...δεν θα είχαν περάσει πολλά λεπτά της ώρας, που απομακρύνθηκαν οι ποιμένες και τα προβατάκια πιάσανε να σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους:
-"Τι κάνουμε;",
-"Λέτε να το μετανιώσουν; Να μας αφήσουν τελικά να βγούμε στον χλοερό βοσκότοπο;",
-"Θεέ μου τί κακό μας βρήκε", και γυρίζαν ανάποδα τα μαύρα στρογγυλά ματάκια τους.
Τα γεροντότερα από αυτά, κουνούσαν απελπισμένα πέρα -δώθε τα κεφαλάκια τους. Ξέραν... δεν γυρίζουν εύκολα τα μυαλά. Σιγά - σιγά ο ψίθυρος μεγάλωνε. Το καθένα ήθελε να βρει έναν τρόπο να παρηγορηθεί. Μια σκέψη που θα το ανακούφιζε, έστω και προσωρινά. Κανένα δεν είχε όρεξη να φάει από το ξεραμένο σανό του παχνιού, που πρόχειρα είχαν πετάξει οι βοσκοί. Μπουκιά δεν κατέβαινε. Σε λίγο ησύχασαν. Μείναν με τις σκέψεις τους. Άλλα από αυτά είχαν καλό όνομα στην υπακοή, άλλα είχαν καλό όνομα στην υπομονή, άλλα δεν τα πολυένοιαζε:
- "Σιγά και αν φάμε για κάνα μήνα σανό, κάτι τρέχει...". Μα ακόμη και σε αυτά, η εικόνα του χαμένου δροσερού λειβαδότοπου τους στοίχιζε πολύ. Μπορεί να μην έδειχναν ότι εκτιμούσαν το φρέσκο δροσερό χορτάρι, αλλά μέσα τους το παραδέχονταν. Η βοσκή εκεί έξω, όποτε βγαίναν, ήταν πολύ ανώτερη του αποξηραμένου σανού που είχαν μπροστά τους.
Μόνο μια ομάδα από αυτά, τα πιο άτακτα, είχαν πλησιάσει τα τσοπανόσκυλα που ροκάνιζαν ακόμη ένα φρέσκο κομμάτι ψωμιού. Τους τα είχαν δώσει ένα - δύο τσοπανόπουλα, που ήταν εκεί κοντά και καθόντουσαν και τα παρατηρούσαν με συμπόνοια. Να λοιπόν, που άτακτα προβατάκια και τσοπανόσκυλα μιλούσαν χαμηλόφωνα με ύφος συνωμοτικό, ρίχνοντας γρήγορες ματιές δεξιά και αριστερά, μην και κάποιος είχε στήσει αυτί.
(Η συνέχεια του παραμυθιού τις επόμενες μέρες).
παπα-Παύλος Καλλίκας
Δείτε και:
-"Τι κάνουμε;",
-"Λέτε να το μετανιώσουν; Να μας αφήσουν τελικά να βγούμε στον χλοερό βοσκότοπο;",
-"Θεέ μου τί κακό μας βρήκε", και γυρίζαν ανάποδα τα μαύρα στρογγυλά ματάκια τους.
Τα γεροντότερα από αυτά, κουνούσαν απελπισμένα πέρα -δώθε τα κεφαλάκια τους. Ξέραν... δεν γυρίζουν εύκολα τα μυαλά. Σιγά - σιγά ο ψίθυρος μεγάλωνε. Το καθένα ήθελε να βρει έναν τρόπο να παρηγορηθεί. Μια σκέψη που θα το ανακούφιζε, έστω και προσωρινά. Κανένα δεν είχε όρεξη να φάει από το ξεραμένο σανό του παχνιού, που πρόχειρα είχαν πετάξει οι βοσκοί. Μπουκιά δεν κατέβαινε. Σε λίγο ησύχασαν. Μείναν με τις σκέψεις τους. Άλλα από αυτά είχαν καλό όνομα στην υπακοή, άλλα είχαν καλό όνομα στην υπομονή, άλλα δεν τα πολυένοιαζε:
- "Σιγά και αν φάμε για κάνα μήνα σανό, κάτι τρέχει...". Μα ακόμη και σε αυτά, η εικόνα του χαμένου δροσερού λειβαδότοπου τους στοίχιζε πολύ. Μπορεί να μην έδειχναν ότι εκτιμούσαν το φρέσκο δροσερό χορτάρι, αλλά μέσα τους το παραδέχονταν. Η βοσκή εκεί έξω, όποτε βγαίναν, ήταν πολύ ανώτερη του αποξηραμένου σανού που είχαν μπροστά τους.
Μόνο μια ομάδα από αυτά, τα πιο άτακτα, είχαν πλησιάσει τα τσοπανόσκυλα που ροκάνιζαν ακόμη ένα φρέσκο κομμάτι ψωμιού. Τους τα είχαν δώσει ένα - δύο τσοπανόπουλα, που ήταν εκεί κοντά και καθόντουσαν και τα παρατηρούσαν με συμπόνοια. Να λοιπόν, που άτακτα προβατάκια και τσοπανόσκυλα μιλούσαν χαμηλόφωνα με ύφος συνωμοτικό, ρίχνοντας γρήγορες ματιές δεξιά και αριστερά, μην και κάποιος είχε στήσει αυτί.
(Η συνέχεια του παραμυθιού τις επόμενες μέρες).
παπα-Παύλος Καλλίκας
Δείτε και: