεγάλους δέν θά κοινωνήση, ἐάν πρῶτα δέν ἐξομολογηθῆ. Αὐτό τό τυπικό ἔχει μπῆ πολύ βαθειά στήν καρδιά τους. ’Αλλά καί οἱ ἱερεῖς μας γνωρίζουν ποιά καί πόσα εἶναι τά λογικά τους πρόβατα.
’Εκείνη ἡ ἡμέρα εἶχε ξεχωριστή χάρι, διότι πανηγύριζε ὁ Ἅγιος τῆς ’Εκκλησίας. Ἦταν ἡ 2α Μαΐου. Μετά τήν διακονία τοῦ Θεοῦ καί τήν προσφορά τού θείου Δείπνου στούς πιστούς ἐπηκολούθησε ἡ ὑλική εὐωχία. Ὁ Κατηχητής εἶχε φροντίσει γιά τά ἐδέσματα. Ὅπως τούς ἔλεγε, κάθε χρόνο ἀγοράζει τρία κατσίκια. Τό ἕνα τό σφάζουν τό Πάσχα, τό ἄλλο τά Χριστούγεννα καί τό τρίτο στήν μνήμη τοῦ Ἁγίου καί Προστάτη τους ’Αθανασίου. Ὅλοι οἱ Χριστιανοί τρῶνε σάν μιά οἰκογένεια. Αὐτό δέν γινόταν ἄραγε καί στήν πρωτοχριστιανική ἐποχή; Μ’ αὐτή τήν ὁμόνοια καί ἁπλότητα ζοῦν καί οἱ Χριστιανοί μας στό Κογκό. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ὑπαίθρου παρότι εἶναι πάμπτωχοι, ποτέ δέν ζητοῦν κάτι. Εἶναι εὐγενικοί στήν καρδιά καί αὐθόρμητοι στήν συμπεριφορά. Προσφέρουν ἐγκάρδια ἀγάπη, χωρίς ἀνταλλάγματα. Αὐτό πού τούς ἀρέσει πολύ εἶναι νά βγαίνουν φωτογραφίες καί μάλιστα μέ λευκούς ἀδελφούς. Σέ μιά ἐπίσκεψί μου στό χωριό αὐτό, πρίν ἀναχωρήσουμε, μία εὐσεβής γυναῖκα μᾶς πρόλαβε νά μᾶς χαρίση πρόσχαρα μία κότα. Τήν ρώτησα:-Καλά, πόσες κότες ἔχεις καί ἔφερες νά δώσης καί σ’ ἐμᾶς μία;-Ἔχω, ἔχω πολλές. -Πόσες ἔχεις;-ά, ἔχω τρεῖς καί τώρα ἔχω δύο. Μετά τήν Μουσοκατάντα, σέ ἀπόστασι 12 χιλιομέτρων, βρίσκεται τό χωριό Καγκέα, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἐνορία τοῦ ἁγίου ’Ιωάννου τοῦ Ρώσου. Κατηχητής τους ἐδῶ ὁ Φίλιππος μέ παράλυτο τό δεξί του χέρι. Καί ἐδῶ ἡ ἴδια ὑποδοχή. Αὐτή ἡ ’Ενορία εἶναι καινούργια καί οἱ Χριστιανοί ὡς Κατηχούμενοι ἔκτισαν μόνοι τους τήν ἐκκλησία τους. Βαπτίσθηκαν περί τά 60 ἄτομα τό 1992. Καί ἐδῶ τό ἴδιο τυπικό τῶν ’Ακολουθιῶν τηρήθηκε. Τήν ἑπομένη ἔφυγαν γιά τό χωριό Τσιπάγια, πού ἀπέχει 35 χιλιόμετρα. Εἶναι ὁ τελευταῖος σταθμός τους. Κι ἐδῶ ἐνίσχυσαν τούς ὀλιγοστούς Χριστιανούς τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου ’Ιωάννου τοῦ Προδρόμου. Τούς ἐξωμολόγησε ὁ π. Φώτιος, τούς κοινώνησε καί τήν ἄλλη ἡμέρα ἐπῆραν τόν μαρτυρικό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιά νά φθάσουν μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες στό Κολουέζι, κι ἄς ἀπέχει μόνο 70 χιλιόμετρα!
’Αρρώστειες καί ἐπιδημίες Στό Κογκό ἡ πλέον διαδεδομένη καί θανατηφόρος ἀρρώστια εἶναι ἡ ἑλονοσία. Προέρχεται ἀπό τά κουνούπια καί τά μολυσμένα νερά τοῦ ὑπεδάφους, τά ὁποῖα περιέχουν μεταλλικές οὐσίες, μικρόβια καί ἄλλες προσμίξεις. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐγκαταλελειμένοι οὐσιαστικά στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί στίς φιλάνθρωπες δραστηριότητες τῶν διαφόρων ἱεραποστόλων. Χωρίς τήν συμπαράστασι τῶν λευκῶν στόν τομέα αὐτόν ἡ θνησιμότης τῶν κατοίκων θά ἦταν σχεδόν ὁλική. Οἱ ἐπιπτώσεις ἀπ’ αὐτή τήν ἀσθένεια εἶναι διάφορες. Ἄλλοι ἔχουν πονοκέφαλο, ἄλλοι πονόματο ἰσχυρό, ἄλλοι ἀκατάσχετες διάρροιες, ἄλλοι πόνους σ’ ὁλόκληρο τό σῶμα τους, ἄλλοι ἐξασθένισι τῆς ἀντοχῆς καί ἀδυναμία βαδίσματος. Μόνο σέ μία ἡμέρα στό χωριό Κισότε, πού ἀπέχει ἀπό τό Κολουέζι 20 χιλιόμετρα, ἀπέθαναν πέντε παιδιά. Πάντως δέν ὑπάρχει ἡμέρα στήν συνοικία τῶν ἰθαγενῶν τοῦ Κολουέζι πού νά μή πεθάνουν 5-10 ἄτομα. Κατά τήν μεταφορά τῶν νεκρῶν τους προηγεῖται μία ὁμάδα νέων κοριτσιῶν πού περπατοῦν σχεδόν τρέχοντας καί τραγουδώντας. ’Ακολουθεῖ ὁ νεκρός, μεταφερόμενος στά χωριά μέ ποδήλατο καί στίς πόλεις ἐνίοτε μέ αὐτοκίνητο, πάντοτε σέ ξύλινη κάσα, διότι εἶναι κρατική ἐντολή. Καί ἀκολουθοῦν ἄλλοι ἀπό πίσω. Σ’ ὅλους τούς τάφους βάζουν σταυρό καί τοῦτο ἀπό χριστιανική ἐπίδρασι. ’Ακόμη καί στούς εἰδωλολάτρες. Δέν βγάζουν ποτέ τούς νεκρούς τους. ’Ενίοτε ἐπάνω στόν τάφο μερικῶν θά ἰδῆς μικροαντικείμενα πού χρησιμοποιοῦσαν στήν ζωή τους. Σέ κάποιο τάφο εἶδα τά σκεύη τοῦ φαγητοῦ. Σ’ ἄλλον εἶδα τίς σαγιονάρες του, ἔτσι τριμμένες, ὅπως ἀπέμειναν. Μετά τήν ταφή ἐπιστρέφουν στό σπίτι τῶν συγγενῶν τοῦ νεκροῦ καί συνεχίζουν τόν χορό καί τό τραγούδι γύρω ἀπό ἕνα τραπέζι, ἐνῶ τά ταμπούρλα παίζουν τούς ρυθμικούς τους σκοπούς. ’Από τήν ἑπομένη ἡμέρα μπαίνουν πάλι στόν ἴδιο βιοτικό τους ρυθμό. Ὅλα τά χθεσινά τελείωσαν καί σχεδόν ξεχάσθηκαν.
Ὁ παπᾶ ’Αγαθόνικος μᾶς ἔλεγε ὅτι σέ περιοδεία πού ἔκανε στήν Μπουκάμα, 300 χιλιόμετρα μακρυά ἀπό τό Κολουέζι, λόγῳ ἐπιδημίας ἱλαρᾶς, μέσα σέ δύο ἑβδομάδες εἶχαν πεθάνει 300 παιδιά. Ἔκανε Εὐχέλαιο καί παρηγόρησε τούς κατοίκους. Πόσο μεγάλη, ἀλήθεια, εἶναι ἡ ἀνάγκη φαρμάκων γιά τούς ἀδελφούς τοῦ Κογκό!
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου