Τρίτη 13 Απριλίου 2021

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ Ή ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ ΠΑΘΟΣ

῾Η γαστριμαργία εἶναι ἕνα ἐλάττωμα, ἕνα πάθος, πού κυριεύει πολλούς ἀνθρώπους. ῾Η λέξη εἶναι σύνθετη καί παράγεται ἀπό τό οὐσιαστικό γαστήρ (κοιλιά) καί τό ρῆμα μαργαίνω (κατέχομαι ὑπό μανίας καί μάργος λέγεται ὁ μανιώδης), ἔτσι ὅταν καταλαμβάνει κάποιον ἡ μανία νά γεμίσει τήν γαστέρα (κοιλιά) του, αὐτό λέγεται γαστριμαργία˙ ἄρα γαστριμαργία εἶναι τό πάθος πού μᾶς παρακινεῖ νά τρῶμε καί νά πίνουμε περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο χρειάζεται τό σῶμα μας γιά νά συντηρηθεῖ.

Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν ὁμολογητή∙ Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης στὸ ἔρ­γο του Πε­ρὶ ζῴ­ων ἀ­να­φέ­ρει ἕ­να ζῷ­ο, ποὺ λέ­γε­ται μαρ­γό (=ἀ­δη­φά­γο) καὶ ποὺ γεν­νι­έ­ται ἀ­πὸ τὴ σῆ­ψι ἀ­νά­με­σα στὴ γῆ καὶ στὸ νε­ρὸ καὶ ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ γεν­νη­θῆ δὲν παύ­ει νὰ τρώ­η χῶ­μα, ὥ­σπου νὰ τρυ­πή­ση τὴν γῆ καὶ νὰ βγῆ στὴν ἐ­πι­φά­νεια. Καὶ ὅ­ταν βγῆ, πε­θαί­νει γιὰ τρεῖς ἡ­μέ­ρες καὶ με­τὰ τὶς τρεῖς ἡ­μέ­ρες ἂν ἔρ­θη σύν­νε­φο μὲ βρο­χή, βρέ­χει πά­νω του καὶ ξα­να­ζεῖ καὶ δὲν εἶ­ναι πλέ­ον παμ­φά­γο. Ἀ­πὸ αὐ­τὸ νο­μί­ζω ὡρ­μή­θη­καν οἱ ἀρ­χαῖ­οι σο­φοὶ καὶ ὠ­νό­μα­σαν τοὺς πο­λυ­φά­γους γα­στρί­μαρ­γους

Ο λόγος για το πάθος της γαστριμαργίας δεν θα παύσει να είναι επίκαιρος, για όσο χρόνο ο άνθρωπος θα εξακολουθεί να… τρώει. Διότι η γαστριμαργία, επειδή ακριβώς είναι ένα ευχάριστο πάθος, είναι αμφίβολο εάν προ του θανάτου εγκαταλείπει τον άνθρωπο. «Θαυμάζω, ει μη τις, τάφον οικήσας, εγένετο ταύτης ελεύθερος» μας βεβαιώνει ο Αγ. Ιωάννης της Κλίμακας (Κλίμαξ έκδ. Παρακλήτου σελ. 185). Αλλά και η εποχή μας, ως εποχή αφθονίας και καλοζωίας, έχει δημιουργήσει το πλέον κατάλληλο κλίμα, για να καλλιεργείται και να γιγαντώνεται το πάθος αυτό στη ζωή του συγχρόνου ανθρώπου.

῾Ο Εὐάγριος καί ὁ Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής τήν ὀνομάζουν «ἐμπαθή λογισμό», μ᾽ ἄλλα λόγια «τό σῶμα παρεμβαίνει μόνο ὡς ὄργανο πραγμάτωσης τῆς ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς» (Συμεών Νέος Θεολόγος). Γαστριμαργία, κατ᾽ ἄλλον Πατέρα, εἶναι ἡ κατανάλωση ποσότητας φαγητοῦ μεγαλύτερης ἀπ' ὅση εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἐπιβίωσή μας, ἐνῶ λαιμαργία ἡ τάση πρός φαγητά πού ἔχουν ἀπολαυστική γεύση ἤ ἡ κατανάλωση φαγητοῦ ἀποκλειστικά γιά εὐχαρίστηση. Συμπερασματικά ἡ γαστριμαργία, κατά τούς Πατέρες, εἶναι «ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς τοῦ ἐσθίειν», «ἐπιθυμία τοῦ ἐσθίειν γιά τήν ἠδονή», ἀκόμα ἡ «ἀκράτεια τοῦ στόματος καί τῆς κοιλίας».

Γαστριμαργία είναι η υποκριτική συμπεριφορά της κοιλίας, η οποία, ενώ είναι χορτασμένη, φωνάζει πώς είναι ενδεής και ενώ είναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως, ανακράζει ότι πεινά. Γαστριμαργία είναι η δημιουργός των καρυκευμάτων, η πηγή των τέρψεων του λάρυγγος. Εσύ έκλεισες την φλέβα (των ηδονικών απαιτήσεών της), αλλά αυτή ξεπρόβαλε από άλλος μέρος. Την έφραξες και τούτη, αλλά καινούργια ανοίχθηκε. Γαστριμαργία είναι μια απάτη των οφθαλμών. Καθ΄ ήν στιγμήν κάποιος τρώγει το μέτριο σε ποσότητα φαγητό του, η γαστριμαργία τον κάνει να σκέπτεται, πώς να ήταν δυνατό να καταβροχθίση διά μιας τα σύμπαντα.

Όμως οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι το πάθος της γαστριμαργίας είναι ο προθάλαμος των υπόλοιπων σαρκικών παθών. Δηλαδή, το γεμάτο στομάχι δημιουργεί κι άλλες σαρκικές επιθυμίες. Έτσι οι ασκητές πολεμούσαν τα σαρκικά πάθη με τη νηστεία και τη σωματική άσκηση. Το συγκεκριμένο πάθος εμφανίζει δύο κύριες μορφές: μπορεί ν' αποβλέπει κατά βάση στην ποιότητα των τροφών, οπότε πρόκειται για την αναζήτηση εύγευστων και εκλεκτών εδεσμάτων, και την επιθυμία τα εδέσματα να προετοιμάζονται επιμελώς· μπορεί ν' αποβλέπει κυρίως στην ποσότητα των εδεσμάτων και τότε πρόκειται για επιθυμία να τρώγει κάποιος πολύ. Στην πρώτη περίπτωση είναι η ηδονή του στόματος και της γεύσης το κατεξοχήν ζητούμενο και επιθυμητό, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται γενικά για την ηδονή της κοιλίας και των οργάνων της πέψης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπάρχει αναζήτηση ενός συγκεκριμένου τύπου σωματικής ηδονής· να γιατί η γαστριμαργία μπορεί να ταξινομηθεί μεταξύ των «παθών του σώματος».

Ωστόσο η γαστριμαργία δεν παύει, για την ορθόδοξη ψυχοπαθολογία, να είναι ένα θανάσιμο πάθος, που απειλεί ολόκληρο τον ψυχοσωματικό οργανισμό του ανθρώπου. Ως παρά φύσιν πάθος είναι σύμπτωμα της πτώσεως του ανθρώπου και μάλιστα αιτία της πτώσεως, αν ακούσουμε τον Μ. Βασίλειο, που λέγει: «Επειδή ουκ ενηστεύσαμεν, εξεπέσαμεν του Παραδείσου». (Λόγος περί Νηστείας ΕΠΕ σελ. 28). Δηλαδή η πτώση, στην εξωτερική της μορφή είναι αποτέλεσμα της…γαστριμάργου «βρώσεως» εκείνου του μοιραίου καρπού! «Ωραίος ην και καλός εις βρώσιν ο εμέ θανατώσας καρπός» ψάλλει η Εκκλησία. (Παρακλητική, ήχος βαρύς, Μακαρισμοί).

Στην πνευματική και ηθική εκτίμηση των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, το πάθος αυτό δεν θεωρείται παρωνυχίδα αλλά ασθένεια σοβαρή, με πολλές και ποικίλες προεκτάσεις στο σώμα και την ψυχή του ανθρώπου. Μερικοί μάλιστα το τοποθετούν μπροστά από όλα τα άλλα πάθη, των οποίων γίνεται μητέρα και προστάτης. «Προ πάντων των παθών εστίν η γαστριμαργία» (Μ. Αντώνιος) και ο Αγ. Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Γαστριμαργία εστί πρώτη των οκτώ προστατών της κακίας».

Κατανοούμε πόση διαστροφή έφερε η πτώση του ανθρώπου στην φυσική ανάγκη για αυτοσυντήρηση, ώστε το φαγητό από απλή τροφοδοσία της υλικής υποστάσεως του, να καταντήσει αδηφαγία και κοιλιοδουλεία, κραιπάλη και ακρασία. Από μέσον γίνεται σκοπός της ζωής, ώστε ο άνθρωπος να μη τρώγει για να ζει, αλλά να ζει για να τρώγει, θεοποιώντας την κοιλιά… (Φιλιπ. 3,19).

Η πρόνοια, δηλ. η φροντίδα του σώματος εξέρχεται των φυσιολογικών ορίων και γίνεται παθολογική ικανοποίηση της παρά φύσιν επιθυμίας. Γι’ αυτό ο Απ. Παύλος παραγγέλλει: «Και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας». Και ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς σχολιάζει: «Οπηνίκα της σαρκός πρόνοιαν ποιούμεθα προς τας επιθυμίας, τότε δη κακόν το πάθος και σαρκικών παθών αρχή και ψυχής νόσος» (προς Ξένην μοναχήν),

Αριστοτεχνικότατο από πνευματικής και ψυχολογικής απόψεως ορισμό της γαστριμαργίας, βρίσκουμε στην Κλίμακα του Αγ. Ιωάννου του Σιναΐτου: «Γαστριμαργία είναι η υποκριτική συμπεριφορά της κοιλίας, η οποία ενώ είναι χορτασμένη, φωνάζει πως είναι ενδεής(φτωχή) και ενώ είναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως ανακράζει ότι πεινά. Γαστριμαργία είναι η δημιουργός των καρυκευμάτων, η πηγή των τέρψεων του λάρυγγος. Γαστριμαργία είναι μια απάτη των οφθαλμών. Καθ’ ην στιγμήν κάποιος τρώγει το μέτριο σε ποσότητα φαγητό του, η γαστριμαργία τον κάνει να σκέπτεται πως να ήτο δυνατόν να καταβροχθίσει δια μιας τα σύμπαντα». (Κλίμαξ, εκδ. Παρακλήτου 1985). Όπως βλέπουμε εδώ το φαγητό δεν λειτουργεί ως μέσον χορτασμού της κοιλίας, αλλά κυρίως ως μέσον ικανοποιήσεως των γευστικών αισθητηρίων. Έτσι γίνεται φανερό ότι η ηδονή παίζει πρωταρχικό και κυριαρχικό ρόλο στην γένεση και εξέλιξη του πάθους της γαστριμαργίας. Πρόκειται για ένα αισθησιασμό και μια καθαρά σαρκική απόλαυση. Έτσι εξηγείται γιατί στα περίφημα λουκούλλεια γεύματα, αφού έτρωγαν κατά κόρον, προκαλούσαν τεχνητό εμετό, για να μπορέσουν να ξαναφάγουν.

Η γαστριμαργία, όπως και όλα τα άλλα πάθη, είναι ένα άλογο (ανόητο) πάθος. Υποβιβάζει τον άνθρωπο στην κατάσταση της αλογίας και τον εξομοιώνει με τα ζώα, ή μάλλον τον πάει πιο πέρα, διότι τα ζώα, όταν κορεσθούν, σταματούν την τροφή, ενώ το απύθμενο αυτό ανθρώπινο πάθος, συνήθως δεν γνωρίζει κορεσμό.

Οταν μονιμοποιηθεί, σαρκικοποιεί και υλοποιεί τον άνθρωπο. Του κατεβάζει το νου προς τα γήινα και χαμαίζηλα και κάνει την ψυχή του «βοσκηματώδη», σαν την συγκύπτουσα, «μη δυναμένην ανακύψαι εις το παντελές». Ο νους, εξ αίτιας του πάθους, «παχύνεται», παραλύει και γίνεται ανίκανος για καθαρούς λογισμούς και μεγάλες πτήσεις. Ας θυμηθούμε και το αρχαίο: «παχεία γαστήρ λεπτόν ου τίκτει νόον». Δραματικότερος όμως είναι ο Όσιος Θαλάσσιος, που χαρακτηρίζει τον νου του γαστριμάργου «κατοικητήριον κοράκων» (Φιλοκαλία τόμ. Β’ σελ. 220).

Αφαιρεί από τον μυστικό θάλαμο της καρδιάς την κατάνυξη και το χαροποιό πένθος και εισάγει τον σκορπισμό, του νου την ευτραπελία και την πολυλογία. Αφαιρεί τον ζήλο για αγώνα και προσευχή και εισάγει την ακηδία, την οκνηρία και τέλος την λιθώδη αναισθησία, που νεκροποιεί τη ψυχή. Η ψυχή ερημώνεται από τη χάρη του Θεού, γιατί όπως ο καπνός διώχνει τις μέλισσες, έτσι και η γαστριμαργία διώχνει τη χάρη του Αγ. Πνεύματος (Μ. Βασίλειος ΕΠΕ 6 σελ. 49). Έτσι η καρδιά δυστοκεί και δεν μπορεί να γεννήσει τις άγιες αρετές, γιατί, όπως το πρόβατο δεν συνέρχεται με το λύκο, για να γεννήσουν τέκνα, έτσι και ο καρδιακός πόνος της κατανύξεως και μετανοίας δεν μπορεί να συνευρεθεί με τον χορτασμό. (Αββάς Ησαΐας Εύεργετ. Β’ σελ. 140). Αντιθέτως ένα ολόκληρο πλήθος κακιών, σαν άλλοι δορυφόροι, συνοδεύουν την «πάντων των βροτών τυραννίδα», γαστριμαργία, ήτοι: «σκληροτραχηλία, ανηκοΐα, αιχμαλωσία, μεγαλαυχία, θρασύτης, φιλοκοσμία, ην διαδέχονται προσευχή ρυπαρά και ρεμβασμοί λογισμών, πολλάκις δε και συμφοραί ανέλπιστοι, απροσδόκητοι, αις προσωμίλησεν ανελπιστία, η πάντων χαλεπωτέρα» (Κλίμαξ σελ. 193).

Η «πάμφημος Δέσποινα», όπως αποκαλείται η κοιλία, γεννά πολλούς υιούς και θυγατέρας, αλλά πρωτότοκος υιός της είναι η πορνεία και η ακολασία. Κατά τον Μ. Βασίλειο «συγχρόνως με την τρυφήν και την μέθην και τα διάφορα και ποικίλα καρυκεύματα, εισορμά και κάθε είδος κτηνώδους ακολασίας. Απ’ εδώ οι άνθρωποι γίνονται «ίπποι θηλυμανείς», εξ αίτιας του οίστρου της τρυφής, που γεννάται στη ψυχή» (ΕΠΕ 6 σελ. 49).

Πράγματι με την πολυφαγία και πολυποσία ρίχνουμε λάδι στη φωτιά των «υπογαστρίων» παθών και εξάπτουμε τις σαρκικές επιθυμίες, «αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής» (Α΄ Πέτρ. 2,11).

Ἀλ­λά τί τά λέ­ω αὐ­τά; Ἡ τρυ­φή ἀ­πο­μά­κρυ­νε καί τήν ἴ­δια τήν εὐ­σέ­βεια. Καί τό φα­νε­ρώ­νουν ἀ­πό πα­λιά οἱ Ἰσ­ρα­η­λῖ­τες γιά τούς ὁ­ποί­ους εἶ­χε λε­χθῆ λι­πάν­θη­κε, πά­χυ­νε, ἔ­γι­νε ἀ­λα­ζό­νας καί ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τόν Θε­ό καί δη­μι­ουρ­γό του» (Δευτ. 32,15). Με­τὰ ἀ­πό αὐ­τούς ἐ­κεῖ­νοι γιά τούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­φέ­ρει ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος στήν πρός Φι­λιπ­πι­σί­ους ἐ­πι­στο­λή, ὀ­νο­μά­ζον­τάς τους ἐ­χθρούς τοῦ σταυ­ροῦ. Ποι­οί εἶ­ναι αὐ­τοί, Παῦ­λε; «Ἐ­κεῖ­νοι», λέ­ει, «πού ὁ Θε­ός τους εἶ­ναι ἡ κοι­λιά καί καυ­χι­οῦν­ται γιά τήν κα­ται­σχύ­νη τους» (Φι­λιπ. 3,19). Καί τώ­ρα στήν ἐ­πο­χή μας εἶ­ναι αὐ­τοί πού ἔ­γι­ναν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά γιά τήν τρυ­φή τοῦ λαι­μοῦ καί ὅ­λοι σχε­δόν οἱ λε­γό­με­νοι φυ­σι­κοί καί οἱ ἄ­θε­οι.

Για­τί ὅ­μως ἡ τρυ­φή καί τά φα­γο­πό­τια σπρώ­χνουν τούς ἀν­θρώ­πους στά πα­ρά­λο­γα πά­θη τῆς σάρ­κας καί στήν ἀ­θε­ΐ­α καί τήν ἀ­σέ­βεια; Για­τί οἱ ἀ­να­θυ­μιά­σεις καί οἱ κα­πνοί πού ἐκ­πέμ­πον­ται ἀ­πό τήν τρυ­φή, ὄ­χι μό­νο ἐμ­πο­δί­ζουν σάν σύννεφα τόν ὑ­περ­φυ­σι­κό φω­τι­σμό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί τόν ­δι­ώ­χνουν ἀ­πό τόν νοῦ, ἀλ­λά σκο­τί­ζουν καί τή φυ­σι­κή κρί­σι τοῦ λο­γι­κοῦ καί κα­θι­στοῦν τόν τα­λαί­πω­ρο ἄν­θρω­πο σάν ἄ­λο­γο ζῶ­ο πού ὁρ­μᾶ στίς κτη­νώ­δεις ἐ­πι­θυ­μί­ες. Αὐ­τό βε­βαι­ώ­νει ἀφ’ ἑνός ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος λέ­γον­τας∙ «Οἱ ἐκ­πεμ­πό­με­νες νε­φε­λώ­δεις ἀ­να­θυ­μιά­σεις ἀ­πό τίς λι­πα­ρές τρο­φές, δι­α­κό­πτουν σάν πυ­κνό νέ­φος τίς ἐ­κλάμ­ψεις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στόν νοῦ» (Λόγ. α΄ πε­ρί νη­στεί­ας)· ἀφ’ ἑτέρου ὁ θεῖ­ος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας ­λέ­γοντας: «Κά­θε κο­σμι­κή τρυ­φή ἔ­χει μέν γλυ­κειά τήν ἄ­με­ση γεῦ­σι, συ­σκο­τί­ζει καί με­θᾶ φο­βε­ρά αὐ­τόν πού τήν δέ­χε­ται (Τόμ. β΄ τῆς Ὀκτα­τεύχ. σελ. 918). Ποῦ εἶ­σθε λοι­πόν τώ­ρα ἐσεῖς πού ἀνοηταίνετε καί φλυ­α­ρεῖ­τε λέ­γον­τας· Καί τί κα­κό εἶ­ναι τό νά φά­η κα­νείς καί νά πι­ῆ; Τά φα­γη­τά καί τά πο­τά δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α. Ὁ Θε­ός δέν τι­μω­ρεῖ τόν ἄν­θρω­πο λό­γω τοῦ φα­γη­τοῦ καί τοῦ πο­τοῦ καί ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α. Μά­θε­τε ὅμως ἀπό τά πα­ρα­πά­νω πό­σο ἀ­νό­η­τοι εἶστε καί ἄσκοπα ὁμιλεῖτε ἐ­σεῖς πού τά λέ­τε αὐ­τά, σ’ ὅ­ποι­α τά­ξι καί βαθμό καί ἄν ἀ­νή­κε­τε καί δι­δα­χθῆ­τε τήν ἀ­λή­θεια, ὅ­τι δη­λα­δή ὅ­λα τά κα­κά γεν­νι­οῦν­ται ἀ­πό τήν τρυ­φή καί τήν κοι­λι­ο­δου­λεί­α. Καί στα­μα­τῆ­στε στό ἑ­ξῆς νά χρη­σι­μο­ποιῆτε τέ­τοι­ες προφά­σεις, τίς ὁ­ποῖ­ες ξέ­ρω ὅ­τι τίς ἐ­φευ­ρί­σκε­τε γιά νά πα­ρη­γο­ρῆ­τε τή συ­νεί­δη­σί σας, ἡ ὁ­ποί­α σᾶς ἐ­λέγ­χει για­τί δέν πράτ­τε­τε σωστά. Αὐ­τά ὅ­μως σᾶς κλεί­νουν τή θύ­ρα τῆς με­τα­νοί­ας καί δέν σᾶς ἀ­φή­νουν νά με­τα­νο­ή­σε­τε. Ἀρ­χί­στε λοι­πόν στό ἑξῆς νά κα­τη­γο­ρῆ­τε καί νά μέμ­φε­σθε τόν ἑ­αυ­τό σας, για­τί αὐ­τή ἡ αὐ­το­κα­τη­γο­ρί­α ὄ­χι μό­νο εἶ­ναι κα­θαυ­τή μέ­ρος τῆς με­τά­νοι­ας καί τῆς σω­τη­ρί­ας, ὅ­πως λέ­ει ὁ θεῖ­ος Τι­μό­θε­ος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας (καν. ιζ΄), ἀλ­λά κά­πο­τε μπο­ρεῖ νά σᾶς ὁ­δη­γή­ση στήν ἀ­πο­χή τῆς τρυ­φῆς καί στήν ἀ­λη­θι­νή καί ἔμ­πρα­κτη με­τά­νοι­α.

Ὅ­λους βέ­βαι­α, χω­ρίς καμ­μιά ἐ­ξαί­ρε­σι, τούς βλά­πτει ἡ τρυ­φή, ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο τούς νέ­ους· καί ὁ λό­γος φυ­σι­κά εἶ­ναι φα­νε­ρός· ὁ νέ­ος εἶ­ναι ἀ­πό τήν φύ­σι του θερ­μός καί ἐ­πει­δή εἶ­ναι πῦρ, ὅ­ταν προσ­λά­βη καί τήν ὕ­λη τῆς λι­πα­ρό­τη­τας τῶν φα­γη­τῶν, τί γί­νε­ται τό­τε; Ἀ­πό τά πα­χειά φα­γη­τά γί­νον­ται οἱ πα­χει­οί χυ­λοί· ἀ­π’ αὐ­τους κα­τό­πιν οἱ πα­χει­οί χυ­μοί καί τό πα­χύ αἷ­μα· καί ἀ­πό αὐ­τό οἱ πα­χει­ές σάρ­κες, ἀ­πό τίς ὁ­ποῖ­ες γί­νε­ται ἡ πλη­θώ­ρα σπέρ­μα­τος καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο οἱ βί­αι­οι ἐ­ρε­θι­σμοί. καί ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά γί­νε­ται τό­τε τό τα­λαί­πω­ρο σῶ­μα μί­α φλό­γα καί ἕ­να κα­μί­νι Βα­βυ­λω­νια­κό. Ἐ­ὰν τό θη­ρί­ο τοῦ νε­α­νι­κοῦ σώ­μα­τος εἶ­ναι κα­θαυ­τό ἀ­δά­μα­στο καί μέ τήν ἔλ­λει­ψι τρο­φῆς, ποι­ά ἄ­ρα­γε ἀ­γρι­ό­τη­τα προσ­λαμ­βά­νει ὅ­ταν χορ­τά­ση; Τήν γνω­ρί­ζουν οἱ νέ­οι πού δο­κι­μά­ζουν μέ τήν πεῖ­ρα κα­θη­με­ρι­νά τίς ὁρ­μές του. Γι­’ αὐ­τό ὁ Θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ριος εἶ­πε: «Ἡ τα­λαι­πω­ρί­α εἶ­ναι ἀρ­κε­τή στό σῶ­μα. Για­τί πρέ­πει νά δώ­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρη ὕ­λη στή φλό­γα, πα­ρά ἄ­φθο­νη τρο­φή στό λο­γι­σμό; (Λόγ. εἰς τήν Πεν­τη­κο­στήν). καί ὁ Σο­λο­μών λέ­ει: «Δέν συμ­φέ­ρει στόν ἄ­φρο­να ἡ τρυ­φή». (Παρ. 19,10). καί ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος ὀ­νο­μά­ζει τή σάρ­κα τοῦ νέ­ου ἀ­σύ­νε­τη. Για­τί ἑρ­μη­νεύ­ον­τας τό ρη­τό τοῦ Σο­λο­μῶν­τα: «Οὐ συμ­φέ­ρει ἄ­φρο­νι τρυ­φή» ἔ­τσι, λέ­ει: «Τί εἶ­ναι πιό ἀ­σύ­νε­το ἀ­πό τήν κα­λο­πε­ρι­ποιη­μέ­νη σάρ­κα καί τήν ἀ­συγ­κρά­τη­τη νε­ό­τη­τα;­». Ἐ­ὰν ὅ­μως δέν μπο­ρῆς νά κό­ψης τε­λεί­ως τά λι­πα­ρά φα­γη­τά, φρόν­τι­ζε του­λά­χι­στον νά τρῶς μί­α φο­ρά τή μέ­ρα· για­τί μ’­ αὐ­τόν τόν τρό­πο καί τό σῶ­μα γί­νε­ται ἐ­λα­φρύ­τε­ρο καί ὑ­γι­ει­νό καί ὁ νοῦς κα­θα­ρό­τε­ρος καί πιό ἄ­ξιος στό νά προ­χω­ρᾶ στά θεῖ­α νο­ή­μα­τα· ἀλ­λά τό­τε σέ πα­ρα­κα­λῶ νά μήν πα­ρα­χορ­ταί­νης.

Ἀλ­λά τί τά λέ­ω αὐ­τά; Ἡ τρυ­φή ἀ­πο­μά­κρυ­νε καί τήν ἴ­δια τήν εὐ­σέ­βεια. Καί τό φα­νε­ρώ­νουν ἀ­πό πα­λιά οἱ Ἰσ­ρα­η­λῖ­τες γιά τούς ὁ­ποί­ους εἶ­χε λε­χθῆ λι­πάν­θη­κε, πά­χυ­νε, ἔ­γι­νε ἀ­λα­ζό­νας καί ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τόν Θε­ό καί δη­μι­ουρ­γό του» (Δευτ. 32,15). Με­τᾶ ἀ­πό αὐ­τούς ἐ­κεῖ­νοι γιά τούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­φέ­ρει ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος στήν πρός Φι­λιπ­πι­σί­ους ἐ­πι­στο­λή, ὀ­νο­μά­ζον­τάς τους ἐ­χθρούς τοῦ σταυ­ροῦ. Ποι­οί εἶ­ναι αὐ­τοί, Παῦ­λε; «Ἐ­κεῖ­νοι», λέ­ει, «πού ὁ Θε­ός τους εἶ­ναι ἡ κοι­λιά καί καυ­χι­οῦν­ται γιά τήν κα­ται­σχύ­νη τους» (Φι­λιπ. 3,19). Καί τώ­ρα στήν ἐ­πο­χή μας εἶ­ναι αὐ­τοί πού ἔ­γι­ναν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά γιά τήν τρυ­φή τοῦ λαι­μοῦ καί ὅ­λοι σχε­δόν οἱ λε­γό­με­νοι φυ­σι­κοί καί οἱ ἄ­θε­οι[1]. (Αγ. Νικοδημου Σ.Ε.)

Πιο απλά η βουλιμία-γαστριμαργία ως πάθος για την υπερβολική κατανάλωση τροφής μέχρι σημείου υπερβολικού κορεσμού, συχνά συνοδεύεται από την αίσθηση απώλειας του ελέγχου. Στη συνέχεια της διατροφικής αυτής διαταραχής, το άτομο εκδηλώνει αντισταθμιστικές συμπεριφορές από φόβο μήπως αυξηθεί το σωματικό του βάρος. Είναι ευνόητο, πως αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση είναι δυνατόν να προκληθούν προβλήματα σωματικής υγείας (οι πιο συνηθισμένες επιπτώσεις σχετίζονται με τις αντισταθμιστικές συμπεριφορές, όπως η φθορά των δοντιών, το πρήξιμο του προσώπου, ο ακανόνιστος καρδιακός ρυθμός και η μυϊκή ατονία που προκαλούνται από τους συχνούς εμετούς). Στο πάθος της γαστριμαργίας πέφτουμε με 5 τρόπους, που έχουν σχέση με:

  1. τον χρόνο: όταν τρώμε συχνότερα ή νωρίτερα από ό,τι πρέπει
  2. την ποσότητα: όταν τρώμε περισσότερο από όσο μας χρειάζεται
  3. με την ποιότητα: όταν τρώμε πλούσια, ακριβά και εξεζητημένα εδέσματα
  4. με τον τρόπο: όταν τρώμε με βουλιμία
  5. με την μέριμνα: όταν περνάμε πολύ περισσότερο χρόνο της ζωής μας σε γαστρονομικές φροντίδες

Οἱ Πατέρες γιά τήν τροφή

῎Ισως κάποιος νά πεῖ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας εἶναι ἐναντίον τῆς τροφῆς˙ αὐτό δέν εἶναι σωστό, διότι κανένας ἐκ τῶν Πατέρων δέν πέθανε ἀπό ἀσιτία διότι ἔτρωγαν τό ἀναγκαῖο φαγητό πού χρειαζόντουσαν γιά νά διατηρηθοῦν στή ζωή. ᾽Ακόμη οἱ Πατέρες δέν θεωροῦν ὅτι ἡ τροφή εἶναι ἀκάθαρτη καί κακή ὥστε νά κάνει τήν γαστριμαργία πάθος, αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τή Γραφή: «οὐ τό εἰσερχόμενον εἰς τό στόμα κοινοῖ τόν ἄνθρωπον» (Ματθ. ιε΄ 11). ῾Ο ᾽Απόστολος Παῦλος γράφει στό μαθητή του Τιμόθεο: «πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καί οὐδέν ἀπόβλητον μετά εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (Α' Τιμ. δ΄4). ῎Αρα τό πάθος τῆς γαστριμαργίας δέν εἶναι ἐπακόλουθο τῆς τροφῆς πού παίρνουμε, ἀλλά στό σκοπό καί στό στόχο πού βάζουμε ὅταν καθόμαστε νά φᾶμε.

῾Ο ἅγιος Δωρόθεος Γάζης ἔλεγε: «῎Αλλο πρᾶγμα εἶναι τό νά φάει κάποιος διά νά ἱκανοποιήσει τήν φυσικήν ἀνάγκην λήψεως τροφῆς καί ἄλλο νά φάγει διά νά δοκιμάσει τήν ἐκ τοῦ φαγητοῦ ἡδονήν. ῾Ο σκοπός διά τόν ὁποῖον τρώγει τις εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ τήν ἁμαρτίαν. Τό νά τρώγει δέ κανείς ὅσον ἐπιβάλλουν αἱ σωματικαί του ἀνάγκαι σημαίνει ὅτι οὖτος ὁρίζει εἰς τόν ἑαυτόν του πόσον πρέπει νά φάγει καθ᾽ ὅλην τήν ἡμέραν».

Η γαστριμαργία αποτελεί νόσο, όχι μόνο της ψυχής αλλά και του σώματος. Οι συνέπειες της στην υγεία του σώματος είναι πολυεπίπεδες, πολυάριθμες και επικίνδυνες. Πολλοί Πατέρες βλέπουν στη γαστριμαργία την πηγή του προπατορικού αμαρτήματος.

Η νηστεία είναι βία φύσεως και περιτομή των ηδονών του λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωσις από μολυσμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξις του νου, διάλυσις της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως, ταπεινός στεναγμός, χαρούμενη συντριβή, σταμάτημα της πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φρουρός της υπακοής, ελαφρότης του ύπνου, υγεία του σώματος, πρόξενος της απαθείας, άφεσις των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσις του παραδείσου.

Ας συλλάβουμε και ας ανακρίνουμε και αυτόν τον εχθρόν -προπαντός αυτόν- πού ευρίσκεται επικεφαλής όλων των επικινδύνων εχθρών μας. Αυτόν πού είναι η θύρα των παθών, η πτώσις του Αδάμ, η απώλεια του Ησαύ, ο όλεθρος των Ισραηλιτών, η ασχημοσύνη του Νώε, η προδοσία των Γομόρρων, η κατηγορία του Λώτ, η εξολόθρευσις των υιών του ιερέως Ηλεί, ο καθοδηγητής προς τους μολυσμούς. Ας την ανακρίνουμε -την γαστριμαργία- από πού γεννάται, ποιοι είναι οι απόγονοί της, ποιος είναι αυτός πού την συντρίβει και ποιος αυτός πού την εξολοθρεύει τελείως.

Λέγε μας, ω τύραννε όλων των ανθρώπων, σύ πού τους εξαγοράζεις όλους με το χρυσάφι της απληστίας, από πού εισέρχεσαι μέσα μας; Και τι εν συνεχεία συνηθίζεις να γεννάς εκεί; Και πώς μπορούμε να επιτύχουμε την έξοδό σου και απομάκρυνσι από εμάς";

Εκείνη δε ταλαιπωρημένη από τις ύβρεις αυτές, γεμάτη μανία και αγριότητα μας αποκρίθηκε τυραννικά:

"Γιατί με ονειδίζετε σείς πού είσθε υπόλογοι απέναντί μου; Και πώς φροντίζετε να με αποχωρισθήτε, ενώ εγώ είμαι εκ φύσεως συνδεδεμένη μαζί σας; Θύρα για μένα είναι η φύσις των φαγητών. Αιτίας της απληστίας μου είναι η συνεχής χρήσις. Αφορμή δε της επικρατήσεως του πάθους μου είναι η προϋπάρχουσα συνήθεια, η αναισθησία της ψυχής και η λησμοσύνη του θανάτου."

"Και πώς ζητείτε να μάθετε τα ονόματα των απογόνων μου; Θα τους απαριθμήσω και θα πληθυνθούν περισσότερο από την άμμο. Ακούστε όμως ποιοι θεωρούνται ως υιοί μου πρωτότοκοι και αγαπητοί: Πρωτότοκός μου υιός είναι ο υπηρέτης της πορνείας. Δεύτερος η σκληροκαρδία. Τρίτος ο ύπνος. Από εμένα επίσης γεννώνται η θάλασσα των λογισμών, τα κύματα των μολυσμών, ο βυθός των κρυπτών και ανεκφράστων ακαθαρσιών."

Ιδικές μου θυγατέρες είναι η οκνηρία, η πολυλογία, η «παρρησία», τα γέλια, τα αστεία και τα ευτράπελα, η αντιλογία, η σκληροτράχηλη διαγωγή και συμπεριφορά, η ανυπακοή, η αναισθησία, η αιχμαλωσία και υποδούλωσις (στα πάθη), η καύχησις, η θρασύτης. Επίσης και η αγάπη του καλλωπισμού, την οποία διαδέχονται η ρυπαρά προσευχή, ο ρεμβασμός των λογισμών και πολλές φορές συμφορές ανέλπιστες και απροσδόκητες."

Εμένα με πολεμεί, αλλά δεν με νικά, η μνήμη των αμαρτημάτων. Υπερβολικά με εχθρεύεται η σκέψις του θανάτου. Εκείνο δε πού με καταστρέφει τελειωτικά δεν υπάρχει στους ανθρώπους. Όποιος απέκτησε μέσα του Τον Παράκλητο, Τον παρακαλεί εναντίον μου. Και Εκείνος καμφθείς από τις ικεσίες δεν με αφίνει να ενεργώ με εμπάθεια. Αυτοί πού δεν εγεύθηκαν την χάρι του Παρακλήτου, επιζητούν οπωσδήποτε να γλυκαίνωνται από την ιδική μου ηδονή."

Ο Jean Claude Larchet αναφέρει ότι εμφανίζει δύο κύριες μορφές. Η πρώτη αφορά την ποιότητα των τροφών και έχει ως ζητούμενο την ικανοποίηση του στόματος και της γεύσης και η δεύτερη την ποσότητα που στοχεύει στην ικανοποίηση της κοιλιάς. Το παράδοξο είναι ότι ενώ η γαστριμαργία δεν προέρχεται από κάποια σωματική ανάγκη, το σώμα έχει άμεση εμπλοκή. Το γεγονός ότι η επιθυμία υπερβαίνει την ανάγκη, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γαστριμαργία είναι πάθος της ψυχής το οποίο εκδηλώνεται στο σώμα.

Τη σημαντικότητα του συγκεκριμένου πάθους ενισχύει και το γεγονός ότι αποτέλεσε έναν από τους τρείς πειρασμούς που επέβαλε ο διάβολος στο Χριστό στην έρημο. Η στάση του Ιησού απέναντι στον πειρασμό του διαβόλου, αποκαθιστά τη σχέση ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, η οποία είχε διαταραχθεί με τον Αδάμ και τη βρώση του απαγορευμένου καρπού. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν είναι ακάθαρτη η τροφή ή κακή η διαδικασία της διατροφής ώστε να μας οδηγεί στη γαστριμαργία. Αυτό που φταίει είναι ο τρόπος χρήσης της τροφής και ο σκοπός που εξυπηρετεί η χρήση αυτή.

Οι Άγιοι Πατέρες συχνά τονίζουν ότι την ηδονή διαδέχεται η οδύνη. Την ευχαρίστηση λοιπόν του λάρυγγος διαδέχεται ο πόνος και το βάρος του στομάχου, η παχυσαρκία και τα άλλα εξ αυτής αναρίθμητα δεινά. «Κοπιά γαστρίμαργος -γράφει ο Άγ. Εφραίμ- και συντρίβεται εμπλήσαι γαστέρα αυτού εδεσμάτων και φαγών οδυνάται περί την πέψιν…» (Ενεργ. Β΄ σελ. 145).

Παραδείγματα

Ἄς δοῦμε και μερικα παραδείγματα του πάθους αυτο

Ὅ­σοι εἶ­ναι συ­νη­θι­σμέ­νοι στίς τρυ­φές δέν αἰ­σθά­νον­ται κα­θό­λου τή γλυ­κύ­τη­τα πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν ἀ­πό­λαυ­σι. Για­τί αὐ­τή δέν προέρχεται  ἀ­πό τήν ποι­κι­λί­α καί τά πι­κάν­τι­κα φα­γη­τά, ἀλ­λά ἀ­πό τή δι­άθε­σι τῆς φυ­σι­κῆς ὄ­ρε­ξης. Γι­’­ αὐ­τό ὁ Δα­ρεῖ­ος, με­τά τόν πό­λε­μο, κα­θώς και­γό­ταν ἀ­πό τή δί­ψα, ἔ­φθα­σε σέ λα­σπῶ­δες καί βρώ­μι­κο ρυά­κι καί γε­μί­ζον­τας τήν πε­ρι­κε­φα­λαί­α του, ἤ­πι­ε νε­ρό καί ὡρ­κι­ζό­ταν ὅ­τι πο­τέ του δέν εἶ­χε πι­ῆ νερό μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη εὐ­χα­ρί­στη­σι. Καί οἱ ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες ἀ­σκη­τές στίς νη­στί­σι­μες μέ­ρες, ὅ­ταν τήν ἐ­νά­τη ὥ­ρα κα­θί­σουν νη­στι­κοί στό τρα­πέ­ζι, δο­κι­μά­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρη εὐ­χα­ρί­στη­σι καί γλυ­κύ­τη­τα στή γεῦ­σι τοῦ λι­τοῦ ἄρ­του καί στό ἁ­πλό νε­ρό, πα­ρά οἱ τρυ­φη­λοί στούς φα­σια­νούς καί τά πα­γώ­νια καί στά μυ­ρω­δᾶ­τα κρα­σιά. Για­τί ὅ­πως εἶ­πε ὁ Ξε­νο­φῶν­τας: «Εὐ­χά­ρι­στο εἶ­ναι τό ψω­μί γιά τόν πει­να­σμέ­νο καί εὐ­χά­ρι­στο τό νε­ρό γιά τόν δι­ψα­σμέ­νο». Καί ὁ Σο­λο­μών εἶ­πε: «Ἡ ψυ­χή ὅταν εἶναι χορτάτη, περιφρονεῖ  τήν κη­ρή­θρα, ἐ­νῶ ὅταν εἶναι πει­να­σμέ­νη καί τά πι­κρά γλυ­κά τῆς φαί­νον­ται» (Πα­ροιμ. 27,7). Καί ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος σω­στά εἶ­πε: «Ἐὰν θέ­λης νά ἑ­τοι­μά­σης ἐ­πι­θυ­μη­τό τρα­πέ­ζι στόν ἑ­αυ­τό σου, δέ­ξου τήν με­τα­βο­λή τῆς νη­στεί­ας· καί ἐ­σύ πού εἶ­σαι προ­σκολ­λη­μέ­νος στήν με­γά­λη τρυ­φή, ἀ­πέ­φυ­γες νά ἀ­μαυ­ρώ­σης στόν ἑ­αυ­τό σου τήν τρυ­φή καί ἀ­φά­νι­σες τήν ἡ­δο­νή μέ τήν φι­λη­δο­νί­α. Για­τί τί­πο­τα δέν εἶ­ναι τό­σο ἐ­πι­θυ­μη­τό πού νά μή φαί­νε­ται εὐ­κα­τα­φρό­νη­το ἀ­πό τήν συ­νέ­χεια τῆς ἀ­πο­λαύ­σε­ως. Ἐ­νῶ αὐ­τά πού ἀ­πο­κτᾶς σπά­νια, αὐ­τά δί­νουν καί τή με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό­λαυ­σι». (Λόγ. α΄ πε­ρί νη­στεί­ας).

Τρυ­φη­λοί καὶ γαστρίμαργοι ὑ­πῆρ­ξαν οἱ Συ­βα­ρῖ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι, ὅ­πως ἐ­ξι­στο­ρεῖ ὁ Πλού­ταρ­χος, ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το νά ὀρ­γα­νώ­σουν κά­ποι­ο τρυ­φη­λό συμ­πό­σιο, προ­ε­τοί­μα­ζαν τά φα­γη­τά ἐ­πί δύ­ο χρό­νια· καί ἦ­ταν τό­σο παραδομένοι στόν ὕ­πνο, ὥ­στε δέν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε ἕ­νας κό­κκο­ρας σ’­ ὅ­λη τήν πό­λι, γιά νά μήν ἐ­νο­χλῆ μέ τίς φω­νές του τόν ὕ­πνο τους. Τέ­τοι­οι ἦ­ταν καί οἱ Βραχ­μᾶ­νες, οἱ ὁ­ποῖ­οι στά πλου­σι­ο­πά­ρο­χα συμ­πό­σιά τους ἔβα­ζαν ὅ­λη τήν ὑ­ψη­λή τους μά­θη­σι καί φι­λο­σο­φί­α γιά νά ἐ­φευ­ρί­σκουν νέ­α ἀρ­τύ­μα­τα τρυ­φη­λῶν τρο­φῶν· τέτοιος ἦταν καί ὁ Νέ­ρω­νας, ὁ ὁ­ποῖ­ος σέ κά­ποι­ο συμ­πό­σιο πού ὠρ­γά­νω­σε γιά τούς πο­λί­τες τῆς Ρώ­μης, δέν εἶ­χε ἄλ­λο φα­γη­τό, πα­ρά γλῶσ­σες πα­γω­νιοῦ, κα­ρυ­κευ­μέ­νες μέ ποι­κί­λους τρό­πους, γιά νά εἶ­ναι πιό γλυ­κές στή γεῦ­σι καί πιό ἀ­πο­λαυ­στι­κές. Τέ­τοι­ος ἦ­ταν καί ὁ Φι­λό­ξε­νος ἐκεῖνος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­γα­ποῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν ἀ­πό­λαυ­σι τῆς τρυ­φῆς καί ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νά ἔ­χη λαι­μό μα­κρύ ὅ­πως οἱ γε­ρα­νοί, γιά νά μπο­ρῆ νά τρώ­η καί νά πί­νη ἀ­χόρ­τα­γα. Τέ­τοι­ος ἦ­ταν καί ὁ Λού­κου­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­γω­νι­ζό­ταν νά προ­ξε­νῆ νο­στι­μά­δα στή γεῦ­σι μέ ξέ­νες καί ἀ­νή­κου­στες ἀ­πο­λαύ­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες δέν ἀ­πέ­βαλ­λαν ἀλ­λά μᾶλ­λον προκαλοῦσαν τήν πεῖ­να. Τέ­τοι­ος ἦ­ταν καί ὁ Ἀ­στυ­δά­μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ὅ­ταν προ­σκλή­θη­κε ἀ­πό τόν βα­σι­λιά Ἀ­ρι­ο­βαρ­ζά­νη, σέ ἕ­να πο­λυ­τε­λέ­στα­το συμ­πό­σιο, ἔ­φα­γε μό­νος του ὅ­λα τά φα­γη­τά πού ἐ­πρό­κει­το νά φᾶ­νε ὅ­λοι μα­ζί οἱ προ­σκε­κλη­μέ­νοι καί στράγ­γι­ξε ὅ­λους τούς κρα­τῆ­ρες τοῦ κρα­σιοῦ. Τέ­τοι­ος ἦ­ταν καί ὁ Σί­λας, ὁ τύ­ραν­νος τῆς Ρώ­μης, ὁ ὁ­ποῖ­ος γιά νά κά­νη ἕ­να συμ­πό­σιο, ἐ­ρή­μω­σε τά δά­ση ἀ­πό τά τε­τρά­πο­δα ζῶ­α καί τόν ἀ­έ­ρα ἀ­πό τά που­λιά καί κά­θε μέ­ρα τοῦ πε­ρίσ­σευ­αν φα­γη­τά, γιά νά χορ­τά­ση λα­ός ἀ­μέ­τρη­τος.

Ἀλ­λά ὅ­λους αὐ­τούς τούς ξε­πέ­ρα­σε στίς τρυ­φές, τά συμ­πό­σια καί τά πο­λυ­τε­λῆ δεῖ­πνα τό  ζευ­γά­ρι τῆς μοι­χεί­ας, ὁ Ἀν­τώ­νιος καί ἡ βα­σί­λισ­σα τῆς Αἰ­γύ­πτου, ἡ Κλε­ο­πά­τρα. Για­τί αὐ­τοί συ­να­γω­νί­ζον­ταν με­τα­ξύ τους, ποι­ός θά νι­κή­ση τόν ἄλ­λο ὡς πρός τήν με­γα­λο­πρέ­πεια τῶν δεί­πνων. Ὥ­σπου ἡ Κλε­ο­πά­τρα νί­κη­σε τόν Ἀν­τώ­νιο, βγά­ζον­τας ἀ­πό τό αὐ­τί της ἕ­να πο­λυ­τι­μό­τα­το καί τε­ρά­στιο στό μέ­γε­θος μαρ­γα­ρι­τά­ρι, τό ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν ἐ­πε­ξερ­γα­σμέ­νος καί με­γά­λος βα­σι­λι­κός θη­σαυ­ρός καί ἀφοῦ τό διαμόρφωσε κατάλληλα τό ἔ­δω­σε στόν Ἀν­τώ­νιο καί τό ἔφαγε. Καί ἦ­ταν ἕ­τοι­μη νά σπά­ση καί τό ἄλ­λο μαρ­γα­ρι­τά­ρι πού φο­ροῦ­σε στό ἄλ­λο της αὐ­τί, ἄν ὁ Ἀν­τώ­νιος δέν ὡ­μο­λο­γοῦ­σε τήν ἧτ­τα του. Πό­σο ἄ­θλιος καί τα­λαί­πω­ρος ἦ­ταν ὁ νοῦς αὐ­τῶν τῶν ἀν­θρώ­πων! Για­τί μο­λο­νό­τι αὐ­τός δό­θη­κε ἀ­πό τό Θε­ό γιά ὑ­ψη­λές ἐ­νέρ­γει­ες, κα­τάν­τη­σε σέ αὐ­τούς, ἀλ­λοί­μο­νο! ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νος καί εὐ­τε­λέ­στα­τος μά­γει­ρας· ἔ­τσι μπο­ρεῖ κα­νείς νά πῆ γιά ὅ­λους αὐ­τούς ὅ­τι δέν ἔ­τρω­γαν γιά νά ζοῦν, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῶν λο­γι­κῶν, ἀλ­λά ὅ­τι ζοῦ­σαν γιά νά ἀ­πο­λαμ­βά­νουν, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῶν ἀ­λό­γων ὄν­των καί τῶν κτη­νῶν. Ἀλ­λά πο­λύ ἀ­θλι­ό­τε­ρος βέ­βαι­α θά εἶ­ναι ὁ νοῦς τῶν χρι­στια­νῶν, ἄν με­τά τή χά­ρι τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καί τήν ἐλ­πί­δα τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς, γί­νη ὅ­μοι­ος μέ τούς προ­α­να­φε­ρό­με­νους ἐ­θνι­κούς· καί ἀ­φοῦ ἀ­φή­ση τήν οἰ­κεί­α καί ἁρ­μό­ζου­σα σ’ αὐ­τόν τρυ­φή, πού εἶ­ναι ἡ με­λέ­τη καί ἡ ἐ­να­σχό­λη­σι μέ τά πνευ­μα­τι­κά καί νο­η­τά ἀ­γα­θά, ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τίς δυ­σω­δέ­στα­τες σω­μα­τι­κές ἀ­πο­λαύ­σεις καί τήν λα­τρεί­α τῆς κα­ταρ­γου­μέ­νης κοι­λί­ας.

Αποτελέσματα

Η γαστριμαργία αξιολογείται από τους Πατέρες ως νόσος (Δωρόθεος Γάζης, Ιωάννης Κασσιανός) και ως μορφή αφροσύνης και μανίας (Θεοδώρητος Κύρου, Μάξιμος Ομολογητής,). Νόσος και μανία όχι μόνο λόγω της διαθέσης που αποκαλύπτει, αλλά και εξαιτίας των πολυάριθμων παθολογικών συνεπειών. Εκτός του ότι η γαστριμαργία τυραννεί τον άνθρωπο, τον αποξενώνει απομακρύνοντάς τον από τον Θεό, ταυτόχρονα θέτει σε κίνδυνο την υγεία του σώματος του. Οι άγιοι ασκητές παρατηρούν καταρχήν ότι η ασωτία στις τροφές στερεί το νου από την “ενέργεια και την οξύτητα” (Μ. Βασίλειος), τον βαραίνει, τον βυθίζει σε κατάσταση σκότους” (Ισαάκ Σύρος), χαύνωσης, “αναισθησίας και ύπνου (Ισαάκ Σύρος), συνέπειες που αντανακλώνται στην ψυχή καθολοκληρία. «Υπό πλήθους βρωμάτων βαρούμενον το σώμα δειλόν τινα και δυσκίνητον τον νουν απεργάζεται» (Διάδοχος Φωτικής). Μια τέτοια κατάσταση δυσχεραίνει την πτήση του νου στα πνευματικά, τον δυσκολεύει την προσευχή” και “γίνεται πρόξενος ακηδίας”(Ισαάκ Σύρος). Τα πάθη, κυρίως η γαστριμαργία κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή:«συνδεσμούσι τον νουν τοις υλικοίς πράγμασι και κατέχουσιν αυτόν εις την γην, λίθου δίκην βαρυτάτου αυτώ επικείμενα· φύσει όντα αυτόν πυρός κουφότερον και οξύτερον!». Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει για τον γαστρίμαργο: «μόνη τη γαστρί και τοις μετά γαστέρα ζων, απηλλοτριωμένος δε της ζωής του Θεού». Ο Ιωάννης Σιναϊτης επισημαίνει ότι το πάθος αυτό: οδηγεί στην ξήρανση των αγίων δακρύων της μετάνοιας”.

«Πολλά πιάτα, πολλές αρρώστιες» έλεγε και ο φιλόσοφος Σενέκας. Ο δε Άγγλος ποιητής Φλέτσερ πολύ σοφά: «Οι περισσότεροι άνθρωποι σκάβουν τον τάφο τους με τα πιρούνια και τα μαχαίρια που χρησιμοποιούν προς ικανοποίηση της ακόρεστης αδηφαγίας τους». Άλλα και ο ιατρός Γκενιό έχει δίκαιο ισχυριζόμενος ότι η λαιμαργία σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους, παρά η πείνα! Από το λίγο φαί πεθαίνουν λίγοι και από το πολύ πεθαίνουν πολλοί!… Την 13η Απριλίου 1988 οι εφημερίδες έγραψαν ότι εις μεν την Θεσ/νίκη κατά τις ήμερες του Πάσχα μετεφέρθησαν στα Νοσοκομεία περί τα 100 άτομα, εις δε την Αθήνα περί τα 532 από… γαστριμαργικό φόρτο!!

Ύστερα από όλα αυτά κατανοούμε πλέον ότι το πρόβλημα δεν είναι, εάν πρέπει ο άνθρωπος να τρώγει ή να μην τρώγει. Η Αγ. Γραφή διδάσκει ότι «παν κτίσμα του Θεού εστί καλόν και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον» (Α’ Τιμ.4,4). Το πρόβλημα εντοπίζεται στο πόσο τρώγει, τί τρώγει και κυρίως πώς τρώγει. Αν δηλ. η λήψη της τροφής γίνεται εμπαθώς ή απαθώς, με σκοπό την πλήρωση της ανάγκης ή την ικανοποίηση της επιθυμίας. Γι αυτό και τα λόγια του Αββά Κασσιανού μπορούν εν προκειμένω να χρησιμεύσουν ως χρυσός κανόνας: «να δίνουμε στο σώμα όσα η ανάγκη θέλει και όχι όσα η ηδονή απαιτεί».

ΘΕΡΑΠΕΊΑ

Εκείνος που περιποιείται την κοιλία του και αγωνίζεται να νικήση το πνεύμα της πορνείας, ομοιάζει με εκείνον πού προσπαθεί να σβήση μεγάλη φωτιά με λάδι. Όταν θλίβεται η κοιλία ταπεινούται η καρδία. Όταν όμως δέχεται περιποιήσεις, θεριεύουν και αλαζονεύονται οι λογισμοί.

Εξέταζε τον εαυτόν σου την πρώτη ώρα της ημέρας και το μεσημέρι και την τελευταία πρό του φαγητού, και θα κατανοήσης έτσι την ωφέλεια της νηστείας. Το πρωί (πού δεν πεινάς) οι λογισμοί σκιρτούν και περιπλανώνται εδώ κι εκεί, κατά την έκτη ώρα ατονούν κάπως, και κατά το ηλιοβασίλεμα έχουν εντελώς ταπεινωθή.

Κλίμακα:. Κυριάρχησε στην κοιλία σου, πρίν κυριαρχήση αυτή πάνω σου, και τότε θα αναγκασθής να νηστεύης γεμάτος καταισχύνη. Αυτό που είπα το καταλαβαίνουν εκείνοι πού έπεσαν στον ακατανόμαστο βόθρο. Όσοι είναι ευνούχοι -(κατά πνεύμα ευνούχοι) (πρβλ. Ματθ. ιθ΄12) δεν εγνώρισαν το αμάρτημα αυτό.

Ας περικόψωμε τις απαιτήσεις της κοιλίας με την σκέψι του αιωνίου πυρός. Μερικοί πού υπετάγησαν σ΄ αυτήν έφθασαν στην ανάγκη στο τέλος να αποκόψουν τα μέλη του σώματός τους, και απέθαναν έτσι σωματικά και ψυχικά. Ας ερευνήσωμε, και οπωσδήποτε θα διαπιστώσωμε πώς τα ηθικά μας ναυάγια προέρχονται μόνο από την γαστριμαργία.

῞Οπως γιά ὅλες τίς ἀσθένειες τοῦ σώματος ὑπάρχουν φάρμακα πού τίς καταπολεμοῦν καί τίς θεραπεύουν ἔτσι καί γιά τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, τά πάθη, ὑπάρχουν τά κατάλληλα φάρμακα πού ὄχι μόνο τίς θεραπεύουν ἀλλά ἀπελευθερώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν τυραννικό ζυγό τους.

Αν σου είναι εύκολο, δίδε στην κοιλία σου τροφή χορταστική και ευκολοχώνευτη, ώστε με τον χορτασμό να ικανοποιήσουμε την αχόρταστη όρεξί της, ενώ με την σύντομη χώνευσι να σωθούμε από την σαρκική πύρωσι σαν από μάστιγα. Ας εξετάσωμε, και θα βρούμε πώς τα περισσότερα από τα φαγητά πού «φουσκώνουν» ερεθίζουν την σάρκα.

Αυτό το σκοπό υπηρετεί και η καθιέρωση της νηστείας εκ μέρους της Αγίας μας Εκκλησίας. Με το σύνθημα «θλίβε την κοιλία» δια της νηστείας, παροτρύνει τον πιστό όχι βέβαια στην παντελή ασιτία, αλλά στο περιορισμό της ποιότητας και ποσότητας των φαγητών, με σκοπό την περιστολή της εμπαθούς ηδονής της γεύσεως. Σκοπός της είναι να μας κάνει παθοκτόνους και όχι σωματοκτόνους.

«Η νηστεία είναι βία φύσεως και περιτομή των ηδονών του λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωσις από λογισμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξις του νου, διάλυσις της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως… ελαφρότης του ύπνου, υγεία του σώματος, πρόξενος της απαθείας, άφεσις των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσις του Παραδείσου» (Κλίμαξ σελ. 191).

Η πνευματική πατερική παράδοση της Εκκλησίας διδάσκει εμπειρικά ότι, με την ισάγγελη πολιτεία της νηστείας και γενικότερα της εγκράτειας το άλογο (ανόητο δηλ.) πάθος της γαστριμαργίας και κοιλιοδουλείας καταστέλλεται, όπως και τα άλλα πάθη του σώματος και της ψυχής. Ο νους ελευθερώνεται και η καρδία συντρίβεται. «Τριμερής εγκράτεια, ύπνου, τροφής και σωματικής ανέσεως, συντρίβει καρδίαν» διδάσκει ο άγιος Μάρκος ο ασκητής.

Η συναίσθηση του πάθους οδηγεί στην μετάνοια και στην εκζήτηση του θείου ελέους, δια της προσευχής, προς απαλλαγή από το πάθος, με την επίγνωση ότι ο άνθρωπος «ουκ άλλως έσται εγκρατής, εάν μη ο Θεός δώ» (Σοφ. Σολομ. 8,2).

Ο Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος υποδεικνύει επίσης και πρακτικούς τρόπους σταδιακής απαλλαγής από την δουλεία του πάθους, μια και τα πάθη δεν κόβονται δια μιας. «Ας κόψουμε πρώτα τα λιπαρά, έπειτα τα ερεθιστικά, και έπειτα τα εύγευστα» (ένθ. άνωτ. σελ. 187).

Ισχυρό ὄπλο γιά τήν καταπολέμηση τῆς γαστριμαργίας εἶναι ἡ νηστεία. Αὐτή δόθηκε σάν ἐντολή στόν παράδεισο˙ διαβάζουμε στή Γένεση: «Καί ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεός τῷ ᾽Αδάμ λέγων˙ ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσω βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γιγνώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾽ αὐτοῦ˙ ᾗ δ᾽ ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γένεση β´ 16).

῾Η ἁγία μας ᾽Εκκλησία προκειμένου νά βοηθήσει τούς πιστούς ὄχι μόνον νά ἀπαλαχθοῦν ἀπό τό πάθος τῆς γαστριμαργίας, ἀλλά καί νά ἀνεβοῦν πνευματικά θέσπισε περιόδους νηστείας˙ ἔτσι οἱ ᾽Ορθόδοξοι νηστεύουμε κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή˙ σαράντα ἡμέρες πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων (ἀπό 15 Νοεμβρίου μέχρι καί 24 Δεκεμβρίου)˙ τήν ῾Αγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή (ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα μέχρι καί τό Μεγάλο Σάββατο, εἶναι πολύ αὐστηρή νηστεία)˙ τή νηστεία τῶν ῾Αγίων ᾽Αποστόλων (ἀρχίζει τή Δευτέρα μετά τήν ἑορτή τῶν ῾Αγίων Πάντων καί τελειώνει στίς 28 ᾽Ιουνίου)˙ τέλος ἔχουμε καί τή νηστεία πρός τιμήν τῆς Παναγίας (ἀρχίζει ἀπό τήν 1η Αὐγούστου καί τελειώνει τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου).

Οἰ Πατέρες λέγουν ὅτι οἱ πιστοί πρέπει νά δίνουν προσοχή διότι ἡ νηστεία χρειάζεται διάκριση, δέν πρέπει νά νηστεύουμε πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας, ὅταν ἡ ὑγεία μας δέν τό ἐπιτρέπει˙ δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι οἱ ἔρευνες πού ἔκαναν οἱ εἰδικοί ἔδειξαν ὅτι ὅταν κάνουμε νηστεία σύμφωνα μέ τίς ὑποδείξεις τῶν Πατέρων ὄχι μόνον δέν κινδυνεύει ἡ ὑγεία μας ἀλλά ἀπεναντίας ὁ ὀργανισμός ἀποτοξινώνεται καί δέν προσβάλεται εὔκολα ἀπό διάφορες ἀσθένειες. Χριστιανική νηστεία καί ὑγιεινή διατροφή εἶναι γιά τήν ᾽Ιατρική σχεδόν ταυτόσημες ἔννοιες.

Μαζί μέ τή νηστεία οἱ Πατέρες, σάν ἀντίδοτό της συνιστοῦν καί τή μνήμη το θανάτου, καθῶς καί τῆς μέλλουσας κρίσεως• «῞Οταν λάβεις θέση σέ πλούσιο τραπέζι - συμβουλεύει ὁ ῞Αγ. ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος - φέρε ἐμπρός σου τή μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως˙ ἴσως ἔτσι νά συγκρατήσεις λίγο τό πάθος. ᾽Αλλά κι ἄν ἀκόμη δέν ἐγκρατευθεῖς, τουλάχιστον θά ταπεινωθεῖς καί θά ἀναστενάξεις, συγκρίνοντας τήν πολυφαγία σου μέ τό πάθος τοῦ Χριστοῦ» (Κλίμαξ σελ. 191).

Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι στή γαστριμαργία συνήθως πέφτουμε ὅταν τρῶμε συχνότερα ἀπ᾽ ὅσο πρέπει ἤ νωρίτερα ἀπό τήν κατάλληλη ὥρα, ὅταν τρῶμε καί πίνουμε περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο μᾶς χρειάζεται, ὅταν ἐπιζητοῦμε πλούσια, ἀκριβά καί ἐξεζητημένα φαγητά, ὅταν τρῶμε μέ βουλιμία κι ὅταν σπαταλᾶμε μεγάλο μέρος τοῦ πολύτιμου χρόνου τῆς ζωῆς μας σέ γαστρονομικές ἀσχολίες καί φροντίδες.

Ο χρυσός κανόνας εἶναι «νά δίνουμε στό σῶμα ὅσα ἡ ἀνάγκη θέλει καί ὄχι ὅσα ἡ ἠδονή ἀπαιτεῖ».

Όπως και αν έχουν τα πράγματα, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο αγώνας κατά του φοβερού πάθους της γαστριμαργίας δεν είναι εύκολος. Είναι σκληρός και κουραστικός. Συνεχής και ισόβιος. Έχουμε να παλαίουμε με ένα εχθρό, που βρίσκουμε συνεχώς μέσα στο στόμα μας, επί κεφαλής όλων των επικίνδυνων έχθρων μας. Πολεμούμε αυτόν που είναι: «η θύρα των παθών, η πτώση του Αδάμ, η απώλεια του Ησαύ, ο όλεθρος των Ισραηλιτών, η ασχημοσύνη του Νώε, η προδοσία των Γομόρων, η κατηγορία του Λώτ, η εξολόθρευση των υιών του Ιερέως Ηλεί κ.ο.κ.» (ενθ. άνωτ. 192). Αλλά είναι και ωραίος. Χαρίζει χαρά, άνεση και ειρήνη. Είναι σαν τον ζαχαροκάλαμο όπως είπε κάποιος! Αυτό τονίζει και ο Μ. Αντώνιος: «Εγκράτεια, ευδαιμονία εστί και ελπίς αγαθή ταις ψυχαίς τών ανθρώπων».

Η νίκη στον αγώνα αυτόν είναι νίκη ανδρεία και η πιό μεγάλη. Γιατί ακόμη και ο Μ. Αλέξανδρος έλεγε: «Μάταιες θα είναι όλες μου οι νίκες, αν δεν δυνηθώ να νικήσω τον εαυτόν μου»!

ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ