Κάποτε, επισκεπτόμενος το Άγιον Όρος, βρέθηκα στα Κατουνάκια.
Εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε φτάσει σε μεγάλο ύψος αγιότητος. Ομοίαζε περισσότερο με άγγελο…
Το
πρόσωπό του έλαμπε από τη Χάρη του Θεού. Στην πορεία μου αυτή για τα
Κατουνάκια είχα μαζί μου δύο καθηγητές θεολόγους και ένα φοιτητή του
Πολυτεχνείου. Φτάσαμε στο γέροντα μετά από μεγάλη ανάβαση…
Μας υποδέχτηκε με απέραντη χαρά κι αγάπη.«Έχω μεγάλη χαρά» έλεγε: «Παπάς ήρθε στο κελί μου».
Καθίσαμε και ένας από τους καθηγητές ρώτησε: «Γέροντα μπορείτε να μας πείτε κάτι για την ευωδία του Αγίου Πνεύματος;»
Ο γέροντας σοβάρεψε και ρώτησε: «Tι εννοείς;»
«Να γέροντα, τα άγια Λείψανα, οι ιερές εικόνες δεν εκπέμπουν κάποια ευωδία;»
«Α,α..» είπε ο γέροντας και καθώς σκέφτονταν τι να απαντήσει, έσκυψε το κεφάλι και μια σιωπή απλώθηκε παντού…
Ύστερα…ω, ύστερα μια ευωδία πλημμύρισε όλο τον τόπο.
Σήκωσα τα μάτια μου και είδα τους άλλους τρείς με μάτια γεμάτα δάκρυα να με κοιτάνε…
Ο
γέροντας παρέμεινε με σκυμμένο το κεφάλι. Μια γλυκύτητα πλημμύρισε τις
καρδιές μας, μια κατάσταση που θύμιζε εκείνο το «επί καρδίαν ανθρώπου
ουκ ανέβη » όπως λέγει και ο μεγάλος Απ. Παύλος…
Ο γέροντας σήκωσε το κεφάλι του, σαν ντροπιασμένο παιδί και μας είπε:
«Να με συγχωρέσετε, δεν ήξερα να σας το πω, και ζήτησα από το Θεό να σας το δείξει…»