Γεννήθηκε στο χωριό Βάτσα Ντε Σους της Ρουμανίας το 1910, ο Ιωάννης, ο υιός του Ιωσήφ Μπόκα και της Χριστίνας. Το «παρατσούκλι» του στο σχολείο από τους συμμαθητές του ήταν «άγιος», για την ωραία και καθαρή ζωή του. Το σχολείο τελείωσε το 1929 αριστεύοντας. Κατόπιν σπούδασε στη Θεολογική Ακαδημία Σιμπίου. Επίσης έμαθε εκκλησιαστική μουσική, αγιογραφία και ιατρική. Το 1939 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι Σίμπαντα Ντε Σιούς και στη συνέχεια χειροτονήθηκε ιερεύς από τον μητροπολίτη Νικόλαο.
Το 1940 ήλθε στο Άγιον Όρος για να εμβαθύνει στον μοναχισμό. Μη γνωρίζοντας κανένα, περιδιάβαινε τα δάση και προσευχόταν να του φανερώσει ο Κύριος πνευματικό οδηγό. Μη βρίσκοντας απάντηση στις προσευχές του, παρακαλούσε θερμά και μετά δακρύων την Παναγία, η οποία του παρουσιάσθηκε και τον ανέβασε στον Άθωνα. Εκεί του φανερώθηκε ένας έμπειρος, άγνωστος, γηραιός ασκητής, ο οποίος του δίδαξε τα της μοναχικής πολιτείας. Η Παναγία τον ενίσχυσε κι έμεινε εκεί επί σαράντα ήμερες νηστικός.
Επέστρεψε στην πατρίδα του από τον ιερό Άθωνα με πλούσιες εμπειρίες, Με τον π. Δημήτριο Στανιλοάε συζητούσε τα του αθωνικού ησυχασμού. Μαζί εργάσθηκαν για τη μετάφραση και τον σχολιασμό της Φίλοκαλιας. Τον καιρό εκείνο όποιος τον πλησίαζε του μιλούσε μόνο για τη Φιλοκαλία. Μένοντας στο μοναστήρι Σίμπαντα Ντε Σιούς απόκτησε το χάρισμα της προοράσεως, Οι καρδιές των άνθρώπων του ήταν ανοιχτό βιβλίο. Ως εξομολόγος βοηθούσε τους εξομολογούμενους ν’ ανοίξουν διάπλατα την καρδιά τους και να πουν όλα τους τ’ ανομήματα, δίχως να κρύβουν τίποτε. Πολύ τον λυπούσε η αμετανοησία των ανθρώπων.
Στην περίοδο του αθεϊστικού καθεστώτος φυλακίσθηκε και ταλαιπωρήθηκε. Δεν έπαυσε όμως ποτέ να προσεύχεται και να βοηθά τους ανθρώπους με διάφορους τρόπους, Προείδε το τέλος του τρία έτη προ της εκδημίας του. Ανεπαύθη στις 28.11.1989, αφού προείπε την πτώση του κομμουνισμού.
Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Τώρα γνωρίζω που πηγαίνω…», Πλήθος κληρικών, μοναχών και λαϊκών τον συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία του. Ετάφη στο προαύλιο της γυναικείας μονής Πρίσλοπ, πού ήταν Πνευματικός. Ο τάφος του κατέστη προσκύνημα. Οι πιστοί μετά το προσκύνημά τους, την προσευχή τους, και κατά την πίστη τους, βλέπουν θαύματα. Τον όσιο επικαλούνται ιδιαίτερα οι νέοι.
Στον τάφο του συμβαίνει ένα παράδοξο. Ενώ εκεί έχει συνήθως παγωνιά, τα λουλούδια του τάφου του είναι πάντοτε ανθισμένα και ποτέ δεν μαραίνονται, δεν καίγονται, δεν παγώνουν.
Ο μακαριστός φίλος του μακάριου π. Αρσενίου, π. Δημήτριος Στανιλοάε, έλεγε: «Ο π. Αρσένιος είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του ορθοδόξου ρουμανικού μοναχισμού».
Είναι πολλά τα θαυμαστά έργα του, δια των οποίων ο Θεός απεκάλυψε σε πολλούς ευλαβείς Χριστιανούς ότι ο π. Αρσένιος ήτο προφήτης των ημερών μας. Συχνά στην εξομολόγηση έλεγε στους ανθρώπους που έρχονταν τα ανεξομολόγητα αμαρτήματα τους (τα όποια αυτοί τα έκρυβαν ή τα ξεχνούσαν).
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄ – 1984-2000, § Ιερομόναχος Αρσένιος Αγιορείτης (1910-1989), Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.