... μείναν δηλαδή μέσα στο μαντρί, προδομένα, απογοητευμένα, πεινασμένα. Οι ποιμένες όχι με μπαμπάκια, μα με τις γούνες τους ολάκερες στα αυτιά τους, μείναν ασυγκίνητοι στα βελάσματα πόνου και αγωνίας τους. Τι και αν παρακάλαγαν τα καημένα, τι και αν υψώναν την φωνή τους, τι με το καλό, τι με το άγριο.
Οι βοσκοί γύρισαν τις αγέρωχες, μα κυρτωμένες απο τον καιρό, πλάτες τους. Πιάστηκαν χεράκι- χεράκι με τους εμπόρους και αποχώρησαν με παγερό το ύφος. Έτριζε και στέναζε το έδαφος κάτω από τις βαριές καλογυαλισμένες μπότες τους. Τα είχαν βρει με τους εμπόρους! Πριν περάσουν τον μαντρότοιχο μάλιστα, γύρισαν και με αυστηρό το βλέμμα και με τα δασειά φρύδια παραμορφωμένα αγριοκοίταξαν και τα τσοπανόσκυλα:
-"Τσιμουδιά ωρέ και σεις! Κιχ! Ακούτε;" Και διπλομαντάλωσαν τις ξυλόπορτες. Και φύγαν οι ποιμένες για τα κονάκια τους να γιορτάσουν μοναχοί το Πάσχα. Τι Πάσχα αλήθεια;
Νομίζετε ότι τα προβατάκια φοβήθηκαν; Πιστεύετε ότι τα τσοπανόσκυλα σκιάχτηκαν; Λέτε ότι τα πιάσανε στον ύπνο; Όχι, τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Ξέραν την δουλειά τους. Ήταν πεπεισμένα μέσα τους ότι ο Αρχιποιμένας, που τόσο τα αγαπούσε, ακόμη δεν είχε μιλήσει.
(Η συνέχεια του παραμυθιού τις επόμενες μέρες).
παπα-Παύλος Καλλίκας
Νομίζετε ότι τα προβατάκια φοβήθηκαν; Πιστεύετε ότι τα τσοπανόσκυλα σκιάχτηκαν; Λέτε ότι τα πιάσανε στον ύπνο; Όχι, τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Ξέραν την δουλειά τους. Ήταν πεπεισμένα μέσα τους ότι ο Αρχιποιμένας, που τόσο τα αγαπούσε, ακόμη δεν είχε μιλήσει.
(Η συνέχεια του παραμυθιού τις επόμενες μέρες).
παπα-Παύλος Καλλίκας