Η Εκκλησία είναι η Βασιλεία του Θεού, η Βασιλεία των Ουρανών. Το πανευφρόσυνο άγγελμα που κόμισε ο Χριστός στον κόσμο ήταν το ότι κόμιζε τη Βασιλεία, και μας έδινε τη δυνατότητα μετοχής της, προσοικειώσεώς της. «Ήλθεν ο Ιησούς… κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού και λέγων ότι πεπλήρωται ο καιρός και ήγγικεν η βασιλεία του Θεού» (Μάρκ. 1.14-15).
Προάγγελος του αγγέλματος του ποθούμενου έγινε ο Πρόδρομος «Ιωάννης ο βαπτιστής κηρύσσων… ήγγικε γάρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 3.1-2).
Η Βασιλεία αρχίζει για τον καθένα μας προσωπικά από τη γη και τελειώνει στον Ουρανό. Όχι! Δεν τελειώνει, αλλά τελειώνεται –ή πιο σωστά εμείς αντιλαμβανόμαστε και ζούμε την τελειότητα της– στον μέλλοντα αιώνα.
Ο μέγας Διδάσκαλος αφιέρωσε στην Εκκλησία μερικές πολυσήμαντες και δυνατές παραβολές Του –μα και ποιες δεν είναι δυνατές; «Και έλεγε· πώς ομοιώσωμεν την βασιλείαν του Θεού; ή εν τίνι παραβολή παραβάλωμεν αυτήν; ως κόκκον σινάπεως ος… όταν σπαρή επί της γης, μικρότερος πάντων των σπερμάτων εστί… και γίνεται μείζων πάντων των λαχάνων, και ποιεί κλάδους μεγάλους, ώστε δύνασθαι υπό την σκιάν αυτού τα πετεινά του ουρανού κατασκηνούν» (Μάρκ. 4.30-32).
Το κήρυγμα του Ευαγγελίου ξεκίνησε από μιαν ολιγάριθμη ομάδα ανθρώπων ασήμων για να διαδοθεί και απλωθεί περιφανώς στον πλανήτη.
Η επιτυχία έγκειται στην τεράστια ζωτικότητά του· είναι «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιω. 6.68). Ο σπόρος μικρός, ωστόσο έχει μέσα του την εκρηκτική γονιμότητα της ζωής, που αποτινάζει από πάνω της το χώμα και βλαστάνει την ύπαρξη.
Παρόμοια το νέο που έφερε ο Ιησούς φαινόταν κάτι μικρό, αποτέλεσμα της βραχύβιας δράσεώς Του, που θα περιοριζόταν και θαβόταν στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο της ζωής Του. Κυρίως μάλιστα θα θαβόταν με την ταφή Του.
Αλλά «εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει» (Ιω. 12.24). Ο καρπός αλληγορεί την ανάπαυση και προστασία και τροφή που βρίσκουν «τα πετεινά του ουρανού», τα οποία κατασκηνώνουν στο φυτό της Εκκλησίας. Αυτή είναι το ταμείο της θείας Χάριτος, η τροφοδότιδα των ζωοπαρόχων Μυστηρίων, χωρίς τα οποία επέρχεται στην ψυχή ο θάνατος της πείνας.
Παραπλήσια εισηγήθηκαν ότι το πανδοχείο, όπου εμπιστεύθηκε ο καλός Σαμαρείτης τον ημιθανή ληστευμένο (Λουκ. 10.34), υπαινίσσεται την Εκκλησία. Φροντίζει, νοσηλεύει, υγιάζει και αγιάζει τον άνθρωπο τον περιπεσόντα στους ληστές των αρετών δαίμονες, τον οποίο σώζει ο Χριστός ο ερχόμενος όχι από της Σαμαρείας αλλά από της Μαρίας.
Αμέσως μετά από την παραβολή του κόκκου της σινάπεως ακολούθησε εκείνη της μαγιάς: Η Βασιλεία του Θεού «ομοία εστί ζύμη, ην λαβούσα γυνή έκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία, έως ου εζυμώθη όλον» (Λουκ. 13.20-21).
Εδώ σκιαγραφείται όχι μόνο η εξωτερική επέκταση (το ζυμάρι φουσκώνει και ογκούται), αλλά κατά πρώτο λόγο η εσωτερική μεταβολή, οι διεργασίες στην εσωτερική υφή της Εκκλησίας μα και στα μύχια των πιστών της ξεχωριστά.
Και όλα αυτά γίνονται με τρόπο πνευματικό-μυστικό· όχι πομπώδη και με τυμπανοκρουσίες. «Ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως» (Λουκ. 17.20) παρατήρησε ο Κύριος. Οι μύκητες στο προζύμι είναι αόρατοι στον γυμνό οφθαλμό. Παρά ταύτα σιωπηλά –και κρυφά, θα λέγαμε– συντελούν το αναντικατάστατο έργο τους. Έτσι ταπεινά και «ένδον», χωρίς θεαματικές διαδικασίες εξελίσσεται η αναπλαστική κατεργασία μέσα στην Εκκλησία.
Επιπλέον το αλεύρι, αν και συναπαρτίζεται από μύριους κόκκους, κάνει τη μια ζύμη. Συνωδά και η Εκκλησία ενώνει σε μια ψυχή τις μονάδες-μέλη της.
Τέλος ίσως έχει εδώ θέση και άλλος συμβολισμός: Όπως το ποιόν της ζύμης είναι μαλακό, όχι σκληρό και πετρώδες, ανάλογα και η φύση της Εκκλησίας και της ψυχής είναι ευγενική, απαλή.
«Άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς [ο Κύριος] λέγων· ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω σπείραντι καλόν σπέρμα εν τω αγρώ αυτού· εν δε τω καθεύδειν τους ανθρώπους αυτού ήλθεν αυτού ο εχθρός και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου» (Ματθ. 13.24-25).
Η Εκκλησία αποτελεί τον αγρό του Θεού. Το είπε και ο Παύλος στους Κορινθίους: «Θεού γεώργιον… εστέ» (Α’ Κορ. 3.9). Η επίγεια Εκκλησία περιέχει σίτο και ζιζάνια, καλούς και κακούς. Και οι δυο κατηγορίες συναυξάνονται στο ίδιο έδαφος, δηλαδή στη ζωή. Και οι δυο απολαμβάνουν την πρόνοια και αγάπη του Δημιουργού, που «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5.45).
Τούτο όμως δεν αποτελεί άλλοθι για τους πονηρούς, δεν τους δικαιώνει αυτόματα. Το αντίθετο μάλιστα! Τους επιβαρύνει και κατακρίνει εφόσον παρότι καρπώνονται την αγαθότητα και μακροθυμία του Θεού, που τις εκχέει σε όλη την Κτίση Του, μένουν αδιόρθωτοι –τα πνευματικά ζιζάνια έχουν τη δυνατότητα και τις ευκαιρίες να μεταβολισθούν σε πνευματικό σίτο.
«Γη γάρ η πιούσα τον επ’ αυτής πολλάκις ερχόμενον υετόν και τίκτουσα βοτάνην εύθετον εκείνοις δι’ ους και γεωργείται, μεταλαμβάνει ευλογίας από του Θεού· εκφέρουσα δε ακάνθας και τριβόλους, αδόκιμος και κατάρας εγγύς, ης το τέλος εις καύσιν» (Εβρ. 6.7-8).
Επομένως αλίμονο στους ασεβείς και αδίκους αν την ώρα του θερισμού, δηλαδή της τελικής Κρίσεως ή του θανάτου σε προσωπική διάσταση, βρεθούν αμετανόητοι, βρεθούν ζιζάνια και τριβόλια. Τους περιμένει μετά το ξεχώρισμα η κατάφλεξη «πυρί ασβέστω» δηλαδή στο πυρ της Κολάσεως, όπως εξάγεται και από άλλο συναφές χωρίο (Ματθ. 3.12). Για τους ενάρετους όμως έχει επιφυλαχθεί η ουράνια αποθήκη (Εσπέριο Ασώτου), όπου «εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ. 13.26-30· 36-43).
Μια άλλη πάλι παραβολή εκφραστική με το ίδιο νόημα: «Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών σαγήνη… ην ότε επληρώθη, αναβιβάσαντες αυτήν επί τον αιγιαλόν και καθίσαντες συνέλεξαν τα καλά εις αγγεία, τα δε σαπρά έξω έβαλαν. ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος. εξελεύσονται οι άγγελοι και αφοριούσι τους πονηρούς εκ μέσου των δικαίων, και βάλουσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. 13.47-50).
Το δίχτυ ανασύρει ποικίλο περιεχόμενο ψαριών, αν μη και σκουπίδα κάπου-κάπου. Γίνεται και εδώ διαλογή, και ακολουθούν και εδώ οι διαφορετικοί, ή μάλλον αντίθετοι, προορισμοί των δυο κατηγοριών.
Εμείς –δόξα τω Θεώ!– είμαστε μέσα στην Εκκλησία. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε να τη βρούμε σαν τον καλό μαργαρίτη και να πουλήσουμε το καθετί και να την αγοράσουμε, σύμφωνα με άλλη παραβολή της (Ματθ. 13.45-46). Ήδη κατέχουμε την Εκκλησία και κατεχόμαστε από αυτήν. Είναι ο θησαυρός μας.
Ιερομόναχος Ιουστίνος