Ἡ κατὰ Θεὸν πνευματικὴ ἐμπειρία πάντα παρουσίαζε ἐνδιαφέρον καὶ συγκινοῦσε τοὺς ταπεινοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς καλοπροαίρετους χριστιανούς. Καὶ δικαίως, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιὰ τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι τὴν προσφέρουν σὲ ὅσους εἰλικρινὰ πεινοῦν γιά στερεὴ τροφὴ καὶ διψοῦν γιὰ δροσερὸ νερό.
Ἡ πνευματικὴ ἐμπειρία εἶναι μυστικὴ συγκομιδή. Προηγεῖται ἐπίμονος καὶ ἐπίπονος ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν, μὲ προσευχὴ καὶ μετάνοια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς. Προϋπόθεση αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα εἶναι ἡ πλήρης ἀφιέρωση στὸ Θεὸ καὶ ἡ ἔνταξη μέσα στὴν μακραίωνη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ μελετητὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς στοχάζονται πάνω στὴν προϋπόθεση αὐτή, χωρὶς ὅμως νὰ πείθουν, γιατί τὰ ὅσα διατυπώνουν εἶναι πρωτίστως αὐθαίρετες ἀναλύσεις τοῦ νοῦ καὶ ὄχι φωνὴ τῆς ταπεινῆς καὶ ἐξαγιασμένης καρδιᾶς τους. Κάποτε τυχαίνει νὰ εἶναι καὶ προκλητικὰ ἁμαρτωλοί, γεγονὸς ποὺ σκανδαλίζει μᾶλλον παρὰ ὠφελεῖ. Τὸ ἔργο τους εἶναι ἐντυπωσιακὸ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἀρέσκονται στὰ μεγάλα λόγια καὶ ἀνιαρὸ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ δρόμο τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ μὲ ὁδηγὸ τοὺς ἁγίους.
Στὴν ἐποχὴ μας εἶναι λίγοι οἱ κατὰ Θεὸν σοφοί, ὅπως λίγοι εἶναι καὶ οἱ συνειδητοὶ χριστιανοί. Εἶναι μεγάλο λάθος νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι κάθε κληρικὸς καὶ μοναχὸς ἀνήκει αὐτοδικαίως στὴν πρώτη κατηγορία καὶ κάθε εὐσεβὴς ἀνήκει στὴ δεύτερη κατηγορία. Ἡ ἀπογοήτευση θὰ ἔλθει γρήγορα καὶ ὁ σκανδαλισμὸς θὰ εἶναι μεγάλος.
Πολλοὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ ἐπιδιώκουν τὴν καλὴ φήμη προκειμένου νὰ γίνουν πνευματικοὶ πατέρες πολλῶν τέκνων, νὰ ἀποκαλοῦνται γέροντες καὶ νὰ κρέμονται ἀπὸ τὸ στόμα τους δεκάδες καὶ ἑκατοντάδες ἄνθρωποι, χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ ἔχουν τὴ στοιχειώδη αὐτογνωσία καὶ τὴν παραμικρὴ συναίσθηση τῆς ἀκαταλληλότητάς τους γιὰ ἕνα τόσο σπουδαῖο ἔργο.
Ἀνησυχητικὸ ἐπίσης εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ εὐσεβεῖς στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀσεβεῖς, ἀφοῦ δὲν μποροῦν νὰ ἀπαρνηθοῦν τὴ νοοτροπία καὶ τὸ φρόνημα τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, ἐνῷ δείχνουν ὅτι ἀγαποῦν τὸ Χριστὸ καὶ συχνὰ ἐκκλησιάζονται. Συνδυάζουν κοσμικὴ καὶ χριστιανικὴ ζωή, συμβιβάζουν δηλαδὴ τὰ ἀσυμβίβαστα καὶ δύσκολα παίρνουν σταθερὲς ἀποφάσεις πλήρους στροφῆς πρὸς τὸ Χριστό. Μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς δὲν συνεννοεῖσαι εὔκολα, γιατί εἶναι ἰδιόρρυθμοι καὶ ἔχουν τὴν πρόσθετη ἀδυναμία νὰ σχολιάζουν καὶ νὰ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους. Καὶ ἀπορεῖ κανεὶς γι’ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Εἶναι δυσεξήγητη καὶ ἀνυπόφορη. Ὅταν δὲ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν καὶ τοὺς γέροντές τους, ἐνοχλεῖται καὶ νιώθει οἶκτο.
Ἔλεγε κάποιος: «Ἐὰν μὲ ρωτήσει ἕνας ἀδελφὸς ἀπὸ ποιοὺς ἀνθρώπους ἔχω βιώσει τὶς περισσότερες πικρὲς καταστάσεις καὶ ἔχω δεχτεῖ ἄγριες συμπεριφορές, χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ θὰ ἀπαντήσω οἱ δικοί μου, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν πληγώσει βαθιά, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ ἐξηγήσω τὴ συμπεριφορά τους». Συμφωνῶ καὶ ἐγὼ μαζί του. Εἶμαι ὁμοιοπαθής.
Οἱ συνειδητοὶ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ ἀναπαύονται στὶς δάφνες τους καὶ στὰ μικρὰ βήματα προόδου ποὺ ἔχουν κάνει. Πάντα πρέπει νὰ βλέπουν τὴ μετριότητά τους καὶ νὰ ἐπιζητοῦν κάτι καλύτερο καὶ οὐσιαστικότερο. Μόνο ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ ἀνέβουν, ἔστω καὶ μὲ ἀργὸ ρυθμό, τὰ σκαλοπάτια τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν, ἔχοντας διαρκῶς στὸ νοῦ τους ὅτι μόνο μέσῳ αὐτῆς θὰ μπορέσουν νὰ φτάσουν τὴν εἴσοδο τοῦ παραδείσου.