Μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἀπ. Ἰάκωβος: «γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίµιον ὑµῶν τῆς
πίστεως κατεργάζεται ὑποµονήν· ἡ δὲ ὑποµονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε
τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν µηδενὶ λειπόµενοι» (Ἰάκ. Α΄ 3-4). Μετάφραση:
Θὰ χαίρετε δὲ εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασµοὺς αὐτούς, ὅταν ἔχετε τὴν
γνῶσιν, ὅτι τὸ νὰ δοκιµάζεται ἡ πίστις σας διὰ τῶν θλίψεων δηµιουργεῖ
ὡς ἀποτέλεσµα ἀσφαλὲς καὶ πλῆρες σταθερὰν ὑποµονήν· ἡ δὲ ὑποµονὴ αὐτὴ ἂς
εἶναι ἀκλόνητος καὶ ἔτσι ἂς παράγη πλήρη τὸν καρπὸν τῆς τελειοποιήσεως
σας, διὰ νὰ εἶσθε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ὥστε νὰ µὴ σᾶς λείπη τίποτε.
• Ὁ Ἅγιός μας Πορφύριος ἐπισημαίνει: «Αὐτός, ποὺ ἀπόκτησε τὴν ὑπομονή, ἐλπίζει στὸν Θεό. Εἶναι ἀληθινὰ μακάριος καὶ τρισμακάριος αὐτὸς ποὺ ἔχει ὑπομονή. Γιατί, ὅποιος ὑπομείνει μέχρι τέλους, αὐτὸς καὶ θὰ σωθῆ. «Ὁ ὑπομείνας, εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται».
Ὁ ὑπομονετικὸς χαίρεται στοὺς πειρασμούς, εἶναι ἕτοιμος γιὰ τὴν ὑπακοή, ὥριμος στὴν μακροθυμία, τέλειος στὴν ἀγάπη, εὐλογεῖ αὐτοὺς ποὺ τὸν κακολογοῦν καὶ εἰρηνεύει αὐτοὺς ποὺ φιλονικοῦν. Ὑπομονετικὸς στὴ νηστεία, στὴν ἀγρυπνία, στὴν ψαλμωδία, στὴν προσευχή· εἶναι ἄμεμπτος στὰ ἔργα του, εἰλικρινής, ἔμπιστος, προσεκτικός, εὐγενής, ἀγαπητός, εὐχάριστος καὶ φιλόξενος.
Ἀληθινὰ ὑπομονετικὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μὲ εὐγνωμοσύνη ἀποδέχεται ὅ,τιδήποτε παρουσιαστεῖ στὴ ζωή του, γιατί γνωρίζει πὼς προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πὼς εἶναι ὀλίγα τὰ ἰδικά του παθήματα μπροστὰ στὰ Παθήματα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγίων». «Ὁ Ὅσιος Γέρων Πορφύριος», Ἐκδ. Ἐφραιμιᾶς, Κατερίνη.
• Στὸ βιβλίο «Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστιανοῦ», ἀναφέρει ὁ μακαριστὸς π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἕνα μεγάλο κατόρθωμα τῆς ὑπομονῆς: «Στὸ νοσοκομεῖο Ἀναπήρων ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν ἀσθενῶν ἕνας ὁ ὁποῖος ἦταν ὄχι ἁπλῶς δύστροπος, ἀλλὰ «θηρίο». Ὕβρεις, φωνές, θυμοί, ἐκρήξεις, ἦταν τὸ καθημερινὸ «πρόγραμμα» τοῦ θαλάμου. Τοῦ ἔφταιγαν ὅλοι καὶ ὅλα καὶ τὰ ἔβαζε μὲ ὅλους καὶ μὲ ὅλα. Οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς δυσφοροῦσαν καὶ ἀγανακτοῦσαν καὶ πολλὲς φορὲς εἶχαν σκεφθεῖ νὰ τὸν κτυπήσουν.
Τὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ τότε κατακλυζόταν ἀπὸ ἀφοσιωμένες ἀδελφὲς νοσοκόμες. Μία ἀπὸ αὐτὲς μπαίνει μία ἡμέρα στὸ θάλαμο, πλησιάζει τὸν ἀσθενῆ αὐτὸ καὶ τοῦ λέει: «Ἐπειδὴ πρόκειται νὰ κάνετε κάποια ἐξέταση, πρέπει προηγουμένως νὰ φᾶτε αὐτὸ τὸ γιαούρτι». Προφανῶς, λόγω τοῦ δύστροπου καὶ ἀντιδραστικοῦ χαρακτῆρος του, ἀπέφυγε τὴ λέξη φάρμακο καὶ γιὰ πιὸ μαλακά, ὀνόμασε… «γιαούρτι», τὸ βαριοῦχο πολτὸ ἢ κάποια ἄλλη οὐσία. Αὐτὸς ἀρνεῖται, βρίζει καὶ ἀποπέμπει ἀπότομα τὴν ἀδελφή. Ἔρχεται ἡ Προϊσταμένη. Προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει. Καθαρὴ ματαιοπονία. Εἰσπράττει καὶ αὐτὴ ἀρκετὸ ὑβρεολόγιο καὶ φεύγει. Καλεῖ στὸ γραφεῖο της ἡ Προϊσταμένη μία νεαρότατη ἀδελφή, ἡ ὁποία εἶχε εἰδικὸ τάλαντο νὰ μεταχειρίζεται τοὺς δύσκολους. Τῆς μιλᾶ γιὰ τὸν ἀσθενῆ αὐτὸ καὶ τῆς ἀναθέτει νὰ τὸν ἀναλάβη, ἐλπίζοντας ὅτι ἴσως αὐτὴ τὸν καταφέρη. Ἡ νεαρὴ ἀδελφή, μὲ ἕνα ἀγγελικὸ πρόσωπο, πλησιάζει τὸν ἀσθενῆ καὶ τοῦ λέει μὲ πηγαία γλυκύτητα καὶ καλωσύνη, μὲ γλώσσα μελιστάλακτη: «Σᾶς παρακαλῶ πολύ, πάρα πολύ, νὰ φᾶτε αὐτὸ τὸ γιαούρτι, διότι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἐξέταση». Αὐτός, ἐκνευρισμένος ἀπὸ τὴν τόση ἐπιμονὴ τῶν ἀδελφῶν, τὴ βρίζει περισσότερο καὶ μὲ ἐντονότερη φωνὴ ἀπ’ ὅ,τι τὶς προηγούμενες. Αὐτὴ ἤρεμη καὶ ἀτάραχη συνεχίζει τὶς παρακλήσεις. Ὁ ἀσθενὴς ἐξαγριώνεται πιὸ πολὺ πλέον. Ἡ ἀδελφὴ δὲν φεύγει. Μὲ πολλὴ γλυκύτητα καὶ καλωσύνη ἐξακολουθεῖ νὰ παρακαλᾶ. Σὲ μία στιγμὴ ἐπιχειρεῖ τὴν τελικὴ «ἐπίθεση»: «Ἐλᾶτε τώρα, κάντε μου τὴ χάρη, σᾶς παρακαλῶ πολύ, πάρα πολύ, ἀνοῖξτε τὸ στόμα σας καὶ πάρτε τὴν πρώτη κουταλιά». Τότε αὐτός, ἔξαλλος καὶ βράζοντας ἀπὸ θυμό, ἁρπάζει ἀπὸ τὰ χέρια της τὸν κεσσὲ καὶ τῆς τὸν πετάει στὸ πρόσωπο. Ἡ ἀδελφή, χωρὶς νὰ πῆ λέξη, χωρὶς κἄν νὰ σκυθρωπάση, φεύγει. Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτά, ἀφοῦ πλύθηκε καὶ καθαρίσθηκε, ἐπανέρχεται μὲ ἄλλο κεσσέ. Ἠρεμότατη, χαμογελαστή, γεμάτη γλυκύτητα, ἀποτείνεται πάλι στὸν ἄρρωστο: «Ἐσὺ ἔκανες αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἤθελες. Ἔκανες τὸ δικό σου. Τώρα δὲ θὰ κάνης καὶ τὴ δική μου χάρη; Δὲ θὰ φᾶς τὸ γιαουρτάκι σου; Θὰ μοῦ κάνης τὴ χάρη, δὲν εἶναι ἔτσι; Τὸ βλέπω ὅτι θὰ μοῦ τὴν κάνης. Εἶμαι βεβαία ὅτι δὲ θὰ μοῦ ἀρνηθῆς. Ξέρω, δὲν εἶσαι κακός. Ἔλα, λοιπόν, κάνε μου τὴ χάρη. Ἄνοιξε τὸ στόμα σου…».
Ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς τοῦ θαλάμου εἶχαν μείνει ἔκθαμβοι, ἐμβρόντητοι, ἐκστατικοί. Ἀλλὰ καὶ τὸ «θηρίο» ὑπέκυψε. Δαμάσθηκε! Συγκλονισμένος καὶ κατάπληκτος ὁ ἀσθενής, μὲ ἔκδηλη ταραχὴ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἀτενίζει τὴν ἀδελφὴ καὶ κραυγάζει μὲ σπασμένη φωνή: «Τί εἶσαι σύ, παιδί μου; Εἶσαι ἄνθρωπος ἐσύ; Λέγε μου εἶσαι ἄνθρωπος ἢ κάτι ἄλλο;…» ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὰ πάντα ἀλλοιώθηκαν στὴν ψυχὴ τοῦ «θηρίου». Ἡ ζωή του μεταβλήθηκε τελείως. Ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔγινε ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ…».
• Ὁ Ἅγιός μας Πορφύριος ἐπισημαίνει: «Αὐτός, ποὺ ἀπόκτησε τὴν ὑπομονή, ἐλπίζει στὸν Θεό. Εἶναι ἀληθινὰ μακάριος καὶ τρισμακάριος αὐτὸς ποὺ ἔχει ὑπομονή. Γιατί, ὅποιος ὑπομείνει μέχρι τέλους, αὐτὸς καὶ θὰ σωθῆ. «Ὁ ὑπομείνας, εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται».
Ὁ ὑπομονετικὸς χαίρεται στοὺς πειρασμούς, εἶναι ἕτοιμος γιὰ τὴν ὑπακοή, ὥριμος στὴν μακροθυμία, τέλειος στὴν ἀγάπη, εὐλογεῖ αὐτοὺς ποὺ τὸν κακολογοῦν καὶ εἰρηνεύει αὐτοὺς ποὺ φιλονικοῦν. Ὑπομονετικὸς στὴ νηστεία, στὴν ἀγρυπνία, στὴν ψαλμωδία, στὴν προσευχή· εἶναι ἄμεμπτος στὰ ἔργα του, εἰλικρινής, ἔμπιστος, προσεκτικός, εὐγενής, ἀγαπητός, εὐχάριστος καὶ φιλόξενος.
Ἀληθινὰ ὑπομονετικὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μὲ εὐγνωμοσύνη ἀποδέχεται ὅ,τιδήποτε παρουσιαστεῖ στὴ ζωή του, γιατί γνωρίζει πὼς προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πὼς εἶναι ὀλίγα τὰ ἰδικά του παθήματα μπροστὰ στὰ Παθήματα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγίων». «Ὁ Ὅσιος Γέρων Πορφύριος», Ἐκδ. Ἐφραιμιᾶς, Κατερίνη.
• Στὸ βιβλίο «Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστιανοῦ», ἀναφέρει ὁ μακαριστὸς π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἕνα μεγάλο κατόρθωμα τῆς ὑπομονῆς: «Στὸ νοσοκομεῖο Ἀναπήρων ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν ἀσθενῶν ἕνας ὁ ὁποῖος ἦταν ὄχι ἁπλῶς δύστροπος, ἀλλὰ «θηρίο». Ὕβρεις, φωνές, θυμοί, ἐκρήξεις, ἦταν τὸ καθημερινὸ «πρόγραμμα» τοῦ θαλάμου. Τοῦ ἔφταιγαν ὅλοι καὶ ὅλα καὶ τὰ ἔβαζε μὲ ὅλους καὶ μὲ ὅλα. Οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς δυσφοροῦσαν καὶ ἀγανακτοῦσαν καὶ πολλὲς φορὲς εἶχαν σκεφθεῖ νὰ τὸν κτυπήσουν.
Τὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ τότε κατακλυζόταν ἀπὸ ἀφοσιωμένες ἀδελφὲς νοσοκόμες. Μία ἀπὸ αὐτὲς μπαίνει μία ἡμέρα στὸ θάλαμο, πλησιάζει τὸν ἀσθενῆ αὐτὸ καὶ τοῦ λέει: «Ἐπειδὴ πρόκειται νὰ κάνετε κάποια ἐξέταση, πρέπει προηγουμένως νὰ φᾶτε αὐτὸ τὸ γιαούρτι». Προφανῶς, λόγω τοῦ δύστροπου καὶ ἀντιδραστικοῦ χαρακτῆρος του, ἀπέφυγε τὴ λέξη φάρμακο καὶ γιὰ πιὸ μαλακά, ὀνόμασε… «γιαούρτι», τὸ βαριοῦχο πολτὸ ἢ κάποια ἄλλη οὐσία. Αὐτὸς ἀρνεῖται, βρίζει καὶ ἀποπέμπει ἀπότομα τὴν ἀδελφή. Ἔρχεται ἡ Προϊσταμένη. Προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει. Καθαρὴ ματαιοπονία. Εἰσπράττει καὶ αὐτὴ ἀρκετὸ ὑβρεολόγιο καὶ φεύγει. Καλεῖ στὸ γραφεῖο της ἡ Προϊσταμένη μία νεαρότατη ἀδελφή, ἡ ὁποία εἶχε εἰδικὸ τάλαντο νὰ μεταχειρίζεται τοὺς δύσκολους. Τῆς μιλᾶ γιὰ τὸν ἀσθενῆ αὐτὸ καὶ τῆς ἀναθέτει νὰ τὸν ἀναλάβη, ἐλπίζοντας ὅτι ἴσως αὐτὴ τὸν καταφέρη. Ἡ νεαρὴ ἀδελφή, μὲ ἕνα ἀγγελικὸ πρόσωπο, πλησιάζει τὸν ἀσθενῆ καὶ τοῦ λέει μὲ πηγαία γλυκύτητα καὶ καλωσύνη, μὲ γλώσσα μελιστάλακτη: «Σᾶς παρακαλῶ πολύ, πάρα πολύ, νὰ φᾶτε αὐτὸ τὸ γιαούρτι, διότι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἐξέταση». Αὐτός, ἐκνευρισμένος ἀπὸ τὴν τόση ἐπιμονὴ τῶν ἀδελφῶν, τὴ βρίζει περισσότερο καὶ μὲ ἐντονότερη φωνὴ ἀπ’ ὅ,τι τὶς προηγούμενες. Αὐτὴ ἤρεμη καὶ ἀτάραχη συνεχίζει τὶς παρακλήσεις. Ὁ ἀσθενὴς ἐξαγριώνεται πιὸ πολὺ πλέον. Ἡ ἀδελφὴ δὲν φεύγει. Μὲ πολλὴ γλυκύτητα καὶ καλωσύνη ἐξακολουθεῖ νὰ παρακαλᾶ. Σὲ μία στιγμὴ ἐπιχειρεῖ τὴν τελικὴ «ἐπίθεση»: «Ἐλᾶτε τώρα, κάντε μου τὴ χάρη, σᾶς παρακαλῶ πολύ, πάρα πολύ, ἀνοῖξτε τὸ στόμα σας καὶ πάρτε τὴν πρώτη κουταλιά». Τότε αὐτός, ἔξαλλος καὶ βράζοντας ἀπὸ θυμό, ἁρπάζει ἀπὸ τὰ χέρια της τὸν κεσσὲ καὶ τῆς τὸν πετάει στὸ πρόσωπο. Ἡ ἀδελφή, χωρὶς νὰ πῆ λέξη, χωρὶς κἄν νὰ σκυθρωπάση, φεύγει. Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτά, ἀφοῦ πλύθηκε καὶ καθαρίσθηκε, ἐπανέρχεται μὲ ἄλλο κεσσέ. Ἠρεμότατη, χαμογελαστή, γεμάτη γλυκύτητα, ἀποτείνεται πάλι στὸν ἄρρωστο: «Ἐσὺ ἔκανες αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἤθελες. Ἔκανες τὸ δικό σου. Τώρα δὲ θὰ κάνης καὶ τὴ δική μου χάρη; Δὲ θὰ φᾶς τὸ γιαουρτάκι σου; Θὰ μοῦ κάνης τὴ χάρη, δὲν εἶναι ἔτσι; Τὸ βλέπω ὅτι θὰ μοῦ τὴν κάνης. Εἶμαι βεβαία ὅτι δὲ θὰ μοῦ ἀρνηθῆς. Ξέρω, δὲν εἶσαι κακός. Ἔλα, λοιπόν, κάνε μου τὴ χάρη. Ἄνοιξε τὸ στόμα σου…».
Ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς τοῦ θαλάμου εἶχαν μείνει ἔκθαμβοι, ἐμβρόντητοι, ἐκστατικοί. Ἀλλὰ καὶ τὸ «θηρίο» ὑπέκυψε. Δαμάσθηκε! Συγκλονισμένος καὶ κατάπληκτος ὁ ἀσθενής, μὲ ἔκδηλη ταραχὴ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἀτενίζει τὴν ἀδελφὴ καὶ κραυγάζει μὲ σπασμένη φωνή: «Τί εἶσαι σύ, παιδί μου; Εἶσαι ἄνθρωπος ἐσύ; Λέγε μου εἶσαι ἄνθρωπος ἢ κάτι ἄλλο;…» ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὰ πάντα ἀλλοιώθηκαν στὴν ψυχὴ τοῦ «θηρίου». Ἡ ζωή του μεταβλήθηκε τελείως. Ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔγινε ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ…».