Ὁ πατέρας του εἶχε σκοπό νά τόν ἀφήση διάδοχο στίς δουλειές του, ἀλλά ὅταν ὁ Μπογκομίλ τελείωσε τήν στρατιωτική του θητεία ἀνακοίνωσε στούς γονεῖς του ὅτι θέλει νά γίνη ἱερέας στό χωριό του.
Γράφτηκε στήν Ἱερατική Σχολή πού τότε βρισκόταν στή Μονή Τσερεπίς. Τελείωσε σέ τρία χρόνια μέ ἄριστα καί ἐπέστρεψε στό χωριό του ὅπου ὅλοι τόν περίμεναν νά χειροτονηθῆ. Ἦταν ἀγαπητός σέ ὅλους γιά τήν πραότητά του, τήν σεμνότητα, τόν ἥσυχο καί ἀγαθό χαρακτῆρα του. Ἔπρεπε ὅμως πρῶτα νά βρῆ πρεσβυτέρα. Ἐπειδή ἦταν ἄπειρος ἀπό τέτοια, παρεκάλεσε γνωστό του ἱερέα νά τοῦ βρῆ ἐκεῖνος πρεσβυτέρα. Αὐτή ὅμως πού τοῦ βρῆκε δέν ἦταν κατάλληλη. Τότε ἔφυγε ἀπό τό χωριό του καί γιά δέκα χρόνια, ἀπό τό 1951 μέχρι τό 1961, ἐργάσθηκε σέ οἰκοδομικές ἐργασίες. Τηροῦσε ὅμως τίς εὐλαβικές ἀρχές του καί παρέμενε πιστό τέκνο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀρχές τοῦ 1962 πῆγε νά μονάση στήν Μονή τῆς Μεταμορφώσεως Πρεομπραζένσκι κοντά στό Βελίκο Τίρνοβο. Μετά τήν καθιερωμένη δοκιμασία ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Εὐθύμιος καί τό ἔτος 1963 χειροτονήθηκε ἱερέας. Ὅταν ἄκουγε τόν κανόνα τοῦ Ὄρθρου ἔκανε σταυρό καί μετάνοια σέ κάθε τροπάριο. Ὅταν πήγαιναν ἐκεῖ μαθητές τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς καί ζητοῦσαν τήν εὐλογία του, τούς εὐλογοῦσε, ἀλλά φιλοῦσε καί αὐτός τό χέρι τους.
Τό 1964 τόν ἔστειλαν γιά ἐφημέριο στό κοντινό γυναικεῖο Μοναστήρι Πέτρου καί Παύλου. Τό Μοναστήρι εἶχε καῆ καί ὁ παπα–Εὐθύμιος ἐργαζόταν μέ τίς ἀδελφές γιά τήν ἀνοικοδόμηση. Ἔκαναν βαρειές χειρωνακτικές ἐργασίες. Μόνοι τους ἔκαναν πλιθιά ἀπό χῶμα. Παρά τήν κούραση ὅμως ποτέ δέν ξάπλωνε στό κρεββάτι, ἀλλά κοιμόταν λίγες ὧρες σέ μία καρέκλα. Ἀπό τήν πολλή ὀρθοστασία ἔσπασαν οἱ φλέβες στά πόδια του καί τά τύλιγε μέ γάζες. Φοροῦσε κατάσαρκα ἁλυσίδες πού τοῦ δημιούργησαν πληγές στήν πλάτη.
Τότε, ἐπειδή ἡ Ἱερά Μονή Ζωγράφου στό Ἅγιον Ὄρος ἔπασχε ἀπό λειψανδρία, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας ἀπεφάσισε νά στείλη μερικούς μοναχούς γιά νά τήν ἐπανδρώσουν. Ὅταν πρότειναν καί στόν παπα–Εὐθύμιο, τό δέχθηκε μέ μεγάλη χαρά καί στίς 21–10–1969 ἦρθε μέ τόν παπα–Ἰωάννη ἀπό τό ἴδιο Μοναστήρι στό Ζωγράφου.
Ἡγούμενος τότε ἦταν ὁ Ρουμᾶνος παπα–Δομέτιος, ἀπό τό Βατοπεδινό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ὑπατίου. Εἶχαν συμφωνήσει νά ἀναλάβη αὐτός Ἡγούμενος προσωρινός, χωρίς νά ἐγκαταλείψη τό Κελλί του, καί ὅταν βρεθῆ κάποιος Βούλγαρος, νά παραδώση σ᾿ αὐτόν τήν ἡγουμενία. Μετά τήν ἔλευσή του ὁ παπα–Εὐθύμιος κέρδισε τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πατέρων. Τό 1971 τόν ἔκαναν Προϊστάμενο καί στίς 3–11–1975 τόν ἐξέλεξαν ὁμόφωνα Ἡγούμενο γιά τήν ἀρετή του. Αὐτός ὅμως ἀπό ταπείνωση δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά ἀναλάβη. Ἀρνιόταν σταθερά, ἀλλά καί οἱ πατέρες ἐπέμεναν. Τότε τοῦ ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία καί τοῦ εἶπε: «Πρέπει νά δεχθῆς, δέν ὑπάρχει ἄλλος». Ἔτσι ἔγινε Ἡγούμενος μέ ἐντολή τῆς Παναγίας. Κράτησε ὅμως τήν ἁπλότητα καί τήν ταπείνωση καί ὡς Ἡγούμενος γιά 25 χρόνια.
Ποτέ του δέν προέβαλλε τόν ἑαυτό του καί δέν φαινόταν σάν Ἡγούμενος, ἀλλά προσπαθοῦσε νά εἶναι στήν ἀφάνεια. Ἦταν πρῶτος στά διακονήματα καί θυσιάστηκε γιά τό Μοναστήρι του.
Ἐκτός ἀπό τά καθήκοντα τοῦ Ἡγουμένου ἐκτελοῦσε καί καθήκοντα γραμματέα. Διάβαζε τά γράμματα καί ἀπαντοῦσε. Στήν Βουλγαρία εἶχε μάθει λίγα Ἑλληνικά, ἀλλά στό Μοναστήρι τά καλλιέργησε περισσότερο, ὥστε νά μπορῆ νά διαβάζη, νά γράφη στήν καθαρεύουσα καί νά συνεννοῆται μέ τούς Ἕλληνες προσκυνητές καί τούς κρατικούς ὑπαλλήλους.
Ὁ ἴδιος ἔκανε καί τόν Οἰκονόμο. Μόνος του μετέβαινε στήν Θεσσαλονίκη νά ψωνίση γιά τίς ἀνάγκες τοῦ Μοναστηριοῦ. Πηγαίνοντας στήν ἀγορά μέ μία γαλάζια παλαιά τσάντα ποτέ δέν χρησιμοποίησε ταξί, ἀλλά κουβαλοῦσε μόνος του στά χέρια τά ψώνια στό Κονάκι. Ὅταν τελείωνε, πήγαινε πάλι μέ τό λεωφορεῖο στό πρακτορεῖο Χαλκιδικῆς καί ἀπό κεῖ στό Μοναστήρι μέ ὅλα τά πράγματά του.
Κατά τήν διαμονή του στήν πόλη περνοῦσε πολύ ἁπλά καί ἀσκητικά. Ποτέ δέν παρέλειπε τίς ἀκολουθίες. Τίς ἔκανε ὅλες μέ τό κομποσχοίνι, τό Ψαλτήρι καί ἕνα προσευχητάριο, γιατί δέν ὑπῆρχαν τά ἀπαραίτητα βιβλία. Ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα τῆς ἀκολουθίας, κλεινόταν στό δωμάτιό του καί προσευχόταν. Ἔκανε μάλιστα πολλές μετάνοιες καί, ἄν κάποιος χτυποῦσε τήν πόρτα, δέν ἄνοιγε. Τήν πόρτα ὅμως δέν τήν κλείδωνε καί, ἂν κάποιος ἔμπαινε μέσα γιά νά τόν ρωτήση κάτι, ἔλεγε τά ἀπαραίτητα καί συνέχιζε.
Τό πρωΐ ἔκανε τόν Ὄρθρο καί καθυστεροῦσε. Πολλές φορές ὁ Ἐπίτροπος πού ἦταν μαζί του ἔχανε τήν ὑπομονή του. Χτυποῦσε τήν πόρτα, γιά νά τελειώση ὁ Γέροντας καί νά προλάβουν τίς δουλειές. Ἀλλά ὁ Γέροντας δέν βιαζόταν. Ἔπρεπε πρῶτα νά τελειώση ὅλα τά πνευματικά του καθήκοντα καί τότε ξεκινοῦσαν γιά τίς δουλειές τους, χωρίς νά πάρουν πρωϊνό.
Ὅταν τό ἀπόγευμα ἐπέστρεφαν κατάκοποι στό κονάκι, μέχρι νά μαγειρέψουν κανένα λάχανο, ὁ Ἐπίτροπος πεινοῦσε καί ἔπαιρνε λίγο ψωμί καί κανένα φροῦτο. Ὁ Γέροντας ὑπομονετικά ἑτοίμαζε τό φαγητό καί ἔτρωγε μόνο στήν τράπεζα. Ἐκτός τραπέζης ποτέ δέν ἔτρωγε τίποτε, οὔτε στό Μοναστήρι οὔτε ἐκτός.
Σέ Ἑστιατόρια ποτέ δέν πήγαινε γιά φαγητό. Ἔλεγε ὅτι αὐτό δέν ἁρμόζει στόν μοναχό. Μόνο μία φορά πού ὁ Ἐπίτροπος ἐπέμενε πολύ, κάνοντας ὑπακοή πῆγαν νά φᾶνε σ᾿ ἕνα Ἑστιατόριο. Ἀλλά, ἐνῶ ἔτρωγαν, φαινόταν ὅτι στενοχωριέται πολύ. Ὅταν δέν εἶχαν φαγητό στό κονάκι, ἔσπαζε μερικά καρύδια καί περνοῦσε τό βράδυ.
Κάποτε πῆρε ἀπό τήν Τράπεζα γιά τίς ἀνάγκες τῆς Μονῆς περίπου ἕνα ἑκατομμύριο δραχμές. Γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, τό 1986, ἦταν ἀρκετά χρήματα. Φαίνεται ὅτι κάποιος τόν παρακολούθησε καί μόλις βγῆκε, ἅρπαξε τήν παλαιά τσαντούλα του μέ τά χρήματα καί ἐξαφανίστηκε μέ μεγάλη ταχύτητα πάνω σέ μηχανή. Ὁ Γέροντας πρόλαβε μόνο νά φωνάξη: «Περίμενε, γιατί τά παίρνεις; Αὐτά εἶναι μοναστηριακά χρήματα».
Τό βράδυ ἀνέφερε τό γεγονός στόν Ἐπίτροπο, ἀλλά τό ἔλεγε ἥσυχα, χωρίς καθόλου νά εἶναι στενοχωρημένος. Μετά κοιμήθηκε ἀμέσως σάν νά μήν εἶχε συμβῆ τίποτε. Πιθανῶς εἶχε κάνει πολλή προσευχή γιά τόν κλέφτη.
Ὅταν ἦταν στήν πόλη, δέν μετεωριζόταν κοιτάζοντας τί συμβαίνει γύρω του. Ἦταν προσεκτικός. Γι᾿ αὐτό κατώρθωνε νά διαφυλάσση τήν καλή του πνευματική κατάσταση. Καί ὅταν ἐπέστρεφε στό Μοναστήρι, ἀμέσως ἔπαιρνε ἐφημερία, γιατί ἦταν λίγοι οἱ ἱερεῖς. Ἀπό τό ταξίδι κουρασμένος ὅπως ἦταν, ἔβαζε τό πετραχήλι καί ἄρχιζε τόν Ἑσπερινό. Τήν ἄλλη μέρα στήν θεία Λειτουργία διαβάζοντας τό Εὐαγγέλιο πρός τό τέλος ἡ φωνή του ἄλλαζε ἀπό τήν κατάνυξη καί τά μάτια του γέμιζαν δάκρυα, ὅπως συχνά τοῦ συνέβαινε. Ἡ ἔξοδός του στόν κόσμο δέν τόν ἀλλοίωνε, γιατί εἶχε νήψη καί ἔβγαινε ἀπό ἀνάγκη. «Προερχόμενος ὁ λόγῳ, οὐ προερχόμενος»[1].
Κατάνυξη αἰσθανόταν καί ὅταν τήν Κυριακή ἑσπέρας διάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἦταν ἄριστος λειτουργός καί ἤξερε πολλές εὐχές ἀπό στήθους. Λειτουργοῦσε ἁπλά, ταπεινά καί μέ συναίσθηση. Ὅταν δέν λειτουργοῦσε, καθόταν στόν χορό καί τοῦ ἄρεσε πολύ νά διαβάζη καί νά ψέλνη. Διάβαζε Ψαλτήρι, Κανόνες, Ὧρες, ἀργά καί καθαρά, χωρίς νά βιάζεται. Ὅταν στόν ἄλλο χορό δέν ὑπῆρχε κανείς, τότε ἀγόγγυστα ἔλεγε ὁ ἴδιος καί τά τοῦ ἄλλου χοροῦ. Οὔτε παρατηροῦσε τούς μοναχούς γιά τίς ἐλλείψεις οὔτε κατέκρινε κάποιον, ἀλλά πάντα ἦταν εἰρηνικός καί σιωπηλός.
Ἐπειδή τότε οἱ πατέρες τῆς Μονῆς προέρχονταν ἀπό διάφορα μοναστήρια τῆς Βουλγαρίας, δέν τηροῦσαν αὐστηρή κοινοβιακή τάξη. Ὁ Γέροντας, ὅταν δέν τοῦ τό ζητοῦσαν, δέν ἐπενέβαινε στήν προσωπική τους ζωή. Τούς φερόταν μέ ἀγάπη μητρική, ἀλλά γιά δύο πράγματα ἦταν ἀνένδοτος. Δέν ἐπέτρεπε συνομιλίες στήν Ἐκκλησία καί, ἂν δύο πατέρες ἦταν μαλωμένοι, ἐπέμενε πρίν ἀπό τόν Ὄρθρο νά ἔχουν συμφιλιωθῆ.
Ἐπιζητοῦσε οἱ ἀκολουθίες νά γίνωνται μέ τάξη καί εὐλάβεια, χωρίς νά συντομεύωνται. Κάποτε ἀπό λάθος τοῦ τυπικάρη δέν διάβασαν ἕναν κανόνα στήν Θεοτόκο. Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας πῆρε κάποιον μοναχό ὕστερα καί τόν διάβασαν μόνοι τους στό παρεκκλήσι τῆς Παναγίας. Ἂν καί νύσταζε, πολεμοῦσε τόν ὕπνο καί διάβασαν τόν κανόνα.
Πῶς νά μή νυστάζη ὁ Γέροντας πού συνεχῶς ἔτρεχε στά διακονήματα καί κοιμόταν ἐλάχιστα ἤ καί καθόλου ὁρισμένες νύχτες; Συχνά συνέβαινε τό ἑξῆς: Ἐπέστρεφε ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ἔπαιρνε ἐφημερία καί μετά τόν Ἑσπερινό πήγαινε μέχρι ἀργά τή νύχτα νά ζυμώση καί νά κάνη τά πρόσφορα. Ὕστερα ἑτοιμαζόταν γιά νά λειτουργήση καί πήγαινε ἀμέσως στήν Ἐκκλησία, χωρίς νά κλείση μάτι. Φυσικό λοιπόν ἦταν νά νυστάζη μέ τόση κούραση καί χωρίς ὕπνο.
Κάποτε πού μετέφερε χόρτα μέ τό τρακτέρ τόν πῆρε ὁ ὕπνος πάνω στό τιμόνι καί ἔπεσε μέ τό τρακτέρ στό ποτάμι. Τότε, τοῦ ξαναεμφανίσθηκε ἡ Παναγία. Τόν ἔσωσε, χωρίς νά πάθη τίποτε, καί τοῦ εἶπε: «Δέν πρέπει νά κάνης ὑπερβολές. Ἄν δέν εἶχα ἔρθει, τί θά πάθαινες!».
Ἄλλη φορά μετά τό Ἀπόδειπνο πῆγε στό Κελλί πού ὀνομάζεται «Πατητήρια», γιά νά βγάλη τό ρακί. Εἶχε ρωτήσει μέ ταπείνωση ὁ Ἡγούμενος τόν Ἐπίτροπο, ἂν θά πάη κάποιος μοναχός μαζί τους, ἀλλά ὁ Ἐπίτροπος ἔκρινε καλύτερα νά μείνη ὁ Ἡγούμενος μέ τούς ἐργάτες, γιά νά μήν κάνουν κατάχρηση μέ τό ρακί. Ξενύχτησε μέ τούς ἐργάτες. Τό πρωΐ κατά τίς 3 ἔφερε τό ρακί καί τό ἔβαλε στό ὑπόγειο. Ὕστερα φόρεσε τό ράσο καί τό κουκούλι καί πῆγε στήν Ἐκκλησία. Ὁ Ἐκκλησιαστικός τά εἶδε αὐτά ὅταν πῆγε νά χτυπήση τό τάλαντο. Καί ὅταν κάποιος ἀπό τούς πατέρες τόν κατέκρινε γιατί νύσταζε στήν ἀκολουθία, ὁ Ἡγούμενος πού ἄκουσε δέν μίλησε, ἀλλά μίλησε ὁ Ἐκκλησιαστικός καί θαύμασαν τήν ταπείνωση καί τήν αὐταπάρνηση τοῦ Γέροντα.
Ἄλλη φορά ἔψαχνε ὅλη τή νύχτα νά βρῆ κάποια ἔγγραφα στό Ἀρχεῖο καί δέν κοιμήθηκε καθόλου. Τήν ἄλλη μέρα πῆγε στήν Σιμωνόπετρα γιά νά φωτοτυπήση τά ἔγγραφα. Τοῦ πρότειναν νά λειτουργήση καί προετοιμάστηκε, χωρίς πάλι νά κοιμηθῆ.
Πρός ὅλους ἔδειχνε ἀγάπη, χωρίς νά διακρίνη ἐθνικότητα, θέση κοινωνική καί ἄλλα παρόμοια. Ὅσοι τόν γνώρισαν ὁμολογοῦν τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη του, ἀπό τούς Ἀστυνομικούς στό φυλάκιο τῆς Μονῆς μέχρι Ἀρεοπαγίτες ἀπό τήν Ἀθήνα.
Ὁ κ. Κυριάκος Κεσκεσιάδης πού ὑπηρέτησε ὡς Ἀστυνομικός στό Ζωγράφου γιά πολλά χρόνια, ἔλεγε: «Ὁ Γέροντας ποτέ του δέν ἀρνήθηκε καμμία ἐξυπηρέτηση στούς Ἀστυνομικούς καί στούς ἐργάτες. Εἴχαμε φιλία καί πολλές φορές πήγαινα στό Ἡγουμενεῖο. Συχνά συνέβαινε, ὅταν μιλούσαμε, νά νυστάζη ἀπό τήν κούραση. Πήγαινε καί ἔκανε ὅλες τίς δουλειές. Δέν εἶχε βοηθούς. Πάντα ἦταν μέ τό χαμόγελο καί ποτέ δέν θύμωνε.
»Μία φορά συνέβη τό ἑξῆς: Εἶχα βγῆ γιά κυνήγι καί ἤμουν μέσα στό ποτάμι σέ κάτι βάτα. Ὅταν νύχτωσε, κάποια στιγμή ἄκουσα νά πλησιάζη κάτι κάνοντας θόρυβο καί σπάζοντας τά κλαδιά. Δέν ἦταν γουρούνι, γιατί θά μέ μύριζε. Ἔφεξα μέ τόν φακό, φώναξα καί ἄκουσα ν᾿ ἀνεβαίνη πάνω στόν δρόμο. Σκέφτηκα ὅτι μπορεῖ νά εἶναι κάποιος κλέφτης καί ἔτρεξα πίσω του. Τελικά εἶδα τόν Γέροντα πού προσπαθοῦσε νά μπῆ στό αὐτοκίνητο. Τόν ρώτησα:
–Γιατί δέν ἀπάντησες;
–Φοβήθηκα, δέν ἤξερα ποιός εἶναι.
–Τί ἔψαχνες ἐκεῖ κάτω; Ρώτησα πάλι.
–Ἕνα χόρτο γιά νά τό βάλω μέσα στά βαρέλια τοῦ κρασιοῦ καί ἐπειδή ἤξερα ὅτι ἐκεῖ φυτρώνει».
Ὁ κ. Γεώργιος Σιδηρόπουλος, τελωνειακός, ἀναφέρει: «Στό Ἅγιον Ὄρος ὑπηρέτησα τό 1977 καί ἀπό τό 1987 ἕως τό 1992 στό Ζωγράφου. Πρίν πάω μόνιμα στό Ζωγράφου, πήγαινα γιά προσκύνημα καί ἔβλεπα τόν Γέροντα. Τόν γνώρισα σάν ἕναν ἀληθινό μοναχό, ἄνθρωπο τῆς προσευχῆς. Ἦταν Ἡγούμενος, ἀλλά στήν ὄψη ἦταν σάν ἀσκητής, ἀναχωρητής. Ἀγαποῦσε ὅλους, καί τούς πατέρες καί τούς προσκυνητές καί τούς ἐργάτες, ἐνῶ πολλές φορές τούς ἐξυπηρετοῦσε μόνος του στήν τράπεζα καί στό Ἀρχονταρίκι. Πάντοτε φαινόταν κουρασμένος, ἀλλά ποτέ δέν ἀρνήθηκε νά δεχθῆ κάποιον γιά ἐξομολόγηση ἤ συζήτηση. Εἶχε πολλή ὑπομονή καί καλωσύνη καί ποτέ δέν παραπονιόταν.
»Ὅταν πῆγα νά ὑπηρετήσω στό Ζωγράφου, τό κτίριο ὅπου στεγαζόταν τό Τελωνεῖο ἦταν σέ ἄσχημη κατάσταση. Ὁ Γέροντας ἐνδιαφέρθηκε καί μέ ἐνθάρρυνε νά κάνω ὑπομονή, ἐνῶ συγχρόνως ἔστειλε ἐργάτες νά κάνουν τίς ἀπαραίτητες διορθώσεις.
»Τόν ἔβλεπα νά δουλεύη παντοῦ· στήν Ἐκκλησία, στό Ἀρχονταρίκι, στήν τράπεζα, στόν κῆπο. Ὅταν ἦταν ἀνάγκη ἔκανε καί τόν ὁδηγό γιά νά μεταφέρη προσκυνητές ἤ πατέρες.
»Κάποτε πλησίαζε ἡ πανήγυρη τῆς Μονῆς καί συζητούσαμε γιά τό πῶς θά οἰκονομήσουμε τά ψάρια. Τοῦ πρότεινα νά πάω ἔξω καί νά ἀγοράσω. Ὁ ἴδιος ὅμως μοῦ πρότεινε νά ρίξουμε δίχτυα στήν θάλασσα. Πιάσαμε 80 κιλά ψάρια πού ἔφτασαν γιά τήν πανήγυρη.
»Ἄλλη φορά ἦταν χειμῶνας καί ἔρριξε πάνω ἀπό ἕνα μέτρο χιόνι. Οἱ προσκυνητές εἶχαν ἀποκλειστῆ καί ἀνησυχοῦσαν. Ὁ Γέροντας εἶπε “θ᾿ ἀνοίξουμε τό μονοπάτι”, καί ξεκίνησε πρῶτος· τόν ἀκολούθησαν καί ἄλλοι καί ἄνοιξαν τό μονοπάτι.
»Ὅταν τόν ἐπισκεπτόμουν στό Ἡγουμενεῖο, διεπίστωσα ὅτι, ὅταν ἤθελε νά ξεκουραστῆ, δέν ξάπλωνε, ἀλλά καθόταν σέ καρέκλα. Τόν ρώτησα:
–Γιατί δέν ξαπλώνεις;
–Ὁ μοναχός πρέπει πάντα νά εἶναι ἕτοιμος, σέ ἐγρήγορση, γιατί δέν ξέρει πότε θά τόν καλέσει ὁ Κύριος, εἴτε ἐδῶ νά τοῦ ἀναθέση κάποια διακονία εἴτε νά τόν πάρη κοντά Του.
»Ὁ Γέροντας μοῦ συνέστησε νά ξεκουράζωμαι καί ἐγώ σέ καρέκλα, καί προσπαθοῦσα νά τόν μιμοῦμαι. Ἐπίσης ὁ Γέροντας δέν ἀναπαυόταν στήν πολλή ζέστη τόν χειμῶνα. Ἔλεγε: “Ἡ ζέστη μᾶς κάνει χαλαρούς καί ἡ καλοπέραση δέν ἁρμόζει σέ μοναχό”.
»Μέ βοήθησε νά καταλάβω τό νόημα τῆς ζωῆς.
Μέ συμβούλευε: “Νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον ὅπως τόν ἑαυτό σου”. Ἀπό τόν Γέροντα διδάχθηκα νά προσπαθῶ νά κάνω τό καλύτερο δυνατό γιά τούς ἀνθρώπους. Ἀπ᾿ αὐτόν ἔμαθα τίς βασικές ἀρετές, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον.
»Αἰσθανόμουν χαρά νά εἶμαι μαζί του. Κάπου-κάπου μοῦ ἔκανε τήν τιμή νά ἔρχεται στό Τελωνεῖο καί νά συνομιλῆ μαζί μου. Ἦταν πολύ ταπεινός.
»Οἱ προσκυνητές, ὅταν τόν ἔβλεπαν, μοῦ ἔλεγαν: “Αὐτός ὁ μοναχός πρέπει νά εἶναι πολύ εὐλαβής καί ἐργατικός”. Καί ὅταν τούς ἔλεγα ὅτι εἶναι Ἡγούμενος, χαίρονταν ἀκόμη περισσότερο.
»Ὅταν ἔπιανα λίγα ψάρια, ἔδινα καί στόν Γέροντα, ὅταν ἐρχόταν νά μέ δῆ στό Τελωνεῖο. Δέν ἤθελε νά πάρη τίποτε. Ἔπαιρνε μόνο μισό ψαράκι, γιά νά μήν στενοχωρηθῶ.
»Ὅταν ἔμενα μόνος μου στό Τελωνεῖο στόν Ἀρσανᾶ, δέν φοβόμουν γιατί ἔλεγα: “Ἔχω τόν ἅγιο Γεώργιο πού μέ φυλάει, καί τόν Γέροντα πού προσεύχεται γιά μένα”. Μέχρι σήμερα, ὅταν τόν θυμοῦμαι, αἰσθάνομαι μεγάλη χαρά».
Κάποιος ἱεροδιάκονος Ἁγιορείτης ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία του νά μή βγῆ ποτέ ἀπό τό Ὄρος, καί προσευχόταν γι᾿ αὐτό στήν Παναγία. Ὅταν ὁ Γέροντας τό ἔμαθε, εἶπε: «Αὐτό εἶναι τό πρῶτο πρᾶγμα πού πρέπει νά ζητήση ὁ καλός μοναχός ἀπό τήν Παναγία. Ὅσες φορές ὁ μοναχός βγαίνει ἔξω στόν κόσμο, χάνει ἀπό τόν μισθό του».
Ὁ κατά σάρκα πατέρας τοῦ π. Μάρκου ἀπό τήν Κωνσταμονίτου ἦταν παρών κάποτε στόν Ἀρσανᾶ ὅπου ἕνας λαϊκός ἀπό τήν Χαλκιδική γιά ἄγνωστο λόγο ἄρχισε νά βρίζη τόν Γέροντα μέ ἄπρεπα λόγια. Ὁ ταπεινός Γέροντας κατέβασε τό κεφάλι του καί δέν εἶπε τίποτε. Στήν θέση πού στεκόταν ὁ λαϊκός ὑπῆρχε μία παλαιά πέτρινη γέφυρα. Μετά ἀπό μία ἑβδομάδα ὁ ἴδιος λαϊκός βρισκόταν πάλι σ᾿ αὐτή τήν θέση κάτω ἀπό τήν γέφυρα. Ξαφνικά χωρίς καμμία φανερή αἰτία ἡ γέφυρα σωριάστηκε καί ὁ ἄνθρωπος πέθανε κάτω ἀπό τίς πέτρες.
Μαρτυρία Ἁγιορείτου:
«Ὁ γέροντας Εὐθύμιος ἦταν σεμνός, σοβαρός, καί ταυτόχρονα μειλίχιος, χαρούμενος, ἐργατικός καί φιλακόλουθος. Ἐμφορεῖτο ἀπό φόβο Θεοῦ καί ἀπό βαθειά συναίσθηση τῆς μοναχικῆς του ἰδιότητος καί τῆς διακονίας του στό Μοναστήρι.
»Παρ᾿ ὅλο πού ἦταν προσηνής καί ζοῦσε σάν ἁπλός μοναχός καί δέν ἀπολάμβανε τίς τιμές τοῦ ἀξιώματός του ὡς Ἡγούμενος, ἐν τούτοις δέν μποροῦσες νά χάσης τόν σεβασμό καί τό ἀπαρρησίαστο, διότι ἦταν πνευματικός μοναχός πού μέλημά του ἦταν ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἔνιωθες ὅτι βιώνει καταστάσεις πνευματικές.
»Πάντα ζοῦσε μέ τήν ἀγωνία γιά τό Μοναστήρι του πού ἔπασχε ἀπό λειψανδρία καί εἶχε πολλά κτιριακά προβλήματα. Κατάφερε ὅμως παρά τίς δυσκολίες νά κρατήση τό Μοναστήρι, διότι εἶχε πίστη στόν Θεό, ἀγάπη στόν ἅγιο Γεώργιο καί φρόντιζε ὅσο μποροῦσε γιά τά ὑλικά καί τά πνευματικά».
Ὅσες φορές κάποιος δύστροπος μοναχός τοῦ φερόταν ὑβριστικά ἀποκαλώντας τον «ψοφίμι», ὁ Γέροντας δέν μιλοῦσε καθόλου. Ἀργότερα αὐτός ὁ μοναχός εἶχε πολλούς πειρασμούς καί τελικά ἔφυγε ἀπό τό Μοναστήρι. Ἦταν ταμίας, καί ὅταν παρέδωσε τό ταμεῖο, βρῆκαν ἐλλείψεις. Μερικοί πρότειναν νά τόν δικάσουν, ἀλλά ὁ ἀνεξίκακος Γέροντας πῆρε τό μέρος του: «Δέν εἶναι σωστό, εἴμαστε μοναχοί», εἶπε.
Ὁ Ἡγούμενος Εὐθύμιος ἦταν ἄνθρωπος εὐλαβής, μέ ἐσωτερική κρυφή ἐργασία καί ἀγαποῦσε τήν προσευχή. Ἔλεγε πάντοτε τήν εὐχή καί διάβαζε τά βιβλία τῶν νηπτικῶν πατέρων, ἰδιαιτέρως τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου καί τόν Βίο καί τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ἔλεγε σέ ὑποψήφιο μοναχό ὅτι τό βιβλίο εἶναι σάν καθρέφτης, γιατί μέ αὐτό βλέπεις τόν ἑαυτό σου, τήν κατάστασή σου.
Δέν ἔλειπε ἀπό τήν ἀκολουθία καί παρά τίς πολλές του ὑποχρεώσεις εὕρισκε τόν χρόνο νά κάνη τά πνευματικά του καθήκοντα.
Κάποτε νοσηλευόταν στό Νοσοκομεῖο, γιατί ἔπεσε ἀπό μία λωτιά. Ἐκεῖ δέν ἄφηνε τά πνευματικά του καί προσπαθοῦσε νά τά τελειώνη, πρίν ξυπνήσουν οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς τοῦ θαλάμου του. Καθήμενος στό κρεββάτι ἔλεγε κάπως γρήγορα τήν εὐχή. Τότε τοῦ ἐμφανίστηκε γιά τρίτη φορά ἡ Παναγία. Τήν εἶδε καθαρά, ἐνῶ ἀπό εὐλάβεια καί συστολή δέν τόλμησε νά σηκώση τά μάτια του γιά νά τήν ξανακοιτάξη. Ἄκουσε νά τοῦ λέη νά μή βιάζεται ὅταν προσεύχεται.
Αὐτό τό γεγονός ἀναγκάστηκε νά τό διηγηθῆ σέ κάποιον ἱερομόναχο πού τώρα εἶναι Μητροπολίτης στήν Βουλγαρία, γιατί κάποτε ἔκαναν ἀκολουθία στό Κονάκι στήν Θεσσαλονίκη καί ὁ τότε ἱερομόναχος διάβαζε γρήγορα γιά νά προλάβουν τίς δουλειές.
Ὁ γέροντας Εὐθύμιος ἀγαποῦσε τίς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες καί συμμετεῖχε μέ χαρά. Ἔψελνε πολύ γλυκά καί μέ εὐλάβεια, ἂν καί δέν ἤξερε πολλά μουσικά. Συχνά, ὅταν ἔψελνε κάποιο τροπάριο, τόν ἔπνιγε ἡ κατάνυξη καί ἀδυνατοῦσε νά τό τελειώση.
Ἦταν πραγματικός ἡσυχαστής, ἂν καί ὅλη μέρα δέν σταματοῦσε νά ἐργάζεται παντοῦ. Κάποιος μοναχός τοῦ πρότεινε ν᾿ ἀφήσουν τό Μοναστήρι καί νά ἡσυχάσουν στόν Ἀρσανᾶ. Ὁ Γέροντας πού ζοῦσε στήν καρδιά του τήν ἡσυχαστική ζωή, δέν δέχθηκε, ἂν καί τό ἐπιθυμοῦσε: «Καλή εἶναι ἡ ἡσυχία, ἀλλά δέν μπορῶ νά ἀφήσω τό Μοναστήρι», εἶπε.
Ἦταν πραγματικός Ἡγούμενος καί ἐφάρμοσε πλήρως καί κατά γράμμα τό ρητό: «Καί ὁ ἡγούμενος ἔστω ὡς ὁ διακονῶν». Ἔκανε ὅλες τίς δουλειές, σάν νά ἦταν ὁ τελευταῖος ἐργάτης. Μετά τήν ἀκολουθία φοροῦσε ἕνα παλαιό ζωστικό κοντό, καί πήγαινε νά καθαρίση τόν δρόμο πρός τίς μάννες τοῦ νεροῦ, ἤ ἔφτιαχνε τίς βλάβες στόν ἀγωγό τοῦ νεροῦ. Κάποτε πού εἶχε μία σοβαρή βλάβη πῆγαν πολλοί, καί ἐπειδή δέν τελείωνε ἡ δουλειά, οἱ ἄλλοι κουράστηκαν καί ἔφυγαν. Τελικά ἔμεινε ὁ Γέροντας μέ τόν Ἐπίτροπο καί ἔσκαψαν γιά νά βροῦν τήν βλάβη. Καί ἐνῶ εἶχε νυχτώσει, ὁ Γέροντας συνέδεσε μέ πολλή τέχνη τούς σωλῆνες καί γύρισε στό Μοναστήρι στή μία μετά τά μεσάνυχτα. Ὁ ἀγωγός δουλεύει μέχρι σήμερα.
Ὁ ἴδιος διόρθωνε τίς σκεπές, μάζευε τά καρύδια καί τά ἄλλα φροῦτα καί ἀνέβαινε στά δένδρα ὥς τήν κοίμησή του. Ἦταν μάγκιπας καί προσφοράρης. Ἔκανε τό κρασί καί ἔβγαζε τό ρακί τίς νύχτες, μόνος του ἤ μέ ἕναν λαϊκό ἐργάτη· μέ τόν Μῆτσο τόν μάγειρα κουβαλοῦσε ζεστό νερό γιά νά μήν ἐνοχλῆ ἄλλους.
Ὅταν κάποιος μοναχός ἦρθε ἀπό τήν Βουλγαρία γιά νά μονάση στό Ζωγράφου, ὁ Γέροντας κατέβηκε μέ τά μουλάρια στόν Ἀρσανᾶ, γιά νά τόν περιμένη. Τόν δέχθηκε μέ ἀγάπη καί ἐγκαρδιότητα, τοῦ φίλησε τό χέρι καί τόν ἀσπάστηκε. Μαζί πῆγαν στίς Καρυές γιά νά τακτοποιήσουν τά χαρτιά, ἐνῶ στό Κονάκι ὁ Γέροντας μαγείρεψε φασόλια καί τοῦ παρέθεσε τράπεζα.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά μερικοί τόν κατηγοροῦσαν ὅτι δέν κάνει ἔργα στό Μοναστήρι. Ἀλλά τότε ἦταν δύσκολη ἡ κατάσταση. Ἄν καί ἤθελε, δέν μποροῦσε νά κάνη πολλά πράγματα, διότι ἔλειπαν τά χρήματα καί ἡ Μονή ἔπασχε ἀπό λειψανδρία.
Προσπαθοῦσε νά βοηθήση τό Μοναστήρι, ἀλλά ἡ καρδιά του δέν κολλοῦσε σέ τίποτε ὑλικό. Εἶπε σέ νέο μοναχό πού τοῦ πρότεινε κάποια σχέδια γιά τήν ὑλική ἄνοδο τῆς Μονῆς: «Καλά εἶναι αὐτά (οἱ οἰκοδομές κ.λπ.), ἀλλά νά μήν κολλᾶμε ἐκεῖ ὑπερβολικά».
Ἦταν ἀσκητικός. Ἐνῶ κουραζόταν τόσο πολύ, ἔτρωγε λίγο. Ἤθελε τό φαγητό νά εἶναι ἁπλά μαγειρεμένο. Ὅταν ὁ Ἐπίτροπος πρότεινε νά βάλουν καί ἄλλα πράγματα συμπληρωματικά, ὁ Γέροντας ἔλεγε: «Δέν εἶναι ἀνάγκη. Ἔχομε στήν τράπεζα ἀρκετά πράγματα. Εἴμαστε μοναχοί. Πρέπει νά τρῶμε πιό ἁπλά καί λίγα πράγματα». Ἀλλά ἐπέμενε πάντοτε νά ὑπάρχη ἀρκετό ψωμί. Ἂν τοῦ πρότειναν νά φάη κάτι, ἔστω καί ἐλάχιστο, μετά τό Ἀπόδειπνο, δέν δεχόταν.
Ποτέ του δέν κατέκρινε κανέναν. Κακός λόγος δέν ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του. Εἶχε λεπτότητα, ἀρχοντιά, καί δέν μιλοῦσε περιφρονητικά γιά κανέναν.
Ὅλοι οἱ πατέρες τῆς Μονῆς εἶχαν πάει τοὐλάχιστον μία φορά στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Γέροντας δέν πῆγε ποτέ. Τόν τελευταῖο χρόνο τῆς ζωῆς του εἶπε σέ κάποιον: «Κάθε θεία Λειτουργία εἶναι σάν νά πᾶς στά Ἱεροσόλυμα».
Ἀγαποῦσε ἐξ ἴσου ὅλους. Αὐτό τό ὁμολογοῦν Βούλγαροι, Ἕλληνες, Ρῶσσοι καί ὅσοι τόν γνώρισαν. Ἀγαποῦσε θερμά τήν Πατρίδα του, ἀλλά μέ πνευματικό τρόπο, χωρίς ἐθνικισμό.
Τότε πού στήν Βουλγαρία ἐπικρατοῦσε ἡ ἀθεΐα τῶν κομμουνιστῶν, ὁ Γέροντας μέ πρωτοβουλία δική του ἐξέδωσε πνευματικά βιβλία καί τά ἔστελνε στήν Βουλγαρία γιά νά στηρίξουν τούς πιστούς. Ἂν καί τό Μοναστήρι δέν εἶχε πολλά ἔσοδα, δαπάνησε γι᾿ αὐτό τό σκοπό τριάμισι ἑκατομμύρια δραχμές.
Ὁ ἴδιος ἦταν τελείως ἀκτήμων. Γιά ἕνα διάστημα ἔστελναν ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας μία χρηματική βοήθεια στόν κάθε μοναχό. Ὁ Γέροντας ποτέ δέν ἄγγιξε αὐτά τά χρήματα. Τά ἔβαζε σέ μία γωνιά καί μετά ἔλεγε στόν Ἐπίτροπο νά τά πάρη καί νά τά βάλη στήν Ἐκκλησία.
Πάντοτε φοροῦσε παλαιά. Κάποτε ἀγόρασε ἕνα κοντό ζεστό γιά τόν χειμῶνα. Ἕνας μοναχός τόν ρώτησε γιατί δέν ἀγόρασε καί γι᾿ αὐτόν. Τήν ἄλλη μέρα τοῦ τό ἔδωσε καί αὐτός ἔβαλε πάλι τό παλαιό κοντό του. Ἔπλενε τά ροῦχα μόνος του μέ τά χέρια μέ κρύο νερό ἀκόμη καί τόν χειμῶνα.
Ὑπεραγαποῦσε καί εὐλαβεῖτο πολύ τήν Παναγία. Ἔλεγε πολλές φορές μέ κατάνυξη, πώς αὐτή μόνη της ἀνέβηκε τά σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ, ὅταν ἦταν τριῶν χρόνων.
Ἂν καί εἶχε πολλά τάλαντα καί πολλές γνώσεις, ποτέ δέν καυχιόταν, ἀλλά ἀντιθέτως, ὅταν ἔκανε κάποια ἐργασία, πάντοτε ρωτοῦσε κάποιον ἄλλον πῶς νά τήν κάνη, γιά νά μήν κάνη τό θέλημά του. Στήν Γεροντική Σύναξη ἔλεγε τήν γνώμη του, ἀλλά δέν προσπαθοῦσε νά τήν ἐπιβάλη. Σιωπηλά προσευχόταν καί μετά ἀπό συζητήσεις γινόταν αὐτό πού ἤθελε ὁ Γέροντας.
Γιά ἄσκηση, σπάνια ἄναβε σόμπα. Ὅταν ἤθελε καμμία φορά νά ζεσταθῆ καί ἡ ὥρα ἦταν προχωρημένη, πήγαινε στό μαγειρεῖο καί καθόταν δίπλα στήν σόμπα. Ἀλλά ἐπειδή πάντα τοῦ ἔλειπε ὕπνος, ἀμέσως ἀποκοιμόταν. Ὁ Μῆτσος ὁ λαϊκός μάγειρας ἀπό σεβασμό στεκόταν δίπλα του, γιά νά τόν φυλάη μήν πέση ἀπό τήν καρέκλα. Ἀλλά καί αὐτός νύσταζε καί κοιμόταν ὄρθιος.
Ποτέ του δέν ξάπλωσε σέ κρεββάτι γιά νά ἀναπαυθῆ. Καθόταν σέ μία καρέκλα ἤ σ᾿ ἕναν καναπέ διότι ἤθελε σάν τόν στρατιώτη νά εἶναι πάντα ἕτοιμος. Ἔτσι τόν βρῆκαν οἱ πατέρες, καθισμένον στόν καναπέ, μετά ἀπό τήν ἀγρυπνία τῶν Εἰσοδίων, στίς 21–11–1994, ἐνῶ ἡ καθαρή ψυχή του εἶχε πετάξει στούς οὐρανούς κοντά στόν Χριστό πού ἀγάπησε ἀπό μικρός καί διηκόνησε ποικιλοτρόπως σέ ὅλη του τήν ζωή.
Οἱ πατέρες παρατήρησαν πάνω στό κρεββάτι του ἕνα παχύ στρῶμα σκόνης καί ἀράχνες.
Σ᾿ αὐτή τήν ζωή ὁ γέροντας Εὐθύμιος δέν χόρτασε τόν ὕπνο, δέν ξεκουράστηκε σάν ἄνθρωπος, ἀλλά τώρα ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος Κριτής, ἂς τόν ἀναπαύση ἐν τῇ ἀγήρῳ μακαριότητι.
Ὅσοι τόν γνώρισαν, τόν θυμοῦνται μέ συγκίνηση ὡς ἅγιο ἄνθρωπο.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.