Κυριακή Γ΄ Μτθαίου (Ρωμ. ε΄ 1-10)
† Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου
† Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου
Εἶναι πράγματι ἀξιοθαύμαστη ἡ ἀγάπη ποὺ
ἔδειξε ὁ Θεὸς σὲ μᾶς. Γιατί, σὲ χρόνο ποὺ ἐμεῖς ἤμασταν ἀσθενεῖς
πνευματικά, ἁμαρτωλοὶ καὶ ἔνοχοι, ὁ Χριστός, σὲ κατάλληλο καιρὸ ἀπέθανε,
γιὰ νὰ σώση ἀνθρώπους ἀσεβεῖς. Αὐτὸ δείχνει τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ,
γιατὶ μόλις καὶ μετὰ βίας θὰ βρεθῆ ἄνθρωπος νὰ πεθάνη γιὰ κάποιον
δίκαιο. Διότι, γιὰ τὸν ἀγαθό, ἴσως τολμήση κανένας νὰ πεθάνη.
Ὁ Θεὸς ὅμως δείχνει περιτράνως τὴν ἀγάπη
του σὲ μᾶς, γιατὶ ὅταν ἐμεῖς ἀκόμη ἤμασθαν γεμᾶτοι ἁμαρτίες, ὁ Χριστὸς
ἀπέθανε γιὰ μᾶς. Πολὺ δὲ περισσότερο τώρα, ποὺ δικαιωθήκαμε μὲ τὸ αἷμα
τῆς θυσίας Του, θὰ σωθοῦμε δι’ αὐτοῦ ἀπὸ τὴν μέλλουσα ὀργή. Διότι, ἄν
ὅταν ἤμασταν ἐχθροί, συμφιλιωθήκαμε μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ
Του πολὺ περισσότερο τώρα, ποὺ ἔχουμε συμφιλιωθῆ, θὰ σωθοῦμε διὰ τοῦ
Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ζῆ αἰώνια κοντὰ στὸν Θεό, σὰν ἀρχιερέας καὶ μεσίτης
μας.
Ὄχι δὲ μόνο θὰ σωθοῦμε, ἀλλὰ καὶ
καυχώμασθε γιὰ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Καυχώμασθε δὲ διὰ μέσου τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ Ὁποίου τώρα ἐλάβαμε τὴν συμφιλίωσή
μας μὲ τὸν Θεό. Ἀφοῦ ἐλάβαμε τὴν δικαίωση διὰ τῆς πίστεως, ἔχουμε εἰρήνη
μὲ τὸν Θεό, διὰ μέσου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ τὴν
πίστη μας σ’ Αὐτόν, μᾶς ἔχει φέρει στὴν περιοχὴ τῆς χάριτος, στὴν ὁποία
στεκόμεθα στερεὰ καὶ καυχώμασθε μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι θὰ ἀπολαύσουμε τὴν
δόξα τοῦ Θεοῦ.
Δὲν καυχώμαστε δὲ μόνο γιὰ τὴν δόξα καὶ
τὴν χαρὰ ποὺ λάβαμε καὶ θὰ ἀπολαύσουμε, ἀλλὰ καυχώμαστε καὶ γιὰ τὶς
θλίψεις, γιατὶ γνωρίζουμε ὅτι ἡ θλίψη ἐργάζεται σιγά-σιγά καί φέρνει,
σὰν πολύτιμο ἀγαθὸ τὴν ὑπομονή. Ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔχει σὰν καρπό της τὴν
δοκιμασμένη ἀρετή, ἡ δοκιμασμένη δὲ ἀρετὴ παράγει τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό.
Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐλπίδα δὲν ντροπιάζει καὶ δὲν ἀπογοητεύει αὐτὸν ποὺ τὴν
ἔχει. Καὶ δὲν ντροπιάζει, γιατὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξεχύθηκε πλούσια μέσα
στὶς καρδιές μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μᾶς δόθηκε σὰν ἀρραβώνας τῆς
ἐλπίδος μας αὐτῆς. «Ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καλεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον… ὡς
τεκμήριον καὶ ἀπόδειξιν τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς ἀγάπης», ἑρμηνεύει ὁ
Ζιγαβηνός.
Καυχώμεθα, διότι τὸ νὰ σωθοῦμε, ἐνῶ
ζούσαμε σὲ τόση κακία, εἶναι πολὺ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς μεγάλης ἀγάπης
Ἐκείνου ποὺ μᾶς ἔσωσε. Καὶ δὲν μᾶς ἔσωσε δι’ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων,
ἀλλὰ διὰ τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ. Ἑπομένως, τό ὅτι μᾶς ἔσωσε τέτοιοι ποὺ
εἴμεθα, καὶ τὸ ὅτι ἔκανε τοῦτο μὲ τὸ αἷμα τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
σὰν νὰ πλέκη ἀναρίθμητα στεφάνια καυχήσεως γιὰ μᾶς. Δικαιωθήκαμε διὰ τῆς
πίστεως, ἀφοῦ ἡ πίστη μᾶς δώρισε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων καὶ τὴν
συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, καὶ ἔχομε εἰρήνη διὰ τῆς μεσιτείας τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
«Εἰρήνην ἔχομεν». Τί σημαίνει τοῦτο; Νὰ
ἔχωμεν συνεχῶς εἰρήνη μὲ τὸν Θεό, μὲ μέσο τὴν θεάρεστο πολιτεία μας. Νὰ
μὴ ἁμαρτάνουμε, νὰ μὴ ἐπανερχώμεθα στὰ προηγούμενα, ποὺ μᾶς ἔκαναν
ἐνόχους. Καὶ ἄς μὴ ξεχνᾶμε τοῦτο, ὅτι ἡ ἁμαρτία μᾶς φέρνει σὲ κατάσταση
ἀντίδικη μὲ τὸν Θεό. Καὶ δὲν ἔχομε τότε εἰρήνη, ἀλλὰ πόλεμο μὲ τὸν Θεό.
Ἄς μὴ παρεξηγήσουμε, λοιπόν, τὰ πράγματα
καὶ νομίσουμε ὅτι ἡ διὰ πίστεως δικαίωση δικαιολογεῖ ραθυμία. Ἀντίθετα,
τὰ γραφόμενα τοῦ Ἀποστόλου μεγάλα περὶ τῆς πίστεως λέγουν καὶ
προτρέπουν γιὰ ἔργα, ὥστε νὰ μὴ ἀμελήσουμε.
Καὶ πῶς θὰ κατορθωθῆ ἡ εἰρήνη μὲ τὸ Θεό;
Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ ἁμαρτάνουμε; Γιὰ νὰ δώσουμε ἀπάντηση ἐδῶ,
πρέπει νὰ σκεφθοῦμε πῶς ἔγινε τὸ προηγούμενο δυνατό. Δηλαδή πῶς, ἐνῶ
εἴμεθα ὑπεύθυνοι σὲ τόσα, πλήρεις ἁμαρτιῶν, διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ δικαιωθήκαμε, ἀπαλλαχθήκαμε ἀπ’ ὅλα. Ἐκεῖνος, λοιπόν, θὰ
συνεργήση στὸ νὰ φυλαχθοῦμε καὶ νὰ μείνουμε, μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν δύναμή
Του σὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς δώρισε καὶ στὰ ὁποῖα βρισκόμαστε. Ὁ Θεός, ποὺ
φρόντισε γιὰ μᾶς, ὅταν εἴμεθα μακριά Του, πολὺ περισσότερο θὰ μᾶς
βοηθήση, τώρα ποὺ πήγαμε κοντά Του, τώρα ποὺ μὲ τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ
μᾶς δωρίθηκε ἡ εἰρήνη. Καὶ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο δυσχερὲς τὸ νὰ λάβωμε
εἰρήνη χωρὶς νὰ ὑπάρχη, ἀπὸ τὸ νὰ τὴν κρατήσουμε, ἀφοῦ μᾶς δόθηκε.
Δηλαδή, ἡ ἀπόκτηση ἐδῶ εἶναι δυσκολώτερη ἀπὸ τὴν φύλαξη. Ἀλλ’ ὅμως,
ἔγινε τὸ δυσκολώτερο εὔκολο καὶ πραγματοποιήθηκε. Λοιπόν, καὶ αὐτὸ τὸ
εὐκολώτερο θὰ εἶναι σὲ μᾶς εὐκολοκατόρθωτο, ἄν κρατιόμαστε ἀπὸ Ἐκεῖνον,
ποὺ τὰ πάντα δύναται.
Ἔχουμε προσαχθῆ σ’ αὐτὴν τὴν
κατάσταση τῆς χάριτος ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ τῆς θυσίας
Του. Ἐκεῖνος μᾶς σήκωσε ἀπὸ τὴν πτώση καὶ μᾶς πῆρε στοργικὰ κοντά Του.
Καὶ μεῖς τί προσφέραμε σὰν ἐλάχιστο ἀντίτιμο σ’ αὐτή Του τὴν Χάρη, σ’
αὐτή Του τὴν δωρεά; «Ἐπὶ πίστει μόνῃ», ἀπαντᾶ εὔστοχα ὁ Οἰκουμένιος.
«Ἐσχήκαμεν τῇ πίστει», γράφει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰς τὴν χάριν
ταύτην», γράφει. Ποία χάρη ἐννοεῖ; Τὸ ὅτι ἀξιωθήκαμε τῆς γνώσεως
τοῦ Θεοῦ, τὸ ὅτι ἀπαλλαχθήκαμε ἀπὸ τὴν πλάνη, τὸ ὅτι γνωρίσαμε τὴν
ἀλήθεια, τὸ ὅτι ἐπιτύχαμε, διὰ τοῦ βαπτίσματος, ὅλα τὰ ἀγαθά. Γι’ αὐτὸ μᾶς προσήγαγε, γιὰ νὰ λάβωμε αὐτὰ τὰ δῶρα.
Ὄχι ἁπλῶς, γιὰ νὰ γίνῃ ἄφεση ἁμαρτημάτων
συμφιλιωθήκαμε μόνον, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε μύρια ἀξιώματα. Καὶ
σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στέκουμε στερεά, πατᾶμε γερὰ
κι ἀταλάντευτα καὶ «οὐκ ἐκπίπτομεν, εἰ μὴ ραθυμήσομεν», καθὼς γράφει ὁ
Ζιγαβηνός.
Τὰ ἀναφερόμενα στὸν Θεό, οὔτε ἄνθρωπος,
οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε ὁ θάνατος, ὅταν ἔλθη, οὔτε ἡ περίσταση τῶν
πραγμάτων, οὔτε αὐτὸς ὁ διάβολος θὰ μπορέσουν νὰ ἀφαιρέσουν. Ἐκεῖνο ποὺ
ἦταν μέγιστο καὶ τιμιώτερο δῶρο, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, αὐτὸ μᾶς ἔδωσε,
καὶ μᾶς ἔκαμε ἀγγέλους ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀδελφοὺς
τοῦ Χριστοῦ.