Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλως
«Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης (δ΄ 1- 4)».
Ἀρετὴ τῶν διδασκάλων εἶναι νὰ μὴ ζητοῦν οὔτε τιμήν, οὔτε δόξαν ἀπὸ τοὺς ἀρχομένους, ἀλλὰ τὴν σωτηρίαν των, καὶ νὰ κάμνουν τὰ πάντα πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτόν· διότι, ὅποιος ζητεῖ ἐκεῖνα, δὲν εἶναι διδάσκαλος, ἀλλὰ τύραννος. Διότι, δὲν σὲ διώρισε δι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς εἰς αὐτούς, διὰ νὰ ἀπολαύσης περισσοτέραν περιποίησιν, ἀλλὰ διὰ τὰ μὲν ἰδικά σου νὰ ἀμελῆς, ὅλα δὲ τὰ ἰδικὰ των νὰ οἰκοδομοῦνται.Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργον τοῦ διδασκάλου· τέτοιος ἦτο ὁ μακάριος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀπαλλαγμένος τελείως ἀπὸ ἀλαζονείαν, διέκειτο δὲ ἔτσι, ὡσὰν νὰ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλούς, μᾶλλον δὲ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς μικρότερος. Διὰ τοῦτο καὶ ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸν του δοῦλον των καί ὅλα τὰ λέγει παρακαλῶντας χωρὶς νὰ ὁμιλεῖ ὡς αὐθεντία καὶ ἐπιτακτικά, ἀλλὰ μὲ τρόπον συνεσταλμένον καὶ παρακλητικόν.
«Σᾶς παρακαλῶ λοιπὸν ἐγώ», λέγει, «ὁ φυλακισμένος διὰ τὸν Κύριον, νὰ ζῆτε ἀντάξια πρὸς τὴν κλῆσιν, τὴν ὁποίαν ἐλάβατε». «Τί παρακαλεῖς; εἶπέ μου. Διὰ νὰ κερδίσης τίποτε ἐσύ; Καθόλου, ἀλλὰ διὰ νὰ σώσω ἄλλους», λέγει. Καὶ ὅμως, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι παρακαλοῦν, παρακαλοῦν δι’ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἐνδιαφέρουν.
Καὶ ἐμένα αὐτὸ μὲ ἐνδιαφέρει, λέγει, ὅπως καὶ ἀλλοῦ γράφει: «τώρα ζῶμεν, ἐὰν στέκεσθε σεῖς σταθεροὶ εἰς τὸν Κύριον». (Α΄ Θέσ. 3: 8). Διότι πάντοτε ἐπόθει πάρα πολὺ τὴν σωτηρίαν τῶν μαθητῶν του.
«Ἐγὼ ὁ φυλακισμένος διὰ τὸν Κύριον». Μεγάλο ἀξίωμα καὶ δυνατὸ καὶ μεγαλύτερο καὶ ἀπὸ βασιλείας καὶ ὑπατείας καὶ ἀπὸ ὅλα. Πρᾶγμα βέβαια, τὸ ὁποῖον λέγει καὶ εἰς τὸν Φιλήμονα «ὡς Παῦλος πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλήμ. 9). Τίποτε λοιπὸν δὲν εἶναι τόσο λαμπρόν, ὅσον ἡ φυλακὴ διὰ τὸν Χριστόν, ὅσον οἱ ἁλυσίδες, οἱ ὁποῖες κρατοῦν δέσμια τὰ ἁγία ἐκεῖνα χέρια. Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν Χριστὸν καὶ καταφλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπην Του, γνωρίζει τὴν δύναμιν τῶν λόγων. Γνωρίζει αὐτὸ τὸ ἀξίωμα, γνωρίζει αὐτὴν τὴν ἀρετήν, γνωρίζει τὸ μέγα χάρισμα νὰ πάσχη διὰ τὸν Χριστόν. Τότε ἡ φυλακὴ εἶναι λαμπροτέρα ἀπὸ τὰ βασίλεια καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν οὐρανόν, καὶ ἀπὸ κάθε πολύτιμο στολισμό. Διότι καὶ ἐὰν δὲν ἐδίδετο μισθός, αὐτὸ ἦτο ἀρκετὴ ἀνταπόδοσις, τὸ νὰ πάσχη κανεὶς αὐτὰ (τὰ δεινὰ) διὰ τὸν ἀγαπώμενον. Γνωρίζουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν, καὶ ἐὰν ὄχι τὸν Θεόν, ἀλλὰ ἀνθρώπους, αὐτὸ τὸ ὁποῖον λέγομεν, οἱ ὁποῖοι εὐχαριστοῦνται καὶ χαίρονται περισσότερον ὅταν πάσχουν, παρὰ ὅταν τιμῶνται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν. Καὶ τοῦτο τὸ γνωρίζει καλῶς ἡ ἁγία χορεία τῶν ἀποστόλων, ἂν καὶ πολλοὶ τὸ θεωροῦν ἄξιον γέλωτος τὸ λεχθέν, ὅτι εἶναι χαρὰ νὰ κακοποιοῦνται δηλαδή, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν πόθον Χριστοῦ, τὸ θεωροῦν τὸ πλέον ἀξιομακάριστον ἀπὸ ὅλα. Καὶ ἄκουσε τὸν Λουκᾶ «Ὑπέστρεφον χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πράξ. 5:41). Αὐτὸ εἶναι μεγάλη τιμή, αὐτὸ εἶναι δόξα ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἄλλη. Καὶ ἄκουσε τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ὡδηγεῖτο εἰς τὸν σταυρὸν μαζὶ μὲ λῃστὲς καὶ κακούργους, διὰ νὰ ὑποστῆ τὸν πλέον ἐπάρατον θάνατον, ποὺ λέγει: «Πάτερ, δόξασε τὸν Υἱόν σου» (Ἰω. 17.1). Ἐὰν Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἠγάπησε τοὺς ἀξιοθρηνήτους καὶ ταλαιπώρους ἀνθρώπους ὀνομάζει δόξαν τὸ νὰ εὑρίσκεται εἰς τοιαύτην κακοπάθειαν καὶ ἐξευτελισμὸν καὶ καταφρόνησιν, καὶ ὄχι εἰς τὸν πατρικὸν θρόνον, πολὺ περισσότερο ὀφείλω ἐγὼ νὰ θεωρῶ αὐτὰ ὅτι εἶναι δόξα. Ὤ, μακάρια δεσμά, ὢ μακάρια χέρια, τὰ ὁποῖα ἐστόλισεν ἐκείνη ἡ ἅλυσις! Ἐὰν ἐγὼ ζοῦσα κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, δὲν θὰ ἔπαυον νὰ καταφιλῶ τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δεθοῦν διὰ τὸν Κύριόν μου. Καὶ ἐνῷ πολλὰ εἶναι τὰ σημεῖα τῶν θαυμάτων ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν, τίποτε δὲν εἶναι τόσο ποθητὸ ὅσο τὰ στίγματα τῶν παθῶν του, διότι λέγει: «ἀφοῦ ἐλιθοβόλησαν τὸν Παῦλον, τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, ἐπειδὴ ἐνόμισαν ὅτι εἶχεν ἀποθάνει (Πράξ. 14: 19) καὶ ἐνῷ ἦσαν εἰς τὴν φυλακὴν προσηύχοντο καὶ ἔψαλλον ὕμνους εἰς τὸν Θεὸν» (Πράξ. 16: 25). Καὶ λέγει: «Ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου» (Κολ. 1, 24).
Κατηξιώθη καὶ ὁ Πέτρος αὐτῶν τῶν δεσμῶν. Διότι ἦτο φυλακισμένος καὶ παραδεδομένος εἰς τοὺς στρατιώτας καὶ ἐκοιμᾶτο. Τόσον ἔχαιρε καὶ δὲν ἐταράσσετο, καὶ τὸν κατεῖχεν ὕπνος βαθύς, καὶ δὲν εὑρίσκετο καθόλου εἰς μέριμναν καὶ περισυλλογήν. Ἐκοιμᾶτο καὶ ἦτο μεταξὺ στρατιωτῶν καὶ ἦλθεν ἄγγελος πρὸς αὐτὸν καὶ ἀφοῦ ἐκτύπησε τὴν πλευράν του, τὸν ἐξύπνησε καὶ ἔλυσε. Καὶ ὁ Παῦλος γράφει εἰς τοὺς Φιλιππησίους (Φιλιπ. Ι΄ 29): «Ἐχαρίσθη γὰρ ὑμῖν ἀπὸ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν». Ὥστε αὐτὸ εἶναι μεγίστη χάρις καὶ μεγαλυτέρα ἀπὸ τοῦ νὰ σταματήσης τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην ἢ νὰ κινήσης τὸν κόσμον. Ἀκούσατε καὶ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ λέγη: «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. 5: 11). Ὄχι ὅταν θεραπεύσετε τυφλούς, ὅταν ἀναστήσετε νεκρούς. Ἀλλὰ πότε; Ὅταν θὰ σᾶς ὑβρίσκουν, καὶ θὰ σᾶς καταδιώξουν, κλπ.
«Νὰ φέρεσθε ἀντάξια πρὸς τὴν κλῆσιν, τὴν ὁποίαν ἐλάβατε». Πῶς; Μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη καὶ πραότητα, μὲ ὑπομονή, ἀνεχόμενοι ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ ἀγάπη. Αὐτὸ εἶναι τὸ θεμέλιον κάθε ἀρετῆς. Ὁ ταπεινόφρων καὶ εὐγνώμων ἠμπορεῖ νὰ εἶναι καὶ εὐάρεστος δοῦλος. Διότι λέγει: «Τί γὰρ ἔχεις, ὃ οὐκ ἔλαβες;» (Α΄ Κορ. 4:7). Ἂν εἶσαι ταπεινός, καὶ ἀναλογισθῆς ὅτι ἐνῷ ἤσουν τέτοιος, πῶς ἐσώθης, οὔτε εἰς τὰ δεσμὰ θὰ ὑπερηφανεύεσαι, οὔτε εἰς ἄλλο τίποτα, ἀλλὰ γνωρίζων ὅτι τὸ πᾶν εἶναι ἔργον τῆς χάριτος, θὰ ταπεινώνης τὸν ἑαυτόν σου. Μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ κλῆσις. Διότι ἐνῷ ἤμαστε ἐχθροὶ καὶ εἴχαμε διαπράξει ἄπειρα κακά, ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι ἡ κεφαλή μας, μᾶς συνανύψωσε καὶ μᾶς ἐκάθισε μαζί Του, ὡς σῶμα Του. Μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη, καὶ ὄχι μόνον εἰς τοὺς λόγους, ἢ εἰς τὰ πράγματα, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν μορφήν καί τὴν ὁμιλίαν καὶ εἰς τὰ κατορθώματα, πρὸς ὅλους, φίλους καὶ ἐχθρούς, νὰ εἶσαι ταπεινός, καὶ ὄχι θρασὺς ἢ ὀργίλος, καὶ σὲ μικροὺς καὶ σὲ μεγάλους. Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνέχεσαι τὸν ἄλλον, ἐὰν εἶσαι ὀργίλος ἢ κακολόγος; Ἀλλὰ λέγει μὲ τὴν ἀγάπη. Καὶ ἐὰν δὲν ἀνέχεσαι τὸν πλησίον, πῶς θὰ σὲ ἀνεχθῆ ὁ Θεός; Ἐὰν ἐσὺ δὲν ὑποφέρης τὸν σύνδουλόν σου, πῶς θὰ σὲ ὑπομείνη ὁ Κύριος; Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ὅλα εἶναι ὑποφερτά. «Καὶ νὰ φροντίζετε, λέγει, «νὰ διατηρῆτε τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος, διὰ τοῦ συνδέσμου τῆς εἰρήνης». Δεσμὰ ἐκεῖνα, δέσμα καὶ αὐτά. Συνέδεσε τὸν ἑαυτόν σου μὲ τὸν ἀδελφόν· ὅσοι εἶναι συνδεδεμένοι μὲ ἀγάπη, τὰ πάντα ὑπομένουν, ὡς ἐλαφρὺν ζυγόν. Καὶ τί εἶναι ἑνότης πνεύματος; Ὅπως τὸ σῶμα συνέχει τὰ διάφορα μέλη εἰς ἕν, ἔτσι καὶ ἐδῶ. Διότι διὰ τοῦτο ἐδόθη τὸ Πνεῦμα, διὰ νὰ ἑνώση ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶναι χωρισμένοι κατὰ γένη καὶ τρόπους μὲ τὸν σύνδεσμον τῆς εἰρήνης. Ὁ γέρων καὶ ὁ νέος, ὁ πτωχὸς καὶ ὁ πλούσιος, τὸ παιδί, ὁ ἔφηβος, ἡ γυναίκα καὶ ὁ ἄνδρας καὶ κάθε ψυχὴ γίνεται ἕνα, μὲ μίαν ἕνωσιν τελειοτέραν τῆς συγγενείας, ὅσον πιὸ ἁπλὴ καὶ ἀσύνθετος εἶναι αὐτή.
Καὶ τί καταστρέφει αὐτὸν τὸν δεσμόν; Ἡ ἀγάπη τῶν χρημάτων, τῆς ἐξουσίας, τῆς δόξης καὶ ὅλα τὰ ὅμοια, ποὺ ἀποχαυνώνουν καὶ διχάζουν τοὺς ἀνθρώπους. Τίποτε δὲν εἶναι τόσον ἐναντίον εἰς τὴν ἀγάπην, ὅσον ἡ ἁμαρτία, καὶ δὲν ἐννοῶ μόνον τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπην, ἀλλὰ καὶ τὴν πρὸς τὸν πλησίον. Διότι, ἄκουγε τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ὅταν πληθυνθῆ ἡ ἀνομία, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Μάτθ. 24: 12). Διότι αὐτὴ παρασύρει σὲ φιλαυτία καὶ πλεονεξία καὶ διαιρεῖ τὸ σῶμα καὶ τὸ διασπᾶ.